Η πολύπλευρη, ιστορική διάσταση των εννοιολογήσεων του δημόσιου χώρου

Π.Κούρτη

Περίληψη

Αφετηρία και αφορμή της παρούσας εισήγησης αποτελεί η διαπίστωση της πρόσφατης σχετικά εισαγωγής του όρου «δημόσιος χώρος» στην θεωρία και την πρακτική του σχεδιασμού, που προσδιορίζεται, κατά προσέγγιση, χρονικά στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στο άρθρο παρουσιάζεται ένα μέρος της βιβλιογραφικής έρευνας της διδακτορικής μου διατριβής που επιχείρησε να απαντήσει σε ερωτήματα που προέκυψαν από την αρχική αυτή διαπίστωση και αφορούν στις παραμέτρους που ώθησαν και δέσμευσαν τη θεωρητική σκέψη προς την εισαγωγή και χρήση του όρου αυτού. Βασική διαπίστωση της έρευνας είναι ότι ο όρος δημόσιος χώρος μεταγγίστηκε ως προβληματισμός και ως ορολογία στις επιστήμες του χώρου αντανακλώντας μια κρίσιμης σημασίας μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τα αντικείμενα και τα δεδομένα του φυσικού χώρου στα θέματα «δημόσιου ενδιαφέροντος», στην άυλη, δηλαδή, διάσταση της δημόσιας σφαίρας.

1              Εισαγωγή

Ένα από τα πρώτα πράγματα που διαπιστώνει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με την έννοια του δημόσιου χώρου είναι η σχετικά πρόσφατη εισαγωγή και χρήση του όρου στο λεξιλόγιο της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής σκέψης και των αστικών σπουδών εφόσον οι όροι «ελεύθερος», «αδόμητος» και «κοινόχρηστος» φαίνεται να κάλυπταν πριν από τη δεκαετία του ᾿90 την αναφορά στα δημόσια μέρη της πόλης.Η J. Bondar (2015), σε ένα κείμενο εισαγωγικό του αφιερώματος του περιοδικού Urban Studies, σημειώνει ότι ενώ πριν από το 1990 μόνο έξι άρθρα του περιοδικού αναφέρονταν στον δημόσιο χώρο, από το 1990 έως και το 2015, περίπου 300 νέα άρθρα αφορούσαν τη θεματική αυτή.Εξίσου εύκολα διαπιστώνεται ότι και σε διάφορα άλλα αφετηριακά πεδία – στην τέχνη, την πολιτική, τις γυναικείες σπουδές, την γεωγραφία – εκδηλώνεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες το έντονο αυτό θεωρητικό και ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από τα θέματα των δημοσίων πραγμάτων.  Στις ενότητες του άρθρου που ακολουθεί θα διατρέξουμε επιστημονικούς λόγους και πρακτικές προκειμένου να διερευνήσουμε το υπόβαθρο αυτών των διαπιστώσεων.

1       Το ευρύτερο πλαίσιο προβληματισμού για τα δημόσια πράγματα

Η προβληματική των δημοσίων πραγμάτων ή θεμάτων αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας και είναι κάθε άλλο παρά ένα πρόσφατο ζήτημα στη πολιτική σκέψη. Σε μεγάλο βαθμό η έννοια του δημοσίου συνδέεται και γίνεται ακόμη και σήμερα κατανοητή συνδεδεμένη με τις υποθέσεις και τα ιδιόκτητα της του κράτους. Ωστόσο, οJ. Habermas θα εισάγει το 1962 (1991) έναν νέο όρο, αυτό της «αστικής δημόσιας σφαίρας» (Öffentlichkeit, bourgeoispublicsphere), προκειμένου να ερμηνεύσει τις θεμελιακές αλλαγές που συνέβησαν στο κοινωνικό πεδίο και αποτέλεσαν προϋπόθεση για την μετάβαση από το anciemeregime στην πολιτική νεωτερικότητα. Με βάση την σκέψη του J. Habermas, τα άτομα της αστικής κοινωνίας διαμόρφωσαν μια μορφή συλλογικότητας που μέσα από την ενεργητική κουλτούρα λόγου και κριτικής που αναπτύσσονταν στα salons, τα καφέ, τις ταβέρνες και τις μασονικές στοές των μητροπόλεων της κεντρικής Ευρώπης την περίοδο του διαφωτισμού, διεκδίκησαν και δέσμευσαν τις εξουσιαστικές δομές σε ένα συγκρουσιακό διάλογο για τα γενικά ζητήματα των σχέσεων εξουσίας, των κοινωνικών και υλικών αγαθών (Habermas 1991 (1962):27) προωθώντας σημαντικές αλλαγές προς τον εκδημοκρατισμό των σχέσεων και των σχημάτων εξουσίας.

Η δημόσια σφαίρα – πέρα από την ιστορική της διάσταση –εξελίχθηκε σε μια κεντρικής σημασίας έννοια για την σύγχρονη πολιτική σκέψη και αυτό γιατί αποτελεί σημαντικό στοιχείο στη σύλληψη του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι της νεωτερικότητας αλλά και της πρακτικής της ίδιας της δημοκρατίας (Ψύλλα, 2003: 85). Στην σύγχρονη νοηματική της διάσταση ορίζεται ως το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και των διαδικασιών που περιλαμβάνει τις διαλογικές και επικοινωνιακές διεργασίες, τη γνώση, την κριτική αλλά και τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται η πολιτική και κοινωνική πραγμάτωση (Ψυχοπαίδης,1997:211).

Ο φιλοσοφικός και πολιτικός προβληματισμός γύρω από τα θέματα της δημόσιας σφαίρας γίνεται ιδιαίτερα έντονος στο  δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και σχετίζεται με μια σειρά από στρεβλώσεις που συνθέτουν κατά τον D.Heldτα «ελλείμματα της δημοκρατίας» (2007). Πρόκειται για τα φαινόμενα του ατομικισμού, της αποδέσμευσης από υπερ-ατομικούς σκοπούς και της αποστασιοποίησης που εκδηλώνονται σταδιακά στη δημόσια ζωή από την αρχική ανάδυση της δημόσιας σφαίρας έως και τα πιο πρόσφατα φαινόμενα της μαζικής αποχής, της αποδυνάμωσης των κομματικών χώρων και την αποπολιτικοποίηση.Ο ίδιος ο J. Habermasπεριγράφει με ικανό πεσιμισμό την «πτώση» της αστικής δημόσιας σφαίρας αναφερόμενοςσε διάφορα φαινόμενα όπως την περιχαράκωση της πολιτικής ως λήψη αποφάσεων ανάμεσα στην γραφειοκρατία και τους οργανισμούς ειδικών ενδιαφερόντων, την κατάληψη της δημόσιας σφαίρας από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, την αντικατάσταση του αντικειμενικού γενικού ενδιαφέροντος των ατόμων από τον  διαπραγματευτικό συμβιβασμό μεταξύ των συμφερόντων κ.α.(Habermas, 1991 (1962): 171-172, Calhoun, 1996: 22). Η H. Arendt, η πολιτική φιλόσοφος που είχε στοχαστεί διεξοδικά πάνω στα θέματα του ολοκληρωτισμού, φαίνεται επίσης να είχε πειστεί από την εκτενή της ανάλυση για τις «Απαρχές του Ολοκληρωτισμού» ότι όπως και στην ναζιστική Γερμανία, έτσι και  στις φιλελεύθερες δημοκρατίες ή και στο διογκούμενο γραφειοκρατικό Κράτος Πρόνοιας της Ευρώπης, υπήρχαν πολλοί που με ανακούφιση θα παραιτούνταν από την πολιτική τους ελευθερία, τα δικαιώματα αλλά και την αντίστοιχη ευθύνη, απαλλάσσοντας τον εαυτό τους από το βάρος της ανεξάρτητης κρίσης, βούλησης και πράξης. Ο νεωτερικός άνθρωπος φαίνεται πραγματικά να προτιμά να διάγει τον βίο του ως πελάτης των προνομίων του κράτους, παρά ως ενεργό μέλος της δημόσιας ζωής (Villa, 2001: 8-10).

Από τη μεταπολεμική περίοδο και ως σήμερα τα θέματα των ελλείψεων του δημόσιου διαλόγου, της πολιτικής συμμετοχής και της νομιμοποίησης των πολιτικών αποφάσεων δε σταμάτησαν να απασχολούν τη φιλοσοφία, την πολιτική και επιστημονική σκέψη. Ακόμη και στην δεκαπενταετία που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και που χαρακτηριζόταν από ένα ευρύτερο κλίμα «πολιτικής και κοινωνικής αρμονίας»  συγκροτήθηκε ένα σώμα από θεωρίες, τις οποίες ο D. Held ονομάζει «θεωρίες της μονοδιάστατης κοινωνίας» (Held, 2007: 260) αντλώντας τον τίτλο αυτό από το βιβλίο του H. Marcuse  «Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος». Σε αυτό το βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 1964, ο H. Marcuse, περιέγραφε ως αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας «τον εκτοπισμό των πολιτικών και ηθικών ερωτημάτων από την δημόσια ζωή». Τον εκτοπισμό αυτό απέδιδε στην εξάπλωση του εργαλειακού λόγου, δηλαδή στη συνέργεια των οικονομικών συμφερόντων και του κράτους υπέρ του περιορισμού της πολιτικής θεματικής διάταξης στα μέσα και τους τρόπους της οικονομικής μεγέθυνσης και όχι στους σκοπούς της (Held, 2007: 261).

Οι αλλαγές που θα επέλθουν με το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και της έως τότε κατισχύουσας αντιπαράθεσης της ψυχροπολεμικής περιόδου θα ανανεώσουν τον προβληματισμό για τα προβλήματα της δημόσιας σφαίρας χωρίς να μειώσουν όμως την ένταση αυτού του προβληματισμού. Ενδεικτική είναι η άποψη της C. Mouffeσύμφωνα με την οποία, η καθολική επικράτηση της σύγχρονης μορφής του φιλελευθερισμού ενθαρρύνει τον ατομικισμό και κάνει αδύνατη την σύλληψη της πλουραλιστικής διάστασης του κοινωνικού κόσμου (Mouffe, 2005: 154). Όπως και αυτή του C. Crouch (2006) που υποστηρίζει ότι διάγουμε πια τη μεταδημοκρατική εποχή, κατά την οποίαοι δημοκρατικοί θεσμοί, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κατέκτησε η νεωτερικότητα (εκλογές, κυβερνητικές αλλαγές, κόμματα, διάλογος, κριτική, διαμαρτυρία) συνεχίζουν να υπάρχουν με μια ωστόσο ατροφική μορφή εφόσον οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονται από περιορισμένους κύκλους πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ.

Στο πλαίσιο αυτών των διαπιστώσεων αποστασιοποίησης από την πολιτική ή γενικά τη δημόσια ζωή που εντοπίζονται στις σύγχρονες κοινωνίες συστρέφονται οι αναζητήσεις και το γενικό ενδιαφέρον της πολιτικής σκέψης εντατικά από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά.Υπό αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε το γενικό ενδιαφέρον για ότι μπορεί να φέρει δυναμισμό στη δημοκρατική λειτουργία: τα εγχειρήματα ενίσχυσης των διαβουλευτικών – συμμετοχικών μοντέλων διακυβέρνησης, τιςενδεχομενικές καταστάσεις της άμεσης δημοκρατίας του βιοπολιτικού «πλήθους» ή τις ανταγωνιστικές εκφράσεις των συμφερόντων στο διευρυμένο πεδίο της πλουραλιστικής – ριζοσπαστικής δημοκρατίας (Κιουπκιολής, 2011).. Είναι μάλιστα η ίδια συζήτηση αυτή που μεταφέρεται στο χώρο της πόλης και περικλείει μια σειρά από παρεμφερή ζητήματα σχετικά με τη δράση και το ρόλο των επίσημων φορέων πολιτικής, των αστικών κινημάτων, των ομάδων συμφερόντων ή των οργανώσεων πολιτών που διαχειρίζονται, διατυπώνουν ή διεκδικούν εναλλακτικά αιτήματα για τα κοινά ή τα δημόσια του αστικού χώρου.

2        Ο δημόσιος χώρος στην σύγχρονη πόλη: Αντίρροπες θεωρήσεις

Όσα πρόκειται να περιγράψουμε σε αυτή την ενότητα, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο φυσικός δημόσιος χώρος ανέκυψε ως επιτακτικό ζήτημα στην θεωρία και την πρακτική του σχεδιασμού με βάση την αντανάκλαση στον χώρο της πόλης όσων προβλημάτων φαίνονταν να ταλανίζουν την δημόσια σφαίρα. Τους επιστημονικούς λόγους και τις οπτικές που αναπτύχθηκαν σε αυτό το πλαίσιο διακρίνουμε σε δύο αντίρροπες κατευθύνσεις που αντιστοιχούν η μεν πρώτη σε αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «πολιτική» οπτική. Η «πολιτική» οπτική υιοθετεί μια κριτική στάση απέναντι στον δημόσιο χώρο, θεωρώντας τον ως αέναο τόπο αναπαράστασης της κοινωνικής σύγκρουσης, της κυριαρχίας και του αποκλεισμού. Την δεύτερη θα ονομάσουμε «χώρο-κοινωνική» οπτική. Η τελευταία χαρακτηρίζεται από μια σχετικά αισιόδοξη στάση απέναντι στις δυνατότητες του δημόσιου χώρου εφόσον ερευνά και προτείνει σχεδιαστικά και προγραμματικά πρότυπα και δυνατότητες βελτίωσής του.

2.1 Πολιτική οπτική : δημόσιοι χώροι της σύγκρουσης, της κυριαρχίας και του αποκλεισμού για μια «δίκαιη πόλη»

Ως σημείο εκκίνησης της ευρείας ανάπτυξης της «πολιτικής οπτικής» στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μπορούμε να θεωρήσουμε την απήχηση των λόγων για το «τέλος του δημόσιου χώρου» στις σύγχρονες πόλεις. Αυτούσιο τον αφορισμό αυτό ή ως ερώτημα ή νοηματικές παραλλαγές του ενσωμάτωναν διάφορα κείμενα και έρευνες με ποικίλες διατυπώσεις και επιχειρηματολογία. Η συλλογή κειμένων που περιλαμβάνονταν στην έκδοση που επιμελήθηκε ο M. Sorkin(1992) ήταν από τις πρώτες και με μεγάλη απήχηση δημοσιεύσεις που έφερε άλλωστε στον τίτλο της την ομώνυμη διακήρυξη.

New York by Kornikova-M.Sorkin

Οι περιγραφές του Μ. Sorkin για τη Νέα Υόρκη, όσο και αυτές του M. Davis για το Λος Άντζελες, αφορούσαν τις συνθήκες έντονης ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της σύγχρονης αστικότητας που είχαν μετατρέψει τις πόλεις αυτές σε απέραντα «θεματικά πάρκα». Σε έναν αντίστοιχου τίτλου και λογικής άρθρο ο γεωγράφος D. Mitchel (1995) θα προσθέσει λίγα χρόνια αργότερα την προβληματική που αφορούσε μικρότερης κλίμακας εγχειρήματα αποκλεισμού περιθωριοποιημένων ομάδων από τον δημόσιο χώρο και την παράδοσή του σε ομάδες της μεσοαστικής τάξης.

Παρόμοιες θεματικές που αφορούν συγκρούσεις και διενέξεις ομάδων σχετικά με τα δικαιώματα χρήσης του δημόσιου χώρου και οι αντίστοιχες ρητορικές των επιχειρημάτων τους θα βρίσκονται τα επόμενα χρόνια και ως σήμερα στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος πολλών μελετητών του δημόσιου χώρου. Πρόκειται για τη διείσδυση αρχικά και τη διεύρυνση στη συνέχεια των λόγων της νέο-μαρξιστικής σκέψης που κινούνταν στα χνάρια της ιδεολογικής παράδοσης του «δικαιώματος στην πόλη» που είχε εγκαινιάσει ο H. Lefebvre(2003 (1970)). Στην παράδοση αυτή θα δώσουν νέα προοπτική τόσο ο M. Castells (1980 (1975)) όσο και ο D. Harvey (1988 (1973)). Μια προοπτική η οποία θα αντλείται από την εμφατική παρουσίαση της διαπλοκής των καταστάσεων και των γεγονότων  της καθημερινής ζωής με την πολιτική των κοινωνικών διεκδικήσεων, την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, την πολιτική των διαδικτυακών επικοινωνιών και της πληροφορίας. Μια προοπτική που θα σχηματοποιεί επίσης μια κριτική με ιδεολογικό ορίζοντα τους αγώνες για μια «δίκαιη πόλη», δηλαδή για αλλαγή και ανανέωση του χώρου της πόλης όχι μέσα από τα συμμετοχικά συστήματα του σχεδιασμού ή τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις των πολεοδόμων, αλλά μέσα από τα κινήματα της πόλης (Castells, 1980 (1975): 18-19).

Οι ενδείξεις για το «τέλος του δημόσιου χώρου» που έδωσαν βάση στη διακήρυξή του είχαν κυοφορηθεί μέσα στις σημαντικές αλλαγές που είχαν συμβεί στην αστική δομή και τη λειτουργία των πόλεων. Η διάχυτη και πολυκεντρική μεγαλούπολη που είχε περιγραφεί ως μοναδικό φαινόμενο των Ηνωμένων Πολιτειών και ειδικά της ανατολικής ακτής  μετατράπηκε σταδιακά σε ένα κυρίαρχο μοντέλο, καθώς για κάθε περιοχή παρήχθησαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ποικίλες μορφές αστικής διάχυσης σε μικρότερες και μεγαλύτερες πόλεις (Χριστοδούλου, 2008: 24-27). Η μαζική έξοδος από την πόλη συνοδεύτηκε από φαινόμενα ραγδαίας υποβάθμισης των περιοχών με παλαιό οικιστικό απόθεμα, ερήμωση περιοχών των κέντρων, βανδαλισμούς και κλίμα γενικής ανασφάλειας στους δημόσιους χώρους. Η διάχυτη πόλη προϋπέθετε επίσης την εκτεταμένη χρήση του αυτοκινήτου, τη συνεχή ανάπτυξη των τεχνικών κυκλοφοριακών υποδομών, αλλά και των υποδομών των μέσων μαζικής μεταφοράς. Για τον βέλγο φιλόσοφο DeCauter (2001 (1992)) η δημόσια ζωή των πόλεων είχε ολοκληρωτικά εκκενωθεί εφόσον η καθημερινή ζωή των ανθρώπων διαδραματίζονταν ανάμεσα σε υπέρ-ιδιωτικοποιημένες (hyperindividualised) «κάψουλες»: (capsularizationoflife), το σπίτι, το γραφείο, το εμπορικό κέντρο αλλά και το αυτοκίνητο.

Οι κοινωνιολόγοι της πόλης και οι κοινωνικοί γεωγράφοι θα προσθέσουν ακόμη τον καθοριστικό ρόλο που έπαιζε η κατανάλωση στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Όπως θα σημειώσει o J.Urry (1995) και θα ενισχύσουν με την επιχειρηματολογία τους άλλοι μελετητές (Goodman&Goodman, 2012; Mansvelt, 2005), ο χώρος της πόλης, όχι μόνο διαμορφώνεται σταδιακά προκειμένου να μεσολαβεί υπέρ της κατανάλωσης, αλλά και ο ίδιος ο αστικός χώρος είχε μετατραπεί σε καταναλωτικό προϊόν όπως συνέβη με τα ιστορικά κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων που παραδόθηκαν στη μονοδιάστατη χρήση του τουρισμού και της αναψυχής.  Η κατάληψή του δημόσιου χώρου από επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά και οι μεγάλες προγραμματικές παρεμβάσεις των συμπράξεων ιδιωτικού-δημοσίου, οι αναπλάσεις  θαλάσσιων μετώπων και άλλων εμβληματικών αστικών χώρων στις οποίες η S. Zukin προσθέτει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών και των μουσείων, αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας επανα-αισθητικοποίησης (re-aestheticizing) του δημοσίου με σκοπό την ενίσχυση της κατανάλωσης (Zukin, 1998). Μια προσπάθεια επένδυσης του κοινού χώρου με την εικόνα της συνοχής και της ομοιογένειας, με μια ολιστική αύρα χαράς και διασκέδασης που σύμφωνα με την M. Kohn (2004) εξαλείφει την δυνατότητα αναπαράστασης οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής κατάστασης  που μπορεί να αφορά την φτώχεια, την ανισότητα και τον αποκλεισμό (Kohn, 2004: 8-10).

2.2 Κοινωνικο-χωρική οπτική : δημόσιοι χώροι της κοινωνικότητας και της αειφορίας για μια «καλή πόλη»

Την συγκρότηση της κοινωνικο-χωρικής οπτικής μπορούμε να ξεκινήσουμε από τις διαβουλευτικές – συμμετοχικές θεωρίες που άσκησαν σημαντική επιρροή στο ακαδημαϊκό περιβάλλον αλλά και σε όλη την πολιτικο-διοικητική δραστηριότητα των δυτικών κρατών, οπότε και ένα αντίστοιχο διαβουλευτικό – συμμετοχικό μοντέλο σχεδιασμού (communicative-collaborativeplanning) αντικατέστησε ή ορθότερα ανανέωσε τις συμμετοχικές πρακτικές (advocacyplanning) της δεκαετίας του ’70. Στη σχεδιαστική πρακτική αυτό σημαίνει μια συστηματική ενασχόληση των επαγγελματιών του χώρου με τις ηθικές αξίες του ειλικρινούς και αμερόληπτου διαλόγου με σκοπό την αβίαστη συναίνεση όλων των συμμετεχόντων πριν από την ολοκλήρωση οποιουδήποτε χωρικού προγράμματος (Healey, 2003: 110). Ο διαβουλευτικός σχεδιασμός εφαρμόστηκε συστηματικά στην Αγγλία και ενσωματώθηκε σύντομα και στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνόδευσε μια παράλληλη μετατόπιση από την πρακτική του φυσικού σχεδιασμού σε πιο στρατηγικές – αναπτυξιακές μεθόδους προγραμματισμού. Ωστόσο, το διαβουλευτικό μοντέλο σχεδιασμού έχει δεχθεί ισχυρή κριτική καθώς σύμφωνα με κάποιες απόψεις από-πολιτικοποιεί την σύγκρουση, εξουδετερώνει τις διαφωνίες και νομιμοποιεί την δράση τόσο του κράτους όσο και των ιδιωτικών συμφερόντων στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (Gunder, 2010: 302-304).

Μια άλλη κατεύθυνση σχεδιασμού οικοδομήθηκε «αντανακλαστικά» μέσα από την ευρύτατη δυσαρέσκεια και την αντίστοιχη διάχυση των «λόγων της δυσαρέσκειας» για την χαοτική ανωνυμία και τον κατακερματισμό της διάχυτης πόλης (Fainstein, 2000: 452). O όρος NewUrbanism  χρησιμοποιείται συνήθως για να σηματοδοτήσει αυτό το είδος σχεδιασμού αν και εξίσου συχνά αναφέρεται και ως νέο-παραδοσιακό μοντέλο (Neotraditionalism). Το νέο-παραδοσιακό μοντέλο άντλησε τις γενικές αλλά και ειδικότερες κατευθύνσεις του για τον δημόσιο χώρο από πλήθος εμπειρικών αναλύσεων και μελετών που εστίαζαν σε ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε ζητήματα αντίληψης και ψυχολογικής ανταπόκρισης στο δομημένο περιβάλλον, αλλά και σε ζητήματα που αφορούσαν τις ανάγκες διάφορων ομάδων του πληθυσμού. Πάνω σε αυτές τις αναλύσεις αναπτύχθηκε και ένα πλούσιο corpus με οδηγίες – υποδείξεις προκειμένου η δομή, η λειτουργία και η αισθητική των δημόσιων χώρων να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις συνήθειες των ανθρώπων στον υπαίθριο χώρο αλλά και να ενθαρρύνεται η «ζωή ανάμεσα στα κτήρια» (Gehl, 2013 (1971); Carmonaetal, 2003; CooperMarcus&Francis, 1997). Σταδιακά προέκυψε και ένας αξιοπρόσεχτος αριθμός από παρεμβάσεις αστικής αναγέννησης που έως σήμερα προσφέρει εύστοχα παραδείγματα μετασχηματισμού δημόσιων χώρων σε θύλακες μιας έντονης και ποιοτικής κοινωνικής ζωής. Διάφοροι κυβερνητικοίή ανεξάρτητοι οργανισμοί που απευθύνονται εξίσου σε επαγγελματίες του χώρου, διοικητικά στελέχη, πολιτικούς, αλλά και άτομα ή ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, ιδρύθηκαν με στόχο την παροχή οδηγιών και την διάχυση των καλών πρακτικών, αποδίδοντας έναν χαρακτήρα κινηματικό σε αυτές τις προσπάθειες αναγέννησης του δημόσιου χώρου.

Η σημαντική επιρροή του περιβαλλοντικού κινήματος άρχισε επίσης να γίνεται εμφανής αρχικά στην αρχιτεκτονική ήδη από τα τέλη του ’60.Γενικότερα η απόρριψη των αρχών του μοντέρνου για καθολικό σχεδιασμό του χώρου της πόλης και για εφαρμογή μεγάλης κλίμακας πολεοδομικών προγραμμάτων, σήμαινε τη σταδιακή διαμόρφωση μιας διαφορετικής κατεύθυνσης στο σχεδιασμό που συνυπάρχει και συμπορεύονταν με το νέο-παραδοσιακό μοντέλο. Η κατεύθυνση αυτή αποδέχεται την πόλη στην σύγχρονή της εκδοχή και επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της με μια διάθεση συμβιβασμού των αντιθέσεων, με την ευρηματικότητα και την αισιοδοξία νέων επινοημένων αρχιτεκτονικών μορφών. Σε αυτό το αδρό πλαίσιο οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τις φορμαλιστικές γραμμές και τον αυστηρό προσδιορισμό των χρήσεων και τη θέση τους πήραν προτάσεις που προέκριναν τη ρευστότητα, τη μεταβλητότητα, τις παροδικές και εναλλακτικές χρήσεις (Χατζησάββα, 2011). Η αρχιτεκτονική τοπίου υιοθετήθηκε ως σχεδιαστική και παρεμβατική πρακτική στα σημαντικότερα και μεγαλύτερα έργα διαμόρφωσης υπαίθριων χώρων τα τελευταία χρόνια ως μια σημαντική διέξοδος αναχώρησης από το φορμαλισμό των νέο-παραδοσιακών σχεδιαστικών προτύπων επιτρέποντας ικανό χώρο στις διεπιστημονικές προσεγγίσεις της «τοπιακής πολεοδομίας» (LandscapeUrbanism).Τα παραδείγματα πράσινων αναπλάσεων δημοσίων χώρων έχουν σήμερα τόσο μεγάλη απήχηση στην πρακτική του αστικού σχεδιασμού που θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σημαίνον «φύση» έχει σταδιακά αντικαταστήσει το σημαίνον «δημόσιος χώρος».

3        Συμπεράσματα

Η πραγμάτευση που ακολουθήθηκε στις παραπάνω ενότητες επιχείρησε να αναδείξει ότι ο δημόσιος χώρος και η σύγχρονη προβληματική του αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης. Οι σκέψεις και οι προτάσεις που ανανεώνουν τη λειτουργικότητα και τη μορφή του, η διερεύνηση της ίδιας της καθημερινότητάς του – που συνταράσσεται διαρκώς από ήπιες ή ριζοσπαστικές, παροδικές ή μόνιμες χρήσεις, οριοθετήσεις, διεκδικήσεις και επαναδιεκδικήσεις – αποτελούν μέρος του στοχασμού σχετικά με τη δημόσια ζωή. Ενός στοχασμού που αγγίζει ποικίλα επιστημονικά πεδία, κεφαλαιοποιείται όμως γύρω από έναν κυρίαρχο πολιτικό προβληματισμό,αυτό της δημοκρατικής λειτουργίας.

Παραπομπές
Bondar, J. 2015. “Editorial: Reclaiming Public Sphere”, Urban Studies: 1-15.
Calhoun, C. 1996. “Introduction: Habermas and the Public Sphere”, in: Calhoun, C. (ed) Habermas and the Public Sphere, Cambridge, Massachusetts, and London, England: The MIT Press, 1-50.
Carmona, M., Heath, T., Taner, O., Tiesdell, S. 2003. Public Places, Urban Spaces. The Dimension of Design, London: Architectural Press-Elsevier.
Castells, M. 1980 (1975). Πόλη και Κοινωνικοί Αγώνες, Αθήνα: Εκδόσεις Αγώνας.
Cooper Marcus, C., Francis, C. 1997. People Places. Design Guidlines for Urban Open Spaces, Wiley.
Crouch, C. 2006.Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές.
Davis, M. 1992. “Fortress Los Angeles: The Militarization of Urban Space”, in: Sorkin, M. (ed), 154-180.
De Cauter, L. (2001) 1992. “The Capsule and the Network: Preliminary Notes for a General Theory”, OASE 54, Nijmegen: Uitgeveri.
Fainstein, S. 2000.”New Directions in Planning Theory”, Urban Affairs Review, 35: 451-478.
Gehl, J. 2013 (1971). Η ζωή ανάμεσα στα κτήρια. Χρησιμοποιώντας τον δημόσιο χώρο, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Goodman, M., Goodman, D., Redclift, M. 2012. “Introduction: Situating Consumption, Space and Place”, in: Goodman, M., Goodman, D., Redclift, M. (eds) Consuming Space: Placing Consumption in Perspective, Farnham: Ashgate, 3-40.
Gunder, M. 2010. “Planning as the ideology of (neoliberal) space”, Planning Theory, 9: 298-314.
Habermas, J. 1991.The Structural Transformation of the Public Sphere. An Inquiry into a Category of Bourgeois Society, Cambridge Massachusetts: The MIT Press.
Harvey, D. 1988 (1973). Social Justice and the City, Oxford: Blackwell Publishers.
Healey, P. 2003.”Collaborative Planning in perspective”, Planning Theory, 2: 101-123.
Held, D. 2007.Μοντέλα Δημοκρατίας, Αθήνα: Πολύτροπον.
Held, D. 2007. Μοντέλα Δημοκρατίας, Αθήνα: Πολύτροπον.
Jacobs, J. 1965. “Συνηγορία της Μεγαλούπολης: Το Ιστορικό μιας Πλάνης”, στο: Γερόλυμπου Α, Καλογήρου, Ν., Καυκούλα, Κ., Παπαμίχος, Τσουλουβής,Α., Ν., Χαστάογλου, Β., Χατζημιχάλης, Κ. (επιμ) Επί Πόλεως. Συλλογή Κειμένων (1986). Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα, 15-22.
Kohn, M. 2004. Brave new neighborhoods: The privatization of Public Sphere, New York: Routledge.
Lefebvre, H. 2003 (1970). The Urban Revolution, Minneapolis, London: University of Minnesota Press.
Mansvelt, J. 2005.Geographies of Consumption, London, Thousand Oaks, New Delhi: Sage Publications.
Mitchell, D. 1995.”The End of Public Space?People’s Park.Definitions of the Public, and Democracy”, Annals of teh Association of American Geographers, 85: 108-133.
Mouffe, C. 2005. “For an agonistic public sphere”, in: Tonder, L., Thomassen, L. (eds) Radical Democracy. Politics between abundance and luck, Manchester and New York: Manchester University Press, 123-133.
Sorkin, M. 1992. (ed) Variations on a Theme Park. The New American City and the End of Public Space, New York: Hill and Wang.
Urry, J. 1995. Consuming Places, London and New York: Routledge.
Villa, D. 2001. “Introduction: The Development of Arendt’s Political Thought”, in: Villa, D. (ed) The Cambridge Companion to Hannah Arendt, Cambridge: Cambridge University Press, 1-43.
Κιουπκιολής, Α. 2011. Πολιτικές της ελευθερίας. Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους, Αθήνα: Εκκρεμές
Χατζησάββα, Δ. 2011. “Δημόσιος χώρος – Δημόσια σφαίρα: Διαφορές, όρια και χωρικός σχεδιασμός” στο: Αδηνελίδου, Γ., Γουδίνη, Α., Κούρτη, Π., Μπεκιαρίδης, Β., Ταράνη, Π. (επιμ.), 22-26.
Χριστοδούλου, Χ. 2008. Αστικοποίηση και χώροι κοινωνικού αποκλεισμού: εγκαταστάσεις κατοίκησης στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, 1980 – 2000, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Α.Π.Θ.
Ψύλλα, Μ. 2003. Η Πολιτική ως Δράση και Λόγος, Αθήνα: Τυπωθητω – Γιώργος Δαρδανός.
Ψυχοπαίδης, Κ. 1997. Πολιτική μέσα στις έννοιες, Αθήνα: Νήσος.

Comments are closed