*(Μ6.3, 3 Μαρτίου 2021) (Μ6.1, 4 Μαρτίου 2021)
Το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ), σε συνεργασία με τον Τομέα Γεωτεχνικής Μηχανικής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΔΠΘ συνέταξαν πολυσέλιδη προκαταρκτική έκθεση για τους δύο ισχυρούς σεισμούς της Θεσσαλίας, που συνέβησαν την 03/03/2021 και 04/03/2021, με συντονιστή τον Κύριο Ερευνητή, Δρ Σαλονικιό Θωμά. Παρουσιάζονται οι σεισμικές διεγέρσεις που καταγράφηκαν στους πλησιέστερους σταθμούς οργάνων, γεωτεχνικά προβλήματα και θέματα απόκρισης διαφόρων τύπων κατασκευών. Από την έρευνα πεδίου εντοπίστηκαν έντονα και εκτεταμένα φαινόμενα ρευστοποίησης και πλευρικής εξάπλωσης στο έδαφος, ενώ τα φαινόμενα αστοχίας πρανών υπήρξαν περιορισμένα. Τέλος, παρουσιάζεται αρχική επεξεργασία των καταγραφών και σχολιασμός των συντελεστών σεισμικής επιβάρυνσης που ίσχυσαν κατά τους διάφορους Αντισεισμικούς Κανονισμούς, σε σχέση με την απόκριση των κατασκευών. Λόγω της σύνθεσης της ερευνητικής ομάδας η οποία αποτελείται από Σεισμολόγους, Γεωτεχνικούς Πολιτικούς Μηχανικούς και Δομοστατικούς Πολιτικούς Μηχανικούς προέκυψαν συμπεράσματα τα οποία αφορούν στους παραπάνω κλάδους της επιστήμης.
Συμπεράσματα Σεισμολογικού μέρους: Η σεισμική ακολουθία της BΑ. Θεσσαλίας με δύο σεισμούς περίπου ιδίου μεγέθους, *Μ6.3 και Μ6.1 προκλήθηκε από κανονικές διαρρήξεις με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Η κορυφαία εδαφική επιτάχυνση στην πόλη της Λάρισας ήταν ~140 cm/sec2, με επιτάχυνση σχεδιασμού κατά τον ΕΑΚ2000, ag:24%g. Τα φάσματα απόκρισης και των δύο σεισμών διαφοροποιούνται αρκετά στις 4 θέσεις της πόλης της Λάρισας παρά το γεγονός ότι έχουν παρόμοιες επικεντρικές αποστάσεις (~25km). Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει το ρόλο των διαφορετικών τοπικών εδαφικών συνθηκών στις θέσεις των επιταχυνσιογράφων που διαμόρφωσαν ανάλογα τη σεισμική δόνηση μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα. Επιπλέον, η σημαντική διαφοροποίηση στις δύο οριζόντιες συνιστώσες των φασμάτων απόκρισης του ίδιου σταθμού, υποδεικνύει 2Δ ή και 3Δ επίδραση, γεγονός που μπορεί να διερευνηθεί με σχετική μοντελοποίηση της δυναμικής απόκρισης των επιφανειακών γεωλογικών σχηματισμών. Η υφιστάμενη μικροζωνική μελέτη στην πόλη της Λάρισας μπορεί να συμβάλει σε μια τέτοια διερεύνηση καθώς επίσης να τεκμηριωθεί ανάλογα.
Συμπεράσματα Γεωτεχνικού μέρους: Από τις παρατηρήσεις εδαφικών αστοχιών στην πλειόσειστη περιοχή, προέκυψε ότι έντονες γεωτεχνικές αστοχίες εντοπίστηκαν κατά μήκος 2 διαδρομών: α) Δαμάσι – Μεσοχώρι – Αμούρι και β) Ζάρκος – Πηνειάδα – Κουτσόχερο αντίστοιχα. Τα κύρια φαινόμενα τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο γεωτεχνικό ενδιαφέρον είναι οι παρατηρηθείσες, ενδεικτικά, ρευστοποιήσεις και πλευρικές εξαπλώσεις στις ευρείες κοίτες των ποταμών Τηταρήσιου και Πηνειού, οι οποίες είναι κατά περίπτωση ιδιαίτερα εκτεταμένες για τα μέχρι σήμερα ελληνικά δεδομένα και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Εδαφικές μετακινήσεις στα όρια μεταξύ εδαφικών σχηματισμών τύπου πλευρικών κορημάτων ή κώνων κορημάτων και ευρύτερης κοίτης (παλαιοκοίτης) του ποταμού Τηταρήσιου που παρατηρήθηκαν σε δύο θέσεις (1.5km από το Μεσοχώρι κυρίως και δευτερευόντως στο Δαμάσι) χρήζουν επίσης περαιτέρω διερεύνησης σε σχέση με τη διαφοροποίηση της απόκρισης των διαφορετικών γεωλογικών σχηματισμών και σε σχέση με πιθανές επιπτώσεις στις παρατηρηθείσες δομικές βλάβες στο Δαμάσι.
Εικόνα 1. Συνολική εικόνα αποτύπωσης εδαφικών αστοχιών κατά μήκος της διαδρομής Κουτσόχερο – Πηνειάδα – Ζάρκος (Διαδρομή 2) και υπέρθεση αυτών στο σχετικό απόσπασμα του γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ
Συμπεράσματα για τις κατασκευές: Στη συνέχεια δίνονται κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα για την επίδραση της σεισμικής ακολουθίας στις κατασκευές. Υπάρχουν πλήρεις ή μερικές καταρρεύσεις και βλάβες κυρίως σε κτήρια από φέρουσα τοιχοποιία. Κτήρια από λιθοδομή με ασβεστοκονίαμα και σε ορισμένα κτήρια από σκυρόδεμα σχεδιασμένα με τους παλαιότερους κανονισμούς εμφανίστηκαν κυρίως ρηγματώσεις. Δεν παρατηρήθηκαν εκτεταμένες περιπτώσεις ανάπτυξης υστερητικής απόσβεσης μέσω της ρηγμάτωσης του οπλισμένου σκυροδέματος και της ανελαστικής παραμόρφωσης του χάλυβα των οπλισμών, καθώς οι περιπτώσεις ρηγμάτωσης του φέροντα οργανισμού κτηρίων Ο/Σ ήταν περιορισμένες. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, ότι τα υφιστάμενα κτήρια από σκυρόδεμα, διαθέτουν σημαντικά αποθέματα αντοχής, ιδιαίτερα αυτά που κατασκευάστηκαν μετά το 1984. Τα αποθέματα αυτά διατίθενται από την υπερστατικότητα του φέροντος οργανισμού, την υπεραντοχή των επιμέρους δομικών τους στοιχείων, την υποβοήθηση των φερόντων στοιχείων από τις τοιχοποιίες πλήρωσης και από αποσβέσεις της σεισμικής ενέργειας κατά την εισαγωγή της στο κτήριο από τη θεμελίωση μέχρι την ανωδομή (ιξώδεις αποσβέσεις και αποσβέσεις τριβής). Είναι πολύ πιθανό να αναπτύχθηκαν σε σημαντικό βαθμό φαινόμενα αλληλεπίδρασης εδάφους – κατασκευής που επέδρασαν ευνοϊκά στην εν γένει σεισμική συμπεριφορά των κατασκευών. Αυτό δείχνει ότι διατίθενται πρόσθετοι μηχανισμοί διάχυσης της σεισμικής ενέργειας, και παράγοντες που συνεισφέρουν σε σημαντική βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς των κατασκευών. Η συσσωρευμένη εμπειρία τόσο από τον παρόντα, όσο και από προηγούμενους σεισμούς οδηγεί σε ενδείξεις ότι η σεισμική προστασία όχι μόνο στους οικισμούς της Λάρισας αλλά και των άλλων Ελληνικών περιοχών ενισχύεται επιπρόσθετα και από διάφορους πρόσθετους παράγοντες όπως η ορθή διάταξη του δομικού συστήματος ανάληψης σεισμικών φορτίων, η εκτενής χρήση τοιχωμάτων, η καλή κατασκευή των τοιχοποιιών πλήρωσης με οριζόντια σενάζ από Ο/Σ, η καλή ποιότητα υλικών και κατασκευής κ.ά. Εκτός από τη δομική βλάβη, ένας σεισμός προκαλεί και δευτερογενείς βλάβες όπως καταστροφή εμπορευμάτων και οικοσκευών από πτώσεις. Επίσης πολλά εμπορεύματα, οικοσκευές, έπιπλα, εσωτερικά δίκτυα ισχυρών και ασθενών ρευμάτων προσβάλλονται από νερά της βροχής λόγω της βλάβης των οροφών ή/και των στεγών των κτηρίων από ισχυρούς σεισμούς. Άμεσα μέτρα προστασίας από τα νερά της βροχής πρέπει να λαμβάνονται, ιδιαίτερα σε κτήρια από φέρουσα τοιχοποιία, καθώς η κατείσδυση του νερού μπορεί να συντελέσει στην επιπρόσθετη αποσύνθεση της τοιχοποιίας (π.χ. αγιογραφίες ναών, εκθέματα μουσείων κλπ.). Για τις κατασκευές που σχεδιάσθηκαν με τον παλιό κανονισμό του 1959 χρειάζεται να γίνει έλεγχος σεισμικής επάρκειας που θα οδηγήσει σε ενδεχόμενη ενίσχυση. Οι βοηθητικοί χώροι από φέρουσα λιθοδομή ή/και τοιχοποιία εμφάνισαν σημαντικές βλάβες και μερικές καταρρεύσεις, σε οικισμούς γύρω από τα επίκεντρα των δύο κύριων σεισμών. Οι χώροι αυτοί υποβοηθούν σημαντικά το έργο των αγροτών και προτείνεται η παροχή οικονομικής αρωγής, από την πολιτεία προς τους ιδιοκτήτες, για επισκευή ή ανακατασκευή.
Εικόνα 2. Συγκρίσεις των φασμάτων απόκρισης με τους σεισμικούς συντελεστές των παλιών κανονισμών και τα σύγχρονα φάσματα σχεδιασμού.
Εικόνα 3. Αριστερά: Συνήθης τύπος βλαβών ήταν η εκτός επιπέδου αστοχία λιθοδομών σε μονώροφα ή διώροφα κτήρια από φέρουσα τοιχοποιία. Δεξιά: Βλάβες σε στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος εμφανίστηκαν σε πολύ λίγα κτήρια.
Η πλήρης προκαταρκτική έκθεση βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση της ιστοσελίδας του ΙΤΣΑΚ, http://www.itsak.gr/news/news/228 καθώς επίσης και στις ανακοινώσεις της ιστοσελίδας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΔΠΘ, https://civil.duth.gr/anakoinoseis/#1444333199747-b62a41c5-abf01c9d-1602
Η αναφορά στη χρήση του περιεχομένου της έκθεσης είναι η εξής:
ΙΤΣΑΚ – ΔΠΘ (2021): Σεισμοί Θεσσαλίας Μ6.3 της 03/03/2021 και Μ6.1 της 04/03/2021 – Προκαταρκτική Έκθεση. Μονάδα Έρευνας ΙΤΣΑΚ, ΟΑΣΠ και Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ΔΠΘ. Θεσσαλονίκη. Σελ. 63.:http://doi.org/10.5281/zenodo.4641200