Παρατηρησιακή έρευνα στο δημόσιο χώρο – «Σκέψου ως χρήστης»

Γ. Κατσαβουνίδου

Περίληψη

Με την έννοια του ερωτήματος του πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε επιτυχημένους ανοικτούς δημόσιους χώρους, ο «καλός» αστικός σχεδιασμός προϋποθέτει μια σειρά δεξιοτήτων, μία διακριτή γνώση που κατακτιέται παρατηρώντας τη δημόσια ζωή, δηλαδή το πώς ο χώρος χρησιμοποιείται από τους χρήστες. Η έρευνα στο πεδίο, στους ανοικτούς χώρους της πόλης, μας προσφέρει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε κατά πόσο ένας αστικός χώρος ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων για περπάτημα, στάση, προστασία από τις καιρικές συνθήκες, και φυσικά άνεση και ευχαρίστηση. Ως εργαλείο, η άμεση παρατήρηση της διαντίδρασης των ανθρώπων με το χώρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταρχάς εκπαιδευτικά, αλλά και στην επαγγελματική πρακτική, για αξιολόγηση υλοποιημένων μελετών αστικού σχεδιασμού. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την παρατηρησιακή έρευνα όχι απλώς για να περιγράψουμε, αναλύσουμε και ερμηνεύσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά στο χώρο, αλλά για να υποστηρίξουμε, μορφοποιήσουμε ή μετασχηματίσουμε σχεδιαστικές αποφάσεις; Και κυρίως, μπορεί αυτού του είδους η σύνδεση της κοινωνικής έρευνας με την επαγγελματική πρακτική, να μας δώσει ευρήματα που να συγκροτήσουν έναν ανθρωποκεντρικό σχεδιαστικό οδηγό για τους δημόσιους χώρους;

1 Εισαγωγή

Αρχιτέκτων Philip Johnson:
«Σχεδιάσαμε αυτά τα παραλληλεπίπεδα τοιχία [blocks] μπροστά από το Seagram Building ούτως ώστε ο κόσμος να μην μπορεί να καθίσει πάνω τους. Αλλά, βλέπετε, οι άνθρωποι το θέλουν τόσο πολύ, που κάθονται πάνω τους με οποιονδήποτε τρόπο. Τόσο τους αρέσει το μέρος που σκαρφαλώνουν, μόλις λίγα εκατοστά κατά μήκος αυτής της στενής ακμής του τοίχου. Βάλαμε το νερό κοντά στο μαρμάρινο τοιχίο διότι σκεφτήκαμε ότι θα έπεφταν μέσα αν κάθονταν εκεί. Δεν πέφτουν μέσα· κάθονται εκεί με κάποιον τρόπο».

Heinrich Klotz:
«Μα αφού είναι το μόνο μέρος που μπορούν να καθίσουν».

Philip Johnson:
«Το ξέρω. Ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό του Mies [van der Rohe]. Μου είπε μετά: ‘Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι οι άνθρωποι θα ήθελαν να καθίσουν εκεί’».

Εικόνα 1 H Seagram Building Plaza στη Νέα Υόρκη, σε σκηνή από την ταινία του William Whyte The social life of small urban spaces (1979).

Στο παραπάνω απόσπασμα από συνέντευξη του αρχιτέκτονα Philip Johnson που περιλαμβάνεται στην ταινία The social life of small urban spaces (1979) του William H. Whyte, ο Johnson αναφέρεται στη Seagram Plaza, την πλατεία μπροστά από το Seagram Building, το εμβληματικό αυτό κτήριο του Mies van der Rohe στη Νέα Υόρκη (εικόνα 1). Ειρωνικά, ο Whyte, στην έρευνα για τη χρήση των δημόσιων χώρων της Νέας Υόρκης, είχε καταλήξει ότι η συγκεκριμένη πλατεία ήταν από τις πιο δημοφιλείς και πολυσύχναστες της πόλης – παρά τις προσπάθειες του αρχιτέκτονα για το αντίθετο! Αν μη τι άλλο, η συνομιλία αυτή μας κάνει να αναρωτηθούμε: Με ποια κριτήρια και για ποιους σχεδιάζονται οι ανοιχτοί δημόσιοι χώροι; Γιατί οι δημιουργοί τους συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες και επιθυμίες των χρηστών; Τι μας διδάσκει η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε σχέση με το σχεδιασμό των δημόσιων χώρων;

2 Η πόλη ως τεράστιο εργαστήριο μελέτης της σχέσης ανθρώπου – χώρου

Μελετώντας την ιστορία της αστικής μορφής προκύπτει ότι τα παραπάνω ερωτήματα αναδύθηκαν ουσιαστικά με τη νεωτερική εποχή· προηγουμένως, από την προϊστορία μέχρι την αυγή της νεωτερικότητας, οι πόλεις ως οργανικά περιβάλλοντα των ανθρώπων, και ειδικά οι δημόσιοι χώροι κίνησης και στάσης, πάντοτε μορφοποιούνταν, αναπτύσσονταν και μετασχηματίζονταν με μια ενστικτώδη γνώση και προσαρμογή στην ανθρώπινη κλίμακα. Ο Jan Gehl φέρνει ως παράδειγμα τις μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης: «Στις πόλεις αυτές, οι δρόμοι και οι πλατείες διαμορφώθηκαν με μέριμνα για την κίνηση των ανθρώπων και την παραμονή τους στον υπαίθριο χώρο, γεγονός που φανερώνει ότι αυτοί που τις έχτισαν είχαν αξιοσημείωτη επίγνωση των βασικών αρχών αυτού του σχεδιασμού» (Gehl 2013, 49).

Στη χώρα μας οι παραδοσιακοί οικισμοί, στην ενδοχώρα και στα νησιά, αλλά και τα θραύσματα οργανικού ιστού που διασώζονται στις μικρές και μεγάλες πόλεις, αποτελούν αντίστοιχα παραδείγματα: π.χ. οι πλατείες τους έχουν κατά κανόνα άριστη σχέση με το τοπίο, ορθή χωροθέτηση σε σχέση με το δίκτυο κίνησης, σωστές, ανθρώπινες αναλογίες και στοιχεία «αστικού εξοπλισμού» – κυρίως δέντρα – που δημιουργούν καλές συνθήκες παραμονής στο χώρο (εικόνα 2).

Εικόνα 2 Η κεντρική πλατεία στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Πήλιο

Η ενστικτώδης αυτή γνώση σχετικά με το τι συνιστά «καλό» δημόσιο χώρο φαίνεται να «ξεχάστηκε» με την εκβιομηχάνιση και τη δημιουργία των σύγχρονων πόλεων, και μαζί της παραμελήθηκε η φροντίδα για τη δημιουργία δημόσιων χώρων που να εξυπηρετούν, να προωθούν και να κάνουν καλύτερη τη δημόσια, καθημερινή ζωή. Μαζί με την προώθηση αφηρημένων εννοιών, εργαλείων ανάλυσης και προτύπων σχεδιασμού που έφερε η μεταπολεμική πολεοδομία, υποχώρησε η κλίμακα του φυσικού σχεδιασμού που καθορίζει στην ουσία την «πεζή» καθημερινότητα μιας πόλης. Οι χώροι κίνησης και στάσης μέσα στην πόλη δεν είναι απλώς γραμμές και χρωματισμένες επιφάνειες στον πολεοδομικό χάρτη, αλλά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό, με τη διαστασιολόγηση, τη διαμόρφωση τους, τον αστικό εξοπλισμό, τα κατασκευαστικά τους υλικά, το τι δημόσια ζωή θα υπάρχει στο συγκεκριμένο δρόμο, στη συγκεκριμένη πλατεία – πολύ απλά: το αν οι άνθρωποι θα τη χρησιμοποιούν ή θα είναι ένας έρημος τόπος.

Αυτή η γνώση για το τι λειτουργεί και τι όχι στο δημόσιο χώρο, κάποτε εγγενής, στην εποχή μας πρέπει να επανακτηθεί και να γίνει μέρος της εκπαίδευσης των αστικών σχεδιαστών. Είναι στη βάση της μια «πρακτική» γνώση: βασίζεται στην παρατήρηση της ζωής στο δημόσιο χώρο, όπου παρότι η όραση φυσικά κυριαρχεί, και οι άλλες αισθήσεις συμμετέχουν. Πεδίο τριβής και απόκτησης αυτής της γνώσης είναι η ίδια η πόλη. Όπως έγραφε η Jane Jacobs στο κλασικό βιβλίο της The Death and Life of Great American Cities, «οι πόλεις είναι ένα τεράστιο εργαστήριο δοκιμής και λάθους, αποτυχίας και επιτυχίας, του πολεοδομικού και αστικού σχεδιασμού. Αυτό είναι το εργαστήριο μέσα στο οποίο ο σχεδιασμός της πόλης θα πρέπει να μαθαίνει, να σχηματοποιεί και να δοκιμάζει τις θεωρίες» (Jacobs 1993, 6).

3        Ο ρόλος της παρατηρησιακής έρευνας στον ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό

Με εκκίνηση τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ανθρωποκεντρικό επιστημολογικό παράδειγμα στον αστικό σχεδιασμό συγκροτήθηκε από μελέτες που βασίστηκαν στην εμπειρική, παρατηρησιακή έρευνα όπως μας δείχνουν οι Gehl & Svarre (2013, 41) στη συνολική τους ιστορική επισκόπηση. Στο βιβλίο που έμελλε να αλλάξει την ιστορία της πολεοδομίας, το The Death and Life of Great American Cities, η Jane Jacobs (1961), με μόνο εργαλείο τα μάτια της, παρατήρησε με ενάργεια το πώς οι πολεοδομικές επεμβάσεις του Robert Moses στη Νέα Υόρκη διέλυσαν γειτονιές που λειτουργούσαν και τις αντικατέστησαν με περιοχές αφιλόξενες και επικίνδυνες. Αργότερα, ο William H. Whyte, ο «άνθρωπος που αγαπούσε τις πόλεις» (Birch et al 2006) πραγματοποίησε την έρευνα The Street Life Project – μία πολυετή μελέτη παρατήρησης στους δημόσιους χώρους της Νέας Υόρκης, κατά την οποία χρησιμοποίησε ποικίλα καταγραφικά μέσα (γραπτές σημειώσεις του παρατηρητή, μετρήσεις χρηστών, time lapse φωτογράφηση, κινηματογράφηση) για να συλλέξει δεδομένα για τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις των χρηστών στο δημόσιο χώρο: Πού επιλέγουν οι άνθρωποι να καθίσουν σε μια πλατεία; Πού στέκονται για να μιλήσουν αν τύχει να συναντηθούν με κάποιον γνωστό τους στο δρόμο; Γιατί έχει τόσο καθοριστική σημασία για την επιτυχία ενός δημόσιου χώρου η σχέση του με τον δρόμο, όπως στην περίπτωση του Paley Park; Σκοπός του ήταν να καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα για το ποια είναι τα υλικά χαρακτηριστικά που κάνουν κάποιους δημόσιους χώρους να είναι δημοφιλείς, φιλικοί στους χρήστες και να σφύζουν από ζωή και άλλους να είναι έρημοι και υπο-χρησιμοποιημένοι και να «μεταφράσει» αυτά τα συμπεράσματα σε σχεδιαστικές οδηγίες – διαδικασία που περιγράφει στο βιβλίο του The social life of small urban spaces (1980).

Παρόμοια, ο Jan Gehl στο πρώτο του βιβλίο (Gehl 2013) παρουσιάζει τα συμπεράσματά του για τη χρήση του δημόσιου χώρου βασιζόμενος στις παρατηρήσεις του για το πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες αισθήσεις και για το ποιες είναι οι ανάγκες, επιθυμίες και δυνατότητες των ανθρώπων στους δημόσιους χώρους. Με τη συστηματική χαρτογράφηση και καταγραφή στην πόλη του, την Κοπεγχάγη, επί σαράντα χρόνια, κατάφερε να δείξει με αδιαμφισβήτητα δεδομένα την αύξηση, σε εύρος και διάρκεια, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων καθώς χρόνο με το χρόνο δημιουργούνταν όλο και περισσότεροι πεζόδρομοι. Ο Gehl συνδυάζει στο έργο του τόσο τη θεωρητική όσο και την πρακτική πλευρά του ανθρωποκεντρικού σχεδιασμού όπως αποδεικνύεται από τις πολύ καλά τεκμηριωμένες μελέτες δημόσιας ζωής σε πόλεις σε όλον τον κόσμο, στις οποίες ειδικεύεται το γραφείο Gehl Architects (2009).

Η παρατηρησιακή έρευνα δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, αλλά πραγματιστική βάση: έχει ως στόχο την εφαρμογή, τη σχεδιαστική πρακτική. Ο Jan Gehl, ήδη από τη δεκαετία του 1970, στα πλαίσια της διδασκαλίας εργαστηρίων αστικού σχεδιασμού στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, σχηματοποίησε έναν κατάλογο από δώδεκα κριτήρια ποιότητας τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν στην αξιολόγηση ενός συγκεκριμένου δημόσιου χώρου. Στη βάση αυτών των κριτηρίων είναι η πολυετής του εμπειρία σε έρευνες παρατήρησης στο δημόσιο χώρο, σε διάφορες πόλεις, με διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, έρευνες που του επέτρεψαν να αποσαφηνίσει βασικές αρχές που σχετίζονται με τις ανθρώπινες αισθήσεις και ανάγκες. Τα κριτήρια είναι τα ακόλουθα (Gehl & Svarre 2013, 107):

  1. Προστασία από την τροχοφόρα κίνηση και τα οχήματα
  2. Προστασία από την εγκληματικότητα
  3. Προστασία από άσχημες συνθήκες ή εμπειρίες
  4. Ευκαιρίες για να περπατήσεις
  5. Ευκαιρίες για να σταθείς
  6. Ευκαιρίες για να καθίσεις
  7. Ευκαιρίες για να δεις / να χαζέψεις
  8. Ευκαιρίες για να μιλήσεις & να ακούσεις
  9. Ευκαιρίες για παιχνίδι και χαλάρωση
  10. Στοιχεία μικροκλίμακας («φιλικές χειρονομίες»)
  11. Μέγιστη εκμετάλλευση των θετικών στοιχείων
  12. Φροντίδα για θετικές εμπειρίες (αισθητική απόλαυση, θέες, φύση)

Ως εμβληματικό παράδειγμα δημόσιου χώρου που καλύπτει σε εξαιρετικό βαθμό αυτά τα κριτήρια ποιότητας, ο Gehl θεωρεί την κεντρική πλατεία της Σιέννας (εικόνα 3).

Εικόνα 3 Η κεντρική πλατεία (Piazza del Campo) της Σιέννας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, από τα κριτήρια αυτά, το μόνο που έχει σχέση με μορφολογικά χαρακτηριστικά είναι το δωδέκατο: σε αντίθεση με τον τρόπο που συνήθως παρουσιάζονται και κρίνονται στον σχετικό τύπο οι μελέτες δημόσιων χώρων, η «μετά την κατάληψη αξιολόγηση» (Post Occupancy Evaluation – POE) μιας υλοποιημένης μελέτης θα μπορούσε να μας δώσει μία πολύ πιο σαφή εικόνα για το αν ο χώρος αυτός λειτουργεί με επιτυχία ή όχι. Μία τέτοια αξιολογική έκθεση δεν πρέπει να είναι απλώς μία «εντύπωση» που μας δίνει ο χώρος όταν τον επισκεπτόμαστε ή μία παρουσίαση των μορφολογικών του χαρακτηριστικών, αλλά να βασίζεται σε δεδομένα, όπως παρατήρηση των χρηστών, χαρτογράφηση συμπεριφοράς και άτυπες συνεντεύξεις (Masters 2012). Στην ελληνική βιβλιογραφία συναντούμε ελάχιστα παραδείγματα παρόμοιων μελετών, με πιο πρόσφατη μία εργασία για τη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης (Μαρινάκης 2018).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αξιολογικής μελέτης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Landscape Architecture Magazine και αφορούσε το Teardrop Park, στην περιοχή του Battery Park της Νέας Υόρκης (εικόνα 4). Αφορμή για τη μελέτη ήταν το γεγονός ότι το πάρκο αυτό κατατάχθηκε από την οργάνωση Project for Public Spaces μεταξύ των «ντροπιαστικών» παραδειγμάτων δημόσιου χώρου (Hall of Shame). Όμως, τα αποτελέσματα της επιτόπιας αξιολόγησης, τα οποία προήλθαν από δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από πάνω από 115 χρήστες, σε κάθε μία από τις εννέα επισκέψεις των αξιολογητών, έδειξαν το αντίθετο: ότι το πάρκο χρησιμοποιείται και λειτουργεί καλά, και οι χρήστες το αγαπούν (Moore 2007).

Εικόνα 4 Άποψη του Teardrop Park στη Νέα Υόρκη, έργο του αρχιτεκτονικού γραφείου Michael Van Valkenburgh Associates (2004).

4        Αντί συμπεράσματος: προτάσεις παρατηρησιακής έρευνας στο δημόσιο χώρο

Υπάρχουν αναμφισβήτητα πολλοί τρόποι να μελετήσουμε την πόλη, στις διάφορες κλίμακές της. Αν όμως στόχος μας δεν είναι η θεωρητική προσέγγιση του δημόσιου χώρου, αλλά η σχεδιαστική πρακτική, τότε η εκπαίδευση των μελλοντικών σχεδιαστών πρέπει να περνάει μέσα από την παρατηρησιακή έρευνα. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται: το «καθημερινό» στην πόλη, στην οικειότητά του, είναι ίσως το δυσκολότερο πεδίο μελέτης, καθώς όλοι κινούμαστε ασυνείδητα στο αστικό περιβάλλον, κάθε μέρα, αλλά δεν τα παρατηρούμε πραγματικά, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Georges Perec (2010). Ο καθένας μπορεί να παρατηρεί τους ανθρώπους στο δημόσιο χώρο – πολλοί μάλιστα το κάνουν απλώς για τη δική τους ευχαρίστηση – αλλά αν πρόκειται για τη σχέση της συμπεριφοράς των ανθρώπων με το χώρο, απαιτείται η παρατήρηση αυτή να συνδέεται με τη χωρική εκπαίδευση και να είναι συστηματική (Zeisel 2006), δηλαδή να βασίζεται σε συγκεκριμένα ερωτήματα και να αναζητά συγκεκριμένα δεδομένα. Απαραίτητο μάθημα, στις σχετικές πανεπιστημιακές σχολές, θα πρέπει λοιπόν να είναι η εισαγωγή των φοιτητών στις μεθόδους καταγραφής και αξιολόγησης του αστικού περιβάλλοντος, ώστε μέσω οπτικής και γενικά αισθητηριακής παρατήρησης, μετρήσεων, συνεντεύξεων και άλλων μέσων, να μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους και να αναπτύσσουν την ικανότητά τους να εξάγουν, να συμπεραίνουν, να διερωτώνται και να δοκιμάζουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με το πώς το περιβάλλον χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους – και να μαθαίνουν επίσης τα εργαλεία αναπαράστασης και επικοινωνίας αυτών των παρατηρήσεών τους ώστε να είναι χρήσιμα και εποικοδομητικά στην πρακτική του σχεδιασμού (Anthony 2004).

Στο βιβλίο των Gehl & Svarre (2013) περιλαμβάνονται παραδείγματα συγκεκριμένων ερευνών παρατήρησης που μπορούν να μετασχηματιστούν σε εκπαιδευτικές ασκήσεις: από απλές αποτυπώσεις του πού οι άνθρωποι επιλέγουν να σταθούν ή να καθίσουν σε μια πλατεία μέχρι δοκιμές για το πώς ένα συγκεκριμένο μήκος διαδρομής βιώνεται ανάλογα με το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδρομή (ο χρόνος φαίνεται να κυλάει πολύ πιο γρήγορα μέσα σ’ ένα περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα – Bosselmann 1998). Επίσης, θα μπορούσε να γίνει αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ δημόσιων χώρων με βάση τα δώδεκα κριτήρια που αναφέρονται στην προηγούμενη ενότητα – και, στη συνέχεια, διατύπωση προτάσεων βελτίωσης. Αυτού του είδους η επιτόπια, “hands-on” εμπειρία με το δημόσιο χώρο, είναι απαραίτητη για να έρθουμε σε επαφή με την πόλη, για να αναπτύξουμε μεθόδους ενδιάμεσες μεταξύ έρευνας και πρακτικής – μια πραγματιστική προσέγγιση που αποτελεί τον πυρήνα του ανθρωποκεντρικού αστικού σχεδιασμού.

Παραπομπές
Anthony, Kathryn. 2004. “The Role of Environment-Behavior Research in Architectural Education.” Scroope: Cambridge Architectural Journal (16): 84-7
Birch, Eugenie.L., et al. 2006. Part One: “The Man Who Loved Cities”’, The Humane Metropolis: People and Nature in the 21st-Century City, 2. Ανακτήθηκε από https://scholarworks.umass.edu/umpress_thm/2
Bosselmann, Peter. 1998. Representation of Places. Berkeley: University of California Press.
Gehl, Jan & Svarre, Birgitte. 2013. How to Study Public Life. Washington DC: Island Press.
Gehl Architects. 2009. Downtown Seattle; Public Spaces and Public Life. City of Seattle. Διαθέσιμο στο https://www.seattle.gov/dpd/cs/groups/pan/@pan/documents/web_informational/s048430.pdf
Gehl, Jan. 2013. Η Ζωή Ανάμεσα στα Κτίρια: Χρησιμοποιώντας το δημόσιο χώρο. Μετάφραση Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου και Παρασκευή Ταράνη. Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Jacobs, Jane. 1993. The Death and Life of Great American Cities. New York: Modern Library.
Μακρινάκης, Ραφαήλ. 2018. «Μελέτη της δημόσιας ζωής στον δημόσιο χώρο. Το παράδειγμα της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης.» Διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Marcus, Clare Cooper. 2009. “The Past, Present and Future of EDRA-Based Research.” Paper presented at EDRA 40, Kansas City, MO.
Masters, Jennifer. 2012. “Environmental Design Research and the Design of Urban Open Space: A Study of Current Practice in Landscape Architecture.” Master’s Thesis, University of Massachusetts Amherst.
Moore, Robin C. 2007. “Reasons to Smile at Teardrop.” Landscape Architecture 97 (12) (Dec 2007): 134-6.
Perec, Georges. 2010. An Attempt at Exhausting a Place in Paris. Translated by Mark Lowenthal. Cambridge, MA: Wakefield Press.
Whyte, William Hollingsworth. 1980. The Social Life of Small Urban Spaces. Washington, DC: The Conservation Foundation.
Zeisel, John. 2006. Inquiry by Design: Environment/Behavior/Neuroscience in
Architecture, Interiors, Landscape, and Planning. New York: Norton & Co.
Διαδικτυακές πηγές
Environmental Design Research Association: www.edra.org
Project for Public Spaces: https://www.pps.org
Gehl Architects: https://gehlpeople.com/

Comments are closed