Στο δημόσιο χώρο: Αθήνα/Θεσσαλονίκη/Ηράκλειο/Καβάλα/Κοζάνη/Νεάπολη/Ταγγέρη/Χανιά

Dhmosios_xwros
«Η πόλη που κατοικώ έχει να κερδίσει πολλά από το θαλάσσιο έδαφος της. Ανυπομονώ να κατοικήσω το θαλάσσιο έδαφος της πόλης μου. Αύριο θέλω να έλθω πιο κοντά στη θάλασσα, θέλω να την αγκαλιάσω, θέλω τη θάλασσα μέσα μου».

«Η πόλη που κατοικώ είναι μία πόλη στεγανή, είναι μία πόλη με κλειστούς πόρους ζωής. Το δέρμα που κατοικώ έχει νεκρώσει. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα, ασφυκτιά και αργοπεθαίνει κάτω από συμπαγείς κατασκευές. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μερικούς σπόρους χώμα για να φυτρώσει. Σχίζει την άσφαλτο, σηκώνει τις πλάκες των πεζοδρομίων, ψάχνει για αρμούς μεταξύ διάφορων υλικών, έχει μία προτίμηση στα διατηρητέα και μνημεία για να ξεμυτίσει».

«Η πόλη που κατοικώ μπάζωσε τα ρέματα που εδώ και πολλούς αιώνες έτρεχαν πάνω στο κορμί της,  τα μετέτρεψε σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, εκεί που έτρεχε η ζωή τώρα τρέχουν αυτοκίνητα. Έχει πλέον άσφαλτο. Το ρέμα έγινε αμαξωτός όπως θα έλεγαν στο νησί που γεννήθηκα. Η πόλη που κατοικώ εξόρισε τη φύση».

 

Σκέψεις που λίγο πολύ έχουν κατά καιρούς περάσει από το μυαλών όλων μας αποτυπώθηκαν με τρόπο μεστό και λυρικό στη διάλεξη που έδωσαν στις 11 Μαΐου, στην Αθήνα, οι αρχιτέκτονες Π.Νικηφορίδης και B.Cuomo, στην αίθουσα Γενικών Συνελεύσεων της Τραπέζης της Ελλάδος στην Αθήνα.

Η διάλεξη, με τίτλο «Στο δημόσιο χώρο: Αθήνα/Θεσσαλονίκη/Ηράκλειο/Καβάλα/Κοζάνη/Νεάπολη/Ταγγέρη/Χανιά»,διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων με τίτλο «Καταθέσεις Πολιτισμού». Απολαύστε το πλήρες κείμενο των συναδέλφων παρακάτω:
Η πόλη που κατοικώ βρέχεται από τον Θερμαϊκό εδώ και πολλούς αιώνες, έχει το προνόμιο να είναι γειτόνισσα του Ολύμπου, κατοικεί αυτό το έδαφος τουλάχιστον εκατό γενιές. Άνθρωποι γεννήθηκαν, έζησαν, δημιούργησαν, μεγαλούργησαν, περπάτησαν,  έκαναν απογόνους και άφησαν την τελευταία τους πνοή σε αυτή την πόλη.

Η πόλη που κατοικώ αλλάζει ανάλογα με τις εποχές, τον πληθυσμός της, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, την οργάνωση της κοινωνίας. Κάποτε ήταν ελληνιστική, μετά έγινε ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική για να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξη της πολύ πρόσφατα. Ο ίδιος ουρανός, η ίδια θάλασσα, το ίδιο χώμα,  η ίδια ενδοχώρα πλαισιώνουν αυτή την πόλη και τους εκάστοτε κατοίκους της στη πάροδο χιλιάδων χρόνων.

Περπατώ στην Εγνατία οδό και σκέφτομαι ότι σε αυτό το έδαφος, εδώ και πολλούς αιώνες, περπάτησαν πολλές γενιές ανθρώπων. Μπαίνω στο Μπέη Χαμάμ και φαντάζομαι άλλες εποχές με άλλη καθημερινότητα. Στο cryptoporticus  της αρχαίας αγοράς ταξιδεύω πολύ μακριά. Στο Επταπύργιο  η φαντασία μου βλέπει πολλές και διαφορετικές εικόνες. Η έξοδος από το Παζάρ Χαμάμ είναι μία απερίγραπτη εμπειρία, ξαναβρίσκω έναν άλλο κόσμο. Η οδός Ελένης Ζωγράφου βρίσκεται σε μία άλλη πόλη που είναι όμως η Θεσσαλονίκη.

Η Θεσσαλονίκη διαθέτει ένα μοναδικό πλεονέκτημα: τα ίχνη της πολυποίκιλης ιστορικής της στρωματογραφίας βρίσκονται σε άμεση συνύπαρξη με τον σύγχρονο αστικό ιστό καταγράφοντας μια αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια. Οι υπάρχουσες όμως χωρικές σχέσεις της σύγχρονης πόλης με τις αρχαιολογικές “ρωγμές” δεν είναι σχέσεις οικειότητας και αρμονικής συνύπαρξης.

Οι αρχαιολογικοί τόποι που βρίσκονται μέσα σε μια σύγχρονη και ζωντανή πόλη δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται μόνο υπό το καθεστώς της “προστασίας” αλλά και υπό τη στρατηγική της “ένταξης”.

Επιθυμώ η πόλη μου να ενσωματώσει και να ξανακερδίσει αυτά τα ερείπια που “ευθύνονται” για την αποσπασματικότητα του αστικού ιστού.

Αύριο θέλω να ζω σε μία Θεσσαλονίκη που το παρελθόν διασταυρώνεται με το παρόν, που λειτουργεί η μνήμη, όχι εκείνη της ανάμνησης δηλαδή η “αμνήμων” μνήμη, αλλά εκείνη που μπορεί να εγγράφεται στη σύγχρονη ζωή της πόλης.

Η θάλασσα μέσα μου, η ζωή σε μία πόλη που ακουμπάει τη θάλασσα, μία πόλη που ανοίγεται στη θάλασσα, μία πόλη με φυσική προέκταση τη θάλασσα. Δεν ήταν πάντα έτσι αυτή η σχέση, κάποτε η πόλη ήταν επιφυλακτική με τη θάλασσα έως εχθρική και οχυρωμένη.  Σχετικά πρόσφατα, μάλλον συνειδητοποιώ την αξία της θάλασσας κι αυτό οφείλεται στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Κάποτε της γυρνούσα τη πλάτη, οι επαύλεις της λεωφόρου των Εξοχών μόλις που την υπολόγιζαν. Τώρα η ύπαρξη της θάλασσας και η θέα της πολλαπλασιάζει τις αξίες κτήσης. Της συμπεριφέρθηκα σαν να ήταν η εγκαταλειμμένη αυλή του γείτονα, μία περιοχή αγνώστου ιδιοκτησίας, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Η θαλάσσια γειτνίαση της Θεσσαλονίκης είναι μοναδική,  ο ανοιχτός ορίζοντας, ο Όλυμπος, το απέραντο της διαύγειας, το περιορισμένο της ομίχλης, τα πλοία που έρχονται, μένουν για λίγο και φεύγουν, κάποια είναι συχνοί επισκέπτες, τα χρώματα, το ηλιοβασίλεμα, η δύναμη των καιρικών φαινομένων, ο Βαρδάρης.

Το θαλάσσιο φόντο στον κόλπο της Θεσσαλονίκης αποτελεί το εκπληκτικό σκηνικό όπου το εφήμερο και το μεταβλητό είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που δημιουργούν μια διαφορετική κάθε φορά ατμόσφαιρα.

Η ανάπλαση της Νέας Παραλίας ήλθε για να μας αποδείξει το ρόλο και τη σημασία αυτής της συνύπαρξης – το στερεό και το υγρό –  δεν πρόκειται για τα επάλληλα στρώματα της ίδιας πόλης αλλά για τα δύο σημαντικά της συστατικά. Το θαλάσσιο έδαφος της Θεσσαλονίκης είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.

Το στερεό έδαφος της πόλης μου οφείλει να συνυπάρξει και να συνδιαλλαγεί με το υδάτινο στοιχείο, δηλαδή τη φύση στη πιο ασταθή μορφή της, αυτό που θα την αναζωογονήσει.

Η πόλη που κατοικώ καθρεπτίζεται στο άλλο της μισό, παίρνει το χρώμα του, υπάρχει γιατί υπάρχει αυτό, δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί παρά να συνυπάρξει και να κερδίσει λίγη από την ακούραστη αίγλη του.

Η πόλη που κατοικώ έχει να κερδίσει πολλά από το θαλάσσιο έδαφος της.

Ανυπομονώ να κατοικήσω το θαλάσσιο έδαφος της πόλης μου.

Αύριο θέλω να έλθω πιο κοντά στη θάλασσα, θέλω να την αγκαλιάσω, θέλω τη θάλασσα μέσα μου.

Η πόλη που κατοικώ είναι μία πόλη στεγανή, είναι μία πόλη με κλειστούς πόρους ζωής. Το δέρμα που κατοικώ έχει νεκρώσει. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα, ασφυκτιά και αργοπεθαίνει κάτω από συμπαγείς κατασκευές. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μερικούς σπόρους χώμα για να φυτρώσει. Σχίζει την άσφαλτο, σηκώνει τις πλάκες των πεζοδρομίων, ψάχνει για αρμούς μεταξύ διάφορων υλικών, έχει μία προτίμηση στα διατηρητέα και μνημεία για να ξεμυτίσει.

Η πόλη που κατοικώ μπάζωσε τα ρέματα που εδώ και πολλούς αιώνες έτρεχαν πάνω στο κορμί της,  τα μετέτρεψε σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, εκεί που έτρεχε η ζωή τώρα τρέχουν αυτοκίνητα. Έχει πλέον άσφαλτο. Το ρέμα έγινε αμαξωτός όπως θα έλεγαν στο νησί που γεννήθηκα. Η πόλη που κατοικώ εξόρισε τη φύση.

Η πόλη που κατοικώ μεγαλώνει τα παιδιά της σε φαλακρές αυλές σχολείων. Απαγορευμένο είδος τα δέντρα και τα φυτά στις αυλές. Ντουβάρια, γυμνά σόκορα  ύψους 20 μέτρων που συνθλίβουν την ανθρώπινη κλίμακα. Έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά, σε μια πόλη και σε σχολεία που έχουν μαλώσει με τη φύση.

Η πόλη που κατοικώ δεν θέλει χώμα. Δεν θέλει τα φθινοπωρινά φύλλα, δεν θέλει το ξερό χορτάρι, δεν θέλει λάσπες, ούτε κουτσουλιές. Θέλει άσφαλτο, πλακόστρωτα – τσιμέντα να γίνουν – θέλει φυτά που παραμένουν ίδια όλο το χρόνο, δεν πέφτουν τα φύλλα τους, δεν έχουν εποχές και δεν λερώνουν.

Οι πλατείες με την πάροδο των χρόνων έγιναν κυκλοφοριακοί κόμβοι, τα πάρκα χώροι στάθμευσης, τα δέντρα κουτσουρεύονται για να φανούν οι όψεις των εμπορικών καταστημάτων, κάποια οικόπεδα του κέντρου οικοδομήθηκαν με κάλυψη 100%, οι ακάλυπτοι στη καλύτερη περίπτωση άβατοι, δηλαδή σκουπιδότοποι.

Μήπως η πόλη που κατοικώ πρέπει να αναλογιστεί που πάει;

Περνάμε μια μεγάλη κρίση, προβληματίζομαι και αναλογίζομαι τί φταίει. Έχω πολλές επιλογές, από την πιο ανώδυνη μέχρι την πιο επώδυνη. Φταίνε οι άλλοι ή φταίω εγώ και οι άλλοι; Ας ξεχάσω ποιος φταίει και ας αποφασίσω ότι αύριο θέλω να ζήσω σε μία άλλη πόλη, θέλω να ζήσω σε μία άλλη Θεσσαλονίκη. Μία πόλη που έχει συμφιλιωθεί με το παρελθόν της, που έχει αγκαλιάσει τη θάλασσά της, που έχει υιοθετήσει τη φύση.

Αυτή είναι η πόλη του δικού μου αύριο.

Η εικόνα της σύγχρονης πόλης προσομοιάζει με εκείνη ενός υφαντού ή ενός ιστού, που καθώς απλώνεται σχηματίζει αλλού πυκνώσεις και αλλού μικρά και μεγαλύτερα κενά. Δεν είναι συμπαγής, ούτε συνεχής. Η εικόνα παρουσιάζει αλλαγές, μετασχηματισμούς και εναλλαγές πυκνοτήτων προερχόμενες από μεταβολές των στοιχείων που τη συνθέτουν. Αφηγούμενη την ιστορία της πόλης, μεταβάλλεται σύμφωνα με τη ροή της καθημερινότητας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αστική διάχυση παράλληλα με την αποβιομηχάνιση οδήγησε στην έλλειψη συνοχής στον αστικό ιστό και στην δημιουργία έντονων διαφοροποιήσεων μεταξύ των πυκνοδομημένων και των αδρανών περιοχών του. Εκτός από τις παραπάνω, οι αιτίες δημιουργίας των κενών της πόλης, των «υπολειμμάτων» αστικής γης ή των αδρανών της σημείων είναι πολλές: αλλαγή χρήσης, θεσμικοί μετασχηματισμοί, αδιαφορία, συγκρουόμενα συμφέροντα, απαξίωση αστικών περιοχών, έλλειψη ενδιαφέροντος ή αδυναμία αξιοποίησης ιδιωτικής και δημόσιας αστικής γης, δημιουργία ανενεργών «υπολειμμάτων» με τη χάραξη του οδικού δικτύου κ.λπ.

Τους αδρανείς αυτούς χώρους τους συναντούμε τόσο στο εσωτερικό όσο και στις παρειές της πόλης σε μεγέθη που ποικίλλουν. Εγκαταλειμμένα στρατόπεδα, ανενεργοί βιομηχανικοί χώροι, παλιά αεροδρόμια αλλά και θραύσματα μικρών ανενεργών χώρων που παραβλέφθηκαν κατά την εξέλιξη και ανάπτυξη της πόλης. Τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε μία τάση για πλήρωση των κενών -ακόμα και σε περιπτώσεις μεγάλης αστικής πυκνότητας- με μεγάλες και σύνθετες δομές, εμπορικά κέντρα, χώρους στάθμευσης, πολυχώρους κ.ά., αποτέλεσμα ίσως μίας αμήχανης αντιμετώπισης του ζητήματος ή μίας τάσης εξωραϊσμού της πόλης. Σαν αποτέλεσμα, το δίκτυο των μικρών διάσπαρτων αστικών κενών απαξιώθηκε. Σήμερα, μετά από την εποχή των μεγάλων έργων υποδομής ή των μεγάλων κτιριακών έργων, η συζήτηση μετατοπίζεται στην προοπτική των εντοπισμένων παρεμβάσεων, αυτών που έχουν την ικανότητα να εστιάζουν με λεπτούς χειρισμούς σε μικρά τμήματα της πόλης. Είναι πλέον αποδεκτή η στρατηγική μεταβολής του υπαρκτού και όχι αντικατάστασής του.

Μέσα από αυτή τη νέα αντιμετώπιση οι αδρανείς χώροι μπορούν να μετατραπούν από αρνητικά σε θετικά σημεία του αστικού ιστού, συμβάλλοντας στην πολυμορφία του. Ο αστικός σχεδιασμός μπορεί να ανακόψει την τάση της πόλης για «πλήρωση» των κενών και σαφή καθορισμό κάθε λειτουργίας, προσφέροντας μικρές ή μεγάλες «αναπνοές» και δυνατότητες αυτοσχεδιασμού.

Comments are closed