Εκτροπές και συγκλίσεις

Προθέσεις για τον δημόσιο χώρο

                                                                                                                            Ε. Μπαλάσης

Περίληψη                                                                                                    

Φαινομενικά ασήμαντες και μικρές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό, είναι δυνατόν να διευρύνουν υφιστάμενους ή και να δημιουργούν νέους δημόσιους χώρους. Ως μελέτες περίπτωσης, επιστρατεύονται τέσσερις προτάσεις που διακρίθηκαν σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ιδεών για το δημόσιο χώρο στην Ελλάδα και την Κύπρο, δύο εκ των οποίων με σχετικά “βαρύ” κτιριολογικό πρόγραμμα.

Έμφαση δίνεται σε εκείνους τους σχεδιαστικούς χειρισμούς που υπογραμμίζονται στα πρακτικά της εκάστοτε κριτικής επιτροπής ως ενδιαφέροντες και πρωτότυποι. Με την συγκριτική παρουσίασή τους, υποστηρίζεται ότι παρόμοιοι χειρισμοί συνιστούν απόκλιση από το ζητούμενο πρόγραμμα παρέμβασης και ότι δεν αποτελούν απλώς μια ευκαιρία φυσικής μεγέθυνσης των κοινόχρηστων χώρων, αλλά μπορούν συνολικά να “συγκλίνουν” ως μέρος μιας πολεοδομικής στρατηγικής για το δημόσιο χώρο. Τέλος, γίνεται προσπάθεια οι συγκεκριμένοι σχεδιαστικοί χειρισμοί μικρής κλίμακας να ειδωθούν ως “εκτροπή”· μια ευθεία αναφορά στην συζήτηση περί convergent vs divergent thinking που έχει αναπτυχθεί πρόσφατα και επαναδιαπραγματεύεται τα ζητήματα συμμετοχικού σχεδιασμού εισάγοντας υβριδικά εργαλεία όπως τη διαφοροποίηση, το brainstorming και τη συσχέτιση του αναπάντεχου. Επιχειρείται δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ο όρος, όχι μόνο για να περιγράψει τις διαδικασίες ανάλυσης και σύνθεσης, αλλά και για να χαρακτηρίσει τον συλλογικά παραγόμενο χώρο: a divergent public space.

1        Εισαγωγή

Φαινομενικά ασήμαντες και μικρές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό, είναι δυνατόν να διευρύνουν υφιστάμενους ή και να δημιουργούν νέους δημόσιους χώρους. Ο παραγόμενος χώρος φέρει επίσης τα χαρακτηριστικά του τρόπου παραγωγής του και συχνά χαρακτηρίζεται από αυτόν. Άλλοτε με λιγότερο και άλλοτε με περισσότερο τολμηρούς χειρισμούς επαναπροσδιορίζονται δίπολα εννοιών, όπως ανοιχτό – κλειστό, διαφανές – αδιαφανές, δημόσιο – ιδιωτικό, με στόχο την διεύρυνση αλλά και τη διαφοροποίηση του δημόσιου χώρου, τόσο λειτουργικά όσο και μορφολογικά.

Εδώ προτείνεται η ανάγνωση των μικρών αυτών παρεμβάσεων στο πλαίσιο του divergent thinking, ενός θεωρητικού όρου που στα ελληνικά μεταφράζεται ως “αποκλίνουσα σκέψη”. Με ανασκόπηση του θεωρητικού πλαισίου και με ενδεικτικές μελέτες περίπτωσης, εξετάζεται ο όρος “εκτροπή” ως πιο δόκιμος από τον όρο “απόκλιση” για να αποδώσει τον τρόπο παραγωγής και το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων σχεδιαστικών χειρισμών. Τέλος,  σχολιάζεται η δυναμική μιας τέτοιας προσπάθειας ανάγνωσης και οι δυνατότητες που ανοίγονται στο σχεδιασμό του δημόσιου χώρου.

2        Θεωρητικό πλαίσιο

2.1     Convergence vs Divergence

Στις κοινωνικές και ανθρωπογνωστικές επιστήμες οι όροι εισάγονται για να περιγράψουν διαφορετικούς τύπους νοητικών διεργασιών  και συγκεκριμένα  στο θεωρητικό μοντέλο “Δομή της Νόησης” (Guilford 1967) ως “συγκλίνουσα” και “αποκλίνουσα παραγωγή”. Οι δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες έννοιες συνδέθηκαν αντίστοιχα με την ευφυία και την δημιουργικότητα στο έργο του Gilford και των υποστηρικτών του (Colman 2009). Παρότι το μοντέλο αυτό δεν έτυχε ευρείας αποδοχής από τους ψυχολόγους,  η αποκλίνουσα σκέψη (divergent thinking) ενσωματώθηκε πολύ γρήγορα στις τότε τρέχουσες θεωρήσεις, που επιχειρούσαν να περιγράψουν τη δημιουργικότητα (creativity) (Arnold 2016 [1959]), και την σχεδιαστική σκέψη (design thinking) (Archer 1965).

Η ουσία της θεώρησης του Guilford, είναι ότι η αποκλίνουσα σκέψη αντιπροσωπεύει μια ευρεία και ταυτόχρονα επιφανειακή οπτική των πραγμάτων, η οποία ευνοεί τη σύνθεση διαφορετικών στοιχείων και οδηγεί στην ανακάλυψη προηγουμένως άγνωστων λύσεων. Στον αντίποδα, κατά τον συμβατικό τρόπο σκέψης των θετικών επιστημών, μια πληθώρα δεσμευτικών παραγόντων από διαφορετικά σημεία εκκίνησης συγκλίνουν σε μία και μοναδική λύση (Lawson 1980). Ως εκ τούτου, η συγκλίνουσα σκέψη, η οποία περιλαμβάνει μια στενή μελέτη των λεπτομερειών, διακρίνεται ριζικά από την αποκλίνουσα σκέψη· η “μικρή” έναντι της “μεγάλης” εικόνας (Rowe 1987).

Η ιδέα της αποκλίνουσας σκέψης ως συστατικό στοιχείο της δημιουργικότητας και έχει γενικά αντιμετωπιστεί ως ιδιότητα που είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί. Μέχρι σήμερα έχουν προταθεί και χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές και μεθοδολογικά εργαλεία, τόσο για την ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης στην ψυχολογία και στην εκπαίδευση, όσο και για την επίλυση προβλημάτων σε πεδία όπως το μάναντζμεντ και το μάρκετινγκ.. Τα πιο γνωστά εξ αυτών είναι η αντιστροφή του προβλήματος, το thinking-out-of-the-box και το brainstorming, ενώ λιγότερο γνωστές είναι οι μεθοδολογικά πιο αυστηρές τεχνικές, όπως η καταλογογράφηση, η καταχώριση και ομαδοποίηση, οι αναγκαστικές και ελεύθερες συσχετίσεις, η μορφολογική ανάλυση,  οι τεχνικές εισόδου-εξόδου και άλλα (Dabe 2016). Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, τα προγράμματα για την καλλιέργεια της αποκλίνουσας σκέψης έχουν υποστεί ισχυρή αμφισβήτηση και κριτική (Baer 1993), (Cross 2011).

2.2     Divergence στην αρχιτεκτονική σκέψη

Τη δεκαετία του ’70 δόθηκε ιδιέταιρη έμφαση στη μελέτη της αρχιτεκτονικής σκέψης (Broadbent 1975) (Lawson 1980). Μάλιστα ο Lawson, όντας ψυχολόγος και αρχιτέκτονας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επιστήμονες υιοθετούν τεχνικές που εστιάζουν στο πρόβλημα καθ’ εαυτό (problem-focused), ενώ οι αρχιτέκτονες στις πιθανές λύσεις του (solution-focused). Ο  Cross λίγο αργότερα επεκτείνει το σκεπτικό διατυπώνοντάς το λίγο διαφορετικά: τα επιστημονικά προβλήματα λύνονται με ανάλυση, ενώ τα σχεδιαστικά με σύνθεση (Cross 1982). Ουσιαστικά και οι δύο αναγνωρίζουν στην αρχιτεκτονική σκέψη τεχνικές που εμπεριέχουν τις αποκλίνουσες νοητικές διεργασίες ως δεδομένες. Άλλωστε οι τεχνικές, που απαριθμούνται παραπάνω, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους αρχιτέκτονες στην επίλυση προβλημάτων σχεδιασμού, πολλές φορές χωρίς καν να αντιμετωπίζονται ως συγκεκριμένες “μέθοδοι επίλυσης”.

Οι αρχιτέκτονες συχνά προσεγγίζουν ζητήματα σχεδιασμού από διαμετρικά αντίθετες οπτικές γωνίες. Ενώ λειτουργούν σύμφωνα με πρότυπα και κανονισμούς που προέρχονται από τις κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες των μηχανικών, συχνά αναζητούν, εκκούσια ή ακούσια, μεθόδους, οι οποίες αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό από αυτά. Πρακτικά όμως δεχόμαστε ότι ξεκινούν με ανάλυση των δεδομένων και προχωρούν στη σύνθεση, συνδυάζοντας τα στοιχεία που είναι δυνατόν να συγκλίνουν στην τελικά επιλεγμένη επίλυση (Brown 2009) (Cross 2011) (Keeley, et al. 2013).

2.3     Από τη σύγκλιση παραγόντων στην σύγκλιση των εκτροπών

Επανερχόμενοι στο δίπολο divergent vs convergent thinking, θα λέγαμε ότι οι πιθανές λύσεις που παράγονται στην αρχιτεκτονική σκέψη δεν αποκλίνουν από το πρόβλημα τείνοντας στο άπειρο, όπως οι αποκλίνουσες ακολουθίες στα μαθηματικά ̇ εκτρέπονται προσωρινά, ώστε να συγκλίνουν ξανά στην τελική λύση αποτελώντας το υλικό της σύνθεσης. Τεχνικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως βρίσκεται πιο κοντά σε μια “υπερ-συγκλίνουσα” διαδικασία. Στην επιστήμη των δικτύων πληροφοριών, η hyper-convergence υποδομή συνδυάζει “αποκλίνουσες” διαδικασίες αποθήκευσης, επεξεργασίας και δικτύωσης σε ένα ενιαίο σύστημα, ώστε να μειωθεί η πολυπλοκότητα των data centers και να αυξηθούν οι δυνατότητες στις διάφορες κλίμακες πρόσβασης και χρήσης δεδομένων.

Κάτω από αυτή την οπτική, προκρίνεται εδώ ο όρος “χειρισμοί εκτροπής” έναντι του “απόκλισης”. Σε αυτό συνηγορεί και το διαφορετικό νόημα που αποδίδεται στους δύο όρους στην καθημερινή πρακτική των μηχανικών. Παραδειγματικά μορούν να αναφερθούν η τοπική/ προσωρινή εκτροπή ενός δρόμου (diversion) που συνδέεται ξανά στον κύριο δρόμο λόγω έργων οδοποιίας, έναντι της απόκλισης (deviation) των τοπογραφικών μετρήσεων σε μια όδευση που τελικά δεν “κλείνει”.

3        Μελέτες  περίπτωσης

Ως μελέτες περίπτωσης, επιστρατεύονται κάποιες προτάσεις που διακρίθηκαν σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ιδεών για το δημόσιο χώρο στην Ελλάδα και την Κύπρο, δύο εκ των οποίων με σχετικά βαρύ κτιριολογικό πρόγραμμα. Η παρουσίαση περιορίζεται στις προθέσεις των ομάδων μελέτης για τον δημόσιο χώρο και σε εκείνους τους χειρισμούς που υπογραμμίζονται στα πρακτικά της εκάστοτε κριτικής επιτροπής ως ενδιαφέροντες και πρωτότυποι.

3.1     Πλατεία Νικοτσάρα στην Καβάλα

Επιδίωξη των μελετητών (Τσελεπίδης [εκπρ.], κ.α. 2008) για την ανάπλαση της περιοχής αποτέλεσε η απόδοση χώρου υπέρ του μνημείου (ρωμαϊκό υδραγωγείο), με σκοπό την ανάδειξή του, εξασφαλίζοντας παράλληλα μια ομαλή ροή για τα οχήματα και τους πεζούς. Βασική χειρονομία είναι η εκτροπή του ρεύματος εξόδου από την πόλη κοντά στο ρεύμα εισόδου, ώστε να εξασφαλίζεται ένας ενιαίος χώρος – πλατεία.

Πρόκειται για μια πραγματική “εκτροπή”, που δεν προβλέπονταν στο πρόγραμμα του αγωνοθέτη. Με αυτόν τον τολμηρό χειρισμό οι μελετητές επιτυγχάνουν την διεύρυνση του δημόσιου χώρου και την σύνδεσή του με την παλιά πόλη και στις δύο πλευρές του μνημείου, παρότι ο διαγωνισμός αφορούσε μόνο τη μία πλευρά.

3.2     Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου στην Κέρκυρα

Πρόθεση της ομάδας μελέτης (Αντάρας [εκπρ.], κ.α. 2010) είναι η δημιουργία ενός ενιαίου αντιληπτικά και λειτουργικά ανοιχτού ελεύθερου δημόσιου χώρου και η σύνδεσή του με τις δημόσιες χρήσεις εντός του Δημοτικού Θεάτρου και της Νομαρχίας. Η πρόταση βασίζεται στις παρακάτω σχεδιαστικές χειρονομίες:

  • Επέκταση του δημόσιου χώρου της πλατείας, με πεζοδρόμηση της μιας οδού δίπλα στο οχυρωματικό τείχος και κατάργηση της στάθμευσης στην εμπορική οδό προς όφελος των παρόδιων στοών εκατέρωθεν του θεάτρου.
  • Υπερύψωση της πλατείας, ώστε να ενσωματωθούν οι είσοδοι των δύο δημόσιων κτιρίων στις διαμορφώσεις της και να ενταθεί η προοπτική θέαση της πλατείας ως κατάληξη του υφιστάμενου πεζόδρομου.
  • Οργάνωση της κύριας όψης του θεάτρου με επιφάνεις από γυαλί, έτσι ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται οι εσωτερικές λειτουργίες του θεάτρου με αυτές της πλατείας.

Οι μελετητές ερμηνεύουν διασταλτικά το πρόγραμμα του αγωνοθέτη και παρεμβαίνουν στο οδικό δίκτυο και στο ανάγλυφο γύρω από το θέατρο για την διεύρυνση του χώρου και ενίσχυση του ρόλου της πλατείας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο παρεμβαίνουν δραστικά στην κύρια όψη του θεάτρου για να ενοποιήσουν τον εσωτερικό και τον εξωτερικό δημόσιο χώρο.

3.3     Δημοτική Αγορά και Δημοτικός Χώρος Στάθμευσης στην Λάρνακα

Κρίνοντας πως η επιζητούμενη από τον Δήμο αναζωογόνηση του κέντρου δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την ανάπτυξη των δημόσιων χώρων του, οι μελετητές (Μπαλάσης [εκπρ.], κ.α. 2011) επέλεξαν να αντιμετωπίσουν το κτηριολογικό πρόγραμμα του αγωνοθέτη με γνώμονα την ενίσχυση και ανάδειξη του δημόσιου ανοικτού χώρου. Συγκεκριμένα:

  • Διευρύνουν στο μέγιστο δυνατό τον χώρο της Υπαίθριας Αγοράς, διαχωρίζοντας με σαφήνεια τις ροές πεζών και οχημάτων και τον διαμορφώνουν ως πλατεία.
  • Περιορίζουν το οικόπεδο ανέγερσης του ογκώδους κτηρίου στάθμευσης του προγράμματος με την εγκατάσταση μηχανικού πάρκινγκ, ώστε να δημιουργηθεί στοά / εκθεσιακός χώρος κατά μήκος των κτηρίων και να εξυπηρετηθούν οι υφιστάμενες και ιστορικά παγιωμένες κινήσεις των πεζών στην περιοχή.
  • Εντάσσουν αντιληπτικά και λειτουργικά το κτήριο της Δημοτικής Αγοράς στον περιβάλλοντα αστικό ιστό, με εργαλεία την μικρή κλίμακα του κτισμένου χώρου, την εναλλαγή κενού και πλήρους και την δυνατότητα διαμπερούς κίνησης μέσα από το κτήριο.

Η ομάδα μελέτης, παρά τον σαφή προσανατολισμό του διαγωνισμού στο κτηριολογικό πρόγραμμα, αποκλίνει δίνοντας έμφαση στους ανοιχτούς χώρους. Εμπλουτίζει τον χώρο της υπαίθριας αγοράς και παρεμβαίνει στην δεδομένη “οικοπεδοποίηση” του προγράμματος προς όφελος της ενοποίησης των ανοιχτών χώρων. Επιπλέον, ενισχύει την αίσθηση υπεροχής του δημόσιου χώρου, επιλέγοντας να οργανώσει το κτήριο της Δημοτικής Αγοράς στα πρότυπα του παραδοσιακού σκεπαστού παζαριού, που γίνεται αντιληπτό περισσότερο ως διαμπερείς διάδρομές, παρά ως συμπαγές κτήριο.

3.4     Κοινόχρηστη αυλή στην οδό Ολυμπιάδος στη Θεσσαλονίκη

Ένα αδρανές οικόπεδο με έντονη κλίση επί της οδού Ολυμπιάδος και ένας ευρύχωρος ακάλυπτος ανάμεσα στις γύρω πολυκατοικίες συντίθενται από τους μελετητές (Ζωγράφου [εκπρ.], κ.α. 2013) σε έναν νέο ενιαίο δημόσιο χώρο, που λειτουργεί συμπληρωματικά στα γειτονικά σχολεία και φιλοξενεί μια πιλοτική εφαρμογή αστικής καλλιέργειας. Η ενεργοποίηση των δύο αποκομμένων και εν μέρει μη προσβάσιμων οικοπέδων, επιτυγχάνεται με τρεις βασικούς χειρισμούς:

  • Εκτροπή τμήματος της οδού που διαχωρίζει τα οικόπεδα και τη δημιουργία βρόγχου ήπιας κυκλοφορίας με την γειτονική οδό.
  • Διαμόρφωση που να αντανακλά την επιθυμητή διαβάθμιση ιδιωτικότητας των τριών επιμέρους τμημάτων του – χώρος παιχνιδιού επί της Ολυμπιάδος, κοινόχρηστη αυλή και μικροί ιδιωτικοί κήποι στον ακάλυπτο χώρο.
  • Συνάρθρωση των λειτουργιών επάνω σε μια ενδιάμεση ζώνη κατασκευών, που επισημαίνεται με τη βοήθεια ενός ευέλικτου/μαλακού ορίου και μιας υπερυψωμένης διαδρομής.

Πέραν της κυριολεκτικής “εκτροπής” της οδού, μιας δραστικής χειρονομίας ενοποίησης χώρων, στη μελέτη προτείνονται μια σειρά από μικρές προκλήσεις. Ενσωμάτωση της αστικής καλλιέργειας σε επίπεδο γειτονιάς, επαναδιαπραγμάτευση των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, εμπλουτισμό  του δημόσιου χώρου με κινήσεις σε διαφορετικά επίπεδα – ακόμη και σε “όροφο” και χειρισμός των φυσικών ορίων ως αλληλουχίας κλειστών χώρων, χρηστικού εξοπλισμού και κεκλιμένων επιφανειών παιχνιδιού.

4        Ο ρόλος των μικρών παρεμβάσεων “εκτροπής”

Οι σχεδιαστικοί χειρισμοί που επιλέχθηκε να παρουσιαστούν από τις παραπάνω μελέτες, εκτρέπονται συνειδητά από το πρόγραμμα παρέμβασης και από ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές για τα κοινόχρηστα. Άλλοτε συνιστούν επέκταση σε γειτονικούς χώρους, ακόμη και καθ’ υπέρβαση των κανόνων, και άλλοτε προσπαθούν να επαναδιατυπώσουν συγκεκριμένες χωρικές ποιότητες με στόχο την εννοιολογική, αντιληπτική και φυσική διεύρυνση του δημόσιου χώρου. Η σημασία και ο κρίσιμος ρόλος παρόμοιων παρεμβάσεων θα πρέπει να διερευνηθεί περεταίρω και να υποστηριχτεί στην ίδια την κλίμακα της γειτονιάς, αλλά και στο επίπεδο της πόλης με στόχο την υιοθέτησή τους σε μια διαφοροποιημένη στρατηγική για το πράσινο.

Από το πείραμα συλλογικού σχεδιασμού του πάρκου Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, έως την ενθουσιώδη συμμετοχή των εθελοντών στο πλέγμα χωρικών παρεμβάσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύσουσας Πάφος 2017, παρηκμασμένες και αδρανείς γωνιές στο κέντρο της πόλης ενεργοποιούνται ως χώροι κοινωνικής αλληλεπίδρασης, διαπολιτισμικής ανταλλαγής και συλλογικής δημιουργικότητας (Dova, et.al. 2018). Μέσα από το μπόλιασμα ή και τη σύγκρουση επιθυμιών για την γειτονιά τους, οι ομάδες που δραστηριοποιούνται για την επανοικειοποίηση των δημόσιων χώρων αναζητούν εκείνους τους χειρισμούς που θα μετουσιώσουν τις αρχικές τους ιδέες σε αρχιτεκτονικές αποφάσεις. Ειδικά σε περιπτώσεις πόλεων όπως η Κοπενγχάγη, βλέπουμε σε κεντρικό επίπεδο να θεσμοθετούνται αναλυτικά εγχειρίδια και στρατηγικές μεσο-μακροπρόθεσμης ανάκτησης δημόσιου χώρου προς όφελος των πεζών, όπου η συνέργεια ομάδων κατοίκων και αρχιτεκτόνων υπογραμμίζεται ως κομβικής σημασίας.

Παράλληλα, σε κάποιους από τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση, τόσο στην πρωτοτυπία και τον πιλοτικό  χαρακτήρα των λύσεων, όσο και στην ανατρεπτικότητα και τις καινοτομίες που απαιτούν αλλαγές στη μέχρι τώρα τυπική και συνήθη οργάνωση του χώρου. Παραδειγματικά μπορούν να αναφερθούν οι διαγωνισμοί “Χ4” για Αθήνα, Ηράκλειο και Βόλο και “Δημιουργία  και Ανάκτηση Κοινόχρηστων και Κοινωφελών Χώρων” σε Θεσσαλονίκη, Κιλκίς και Σέρρες.

Τα παραπάνω δείχνουν πως μικρές τολμηρές παρεμβάσεις μπορούν συνολικά να συγκλίνουν ως μέρος μιας πολεοδομικής στρατηγικής για το δημόσιο χώρο.

5        Προς μια αναδυόμενη ανάγνωση: divergent public space

Σχεδιαστικοί χειρισμοί, παρόμοιοι με αυτούς που περιγράφηκαν, προτείνεται να ειδωθούν ως “εκτροπή” από ένα σώμα προκαθορισμένων επιλογών και κανόνων που αναμένεται να οδηγούν νομοτελειακά  σε μια μοναδική και καθολική λύση. Αυτή η πρακτική άλλωστε εκφράστηκε κατ’ εξοχήν από τον “συγκλίνοντα” τρόπο σκέψης του μοντερνισμού και έχει επικριθεί έντονα για το ότι παρήγαγε προκατασκευασμένες λειτουργίες και τυποποιημένη μορφολογία και αισθητική.

Ίσως με καθυστέρηση σε σχέση με τον σχεδιασμό των ιδιωτικών χώρων, ο δημόσιος χώρος έχει βρεθεί ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτή τη φορά με στόχο, όχι μόνο την απαγκίστρωσή του από το zoning, αλλά την διεύρυνση και διαφοροποίησή του ως προς τις τυπικά αποδιδόμενες σε αυτόν λειτουργίες και μορφές. Οι χειρισμοί “εκτροπής” κατά την αρχιτεκτονική σύνθεση στο σχεδιασμό των δημόσιων χώρων και ταυτόχρονα η πρόσφατη επαναδιαπραγμάτευση των ζητημάτων συμμετοχικού σχεδιασμού φαίνεται να είναι κομβικής σημασίας σε αυτή την ζητούμενη διαφοροποίηση. Από τη μία, οι πρωτοβουλίες ανάκτησης και διεύρυνσης του δημόσιου χώρου σε κεντρικό επίπεδο μπορούν να ενσωματώνουν τολμηρές παρεμβάσεις “εκτροπής” και να προάγουν τη σύγκλισή τους στα πλαίσια μιας διαφοροποιημένης πολεοδομικής στρατηγικής για το δημόσιο χώρο στις σύγχρονες πόλεις. Από την άλλη, υβριδικά εργαλεία, που συστηματοποιήθηκαν στα πλαίσια του divergent thinking, δίνουν τη δυνατότητα στους αρχιτέκτονες να βοηθούν τις ομάδες πολιτών σε τοπικό επίπεδο, ώστε να εκφραστούν και να υλοποιηθούν τα οράματά τους για το δημόσιο χώρο.

Κάτω από αυτή τη συνθήκη σύμπραξης σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, με καταλύτη τους χειρισμούς εκτροπής της αρχιτεκτονικής σκέψης, ο συλλογικά παραγόμενος χώρος χαρακτηρίζεται τελικά από τις ίδιες τις διαδικασίες ζύμωσης προθέσεων, σύνθεσης και υλοποίησης που ακολουθήθηκαν: μορφοποιείται και λειτουργεί ως ένας divergent public space.

Παραπομπές
Archer, L. B. 1965. Systematic Method for Designers. Council of Industrial Design, H.M.S.O.
Arnold, J.E. 2016 [1959]. Creative Engineering: Promoting Innovation by Thinking Differently. Edited by William J. Clancey. Stanford Digital Repository. (PDF) Retrieved September 23, 2018.
Baer, J. 1993. Creativity and divergent thinking: A task-specific approach. Hillsdale, NJ, US: Lawrence Erlbaum Associates, Inc.
Broadbent, G. 1975. Design in Architecture. New York: John Wiley & Sons.
Brown, T., and Katz B. 2009. Change by Design: How Design Thinking Transforms Organizations and Inspires Innovation. New York: Harper Business.
Colman, A. M. 2009. A dictionary of psychology. Oxford New York: Oxford University Press.
Cross, N.l 1982. Designerly Ways of Knowing. Oxford UK : Design Studies
Cross, N.l 2011. Design Thinking: Understanding How Designers Think and Work. Oxford UK and New York: Berg.
Dabe, T. 2016. Function of Creativity and Innovation in Architecture Education. International Journal of Research in Civil Engineering, Architecture & Design 4, no. 1 (January-March 2016): 170-175.
Dova, E., Balasis E., and Sivitanidou A. 2018. “Grafting culture onto urban space: the exploration of community-based practices towards sustainability in the case of Pafos.”. Conference paper. Tangible and Intangible Heritage(s): Design, social and cultural critiques on the past, present and the future. London: AMPS, Architecture_MPS; University of East London.
Guilford, J. P. 1967. The Nature of Human Intelligence. New York: McGraw-Hill.
Keeley, L., Walter, H., Pikkel, R., and Quinn B. 2013. Ten Types of Innovation: The Discipline of Building Breakthroughs. Hoboken, NJ: Wiley.
Lawson, B. 1980. How Designers Think: The Design Process Demystified. London: Architectural.
Rowe, G. P. 1987. Design Thinking. Cambridge: The MIT Press.
Αντάρας Λ. (εκπρ.), κ.α. Ανάπλαση όψεων Δημοτικού θεάτρου και της προ της εισόδου του πλατείας. Πανελλήνιος Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός – Έπαινος, Κέρκυρα: Δήμος Κερκυραίων, 2010.
Ζωγράφου, Ε. (εκπρ.), κ.α.. Δημιουργία & Ανάκτηση Κοινόχρηστων και Κοινωφελών Χώρων και Ανάδειξη Χώρων “Τοπόσημου” στην αστική περιοχή του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ανοικτός Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Ιδεών – Έπαινος, Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης,ΤΕΕ -ΤΚΜ, 2013.
Μπαλάσης, Ε. (εκπρ.), κ.α. Δημοτική Αγορά και Δημοτικός Χώρος Στάθμευσης. Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός – Εύφημος μνεία, Λάρνακα: Δήμος Λάρνακας, 2011.
Τσελεπίδης, Σ. (εκπρ.), κ.α. Ανάπλαση πλατείας Νικοτσάρα δυτικά από τις καμάρες. Πανελλήνιος Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Ιδεών – 3ο Βραβείο, Καβάλα: Δήμος Καβάλας, 2008.
Tο πάρκινγκ τους, πάρκο μας. https://parkingparko.espivblogs.net/ (accessed 08 28, 2018).

Comments are closed