Machine-à-Transformer: Ο δημόσιος χώρος ως αγωγός αστικών ανασχηματισμών

ΕΓ. ΓΚΛΙΝΟΥ

Περίληψη

Από το επίπεδο λήψης στρατηγικών αποφάσεων, μέχρι την παράδοση των χώρων όπου εκτυλίσσεται κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής, οι αστικοί μετασχηματισμοί αποτελούν μακροχρόνια έργα αυξημένης πολυπλοκότητας. Στα πλαίσια μιας ρευστής, πλουραλιστικής διαδικασίας είναι αναντίρρητη η σταθερά αμφίδρομη σχέση των έργων τέτοιου χαρακτήρα, με το κοινωνικό και πολιτικοοικονομικό τοπίο εντός του οποίου εξελίσσονται. Με εφαλτήριο αυτή την αλληλεξάρτηση μεταξύ συστηματικής σκέψης για την αξιοποίηση στρατηγικών σχέσεων και των ποικίλων μορφών αστικής διακυβέρνησης που διαμορφώνουν το κλίμα για την υλοποίηση και μετέπειτα ‘ζωή’ των επεμβάσεων αστικού μετασχηματισμού, η παρούσα μελέτη θα επιχειρήσει να σχολιάσει κριτικά τον κοινό παρονομαστή τους: την αμείωτη έμφαση που δίδεται στο δημόσιο χώρο ως παράγοντα αλλαγής.

Σε τέσσερις κλίμακες, τρεις εκ των οποίων χωρικές και με τέταρτη εκείνη του χρόνου, θα μελετηθούν συνθετικά πέντε υποδειγματικές αναφορές, με στόχο την διερεύνηση των μεθόδων σχεδιασμού μιας διαδικασίας και όχι ενός “αντικειμένου”, καθώς και των μεθόδων μέτρησης επιτυχίας αυτών υπό ατέρμονα δυναμικούς εξωγενείς παράγοντες και ενδογενείς συνθήκες.

1       Tempelhofer Feld: Το αστικό κενό ως σύμβολο ελευθερίας

Δύο χρόνια μετά την απογείωση του τελευταίου αεροσκάφους από το αεροδρόμιο Tempelhof, η πολιτική σκηνή της Γερμανίας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας θύελλας αντιδράσεων. Έχοντας μόλις υπερψηφίσει την ίδρυση της ιδιωτικής εταιρείας TempelhoferProjekt, η κυβέρνηση έθεσε την έκταση και τις κτιριακές εγκαταστάσεις του πρώην αερολιμένα στη διάθεση μιας πλειάδας επενδυτών και επιχειρηματιών του realestate, με στόχο την επικερδή εκμετάλλευση του χώρου.

Μετά το πέρας της λειτουργίας του το 2008, το Tempelhof άρχισε να αποσυντίθεται σιωπηλά, μέσα στη ζωηρή αστική ζωή του Βερολινέζικου κέντρου. Η τοποθεσία του στον αστικό ιστό, καθώς και η άρρηκτη σύνδεσή του με την εξέλιξη της πόλης, οδήγησαν στον άμεσο χαρακτηρισμό του αεροδρομίου ως μνημείο. Σε μια πόλη όπου ο δημόσιος χώρος φέρει τα αποτυπώματα ενός έντονου παρελθόντος—από τις εγκαταλελειμμένες εργοστασιακές υποδομές της βιομηχανοποίησης έως τα 155 χιλιόμετρα του Τείχους της Ντροπής—το Tempelhof κατόρθωσε να εδραιωθεί στη λαϊκή συνείδηση ως το πιο εξέχον “ερείπιο” της πόλης.

Ωστόσο, ο νέος χαρακτήρας του αερολιμένα έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια μακροχρόνια αντιμαχία μεταξύ πολιτών και πολιτικά ιθυνόντων. Το €1 εκατομμύριο που κόστιζε μηνιαία η φύλαξη των 365 εκταρίων και η θέρμανση των κτιριακών εγκαταστάσεων, στάθηκε η αφορμή για μια έντονη αντίθεση των πολιτών με την καθεστηκυία τάξη. Η υπόσχεση του τμήματος Αστικής Ανάπτυξης της Πολεοδομίας για την οικοδόμηση 4,700 κατοικιών χαμηλού κόστους γέννησε ιδιαίτερο σκεπτικισμό, καθώς οι πολίτες είχαν βιώσει ιδίοις όμμασι την ιδιωτικοποίηση 200,000 διαμερισμάτων την τελευταία μόλις δεκαετία. “Η διάθεση της Γερουσίας να γεμίσει κοινωνικές κατοικίες ένα οικόπεδο παρακείμενο σε ένα μέλλον πάρκο εθνικής σημασίας, φαίνεται πολύ βολική. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι η ίδια κυβέρνηση δεν έχει οικοδομήσει ούτε μια μονάδα κοινωνικής κατοίκησης”, υπογράμμισε ο δημοσιογράφος JohnRiceburg του περιοδικού Exberliner.

Το κίνημα TempelhoferFeld 100%, με μανιφέστο την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στο αεροδρόμιο, κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετές υπογραφές για να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Με τη στήριξη 740,000 πολιτών το αεροδρόμιο άνοιξε για το ευρύ κοινό, που σταδιακά οικειοποιήθηκε 6 χιλιόμετρα ποδηλατόδρομων, διαδρομές για jogging και skating, 10 στρέμματα ελεύθερου περιπάτου σκύλων, εκτάσεις για πικ νικ, χώρους συναυλιών, καθώς και πληθώρα κοινοτικών λαχανόκηπων.

Παράλληλα με τον ανοικτού χαρακτήρα προγραμματισμό του χώρου, οι εγκαταστάσεις σήμερα χρησιμοποιούνται μερικώς και για τη στέγαση του απρόσκοπτου κύματος πληθυσμού που έχει εκτοπιστεί από τον πόλεμο στη Συρία. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς αλλαγές των τοπικών και παγκόσμιων κοινωνικοπολιτικών δυναμικών, το μέλλον του πρώην αερολιμένα θα συζητηθεί εκ νέου το 2024.

2       MillionTrees NYC/ Green Belt Movement

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η μητροπολιτική Νέα Υόρκη άρχισε να εκδηλώνει τα περιβαλλοντικά “συμπτώματα” του γεωγραφικού και οικονομικού αποτυπώματός της. Η απουσία ελεύθερων πράσινων χώρων και τα υψηλά επίπεδα μόλυνσης επιδείνωναν την ποιότητα ζωής των κατοίκων, και σε συνδυασμό με τη συνεχή πληθυσμιακή αύξηση, η επικείμενη “αστοχία” ήταν καταφανής. Η αλλαγή πλεύσης αποτελούσε πλέον αδήριτη ανάγκη.

Η απάντηση βρέθηκε στο PlaNYC, μια στρατηγική ατζέντα του δημάρχου Bloomberg, με στόχο διττό: την ανθεκτική ανάπτυξή και τη θωράκιση της μητρόπολης απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Μέσα από μια “υπερ-συνεργασία” 25 δημόσιων υπηρεσιών, γεννήθηκαν οι πρώτες 127 αστικές πρωτοβουλίες της αυτοδιοίκησης, μεταξύ των οποίων και η καμπάνια MillionTreesNYC.

Με κύριο στόχο την αύξηση των πράσινων υποδομών στην πόλη, το πρώτο δέντρο φυτεύτηκε το 2007. Οκτώ χρόνια μετά, ο δήμαρχος DeBlasio συνέχισε την πρωτοβουλία, υποσχόμενος τη μείωση των εκποµπών αερίων θερµοκηπίου κατά 80% ως το έτος 2050. Ως αποτέλεσμα της στενής συνεργασίας της Υπηρεσίας Πάρκων και της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης NewYorkRestorationProject, οι αρχές κατόρθωσαν να αυξήσουν τη συγκόμωση του ανορόφου κατά 20%, και να φυτέψουν 200,000 δέντρα στους δρόμους των πέντε boroughs, και χιλιάδες ακόμη, σε πάρκα, νοσοκομεία, σχολεία, βιβλιοθήκες, εκκλησίες και κοιμητήρια, σε περιοχές κοινωνικών και εργατικών κατοικιών και σε ιδιωτικές αυλές.

Η ακλόνητη πολιτική στήριξη, που κατόρθωσε να υπερβεί πολιτικά συμφέροντα και τετραετείς θητείες, υπήρξε η πρωταρχική προϋπόθεση για την επιτυχία ενός διεπιστημονικού μοντέλου που πέρασε από τη διεξοδική έρευνα στην ευρείας κλίμακας εφαρμογή. H λήψη αποφάσεων βάσει δεδομένων, μια πρωτοβουλία της δημαρχίας Bloomberg που στηρίχθηκε τόσο στη χαρτογράφηση ποσοτικών και γεωχωρικών δεδομένων (λ.χ. ποσοστά άσθματος ανά γειτονιά, ποσοστά κάλυψης πρασίνου), όσο και σε μεθόδους ποιοτικής ανάλυσης (λ.χ. επιτόπιες επισκέψεις), εδραιώθηκε ως ένα νέο πρωτόκολλο που κάθε δημόσια υπηρεσία της πόλης ακολουθεί πλέον στα έργα αστικού ανασχηματισμού. Παράλληλα, έγινε αισθητή η κρίσιμη συμβολή της “τοπικής” γνώσης των κατοίκων, οι οποίοι ιεραρχούσαν με χαρακτηριστική ευκολία τις τοποθεσίες της γειτονιάς τους που έχρηζαν πράσινων υποδομών.

Παρά τον επιμελή σχεδιασμό ενός εξαιρετικά περίπλοκου συστήματος, το MillionTreesNYC γνώρισε αρκετές αντιδράσεις, που αφορούσαν κυρίως στη συντήρηση των δέντρων και τα κριτήρια κατανομής τους. Τα ποικίλα κινήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης αποκάλυψαν πως το μερίδιο νέων δέντρων αντιστοιχούσε κατά συντριπτική πλειοψηφία σε γειτονιές μέσου ή ανώτερου οικονομικού επιπέδου, καθώς η πρώτη φάση φυτεύσεων προέκυπτε βάσει ζήτησης: οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να “παραγγείλει” ένα δέντρο. Όπως ήταν επόμενο, οι κάτοικοι των οικονομικά ασθενέστερων γειτονιών δεν εξέφραζαν το αντίστοιχο ενδιαφέρον, καθώς συχνά στερούνταν της απαραίτητης ενημέρωσης για τα οφέλη των πράσινων υποδομών ή τα επίπεδα ανέχειας ήταν τέτοια, που ένα δέντρο δεν βρισκόταν στις πρώτες προτεραιότητές τους. Ωστόσο, ακόμη και με τη προσαρμογή του συστήματος στις προαναφερθείσες ανάγκες, οι κάτοικοι δεν συμμετείχαν ποτέ με την αναμενόμενη θέρμη στη συντήρηση της νέας αυτής υποδομής. Συχνά μάλιστα, εξέφραζαν παράπονα, δίκαια ισχυριζόμενοι πως η συχνότητα συντήρησης έφθινε όσο τα απαιτούμενα κονδύλια στέρευαν, με αποτέλεσμα τα πεταμένα κλαδιά να εμποδίζουν εισόδους, θέες, ακόμη και την είσοδο φυσικού φωτός στα ήδη στενά νεοϋορκέζικα διαμερίσματα.

Σε αντίθεση με την περίπτωση της Νέας Υόρκης, η γέννηση του κινήματος GreenBeltMovement υπήρξε τόσο οργανική όσο και η εξέλιξή του. Η λειψυδρία, οι χέρσες και μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οι συνεχείς διαμάχες για την κυριότητα της γης στην αγροτική Κένυα, εκδηλώθηκαν το 1960 ως συμπτώματα μιας ταχύτατης διαδικασίας αστικοποίησης που βύθιζε τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών στην ανέχεια.

Διαπιστώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών, που ήταν αναπόφευκτα τα πρώτα “θύματα” της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, καθώς διένυαν καθημερινά σημαντικές αποστάσεις με τα πόδια για να βρουν πόσιμο νερό ή ξυλεία για τις ανάγκες του νοικοκυριού, η καθηγήτρια WangariMaathai αποφάσισε το 1977 να σπάσει το φαύλο κύκλο της φτώχειας με μια απλή κίνηση: φυτεύοντας δέντρα. Αντλώντας γνώσεις από τις πολυετείς σπουδές της στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, είδε την καλλιέργεια δέντρων ως μια μοναδική ευκαιρία, όπου διασταυρώνονταν η ισότητα των φύλων, η κοινωνική δικαιοσύνη και η περιβαλλοντική υγεία. ToGBM ενθάρρυνε τις γυναίκες να φυτεύουν νέα δέντρα, έναντι μιας συμβολικής αμοιβής, παρέχοντας τους παράλληλα μια εργασιακή διέξοδο, μια προσωπική αίσθηση ενδυνάμωσης, χειραφέτησης και καλλιέργειας των αξιών της εργασίας για το συλλογικό καλό, που είχαν χαθεί μετά από πολυετή λαϊκισμό και εκμετάλλευση από διεφθαρμένες κυβερνήσεις.

Η ιδέα της Maathai εξελίχθηκε σε ένα κίνημα αλλαγής με υποστηρικτές σε ολόκληρη τη χώρα κι εν συνεχεία παγκοσμίως. Χωρίς τη χρήση δεδομένων, ή την διεξοδική έρευνα, αλλά με προσωπική εργασία και συνεχή επένδυση στους ίδιους τους ανθρώπους που φροντίζουν τα δέντρα εφ’όρου ζωής, το κίνημα χαίρει σήμερα τεράστιας ανταπόκρισης. Με τις συνεχώς ανανεούμενες διεπιστημονικές μεθόδους που χαρακτηρίζουν τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά εργαστήρια Community Empowermentand Education, το κίνημα φαίνεται να πέτυχε επί της αρχής, εκεί που η πρωτοβουλία MillionTreesNYC συνεχίζει να πάσχει: στη συντήρηση και την περιβαλλοντική ισοτιμία. Θέτοντας τη δημόσια γη—και μαζί με αυτή, τους τρόπους εκμετάλλευσής της, τις αισθητικές αξίες και τις περιβαλλοντικές δυνατότητές της—στο επίκεντρο της δημόσιας και προσωπικής ζωής του γηγενούς πληθυσμού, το κίνημα απέδωσε αυτόματα στους πολίτες δικαιώματα και ευθύνες. Έτσι, με στόχο την αλλαγή της πολιτικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής τύχης των ιδίων, το αποτέλεσμα ήταν εμφανές, από τη μοναδιαία στην παγκόσμια κλίμακα, με ένα εξαιρετικό, “πράσινο” αποτύπωμα στο δημόσιο χώρο.

3       Île-de-Nantes: Από τη δημιουργία της βιομηχανίας στη βιομηχανία της δημιουργίας

Πενήντα έξι χιλιόμετρα ανατολικά των εκβολών του Λίγηρα στον Ατλαντικό Ωκεανό, η Νάντη υπήρξε ήδη από τις απαρχές της ένα από τα εμπορικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Ο 19ος αιώνας και η άνθιση της βιομηχανικής επανάστασης σηματοδότηταν μια ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη, άμεσα συνυφασμένη με την εγκαθίδρυση της ναυπηγικής βιομηχανίας. Το κλείσιμο των ναυπηγείων το 1986—αποτέλεσμα του υψηλού ανταγωνισμού μεταξύ των αστικών κέντρων της περιφέρειας—συνοδεύτηκε από ένα κλίμα οικονομικών δυσκολιών και γενικευμένης κοινωνικής αποθάρρυνσης και δυστοκίας.

Με πρωτεύοντα στόχο την αποκατάσταση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, και την εύρεση ενός νέου ενοποιητικού στοιχείου υπερηφάνειας για τους κατοίκους, η πόλη ανταποκρίθηκε με μια ριζική επανεξέταση των αναπτυξιακών στρατηγικών της. Πρωτεργάτης του εγχειρήματος υπήρξε ο δήμαρχος Jean-MarcAyrault, ο οποίος υποστηρίζοντας ένα πλαίσιο “πολιτισμικών πολιτικών” επέτρεψε στον καλλιτέχνη JeanBlaise να φέρει στην πόλη το FestivaldesAllumés. Από το 1990 ως το 1995, το παλαιό εργοστάσιο FabriquedeGlace στη βιομηχανική συνοικία Île-de-Nantes, θα ξαναγέμιζε ζωή για 6 μέρες ετησίως, σηματοδοτώντας την “αφύπνιση” της τοπικής αυτοδιοίκησης, που άρχισε να πιστεύει στη δυναμική του πολιτισμού ως μηχανισμού ανάπτυξης.

Μέχρι το 2000, οι επεμβάσεις ακολούθησαν μια στρατηγική περισσότερο “σημειακή” παρά καθολικής χωρικής αναδιάρθρωσης, όπως θα πρότεινε ένα masterplan. Η βαθμιαία αλλαγή στην εικόνα και αίσθηση του δημόσιου χώρου ξεκίνησε τμηματικά, με την αναβάθμιση των κτιριακών κελυφών που τον οριοθετούν. Οι νέες χρήσεις σε συνάρτηση με τη σωστή προώθηση και τοποθέτησή τους στην ευρύτερη “πολιτισμική στρατηγική”, μεταμόρφωσε τα κτίρια σε “anchorinstitutions”.Η μεταφορά αυτής της μικρής, δημιουργικής μερίδας της δημόσιας σφαίρας από τον εσωτερικό στον περιβάλλοντα χώρο τους ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Οι επόμενες φάσεις εξελίχθηκαν με άξονα το δημόσιο χώρο. Η όψη του γοητευτικού βιομηχανικού τοπίου που διατηρήθηκε με σεβασμό, αποτέλεσε το καταλληλότερο φόντο για δημόσια τέχνη κάθε μορφής. Από τη γλυπτική, στο υπαίθριο θέατρο και τα “poeticpop-ups”, η οικειότητα με το δημόσιο χώρο αυξήθηκε κατακόρυφα, τοποθετώντας τη μοναδικότητα του Île-de-Nantes στο κέντρο της προσοχής.

Με την ορμή που είχε πλέον συγκεντρώσει η οργάνωση Société PubliqueLocale, που γεννήθηκε ως μια σύμπραξη ιδιωτικών φορέων με το δημόσιο τομέα και μεικτές πηγές χρηματοδότησης, η Νάντη καθιερώθηκε ως ένα παγκόσμια ανταγωνιστικό αστικό κέντρο, όπου η αρχιτεκτονική καινοτομία και η ανώτερη εκπαίδευση συναντούν την δημιουργική βιομηχανία. Στη φάση αυτή, η ÉcoledesBeauxArtsμεταφέρεται στο πρώην εργοστάσιο Alstom και αυξάνει το αριθμό των φοιτητών της που προέρχονται από όλη την υφήλιο, προσφέροντας την ευκαιρία για νέες ζώνες οικιστικών και μικτών χρήσεων· οι τέχνες των φοιτητών κατοικούν στον αστικό δημόσιο χώρο· και η καρδιά της πόλης μεταμορφώνεται σε ένα ζωντανό καλλιτεχνικό εργαστήριο, που κινεί τα νήματα της τοπικής οικονομίας και συμμετέχει ενεργά στην αέναη αναδιοργάνωση του δημόσιου χώρου που το φιλοξενεί.

4       EmscherPark: Μετά τη βιομηχανική μονοκαλλιέργεια;

Τα τέλη του 20ου αιώνα βρήκαν την κοιλάδα του ποταμού Ruhr σε ένα σταυροδρόμι. Το παγκόσμιο κύμα ιδιωτικοποιήσεων και η αποβιομηχανοποίηση που σιωπηλά καταβρόχθιζε τις μονάδες χαλυβουργίας και εξόρυξης άνθρακα είχαν ήδη αποσταθεροποιήσει μια από τις μεγαλύτερες αστικές βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης. Το οικονομικό και κοινωνικό τραύμα που άφησε πίσω της η παύση λειτουργίας των βιομηχανιών ήταν ανείπωτο για τα 5 εκατομμύρια πολιτών που εργάζονταν στο  δίκτυο των 17 αστικών κέντρων της κοιλάδας.

Με την κύρια πηγή εισοδήματος απούσα και την πληθώρα των εργοστασιακών υποδομών σταδιακά να ερημώνει, το μέλλον φάνταζε δυσοίωνο. Παράλληλα, η χρόνια περιβαλλοντική υποβάθμιση που συνόδευε μια βιομηχανική παραγωγή τέτοιου βεληνεκούς, κάθε άλλο παρά άμβλυνε τις δυσκολίες. Σε αυτό το κρίσιμο—οικονομικά, οικολογικά, και κοινωνικά—σημείο, η ίδρυση της ιδιωτικής επιχείρησης InternationaleBauausstellungEmscherPark το 1989, σήμανε την εκκίνηση ενός φιλόδοξου έργου: του αστικού ανασχηματισμού μιας ολόκληρης περιφέρειας.

Με βαθιά συστημική σκέψη, η IBA στόχευσε σε μια αναθεωρημένη μορφή αστικής ανάπτυξης, που δε θα περιοριζόταν απλώς στην εγκαθίδρυση μιας νέας παραγωγικής οικονομίας. Μέσα από μια μακροχρόνια σύζευξη φορέων και τοπικών αυτοδιοικήσεων, το Γερμανικό δημόσιο εξασφάλισε τη μέγιστη δυνατή ευελιξία για τις πάσης φύσεως και κλίμακας επεμβάσεις, που σπανίως λάμβαναν χώρα εντός των δημοτικών διοικητικών ορίων. Παράλληλα, με ειδικά κίνητρα φορολογικών ελαφρύνσεων, οι δήμοι άρχισαν να προσελκύουν μια πλειάδα καινοτόμων εταιρειών, δημιουργώντας 1400 θέσεις εργασίας ετησίως, ήδη από το 1991.

Από χωροταξικές και πολεοδομικές αναθεωρήσεις, στην αποκατάσταση οικολογικά κατεστραμμένων τοπίων, την επανάχρηση κτιρίων βιομηχανικής κληρονομιάς και ενός είδους «περιφερειακής μουσειολογίας», η συνεργασία κάθε λογής σχεδιαστών οδήγησε σε έξι διακριτές ενότητες έργων εντός της κοιλάδας. Στις προτάσεις που υλοποιήθηκαν μπορεί να βρει κανείς μια ευρεία ποικιλία έργων: χωματερές βιομηχανικών αποβλήτων μεταμορφώθηκαν σε περιοχές Natura, μολυσμένες εκτάσεις αντικαταστάθηκαν από νέα, λειτουργικά και εκπαιδευτικά τοπία, και εγκαταλελειμμένα εργοστάσια μετατράπηκαν σε ορόσημα του νέου πάρκου.

Σήμερα, το περιφερειακό πάρκο θεωρείται δικαίως ένα παγκόσμιο πρότυπο μετασχηματισμού. Αντιμετωπίζοντας το δημόσιο περιαστικό χώρο ως μια υποδομή “πολλαπλών χρήσεων” που έχει οικολογικό, κοινωνικό, πολιτικό, και οικονομικό αποτύπωμα στις ζωές των χρηστών του, το EmscherPark κατόρθωσε κάτι φαινομενικά ασύλληπτο: να αλλάξει άρδην την εικόνα και αφήγηση της περιφέρειας. Η κοιλάδα δεν είναι πλέον μια βιομηχανική νεκρόπολη έκτασης 800 km2, αλλά ένας τόπος όπου η εργασιακή καινοτομία, συναντά την ποιότητα ζωής και τις πολλαπλές δυνατότητες αναψυχής.

Συμπεράσματα

Παρά τη μοναδικότητα κάθε περίπτωσης αστικού μετασχηματισμού, ο κοινός τόπος όλων εντοπίζεται σε δύο μέτωπα. Αρχικά, η χρησιμοποίηση του δημόσιου χώρου ως σημείο αφετηρίας παρουσιάζεται κρίσιμη, καθώς ο τόπος όπου εγγράφεται η δημόσια ζωή αποτελεί το μηχανισμό εκπλήρωσης του θεμελιώδους δικαιώματος στην πόλη (Lefebvre, 1968). Παράλληλα, σε μια προσπάθεια επαγγελματικής ενδοσκόπησης, οι ανωτέρω υποδειγματικές αναφορές στέκονται ως αφορμή για να συζητηθούν καίριες ερωτήσεις που είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την ανθεκτικότητα χώρων που παράγουμε.

Το κεντρικά τοποθετημένο αστικό κενό του Tempelhof θέτει το πρόβλημα του νέου χαρακτήρα που θα ανατεθεί σε μια στρατηγικά κρίσιμη έκταση—τί θα παράξει μια διαδικασία αλλαγής; Με την αναπάντεχη “απελευθέρωσή” του, η πυκνότητα κι εμπορευματοποίηση του χώρου ήταν οι ενστικτώδεις προτάσεις ενός συστήματος που εξισώνει την οικονομική με την αστική ανάπτυξη. Ωστόσο, με ουσιαστικό πλουραλισμό, αποκαλύφθηκαν εναλλακτικές χρήσεις αντί των πάγιων καπιταλιστικών τακτικών, υπενθυμίζοντας στους ιθύνοντες ποιός είναι ο αποδέκτης του οποίου τις ανάγκες καλείται να καλύψει η αλλαγή.

Στις πρωτοβουλίες MillionTreesNYC και GreenBeltMovement, η βαρύτητα εντοπίζεται στους “παίκτες-κλειδιά”—ποιός κινεί τα νήματα; Το MillionTreesNYC, βασισμένο στη λήψη αποφάσεων από μια κεντρική αρχή, υπεύθυνη και για τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος, δεν άγγιξε τη συνείδηση του κόσμου στο βαθμό που το πέτυχε το GreenBeltMovement. Αντιθέτως, η “από τα κάτω” στρατηγική της Κένυας, με ικανή και αναγκαία συνθήκη τη συμμετοχή των πολιτών, είναι σε θέση να συνεχίσει να εξελίσσεται οργανικά, όπου ανακύπτει η ανάγκη εφαρμογής της.

Το Île-de-Nantes, τοποθετημένο μεταξύ της νοσταλγίας ενός χαμένου βιομηχανικού παρελθόντος και ενός σύγχρονου ηδονοβλεπτικού “ruinporn”, θυμίζει έντονα τη μεταβιομηχανική συνθήκη πολυάριθμων Αμερικανικών πόλεων, όπως την αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός του CamiloJoseVergara στο Detroit. Ενόσω η ισορροπημένη διαχείριση του αστικού δημόσιου χώρου με τον απαραίτητο σεβασμό προς τα αποτυπώματα που αυτός φέρει υπήρξαν το αμείωτο κέντρο του ενδιαφέροντος, η διάσταση το χρόνου ήταν πιο κρίσιμη. Απαντώντας στην ερώτηση “πού και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για την επόμενη φάση ενός μετασχηματισμού;” η Νάντη πέτυχε χάρη στο σαφή προγραμματισμό μιας εικοσαετούς διαδοχής φάσεων προσαρμοστικότητας, που σταθερά ανανέωνε την αξιοποίηση στρατηγικών σχέσεων.

Τέλος, τα κύρια σημεία όλων των διαδικασιών αλλαγής συνοψίζονται στο πάρκο Emscher—πώς λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός; Με κύρια πρόκληση την γιγάντια κλίμακα εφαρμογής του, το πάρκο απάντησε ευρηματικά, με τρεις μεθόδους-κλειδιά: την ουσιαστικά διεπιστημονική συνεργασία, την ταυτόχρονη εργασία σε πολλαπλές κλίμακες, και την αποδοχή του ανοικτού χαρακτήρα μιας οποιασδήποτε επέμβασης.

Στην προσπάθεια των αστικών κέντρων να παραμένουν ανθεκτικά, έξυπνα, και ανταγωνιστικά, οι διαδικασίες μετασχηματισμού είναι ήδη πρωταγωνιστές. Διαβλέποντας την κρίσιμη θέση του δημόσιου χώρου, λόγω της ευρείας βάσης στην οποία απευθύνεται και ανήκει, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το καθεστώς «ομηρίας» στο οποίο συχνά υπεισέρχεται ώστε η εκμετάλλευσή του να είναι επικερδής στο έπακρο.

Στη συνθήκη αυτή, ο πολεοδόμος και αρχιτέκτονας δεν καλείται μόνο να οργανώσει τους θύλακες ενός κατακερματισμένου δημόσιου χώρου  ή να τον αναβαθμίσει αισθητικά. Ως η μοναδική επιστήμη που εμπλέκεται στις διαδικασίες μετασχηματισμού έχοντας (εκ)παιδευτεί στην παραγωγή του χώρου, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τη στάση μας, υιοθετώντας μια σχεδόν ακτιβιστική στάση. Ρωτώντας αδιάκοπα τί, ποιός, πού, πότε, και πώς σχεδιάζουμε και πράττουμε, απομακρυνόμαστε από μονολιθικές και ντετερμινιστικές απόψεις για το χώρο και την οργάνωσή του, με αποτέλεσμα να αλλάζουμε την αφήγηση κάθε τόπου, μέσα από τις χωρικές ευκαιρίες που αυτός μας χαρίζει, με τις ενδογενείς του δυνάμεις και την επιρροή των εξωτερικών συνθηκών σε αυτόν.

Πέρα από την παραγωγή «φανταχτερών» σχεδίων που είναι απαραίτητα για το branding και το marketing ενός νέου πόλου έλξης, πρέπει να διεκδικήσουμε μια ουσιαστική θέση στο διεπιστημονικό τραπέζι, διαλύοντας τις κλίμακες, και διασφαλίζοντας πως οι πιο «επιδραστικοί» συνάδελφοι διαθέτουν την ευαισθησία και πνευματική γενναιοδωρία να αναγνωρίσουν, να αφουγκραστούν και να προτείνουν προσαρμοστικές σχεδιαστικές λύσεις που συμβαδίζουν με τις ανάγκες της κοινότητας με την οποία σχεδιάζουν.

Βιβλιογραφία
Campbell, Lindsay. 2017. “City of Forests: Planting One Million Trees.” In City of Forests, City of Farms: Sustainability Planning for New York City’s Nature. Ithaca, NY: Cornell University Press.
Gehl, Jan. 1996. Public spaces, public life. Copenhagen: Danish Architectural Press and the Royal Danish Academy of Fine Arts, School of Architecture.
Krasner, Elizabeth. 2010.  “What Do We Do With This Future? An Examination of Tempelhof Airport,” Thresholds, No 38, pp. 36-39.
Michaelson, Marc. 1994. “Wangari Maathai and Kenya’s Green Belt Movement: Exploring the Evolution and Potentialities of Consensus Movement Mobilization,” Social Problems, Vol. 41, No. 4, pp. 540-561.
Riceburg, John. 2014. “Let Us Stay on Tempelhofer Feld”. Exberliner.com, http://www.exberliner.com/features/opinion/let-us-stay-on-tempelhofer-feld/ (προσπέλαση: 22 Οκτωβρίου, 2018)
Von Petz, Ursula. 2005. “The Environmental Tranformation of the Ruhr.” In City, Country, Empire. Pittsburgh, PA: Pittsburgh University Press.

Comments are closed