Το περπάτημα στην πόλη ως πρακτική και ως μεθοδολογία

Αγγελική Αυγητίδου

Περίληψη

Το περπάτημα ως καλλιτεχνική πρακτική, η οποία δύναται να προτείνει νέους τρόπους εμπειρίας και ενεργοποίησης του αστικού περιβάλλοντος, αλλά και ως δημιουργική μεθοδολογία ερευνάται μέσα από το έργο των Wrights and Sites, της πλατφόρμας Deriva Mussol και της Andrea Haenggi. Στόχος είναι να επανεξεταστεί η επιτελεστικότητα του περπατήματος και οι μεθοδολογικές δυνατότητες αυτής της πρακτικής σε ένα σύγχρονο κριτικό πλαίσιο.

1       Εισαγωγή

Παραδείγματα που συγκροτούν την πρόσφατη ιστορία της σχέσης τέχνης και περπατήματος είναι τα έργα καλλιτεχνών όπως του Vito Acconci, της Sophie Calle και του Francis Alÿs, οι οποίοι ενεργοποίησαν το περπάτημα στο αστικό τοπίο μέσα από τις performance και τις δράσεις τους. Ακτιβιστικές δράσεις διάσχισης παράνομων περασμάτων όπως αυτές των Heath Bunting και Kayle Brandon (irational.org) καθώς και έργα περιπατητικής τέχνης όπως αυτά των Richard Long και Hamish Fulton, έχουν λάβει χώρα στο ύπαιθρο και ως εκ τούτου δεν εξετάζονται σε αυτή την εισήγηση.

Ομάδες όπως οι Βρετανοί Wrights and Sites προτείνουν το περπάτημα ως εργαλείο για νέους τρόπους εμπειρίας της πόλης, «ξενοποίησης» της και αναζήτησης της «μυθογεωγραφίας» της. Οι προσπάθειες αυτές διαφέρουν από τις προαναφερόμενες στο βαθμό εμπλοκής τους με τον κοινωνικό αστικό ιστό. Παρότι η διαφοροποίηση γίνεται για λόγους αποσαφήνισης και όχι αξιολόγησης, εμπεριέχεται κάποιου είδους κριτική σχετικά με τον ουσιαστικό παρεμβατικό ρόλο των εξεταζόμενων δράσεων. Σχολιάζοντας τη δράση των τακτικών μέσων (tactical media), ο Geert Lovink τα επικρίνει για «έλλειψη σταθερής δέσμευσης ικανής να μεταβάλει τις συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούν, καθιστώντας τα πάντοτε αντιδραστικά και ποτέ θεμελιώδη» (Geert Lovink στο Conor Mc Garrigle 2013, 3). Ισχυρίζομαι λοιπόν πως τα παραδείγματα που θα χρησιμοποιήσω διαφέρουν επιπλέον από τις ιστορικές performance και παρεμβάσεις, ως προς τη συνειδητή χρήση της τέλεσής τους ως ερευνητικού εργαλείου για την ανάγνωση της πόλης με διατυπωμένες φιλοδοξίες για την αλλαγή της εμπειρίας και της ύπαρξης στην πόλη. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, παρακάτω πρόκειται να αναφερθώ σε ομάδες και καλλιτέχνες που δουλεύουν σχεσιακά, στο αστικό και περιαστικό τοπίο, για να επανεξετάσω την επιτελεστικότητα του περπατήματος και να διερευνήσω τις μεθοδολογικές δυνατότητες αυτής της πρακτικής σε ένα σύγχρονο κριτικό πλαίσιο. Στοχεύω έτσι να συμβάλλω στον εντοπισμό και την κριτική ανάλυση αναδυόμενων καλλιτεχνικών πρακτικών οι οποίες προτείνουν εργαλεία εμπειρίας και εμπλοκής με την πόλη, διαφορετικής από τις τετριμμένες ή τις καθιερωμένες.

2       Θεωρητικές προσεγγίσεις του περπατήματος στην πόλη

Οι αναφορές των καλλιτεχνών και των θεωρητικών της τέχνης που χρησιμοποιούν ή διερευνούν το περπάτημα ως καλλιτεχνική πρακτική περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο πόλους: αυτούς του Walter Benjamin και της ανάλυσης που κάνει στον όρο «πλάνητας» (flâneur), τον οποίο εισήγαγε ο Charles Baudelaire, και του όρου της «περιπλάνησης» (dérive), όπως τον περιέγραψαν οι Καταστασιακοί. Παρότι συχνές είναι οι αναφορές σε φιλοσόφους και άλλους θεωρητικούς που ασχολήθηκαν με την καθημερινή ζωή, και μέσω αυτής με το περπάτημα, όπως ο Michel De Certeau και ο Henri Lefèbvre, οι κύριες αναφορές παραμένουν ο Benjamin και οι Καταστασιακοί. Αυτές οι αναφορές όμως γίνονται πολλές φορές ταυτόχρονα και στους δύο, χωρίς κριτική διάθεση στο περιεχόμενο των θέσεων τους και χωρίς διάκριση ανάμεσα στις προσεγγίσεις τους. Επιπρόσθετα, η ερμηνευτική προσέγγιση του πρώτου και η ανατρεπτική πρόταση των δεύτερων υπήρξαν μία απόκριση στην εποχή και στον τόπο που ζούσαν: το Παρίσι των αρχών του εικοστού αιώνα και το Παρίσι των μέσων του εικοστού αιώνα, αντίστοιχα. Δεν υφίσταται, όμως, καμία σύνδεση με τις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής.

Ο Conor Mc Garrigle, στην ανάλυση του για την προσέγγιση της χρήσης των διαδικτυακών μέσων ως flânerie κάνει αναφορά στην «προνομιακή θέση» του flâneur ο οποίος έχει την οικονομική δυνατότητα να μείνει αδρανής, και το προνόμιο ν’ απολαμβάνει ανεμπόδιστος και απαρατήρητος μία χαλαρή βόλτα (2013, 1). Πέρα από τον οικονομικό, ταυτόχρονα και ταξικό πολλές φορές παράγοντα που έχει επίσης αγνοηθεί, σήμερα θα συζητούσαμε για το φύλο, τη φυλή και τη νομιμότητα παραμονής ως ενδεχόμενα συστατικά μιας μη προνομιούχας θέσης στο αστικό τοπίο.  Παράλληλα, χρειάζεται ν’ αναρωτηθούμε ποιο μπορεί να είναι το θεωρητικό πλαίσιο για την εξέταση της περιπλάνησης στο σημερινό αστικό τοπίο; Θεωρώ λοιπόν πως σε κάθε ανάλυση πρακτικών που προτείνουν νέους τρόπους εμπειρίας της πόλης χρειάζεται τουλάχιστον ν’ αναγνωρίσουμε τους περιορισμούς των θεωρητικών προτάσεων του παρελθόντος.

  1. Μελέτες περίπτωσης

3.1      Η περίπτωση των Wrights and Sites

Η ομάδα των Writes and Sights αποτελείται από τέσσερις Βρετανούς καλλιτέχνες (Stephen Hodge, Simon Persighetti, Phil Smith and Cathy Turner) οι οποίοι ορίζουν τους εαυτούς τους ως «ενεργητικούς περιπατητές, ως ερευνητές της πόλης» (http://misguide.com/ws/documents/citywalker.html). Το λογοπαίγνιο με το όνομα τους, ο συνδυασμός δηλαδή της λέξης write (γράφω), όμοιας ηχητικά με τη λέξη right (δικαίωμα), παραπέμπει στη φράση «δικαίωμα στην πόλη», που έχει διατυπωθεί από τον Henri Lefèbvre, σύμφωνα όμως με τους ίδιους προέρχεται από την αρχική τους ενασχόληση με τη συγγραφή θεατρικών έργων (playwriting) και τη ρητή επιθυμία τους να διευρύνουν τον ορισμό της συγγραφής σε κάτι που έχει σχέση με τη χειροτεχνία και τη φυσική δραστηριότητα (http://mis-guide.com/ws/documents/tqt.html). Η δε λέξη sites (τοποθεσίες)  δηλώνει το ενδιαφέρον τους για την τοποειδική δραστηριότητα.

Το 2003 θα δημοσιεύσουν τον Οδηγό Παραπλάνησης στο Exeter (An Exeter Mis-Guide), τον τόπο διαμονής τους. Ακολουθεί το 2006 ο Οδηγός Παραπλάνησης για Οπουδήποτε (A Mis-Guide to Anywhere). Σύμφωνα με τους ίδιους πρόκειται για μία πρόταση «να εξερευνήσουμε το ανοίκειο ακόμη και σε μέρη που γνωρίζουμε καλά» (http://mis-guide.com/ws/documents/tqt.html). Αναφέρουν μία σειρά από λέξεις-κλειδιά που μας εισάγουν στη μεθοδολογία τους: «ξενοποιώ» (making strange), «οικειοποιούμαι», «εφευρίσκω», «αντιγράφω», «παρεκκλίνω από συνήθειες», «επανα-διαβάζω», «διαταράσσω» και πιο συγκεκριμένες οδηγίες όπως «παίρνω μία άλλη θέση», «ξεχνώ το χρόνο» ή «αντιγράφω τα παιδιά». Μας καλούν με αυτό τον τρόπο να δούμε διαφορετικά καθημερινές δραστηριότητες και καταστάσεις στην πόλη: για παράδειγμα τα ψώνια ως flânerie και το οδικά έργα ως αποκάλυψη ιστορικών και αρχαιολογικών στρωμάτων (http://mis-guide.com/ws/documents/tqt.html).

Το κάλεσμα τους για «ενεργούς θεατές ως ερευνητές της πόλης» (http://mis-guide.com/ws/documents/citywalker.html είναι ανάλογο του καλέσματος των Καταστασιακών για παίκτες σε αντιδιαστολή με τους θεατές της «Κοινωνίας του θεάματος» (Ντεμπόρ 1986, 19671). Καλούν λοιπόν τον απλό περιπατητή και θεατή να γίνει διασκεδαστής, κουκλοπαίχτης, αρχαιολόγος, μούσα και αργόσχολος (ο.π.). Οι οδηγίες τους θυμίζουν πραγματοποιημένες performance και ασκήσεις performance, όπως το ν’ ακολουθήσει κανείς το ρυθμό περπατήματος άλλων περιπατητών ή να εφεύρει μικρές χορευτικές κινήσεις σε στάσεις λεωφορείων και πλατφόρμες σταθμών τραίνων. Για την ομάδα αυτή ο ίδιος ο περίπατος αποτελεί μια δημιουργική πράξη. Υποστηρίζουν επίσης μια στοχαστική σχέση με την πόλη, μία ανταλλαγή για την οποία μιλάνε κι άλλοι μελετητές του περπατήματος (βλέπε Lucas, 2008 ch.12). Το γεγονός δηλαδή πως η πόλη επιδρά στους περιπατητές όσο και αυτοί επιδρούν πάνω της (ό.π.). Υποστηρίζουν πως η πόλη υπάρχει σε διάφορα επίπεδα, τα οποία εμπεριέχουν προσωπικές, κοινωνικο-πολιτικές, ιστορικές και μυθικές αφηγήσεις, και με τον τρόπο αυτό επιδρούν στη μυθογεωγραφία της (ό.π.).

Εικόνα 1. Η Deriva Musol στην περίμετρο του Sabadell. Πηγή:derivamussol.net

3.2      Η πλατφόρμα Deriva Musol

Η  Eva-Marichalar-Freixa χρησιμοποιεί στην έρευνά της το περπάτημα ως μέθοδο που αντλείται από καλλιτεχνικές πρακτικές. Αναγνωρίζει παρόλα αυτά πως στοιχεία όπως «η διαπερατότητα και η νομαδική φύση» της διαδικασίας του περπατήματος όπως τη διατυπώνει παραμένει αρκετά ανοικτή για να προσδιοριστεί ως μέθοδος που θα μπορούσε να επαναλάβει κανείς (2018, 1). Ως στάδια της εξερεύνησης αυτής της μεθόδου θεωρεί το ομαδικό περπάτημα, την ομαδική συζήτηση, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία περιπλάνησης κατά το ότι δεν είναι προκαθορισμένος ο στόχος της και η δομή της, και τέλος την ποιητική μετάφραση της εμπειρίας, για χάρη της οποίας εισάγει το νεολογισμό «transkating» από τη σύνθεση της μετάφρασης (translating) και του πατινάζ (skating) (ό.π., 1). Η αρχική της έρευνα βασίστηκε σε περιπάτους 10 ατόμων που οργάνωσε μαζί με τον Jordi Lafon και οι οποίοι πραγματοποιούνταν ανά δύο εβδομάδες για τέσσερις μήνες. Μέσω του  Deriva Mussol (derivamussol.net) διερευνά τις δυνατότητες που προσφέρει η πρακτική αυτή για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και την εκπαίδευση, οργανώνοντας για παράδειγμα περιπάτους στην περίμετρο χωριών και πόλεων.

Η  Eva-Marichalar-Freixa εντοπίζει μερικούς αλληλένδετους παράγοντες που διευκόλυναν την περιπλάνηση: η περιπλάνηση «ήταν συνδεδεμένη με εγγενή κίνητρα και περιέργεια· ήταν διαπερατή· ανέπτυσσε δεσμούς μεταξύ των συμμετεχόντων και μεταξύ αυτών και της περιοχής· παρέμενε ημιτελής, όπως σε ένα συνεχές παρόν· προκαλούσε προσωπικές αλλαγές· ενθάρρυνε την επίγνωση και τις νέες αντιλήψεις· καλοδεχόταν την αβεβαιότητα· διασκέδαζε με την περιπέτεια του απροσδόκητου» (ό.π., 1). Σχολιάζοντας τους περιπάτους στις περιμέτρους των πόλεων, διαπιστώνει πως αναγνωρίζουμε την πόλη μέσα από όλες μας τις αισθήσεις, μιλά για τις συζητήσεις, τις εξομολογήσεις και τις συνέργειες ανάμεσα στους συμμετέχοντες και παρομοιάζει τη διαδικασία με το σήκωμα του χαλιού για να δει κανείς τι υπάρχει από κάτω (http://derivamussol.net/perimetre-sabadell/). Οι αναφορές σε μία φαινομενολογική αντίληψη του χώρου και του χρόνου του περιπάτου είναι συχνές στη βιβλιογραφία. Κατά τους Bates & Rhys-Taylor «Το περπάτημα μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε με όλες μας τις αισθήσεις» (2017, 4), για τους Ingold & Vergunst συνδέει το είμαι (του σώματος) και το κάνω (2008), ενώ ο Pujol αναφέρεται στην εμπειρία ως ένωση σώματος και νου («coming together of all of me») (2018, Ιntroduction).

3.3      Η Ενσαρκωμένη σωματική κίνηση έρευνας πεδίου της Andrea Haenggi

Την Andrea Haenggi την ενδιαφέρει η εμπειρία της πόλης μέσω της φυτικής ζωής και ειδικά μέσω των αυτοφυών φυτών που φυτρώνουν στις ρωγμές της ασφάλτου ή στα άδεια οικόπεδα και τις «αφρόντιστες» αυλές, θεωρώντας πως τα φυτά αυτά προσφέρουν νέες προοπτικές για να κατανοήσουμε την αστική οικολογία (Andrea Haenggi, συνέντευξη skype, 10 Σεπτεμβρίου 2018). Η Andrea συνδυάζει την έρευνά της με την πρακτική της performance, κάνει δηλαδή performance δίπλα στη σειρά αγριόχορτων επιτρέποντας στον εαυτό της να γίνει μέρος του περιβάλλοντος τους. Ονομάζει την πρακτική της «Ενσαρκωμένη σωματική κίνηση έρευνας πεδίου» (embodied somatic movement fieldwork). Γι’ αυτήν, η πόλη δεν είναι κάτι που χρειάζεται ν’ ανακαλύψεις. Υπάρχουν ήδη ντόπιοι εκεί, κι οι ντόπιοι αυτοί μπορεί να είναι τα αγριόχορτα. Πηγαίνοντας λοιπόν σε μία πόλη για πρώτη φορά, όπως στο πρόσφατο της ταξίδι στη Βαρκελώνη (2018), αλλά και σε γνώριμά της αστικά τοπία, η Andrea αφήνει τ’ άγρια φυτά που φυτρώνουν στο περιθώριο και τις ρωγμές της πόλης να γίνουν ο οδηγός της: τα θεωρεί ως τους ντόπιους της πόλης. Ίσως λοιπόν, όπως μας λέει, χρειάζεται να κοιτάξουμε προς τα κάτω, αντί προς τα πάνω, ή τουλάχιστον σ’ έναν χαμηλό ορίζοντα.

Εικόνα 2 Andrea Haenggi, Green Borderland Walk, ΝΥ, 1015. Φωτογραφία Dan Phiffer

Για την έρευνα αυτής της πρακτικής του περπατήματος χρησιμοποιεί τις τεχνικές του περπατήματος πεδίου και των σωματοποιημένων σημειωματάριων πεδίου, όχι μόνο στην προσωπική της έρευνα αλλά και στα εργαστήρια που διοργανώνει με άλλους. Το περπάτημα πεδίου αποτελεί μία αναστοχαστική εργασία που πραγματοποιείται όταν έχει επιστρέψει στο στούντιο και που λειτουργεί πειραματικά ως αυτοσχεδιασμός, ο οποίος θα θρέψει νέες εξορμήσεις στο πεδίο. Τα σημειωματάρια πεδίου ενεργοποιούνται στη διάρκεια των εργαστηρίων που διοργανώνει, όταν κάποιος κάνει στάση, για να κοιτάξει και να συνδεθεί με ότι υπάρχει τριγύρω. Σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία είναι η ενσυνείδητη παρουσία και το να είναι κάποιος «ανοικτός» πριν ξεκινήσει τον περίπατο. Για το λόγο αυτό εφαρμόζει μία δική της μέθοδο που ονομάζει «Ανθεκτική Κυτταρική Εξυπνάδα» για την ενεργοποίηση των κυττάρων του σώματος, έτσι ώστε να δημιουργήσουν μία δυναμική και ν’ απελευθερώσουν ενέργεια μέσω ασκήσεων δικής της έμπνευσης.

Ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της Andrea είναι δικοί της νεολογισμοί ενώ περιλαμβάνονται επίσης λέξεις και εκφράσεις που έχουν συνδεθεί με τον βουδισμό, την πρακτική της γιόγκα αλλά και την  performance, όπως είναι το αίτημα για ενσυνείδητη ύπαρξη στο παρόν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό που τη συνδέει με βουδιστικές προσεγγίσεις του κόσμου, αλλά είναι και η εστίαση της στα ταπεινά, περιθωριοποιημένα και παρασιτικά φυτά της πόλης. Η πρότασή της δεν είναι ακριβώς η εστίαση σε αυτά αλλά η συμβίωση μαζί τους. Τι θα γίνονταν αν και οι δύο (οι άνθρωποι και τα φυτά) είχαν ικανότητα αυτενέργειας (agency); ρωτάει (ό.π.). «Είμαι το ανεπιθύμητο φυτό και το ανεπιθύμητο φυτό είναι εγώ. Και αν και οι δύο είχαμε δικαιώματα;» (ό.π.).

Εικόνα 3 Andrea Haenggi, BionicUrbanPlantWalk, 2018, στιγμιότυπο βίντεο

  1. Επιλογικές διαπιστώσεις: η ανάδυση μιας μεθόδου;
    Στη διάρκεια της κριτικής εξέτασης του walkalong, της συνέντευξης δηλαδή που παίρνουν οι κοινωνιολόγοι κατά τη διάρκεια περιπάτου στον οικείο χώρο του συνεντευξιαζόμενου, οι Vannini και Vannini αναφέρουν πως οι παραδοσιακές μέθοδοι συλλογής δεδομένων σε μία τέτοια περίπτωση θα ακύρωναν ουσιαστικά το περπάτημα ως σωματική και χωρική εμπειρία (2017, 186). Πιστεύουν δε πως θα έπρεπε να αναζητήσουμε μη-αναπαραστατικούς τρόπους αντίληψης / κατανόησης (knowing) (ό.π.). Κατά την Kathrin Wildner το ίδιο το ζήτημα της «γνώσης» τίθεται υπό εξέταση στη διάρκεια της καλλιτεχνικής έρευνας, μιας έρευνας που ακολουθεί έτσι κι αλλιώς μία μη γραμμική πορεία (2014, 69). Η θέση του καλλιτέχνη μέσα σε αυτή τη διερεύνηση, ταυτόχρονα μέσα αλλά και σε απόσταση από την έρευνα, μας παραπέμπει στην σκέψη του Hal Foster για τον καλλιτέχνη ως εθνογράφο (1996). Στο περίφημο κείμενο του, ο Foster μιλά για τον «εθνογραφικό φθόνο» (1996, 181) των καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν, πολλές φορές ανατρεπτικά, θεματικές και μεθόδους της εθνογραφίας στα έργα τους. Η  Andrea Haenggi ερευνά τα περιθωριοποιημένα φυτά αλλά εξετάζει και τη δική της θέση δίπλα και μαζί με αυτά, ασκώντας μία αναστοχαστική μέθοδο που ανακαλεί τον προβληματισμό των εθνογράφων για τη θέση τους μέσα και έξω από την έρευνα.

Σύμφωνα με τα παραδείγματα που εξετάσαμε αναδύονται οι ακόλουθες μεθοδολογικές προσεγγίσεις:

  • Η περιπλάνηση χωρίς συγκεκριμένο στόχο ακόμη κι όταν έχουν ληφθεί αποφάσεις για τον χώρο της περιπλάνησης ή για τα σημεία εστίασης. Προχωράμε χωρίς ατζέντα και προορισμό ανακαλύπτοντας το «πώς», πηγαίνοντας και μαθαίνοντας. Ταυτόχρονα, η απουσία φιλοδοξίας συγκεκριμένης παραγωγής έργου.
  • Η προσοχή στο μη ακόμη ορισμένο, σε αυτό που πρόκειται ν’ αναδυθεί.
  • Η υιοθέτηση της προτροπής να δει/ακούσει/αγγίξει κανείς το συνηθισμένο, το τετριμμένο, το καθημερινό, να το επενδύσει με σημασία και/ή να του δώσει νέο ρόλο στη ζωή του. Ταυτόχρονα, το να χρησιμοποιεί κανείς τα παραπάνω ως σημεία για την εκκίνηση νέων φανταστικών, προσωπικών και συλλογικών αφηγήσεων.
  • Το να συσχετίζεται κανείς με τον τόπο των έμψυχων και άψυχων, ανθρώπων και άλλων ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν στην πόλη με άμεσο ή επιτελεστικό τρόπο.
  • Η χρήση του περπατήματος ως μέρος αναστοχαστικής διαδικασίας για τη δημιουργία έργου.
  • Η χρήση εργαλείων όπως τα σωματοποιημένα σημειωματάρια, το ομαδικό περπάτημα και η ομαδική συζήτηση ως περιπλάνηση.
Παραπομπές
Ντεμπόρ, Γκυ. 1986. Η Κοινωνία του Θεάματος. Μετάφραση Βασίλης Τομανάς. Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης.
Derriva Mussol. χ.η. “Caminar el Perímetre #Sabadell.” Πρόσβαση: 30 Οκτωβρίου 2018. http://derivamussol.net/perimetre-sabadell/.
Foster, Hal. 1996. The Return of the Real, ch. 6. Cambridge and London: The MIT Press.
Bates, Charlotte and Rhys-Taylor, Alex. 2017. “Finding our Feet.” In Walking Through Social Research, edited by Charlotte Bates and Alex Rhys-Taylor, 1-10. London and New York: Routledge.
Vannini, Philip and Vannini, April. 2017. “Wild Walking: A Twofold Critique of the Walk-Along Method.” In Walking Through Social Research, edited by Charlotte Bates and Alex Rhys-Taylor, 179-194. London and New York: Routledge.
Ingold, Tim and Vergunst, Jo Lee. 2008. “Introduction.” In Ways of Walking: Ethnography and Practice on Foot, edited by Tim Ingold and Jo Lee Vergunst. London and New York: Routledge.
Marichalar-Freixa, Eva. 2018. A Dérive Encounter in Eskilstuna. http://derivamussol.net/wp-content/uploads/2018/01/A-DERIVE-ENCOUNTER-IN-ESKILSTUNA_-PAPER-BY-EVA-MARICHALAR_FREIXA.pdf
McGarrigle, Conor. Forget the flâneur. Ιn Proceedings of the 19th International Symposium of Electronic Art, ISEA2013, Sydney, edited by K. Cleland, L. Fisher & R. Harley. http://ses.library.usyd.edu.au/handle/2123/9475.
Pujol, Ernesto. 2018. Walking Art Practice: Reflections on Socially Engaged Paths. Axminster, England: Triarchy Press. Kindle.
Raymond, Lucas. 2008. “’Taking a Line for a Walk’: Walking as an Aesthetic Practice.” In Ways of Walking: Ethnography and Practice on Foot, edited by Tim Ingold and Jo Lee Vergunst, chap. 12. London and New York: Routledge.
Wildner, Kathrin. 2014. “On Research with Global Prayers”. In Global Prayers: Contemporary Manifestations of the Religious in the City, edited by Jochen Becker, Katrin Klingan, Stephan Lanz and Kathrin Wildner, 65-79. Zurich: Lars Müller Publishers.
Wrights and Sites, Introduction, http://mis-guide.com/ws/documents/tqt.html.
Wrights and Sites, Mis-guiding the City Walker, http://mis-guide.com/ws/documents/citywalker.html.

Comments are closed