Το «πορώδες» στη βίωση του δημόσιου χώρου

Γεώργιος Δημόπουλος

Περίληψη

Η σχέση μεταξύ ανοιχτού δημόσιου χώρου και κτιρίων που τον περιβάλλουν και τον ορίζουν είναι ένας κρίσιμος παράγοντας που καθορίζει το βαθμό προσπελασιμότητας και οικειοποίησής του, την ποιότητα δηλαδή της κατοίκησής του.

Στην παρούσα εισήγηση εξετάζεται ειδικότερα η ιδιαίτερη σημασία του κατωφλιού, της ειδικής χωρικής διαμόρφωσης που εξυπηρετεί την αλληλοδιείσδυση μεταξύ χωροθεσιών διαφορετικού τύπου και προσδίδει τον «πορώδη» χαρακτήρα στη σχέση μεταξύ του ανοιχτού δημόσιου χώρου και των κτιρίων.

Η πολλαπλότητα κατευθύνσεων και επιλογών, η πολυμορφία σχέσεων, δομών και αξιών που χαρακτηρίζει τις μετανεωτερικές κοινωνίες ευνοεί τη δημιουργία κατωφλιών για τη διάρρηξη του κελύφους των κτιρίων και το άνοιγμά τους στον δημόσιο χώρο, ώστε να παραχθούν «ευδόκιμοι» δημόσιοι χώροι, που θα ενθαρρύνουν την ελεύθερη συνάντηση και έκφραση των ανθρώπων.

1              Εισαγωγή

Ο χαρακτήρας ενός δημόσιου χώρου, ο βαθμός προσπελασιμότητας και οικειοποίησής του και οι μορφές δραστηριότητας που αναπτύσσονται μέσα σ’  αυτόν εξαρτώνται όχι μόνο από τον ίδιο ως αυτοτελή οντότητα μέσα στο αστικό περίγραμμα, αλλά  και   από τη δομή, τη μορφή  και τη λειτουργία των  κτιρίων που τον πλαισιώνουν, τον σχηματοποιούν και τον ορίζουν. Τα κτίρια αυτά -και ειδικότερα τα δημόσια κτίρια και μνημεία- τις περισσότερες φορές όχι μόνο προσδίδουν το ιδιαίτερο ύφος ενός δημόσιου χώρου, αλλά, ως φορείς νοήματος που εκπέμπουν, ορίζουν και το προφίλ των ατόμων που κινούνται και δραστηριοποιούνται σε αυτόν.

Το αντικείμενο της παρούσας διερεύνησης είναι να εξεταστεί πώς το «κατοικείν» του δημόσιου χώρου, με την έννοια «του ανήκειν στη συναλληλία των ανθρώπων», όπως την ορίζει ο M. Heidegger (Heidegger 2008: 35), επηρεάζεται από τον βαθμό προσπελασιμότητας και αλληλοδιείσδυσης που αναπτύσσεται μεταξύ του ανοιχτού δημόσιου χώρου και των δημόσιων κτιρίων που τον πλαισιώνουν με τρόπο συχνά εμβληματικό και σημειολογικό. Η «κατοίκηση» δηλαδή του δημόσιου χώρου εξαρτάται άμεσα από το αν το δημόσιο κτίριο καθίσταται οργανικό μέρος του, από το αν οι δράσεις του αναμιγνύονται με την καθημερινότητα της ζωής της πόλης ή όχι. Αυτό σημαίνει ότι δημόσιος χώρος και αίσθηση ιδιωτικότητας βρίσκονται σε μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός προσπελασιμότητας, τόσο περιορίζεται η αίσθηση της ιδιωτικότητας υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα ενός χώρου.

2       Μεθοδολογία

Η διερεύνηση της σχέσης δημόσιων χώρων και δημόσιων κτιρίων θα εστιαστεί στη σημασία της δημιουργίας «κατωφλιών» διασύνδεσης και ώσμωσής τους, τόπων δηλαδή όπου ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων με διαφορετικούς προσανατολισμούς και ενδιαφέροντα, μπορεί να συναντηθεί και να αναπτύξει ποικίλες μορφές επικοινωνίας. Τα κατώφλια μπορούν να ιδωθούν ως ένας μηχανισμός αναθεώρησης, μετασχηματισμού και διαχείρισης του δημόσιου χώρου, μια αναθεώρηση που συνδέεται με τις πολύμορφες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των σφαιρών της κουλτούρας, της οικονομίας, της πολιτικής και της τεχνολογίας.

Η πρωτοτυπία και η συνεισφορά της εισήγησης έγκειται στο ότι μεταθέτει το επίπεδο μελέτης από τον δημόσιο χώρο ως αυτοτελή και αυτόνομη ενότητα στην διερεύνηση της «κατοίκησης» στην ενότητα που συγκροτούν ο δημόσιος χώρος και τα δημόσια κτίρια που τον περιβάλλουν αναδεικνύοντας τη σημασία των κατωφλιών διασύνδεσής τους, ώστε να αναθεωρηθεί μια υπάρχουσα κατάσταση και να αναδυθεί μια νέα ποιότητα δημόσιου χώρου.

3       Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου τον 19ο αιώνα

Σημείο τομής στη συγκρότηση του σύγχρονου δημόσιου χώρου στον Δυτικό κόσμο είναι ο 19ο αιώνας, καθώς την εποχή αυτή γίνεται η μετάβαση από την κοινωνία όπου το «σώμα του βασιλιά δεν αποτελούσε μεταφορά, αλλά πολιτική πραγματικότητα»  (Foucault 2008: 71) στην κοινωνία του έθνους και των πολιτών του. Το αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης είναι κτίρια, όπως θέατρα, όπερες και μουσεία τα όποια τα ιδιοποιούνταν μέχρι τότε ένας μικρός ελιτίστικος κύκλος, να γίνονται μέρος της δημόσιας σφαίρας διασπείροντας τα πολιτιστικά τους αγαθά σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό φάσμα, δομώντας τη νέα ιδέα της κοινωνίας του έθνους. Τα κτίρια αυτά, που εκφράζουν τον νέο αστικό πολιτισμό, αναδεικνύονται σε δομικά στοιχεία του δημόσιου χώρου, σε κυρίαρχες συμβολικές μορφές του  και αποκτούν θέση στον αστικό ιστό ανάλογη με αυτήν που κατέχουν τα σύμβολα της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας.

Στη Βιέννη, για παράδειγμα, κατεδαφίστηκαν στη δεκαετία του 1850 οι μεσαιωνικές οχυρωματικές κατασκευές, στη θέση των οποίων στις επόμενες δεκαετίες ο πολεοδομικός σχεδιασμός αναπτύσσει σύμφωνα με τα σχέδια του Gottfried Semper και  Carl von Hasenauer ένα δημόσιο χώρο περιστοιχισμένο από δημόσια κτίρια. Από τα κτίρια αυτά «ένα αντιπροσώπευε την επιχειρηματική ζωή (το χρηματιστήριο), ένα τη θρησκεία (η Votivkirche), τρία την ανώτερη εκπαίδευση, τρία τους πολιτειακούς θεσμούς (το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και το κοινοβούλιο) και όχι λιγότερα από οχτώ τις τέχνες: θέατρα, μουσεία, ακαδημίες κλπ.» (Hobsbawm 2003:420). «Η πλατεία αυτή» σύμφωνα με τον C. Sitte «θα γίνει ένα αυτοκρατορικό Forum με όλη την σημασία της λέξης, και τεραστίων διαστάσεων […] 240μ. μήκος και 130μ. πλάτος, σχεδόν το ίδιο μεγάλες, όσο και της πλατείας του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη». (Sitte 1992: 122,123).

Στο Μόναχο η Königsplatz, «Πλατεία των βασιλέων», που ορίζεται από τη Γλυπτοθήκη (1815-30) και τα προπύλαια του L. Klenze και από το Εκθεσιακό κτίριο του G. F. Ziebland προσέφερε στον επισκέπτη την εικόνα ενός αρχιτεκτονικού μνημειακού συνόλου που προσέδιδε κύρος στην πρόσφατη πολιτική αναμόρφωση της Βαυαρίας.

Στο Βερολίνο το Altes Museum (1824-1830) του Karl Friedrich Schinkel καταλαμβάνει τη βόρεια πλευρά της Schlossplatz, της Πλατείας του ανακτόρου, συγκροτώντας μαζί με το βασιλικό ανάκτορο, τον καθεδρικό ναό ένα μνημειακό αρχιτεκτονικό σύνολο.

Η Opéra Garnier στο Παρίσι που κτίστηκε τη δεκαετία του 1870 σημειώνει ο Richard Sennett, «υπάρχει για να θαυμάζεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άνθρωπο ή οποιαδήποτε δραστηριότητα στο εσωτερικό του […]Η μεγαλοπρέπεια της παρισινής Opéra δεν άφηνε κανένα περιθώριο για τις τρέχουσες κοινωνικές αμοιβαίες σχέσεις». (Sennett 1999: 267).

Μουσεία λοιπόν, θέατρα, εθνικές βιβλιοθήκες και άλλα δημόσια κτίρια, γίνονται επιβλητικά σύμβολα συλλογικού γοήτρου, κυρίαρχα στοιχεία του δημόσιου χώρου μέσα στον αστικό ιστό των πρωτευουσών και των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς το έθνος-κράτος, ιδωμένο ως ιδεώδες και αυτο-αναγνωριζόμενο από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης ως αυθεντικός εκφραστής του «γενικού συμφέροντος», θέτει τα κτίρια αυτά και τα σύνολα που δημιουργούν στην υπηρεσία της εθνικής αυτοβιογράφησης.

4       Χωροθεσίες σε αντιπαράθεση

Μολονότι όμως η πρόσβαση στα δημόσια κτίρια της εποχής συγκρότησης των εθνικών κρατών είναι θεωρητικά ελεύθερη σε όλους, οι χώροι αυτοί ταυτίζονται στη συνείδηση των ανθρώπων με κλειστούς, εσωστρεφείς, ελιτίστικους χώρους.  Κι αυτό γιατί τους οικειοποιείται μια αστική ελίτ, η οποία επιχειρεί μέσα από αυτούς τους χώρους να ταυτιστεί με το ιδεώδες του homme civilisé, του πολιτισμένου ανθρώπου, ιδεώδες που έχει τις ρίζες του στη γαλλική αυλική αριστοκρατία του 18ου αιώνα.

Η ύπαρξη λοιπόν δημόσιων κτιρίων την περίοδο αυτή συνδέεται με τη «φιλοτέχνηση» μιας εικόνας γοήτρου και υπεροχής του «homme civilisé». Ως ορατή έκφραση μιας τέτοιας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής αντίληψης οι χώροι αυτοί διαχωρίζονται από τη δημόσια ζωή της πόλης, καθώς εξέφραζαν, κατά κάποιο τρόπο, ένα διαφοροποιητικό κοινωνικό και πολιτισμικόγνώρισμα, ξένο προς την κουλτούρα της καθημερινής ζωής.

Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται στο χώρο ορισμένες αντιθέσεις, που προσδιορίζουν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, συμπεριφορές και αξίες. «Η ζωή μας», όπως επισημαίνει ο M. Foucault, «διέπεται από ορισμένες αντιθέσεις […] που αποδεχόμαστε ως δεδομένες: για παράδειγμα, ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο, ανάμεσα στον οικογενειακό χώρο και τον κοινωνικό χώρο, ανάμεσα στον πολιτισμικό χώρο και τον χρηστό χώρο, ανάμεσα στον ψυχαγωγικό χώρο και τον εργασιακό χώρο […] δεν ζούμε στο εσωτερικό ενός κενού […] ζούμε στο εσωτερικό ενός συνόλου σχέσεων που ορίζουν χωροθεσίες οι οποίες είναι μη αναγώγιμες οι μεν προς τις δε». (Foucault 2012: 259).Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι στον δημόσιο χώρο της πόλης θα μπορούσαν να αναδυθούν νέες μορφές κατοίκησης του χώρου μόνο αν άλλαζε η σχέση μεταξύ των χωροθεσιών που ο αστικός νεωτερικός πολιτισμός θεωρεί δεδομένες. Μόνο δηλαδή αν δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις να σχηματιστούν αμφίσημοι χώροι, κατώφλια που διανοίγουν τη δημόσια εμπειρία της ετερότητας.

5       Ώσμωση αντιτιθέμενων χωροθεσιών: Η σημασία του «πορώδους» στη βίωση του δημόσιου χώρου

Το κατώφλι αποτελεί μια χωρική συνθήκη που εξυπηρετεί τη συνάντηση, τη διασύνδεση και τον διάλογο μεταξύ χωροθεσιών διαφορετικού τύπου. Ο πορώδης χαρακτήρας του  κατωφλιού έχει ως αποτέλεσμα διαφορετικές χωροθεσίες να επικοινωνούν μέσα από την ώσμωση δραστηριοτήτων, η οποία μετατρέπει τα διαχωριστικά τους όρια σε σημεία επικοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούντα συνθήκες που γεννούν υβριδικές – μικτές κοινωνικές εμπειρίες.

Η έννοια του «πορώδους» στην αρχιτεκτονική εισάγεται από τον Μπένγιαμιν αναδεικνύοντας τη σημασία του μετεωρισμού και της αμφισημίας στη βίωση μιας σύγχρονης πόλης, τη σημασία των εμπειριών που γεννιούνται στο μεταίχμιο δυο αντιτιθέμενων συχνά χωρικών συνθηκών. «Κτίρια και δραστηριότητες», σημειώνει ο W. Benjamin στο One-Way Street καταγράφοντας τις εμπειρίες του από την Νάπολη, «αλληλοεισδύουν σε αυλές, αψίδες και σκάλες. Διατηρούν το περιθώριο να γίνουν ένα θέατρο απρόβλεπτων αστερισμών. Η στάμπα του οριστικού αποφεύγεται […] Καμιά μορφή δεν υποστηρίζει το ¨έτσι και όχι διαφορετικά¨»(Benjamin1979: 167). Το παράδειγμα της Νάπολης δείχνει ότι τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, προσωπικού και κοινόχρηστου χώρου είναι ρευστά, δεν έχουν ακόμα παγιωθεί.

Στην Ελλάδα η εμπειρία του πορώδους και του μετεωρισμού ήταν μια καθημερινά βιωμένη εμπειρία από τους ανθρώπους στους παραδοσιακούς κτηνοτροφικούς ή αγροτικούς οικισμούς. Η δομή αυτών των οικισμών, αποτέλεσμα μιας κοινωνικής οργάνωσης που τείνει να εξαλειφθεί σήμερα από τον σύγχρονο τρόπο ζωή, συνέβαλλε στη μίξη λειτουργιών. «Ο νόμος που διέπει όλα τα συστήματα, από το άτομο ως το χωριό, και που δρά σαν ενοποιητικό στοιχείο είναι ο νόμος της αλληλεξάρτησης». (Δουμάνη, Ο. και Δουμάνη, Μ. 1977: 20). Αποτέλεσμα αυτού του νόμου είναι η επίτευξη δυναμικής ισορροπίας μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας, μεταξύ δηλαδή δύο κατεξοχήν αντίθετων χωροθεσιών, του ιδιωτικού και του δημόσιου. «Ο πεζόδρομος, για παράδειγμα, πέρα από το να εξυπηρετεί την κυκλοφορία, αποτελεί πολλές φορές προέκταση της κατοικίας με τις διαφορές κοινωνικές ή οικονομικές μικροδραστηριότητες που αναπτύσσονται στα κατώφλια των σπιτιών. Έτσι γίνεται ένα στοιχείο που ενώνει και δε διασπά τον οικισμό». (Δουμάνη, Ο. και Δουμάνη, Μ. 1977: 21).

Η έννοια του «πορώδους», που δεν ευνοούσε ο φονξιοναλισμός καθώς επέβαλλε στεγανά μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών, αρχίζει να αποκτά νέο ρόλο στην προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και της πόλης. Το Forum 7/1959 La plus grande realité du seuil, Η ύψιστη πραγματικότητα του κατωφλιού, και το Forum 8/1959 Das Gestalt gewordene Zwischen, Η υλοποίηση του ενδιάμεσου, αποτελούν μια πρώτη ένδειξη των νέων προβληματισμών που θα αναπτυχθούν κατά την μετανεωτερική περίοδο πάνω στην ευρύτερη σημασία της έννοιας του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ διαφορετικών χωροθεσιών.

H μετανεωτερικότητα δίνει νέα ώθηση στην επιδίωξη του «πορώδους», καθώς συλλαμβάνει τον κόσμο μέσα από μια θραυσματοποιημένη πραγματικότητα, ανοίγεται στην πολλαπλότητα των αξιών και αναγνωρίζει τις πολλαπλές μορφές της ετερότητας. Ο αστικός χώρος αρχίζει να εμφανίζεται ως ένα πεδίο απαραμείωτης συσσώρευσης διαφορών στον τρόπο ζωής, στις πεποιθήσεις, στις κλίσεις, στα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντα των ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων και να διεκδικείται από όλους.

Μέσα σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα κάνουν την εμφάνισή τους δημόσια κτίρια που επιχειρούν να μεταβάλουν την παραδοσιακή τους σχέση με τον δημόσιο χώρο «διαρρηγνύοντας» το κέλυφός τους και διασπείροντας τις δραστηριότητές τους στον δημόσιο αστικό χώρο. Ορόσημο στον επανακαθορισμό της σχέσης δημόσιου κτιρίου με τον δημόσιο χώρο, αποτελεί το Centre Pompidou στο Παρίσι (1972-1977), το οποίο σχεδιάζεται σε μια περίοδο που το γενικότερο κλίμα έμπνευσης και δημιουργίας τροφοδοτείται από την πολιτιστική επανάσταση του Μάη του ’68. Το Centre Pompidou συλλαμβάνεται από τη αρχή ως άνοιγμα της πόρτας σε όλους, ακόμα και σ’ εκείνους που δεν ενδιαφέρονται και τόσο για τα πολιτισμικά πράγματα. Η πλατεία που ανοίγεται μπροστά του μετατρέπεται σε μια μορφή επέκτασης του ισογείου του κτιρίου στον εξωτερικό δημόσιο χώρο με μια συνεχή αντιστροφή του μέσα και του έξω. Καθιστά έτσι το κτίριο προσιτό και ανοιχτό στο αστικό περιβάλλον φιλοξενώντας περιοδικές εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, γιορτές, συναντήσεις, επιδείξεις, διαγωνισμούς. Ο επισκέπτης του Centre Pompidou, αλλά και ο διερχόμενος από την πλατεία εμπλέκεται αυθόρμητα στις συμπληρωματικές δραστηριότητες και στα απρογραμμάτιστα πολιτισμικά σύμβαντα που συζευγνύουν το επίσημο με το λαϊκό, την καθημερινότητα με την τέχνη, τη βιοτική μέριμνα του διερχόμενου από το σημείο αυτό με μια ευκαιρία εκτόνωσής του με την εμπλοκή του σε ένα πολιτιστικό συμβάν. Με τον τρόπο αυτό ο χώρος ενθαρρύνει την ελεύθερη συνάντηση των ανθρώπων, την ανεκτικότητα στην διαφορά, την ψυχαγωγία και την διασκέδαση.

6       Η αναζήτηση μιας νέας σχέσης δημόσιου χώρου και κτιρίων στην σύγχρονη Ελλάδα

Η άρση των στεγανών ορίων μεταξύ χωροθεσιών και η σύζευξη διαφορετικών λειτουργιών και δράσεων με τη δημιουργία κατωφλιών μπορεί να αποτελεί ένα εργαλείο μεταβολής της εικόνας και της βίωσης των ελληνικών δημόσιων χώρων. Πρόκειται για μια ζωτικής σημασίας αναθεώρηση της σχέσης δημόσιου χώρου και δημόσιων κτιρίων, καθώς οι Ελληνικές πόλεις εμφανίζονται να κρατούν κατά κανόνα τις λειτουργίες των δημόσιων κτιρίων σε μια σχετική απόσταση από τον δημόσιο χώρο της πόλης. Τα παραδείγματα των εξαιρέσεων από αυτόν τον κανόνα είναι λίγα, αλλά ικανά να τονίσουν τη σημασία μιας διαφορετικής σχέσης μεταξύ των ελληνικών δημόσιων χώρων και των πολιτών. Παραδειγματικά μπορεί να αναφέρει κανείς το  Κέντρο Πολιτισμού «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» στην Αθήνα. Ο χώρος είναι έτσι σχεδιασμένος, ώστε «να συμμετέχει στην αστική καθημερινότητα» (Piano 2017: 55). Καρδιά του είναι η «Αγορά», μια τετράγωνη πλατεία με διπλή λειτουργία: είναι το σημείο πρόσβασης στην Βιβλιοθήκη και στην Λυρική σκηνή και χώρος συνάντησης και επικοινωνίας των ανθρώπων, ενώ η Βιβλιοθήκη στο ισόγειό της ανοίγεται προς την Αγορά και στους πολίτες. Γενικά, η δημιουργία κατωφλιών μεταξύ διαφορετικών χωροθεσιών μπορεί να συμβάλει στην δημιουργία ενός νέου αναβαθμισμένου και διευρυμένου δημόσιου χώρου που να ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής μας.

7       Συμπεράσματα

Η σχέση λοιπόν που αναπτύσσεται ανάμεσα στον δημόσιο χώρο και τα δημόσια κτίρια είναι πολιτιστικά καθορισμένη και επηρεάζει την μορφή «κατοίκισης» του δημόσιου χώρου. Οι πολιτισμικές δηλαδή, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν στην απαίτηση για δημιουργία «κατωφλιών» και σε άλλες περίπτωσης στην κατάργηση αυτών που υπάρχουν. Έτσι δημόσιοι χώροι για παράδειγμα που σχεδιάστηκαν για να εκφράζουν σχέσεις συμβολικής κυριαρχίας μπορεί να μετατραπούν με την δημιουργία κατωφλιών σε χώρους που εκφράζουν έναν νέο δημόσιο πολιτισμό και δημόσιοι χώροι που σχεδιάστηκαν για να εκφράζουν την απελευθέρωση του ανθρώπου μπορεί να μετατραπούν σε χώρους όπου γίνεται έντονο το αίσθημα καταπίεσης που γεννά ένας ανοίκειος χώρος.  Ο Μ. Foucault στην ερώτηση αν «βλέπει κάποια ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά σχέδια […] σαν δυνάμεις απελευθέρωσης ή αντίστασης» απαντά: «δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να πούμε ότι ένα πράγμα ανήκει στην τάξη της ¨απελευθέρωσης¨ κι ένα άλλο στην τάξη της ¨καταπίεσης¨ […] Από την άλλη μεριά, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που είναι λειτουργικά – χάρη στην ίδια του τη φύση – απόλυτα απελευθερωτικό. Η ελευθερία είναι μια πρακτική […] Η ¨ελευθερία¨ είναι κάτι που πρέπει να ασκηθεί» (Foucault 1987: 57). Μια τέτοια άσκηση ελευθερίας και απελευθέρωσης από καθιερωμένες συμβάσεις προσφέρει η διαμόρφωση κατωφλιών στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου,  με στόχο τη δημιουργία, με την πρακτική και τη συμβολική τους σημασία, «ευδόκιμων» χώρων στην υπηρεσία του ανθρώπου.

Βιβλιογραφία
Benjamin, W. 1979. One – Way Street and other Writings. London:NLB
Δημόπουλος, Γ. 2016. Το μουσείο ως πολιτιστικό επιφαινόμενο: Οι δυνάμεις μετασχηματισμού του και η γέννηση των σύγχρονων αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων. Ph.D. Thesis, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Δουμάνη, Ο. και Δουμάνη, Μ. 1977. Ανώνυμη ελληνική αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική της αλληλοεξάρτησης. Θέματα χώρου + τεχνών, 8/1977, σ. 19-25.
Foucault, M. 1987. Εξουσία, γνώση και ηθική, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Αθήνα: ύψιλον.
Foucault, M. 2008. Το μάτι της εξουσίας, μτφρ. Τ. Μπέτζελος. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Foucault, M. 2012. Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τ. Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον.
Green, A. E. andZerna, W. 1968. Theoretical Elasticity. Oxford: Oxford University Press,  2nd edition.
Heidegger, M. 2008. Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, μτφρ. Γ. Ξηροπαΐδης. Αθήνα: Πλέθρον.
Hobsbawm, E.J. 2003.  Η εποχή του κεφαλαίου 1848-1875, μτφρ. Δ. Κουρτόβικ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα, Εθνικής Τράπεζας.
Mitchell, D. 2003. The Right to the City: Social Justice and the Fight for Public Space. NewYork.
PianoR. 2017.ΑθήναΚέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Fondazione Renzo Piano.
Rossi, A. 1991. Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφρ. Β. Πετρίδου. Θεσσαλονίκη: University studio press.
Sennett, R. 1999. Η τυραννία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον Δυτικό πολιτισμό, μτφρ. Γ. Μέρτικας. Αθήνα: Νεφέλη.
Sitte, C. 1992. Η πολεοδομία σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές της αρχές, μτφρ. Κ. Σερράου. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Σταυρίδης, Σ.2002. Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Comments are closed