Αλέξανδρος ΤΖώνης: Οι περιπέτειες του Δημόσιου Χώρου

Εισήγηση του Προέδρου της Επιστημονικής Επιτροπής του 2ου Πανελληνίου Συνεδριου του ΤΕΕ/ΤΚΜ για το Δημόσιο Χώρο, Αλέξανδρου Τζώνη, Ομ. Καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Delft University of Technology

Αισθάνομαι τιμή και είμαι πραγματικά συγκινημένος που συμμετέχω στο συνέδριο για τον Δημόσιο Χώρο που διοργανώνεται από το Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.

Η οικογένεια μου συνδέεται με τη Θεσσαλονίκη και οι προσωπικές μου εμπειρίες από την πόλη είναι βαθιές και δυνατές και αποτελεί μεγάλη μου τιμή η πρόσκληση να μοιραστώ και να ξεδιπλώσω μαζί σας το πανόραμα των εισηγήσεων που κατατέθηκαν στο συνέδριο σας, παράγωγα σκληρής δουλειάς που εκθέτουν ιδέες και προβλήματα συσχετισμένα με αυτό που ονομάζουμε σήμερα ‘δημόσιο χώρο’, ένα πιο επιτακτικό και δύσκολο πρόβλημα προς εξέταση.

Υπάρχει επίσης ένας ακόμα λόγος που η εδώ συζήτηση του ‘δημοσίου χώρου’ με ενθουσιάζει. Σε περίπου τρεις μήνες από τώρα (18-21 Ιουνίου, 2019) θα είμαι επικεφαλής μιας εκδήλωσης που διοργανώνεται από το Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων του Χονγκ Κονγκ (του οποίου είμαι μέλος), το Συμπόσιο και τα Βραβεία Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Κίνας-Ταιβάν (Cross-Strait Architectural Design Symposium and Awards). Το θέμα, ‘Μορφοποίησε το άμορφο, η Αρχιτεκτονική και ο Πολιτισμός της Ζώνης και του Δρόμου’, είναι αφιερωμένο στον ‘εορτασμό και την αναγνώριση της σχεδιαστικής αρίστευσης’ που συνεισφέρει στην ‘καλύτερη ζωή, την οικονομική εξέλιξη, την κοινωνική επίδραση.’

Σε μια πρώτη ματιά, δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το να τοποθετείς την εκδήλωση σου δίπλα από αυτήν του Χονγκ Κονγκ.

Το Χονγκ Κονγκ προετοιμάζεται να κατασκευάσει ένα μοναδικό στον κόσμο οικιστικό και επιχειρηματικό κέντρο σε 1,700 εκτάρια ανεκτημένης γης, το οποίο θα μπορούσε να στεγάσει 1.1 εκατομύριο ανθρώπους και θα κοστίσει ένα τρισεκατομύριο HK$1. Η Θεσσαλονίκη παλεύει με λιγότερο θεαματικούς προυπολογισμούς, να ‘Μορφοποιήσει το Άμορφο’ μετά από δεκαετίες απομόνωσης και στασιμότητας.

Ωστόσο, σε μια πιο προσεκτική ματιά, και οι δύο περιπτώσεις, της Θεσσαλονίκης και του Χονγκ Κονγκ, αποκαλύπτουν ένα πιο στενό παραλληλισμό μεταξύ τους.

Και οι δύο πόλεις κληρονόμησαν διαμέσου της ιστορίας μια σύνθεση ποικιλόμορφων πολυεθνικών, πολύπολυτισμικών δομών δημιουργώντας μια παράδοση εσωτερικών καθώς και εξωτερικών συγκρούσεων αλλά επίσης και μια πρακτική συνεργασίας και συμπληρωματικότητας θέτοντας μια σημαντική πρόκληση και για τις δύο στο πλαίσιο της αναδυόμενης σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής και πολιτισμικής αλυσίδας στην οποία εισέρχονται. Πώς θα υποστηρίξουν την τοπική τους ταυτότητα, τους δεσμούς της εσωτερικής τους κοινότητας δημιουργώντας έναν κόσμο πολυπολυτισμικότητας και συνεργασίας; Και πιο κοντά στο θέμα μας, πώς μπορεί ο αστικός κοινωνικός χώρος / ‘δημόσιος χώρος’ να το ενεργοποιήσει αυτό;

Συνεπώς, η εξαιρετική ατζέντα του συνεδρίου σας στη Θεσσαλονίκη είναι εξίσου σχετική για τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα και στις δύο πόλεις:

Η Αναθεώρηση του Δημοσίου Χώρου. Δημόσιος Χώρος, Δυναμική και Βιωσιμότητα. Ο ρόλος των Νέων Ψηφιακών Μέσων Διευρύνοντας τη σφαίρα του Δημοσίου Χώρου. Ο μετασχηματισμός του Δημοσίου Χώρου των Πολέων.

Στην ομιλία μου θα ασχοληθώ με το θέμα του κοινωνικού χώρου επικεντρώνοντας περισσότερο στην έννοια του ‘χώρου’ στην αρχιτεκτονική σκέψη, παρά στην ιδέα ‘δημόσιος’, μια νομική και ανθρωπολογική ιδέα.

Ο ‘χώρος’ ως μια αφηρημένη έννοια χρησιμοποιημένη σε κείμενα και συζητήσεις είναι σχετικά νέα στην Δυτική αρχιτεκτονική. Αναδύεται γύρω από τα κτίρια των μέσων του 18ου αιώνα, συνδεόμενα με γλυπτά και τοπία ως έργα τέχνης. Εμφανίζεται δίπλα σε μια άλλη αφηρημένη έννοια, την ‘δομή’; αντικαθιστά σε σημαντικότητα τις πιο ‘σαφείς’ αρχαϊκές κατηγορίες αρχιτεκτονικής, τα ‘είδη’, Δωρικό, Ιωνικό, και Κορινθιακό, τις επονομαζόμενες αργότερα ‘τάξεις’ των Βιτρουβιανών-Αριστοτελικών ‘κλασσικών’ αρχιτεκτονικών συνθέσεων.

Η νέα κατηγορία του ‘χώρου’ δεν αφορούσε μόνο τον γεωμετρικό Ευκλείδιο χώρο, τη μέτρηση, τον όγκο, το μέγεθος και τη διάταξη. Αφορούσε αυτό που εμφανίστηκε με την ονομασία ‘αισθητική’, το συναίσθημα, την υποκειμενική εμπειρία που έχει κάποιος που βρίσκεται μέσα ή κινούμενος μέσα και γύρω από τα κενά ανάμεσα στα φυσικά ή στα ανθρωπογενή πράγματα.

Μέχρι τον εικοστό αιώνα, ο ‘χώρος’ έγινε μια έννοια-κλειδί στα αρχιτεκτονικά κείμενα και τις συζητήσεις, όπως εκφράστηκε στην δημοτικότητα των βιβλίων του Nicolaus Pevsner, ο οποίος δήλωσε ότι θα αντιμετωπίζει την ‘ιστορία της Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής’ ‘ως επί το πλείστον χωρικής εμπειρίας’ και ‘αισθητικών αισθήσεων …’ (εκείνων) που μπορούν να προκληθούν από κτίρια … (European Architecture 1943) και Siegfried Giedion (Space Time and Architecture, 1946).

Παρ’όλο που τα βιβλία αυτά παρουσιάστηκαν ως ‘ιστορίες’ της αρχιτεκτονικής, αντανακλούσαν πιο σύγχρονες θέσεις παρά αυτό που πραγματικά συνέβη στην ιστορία, εξετάζοντας την εξέλιξη των μνημειωδών κτιρίων και δημοσίων χώρων – αρχαϊκών, αρχαίων, ή σύχρονων – ως αισθητικά αντικείμενα, με την ποιότητα του ‘χώρου’ ως την πρωτεύουσα αξία για την κρίση της σημασίας τους.

Παρά το γεγονός αυτό, λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ‘χώρος’ ως μια αρχιτεκτονική ιδέα φάνηκε να χάνει τη γοητεία του. Καθώς ο μεταπολεμικός κόσμος απλωνόταν σε ερείπια, η νεότερη γενιά αρχιτεκτόνων έστρεψε την προσοχή της στην επιτακτική ανάγκη για ανοικοδόμηση και μαζική παραγωγή στέγης.

Εκτός από την Ελλάδα και την Κίνα, που εμπλέκονταν σε εμφύλιους πολέμους την περίοδο εκείνη, η ανταπόκριση στην ανάγκη ήταν θεαματική. Τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έγιναν μια περίοδος πρωτοφανούς οικονομικής ανάπτυξης και κατασκευής αλλάζοντας τις πόλεις και τη φύση σε μη αναγνώρισιμο βαθμό.

Το κύριο αρχιτεκτονικό πρόβλημα συνεπώς, δεν ήταν τόσο η ποιότητα του χώρου των αισθητικών αντικειμένων όσο η ποσότητα του παραγόμενου χώρου στέγασης – ‘στέγη για το μεγαλύτερο αριθμό’, αν αναφερθούμε στον Κανδύλη – το προϊόν μετρημένο σε κυβικά μέτρα. Ο χώρος ανάμεσα στα κτήρια, ο δημόσιος χώρος δεν αναγνωριζόταν ως μέρος του προβλήματος.

Η ανοδική περίοδος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και κατασκευής χρειάστηκε μια ‘ισχυρή’ θεωρία βασιζόμενη σε εμπειρικά δεδομένα για να υποστηρίξει τα πολιτικά και οικονομικά προγράμματα. Ο επικεφαλής ερευνητής ασχολούμενος με το πρόβλημα ήταν ο Simon Kuznets, ένας Αμερικανός, νικητής του βραβείου Νόμπελ το 1971, ο οποίος είχε αρχικά σπουδάσει μαθηματικά και οικονομικά στη Σοβιετική Ένωση πριν από τον πόλεμο. Ο Kuznets επινόησε την τεχνική μέτρησης GNP. Ωστόσο, στην ομιλία του για το βραβείο νόμπελ έδωσε έμφαση στη σπουδαιότητα της διάκρισης ανάμεσα στην ‘ποσότητα και την ποιότητα της ανάπτυξης’. Επί λέξει, ‘η μέτρηση της βελτίωσης της ανθρώπινης ζωής εμπεριείχε κάτι παραπάνω από την απλή καταμέτρηση των εκκολαπτώμενων αριθμών και μεγεθών των καταναλωτικών προϊόντων’. Η μέτρηση του κατασκευαστικού αποτελέσματος δεν μας έλεγε πολλά σχετικά με την ‘αύξηση’ σε ‘ευτυχία’. Στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής, οι ποσότητες του κατασκευασμένου χώρου δεν μεταφράζονταν σε κατοικήσιμη περιβαλλοντική και κοινωνική ‘ποιότητα’, σε αυτό που έγινε γνωστό ως ‘τόπος’.

Συνεπώς, καθώς οι μεταπολεμικοί συγγραφείς, καλλιτέχνες και σκηνοθέτες, (όπως ο Ιταλός Vittorio De Sica’s Bicycle Thieve, 1948, ή ο Αμερικανός Jules Dassin’s Naked City, 1948) κατέγραψαν και σχολίασαν την υλική φτώχια και την έλλειψη στέγης, η νεότερη γενιά παρήγαγε έργα (όπως οι πικρές ταινίες του Antonioni ή τα βιτριολικά σχέδια του Saul Steinberg), που καταδίκασαν την έκλειψη της ‘κοινότητας’ και τις επιδράσεις ‘αποξένωσης’ των μεταπολεμικών ‘απάνθρωπων’ μαζικών σχεδίων ανοικοδόμησης και την απουσία ανθρώπινου δημόσιου χώρου που εμφανίστηκε αναφερόμενος ως ‘τόπος’.

Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου του 1952, συναντούμε ένα νέο Αμερικανό αρχιτέκτονα να στέκεται δίπλα στο ναό San Lorenzo του Brunelleschi στη Φλωρεντία αλλά χωρίς να δίνει σημασία σε αυτό ως ένα έργο τέχνης, ένα μνημείο, ένα χωρικό κατόρθωμα. Αντίθετα, κρατά σημειώσεις και σχεδιάζει σκίτσα μελετώντας τους ανθρώπους που περιπλανώνται γύρω από κατασκευές ή σταματούν για να μιλήσουν μεταξύ τους εντός ενός κοινωνικού χώρου, ενός ‘τόπου’.

Ο άντρας είναι ο Kevin Lynch (1918-1984), ένας νέος καθηγητής στο ΜΙΤ, σε ένα εκπαιδευτικό ετήσιο ταξίδι στην Ευρώπη κοιτώντας το δημόσιο χώρο όχι πια ως χώρο μνημείων αλλά ως ένα σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσονται δραστηριότητες, κοινωνικές διαδράσεις και η ανθρώπινη ζωή.

(Το βιβλίο City Sense and City Design, 1990, επιμελήθηκε από τους by Tridib Banerjee and Michael Southworth. Το πιο εκπληκτικό εγχειρίδιο του δημοσίου χώρου σε χρήση είναι το  Modernology (Tokyo, 1986) από τους Wajiro Kon και K. Yosida, γραμμένο τη δεκαετία του 1930.  Είμαστε ευγνώμονες στον Toshio Nakamura που έθεσε αυτό το βιβλίο υπόψιν μας.)

Ομοίως, ο Aldo van Eyck, ένας νέος Ολλανδός αρχιτέκτονας, για τον οποίον θα μιλήσει η καθηγήτρια Lefaivre, κατέκρινε την ιδέα του ‘καθαρού’ χώρου χωρίς ανθρώπους και κοινωνική ζωή: ‘oποιοσδήποτε επιχειρήσει να επιλύσει το αίνιγμα του χώρου με ασάφεια’, δηλαδή να σκεφτεί πώς να δημιουργήσει αισθητικές δομές πλήρους και κενού, μόνο ‘θα κατασκευάσει το περίγραμμα της κενότητας και θα το ονομάσει χώρο’, προσθέτωντας: ‘οτιδήποτε σημαίνει χώρος και χρόνος, ο τόπος και η συγκυρία σημαίνουν παραπάνω. Γιατί χώρος στην εικόνα ενός άντρα είναι ο τόπος, και χρόνος στην εικόνα ενός άντρα είναι η συγκυρία.’

(Alexander Tzonis and Liane Lefaivre Aldo van Eyck, Humanist)

Πολλοί νέοι σπουδαστές αρχιτεκτονικής και νέοι αρχιτέκτονες στράφηκαν τη στιγμή εκείνη στη γεωγραφία, τη λογοτεχνία, και την ανθρωπολογία, προσπαθώντας να αντιληφθούν το τι κάνει ένα δημόσιο χώρο έναν κατοικήσιμο ‘τόπο’. Κορυφαία πανεπιστήμια απάντησαν θεσμικά στην ανάγκη να κατανοηθούν οι πόλεις και τα κτήρια ως ‘τόποι’ ιδρύοντας νέα προγράμματα (όπως το Πανεπιστήμιο Harvard, το Berkeley, και το MIT στις ΗΠΑ, το Πανεπιστήμιο Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή τα νέα διεπιστημονικά ερευνητικά κέντρα, όπως το Joint Center for Urban Studies στις ΗΠΑ, μια οργάνωση της οποίας οι συμμετέχοντες έχουν συμπεριλάβει ακαδημαϊκούς από τα πεδία της ανθρωπολογίας, της αρχιτεκτονικής, των επιχειρήσεων, του πολεοδομικού σχεδιασμού, των οικονομικών, της εκπαίδευσης, της μηχανικής, της ιστορίας, της νομικής, της φιλοσοφίας, των πολιτικών επιστημών, και της κοινωνιολογίας’, σύμφωνα με το πρόγραμμα του Κέντρου, ή το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος στη Γαλλία, σχεδιασμένο σε παρόμοιες γραμμές).

Αυτή ήταν η στιγμή που πήρα μέρος στις έρευνες του κοινωνικού χώρου προσκεκλημένος από τον Serge Chermayeff. (Μια ερευνητική συνεργασία που είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση του Shape of Community, δημοσιευμένο από τους Penguin books το 1971.)

Η σημασία της μελέτης ήταν ότι προσέγγιζε το δημόσιο χώρο ως ένα παράγοντα που επηρρέαζε τη ‘μορφή της κοινότητας’, την ποιότητα του ανθρώπινου κοινωνικού δεσμού. Η έρευνα εξέτασε την οργάνωση του χώρου σε ότι αφορά την προσβασιμότητα ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, αναμείξεις, διαδράσεις, και ισότητα εντός ενός νέου τεχνολογικού οικολογικού πλαισίου ορισμένο ως μια ‘τρίτη οικολογία’.

Ωστόσο, μόλις αυτές οι νέες ερευνητικές κινήσεις για την κοινωνική ποιότητα και τον κοινωνικό χώρο άρχισαν να επηρρεάζουν την αρχιτεκτονική πρακτική και εκπαίδευση, οι προσπάθειες έγιναν μια ημιτελής ιδέα που τερματίστηκε, ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής ιστορίας.

Τι το προκάλεσε;

Πολλές μελέτες που ανέλαβαν ακαδημαϊκοι ερευνητές ήταν καθαρά απλουστευτικές. Προβλήματα ιδεολογικά, φυλετικά και ταξικών συγκρούσεων δε φάνηκε να ελήφθησαν ως ερευνητικές προτεραιότητες. Αυτό αποξένωσε πολλούς νέους φοιτητές και επαγγελματίες που πήραν μέρος σε ακτιβιστικές πολιτικές εκστρατείες αντί να προσκολληθούν σε ερευνητικά ιδρύματα.

Οι περισσότερες πεποιθήσεις που ασπάστηκαν από νέους αρχιτέκτονες, δημοσιογράφους, και δημόσιους διοικητικούς που συνόδευαν τη νέα ιδέα του ‘τόπου’ ήταν πολύ ασαφείς, αδοκίμαστες, όχι αρκετά ώριμες να μεταφραστούν στη σχεδιαστική πρακτική. Ωστόσο, υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν ενθουσιωδώς.

Είναι λογικό το ότι πολλά λάθη έγιναν στο σχεδιασμό των δημόσιων χώρων στο όνομα του ‘τόπου’. Οι χώροι με την ετικέτα ‘τόποι’ ή ‘κοινοτικοί χώροι’ παρέμειναν άδειοι από ανθρώπους, υπερβολικά εκτεθειμένοι ή πολύ κρυμμένοι από το περιβάλλον τους ή λόγω της χρήσης απωθητικών φυσικών υλικών ή λόγω των εχθρικών μικροκλιματικών συνθηκών.

Πολλοί κοινωνικοί χώροι που λανθασμένα μπέρδεψαν τη συνωστισμένη ‘ομαδικότητα’ με την κοινότητα δεν κατάφεραν να ενεργοποιήσουν την ανθρώπινη διάδραση.

Τόποι διαλογισμού, όπως στην περίπτωση του μόνου άντρα του Καβάφη που ατενίζει το χώρο του ‘λαμπρού γαλάζιου της πρωινής θάλασσας’ και της ‘κίτρινη ακτής’, ήταν ανεπιθύμητοι στους κοινωνικούς χώρους.

Συχνό ήταν και το λάθος να καθιερωθούν κοινωνικοί χώροι δίχως να δοθεί βάση στην τοποθεσία τους εντός του αστικού ιστού και την προσβασιμότητα τους.

Μια σπουδαία αιτία γι’ αυτά τα λάθη ήταν η ασυγχώρητα αιτιοκρατική πλάνη που υπέθεσε την παντοδυναμία της αρχιτεκτονικής: ‘εάν βρισκόταν η σωστή χωρική μορφή μετά η ανθρώπινη συμπεριφορά θα ακολουθούσε’. Αλλά τα στοιχεία οδήγησαν σε άλλη κατεύθυνση: για να λάβουν χώρα ανθρώπινες δράσεις οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι αλλά όχι αρκετοί.

Και υπήρχε επίσης και το σκάνδαλο της επιτυχίας της πραγματικής ζωής αλλά της αποτυχίας του ‘σχεδιασμού’ κοινωνικού χώρου: Χώροι που ήταν ‘υπόλοιπα’ χωρίς ένα σχεδιασμένο προορισμό ‘ανάμεσα’ σε ‘λειτουργίες’ στον αστικό ιστό, ανεπίσημοι ‘τόποι’ που ξεπρόβαλαν απροσδόκητα, πολλές φορές ανεξήγητα, ως επιτυχείς ‘κοινωνικοί χώροι’, γεμάτοι από ‘μέλη’ ανεπίσημων ‘άμορφων κοινοτήτων’ ‘χωρίς έναν τόπο’, νέους άνθρωπους με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στην pop μουσική, (στην Κίνα μπορούν να είναι λάτρεις της Ιταλικής όπερας ή αυτοσχεδιάζοντες καλλιγράφοι που χρησιμοποιούν μόνο νερό για να γράψουν ποιήματα στην άσφαλτο) σκέιτερς, συνομιλούντες μετανάστες ή μοναχικοί πρόσφυγες.

Τέλος, πολλοί χώροι κατασκευασμένοι ως δημόσιοι χώροι για να ενεργοποιήσουν και να διατηρήσουν την οικουμενική κοινότητα, έγιναν στην πραγματικότητα αποκλειστικοί θύλακες μόνο για τους λίγους, επιταχύνοντας την απόρριψη της κοινότητας, προσκαλώντας το χωρικό διαχωρισμό και την ανισότητα διευρύνοντας το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην περιβαλλοντική φτώχεια και τη σχεδιαστική ευμάρεια χωρίς καμιά ορατή ευτυχία και χαρά.

Γιατί συνέβη αυτό;

Κάποιος θα μπορούσε να επιρρίψει την απόριψη και την αποτυχία των προσπαθειών να σχεδιαστούν επιτυχώς κοινωνικοί χώροι στην κακή θεώρηση, στις προκαταλήψεις και στις ψευδαισθήσεις ενστερνιζόμενες από επαγγελματίες, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, και ‘σχεδιαστές’, πολιτικούς και διοικητικούς, με την απουσία στέρεας γνώσης για το πώς να σχεδιάσουμε και πώς να φτιάξουμε πραγματικούς ‘τόπους’.

Από την άλλη, πρέπει να κοιτάμε τις βαθιές αλλαγές στην οικονομική δομή χρηματοδότησης της κατασκευής και ανάπτυξης του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Ακολούθησαν την αξιοθαύμαστη δημοσιονομική κρίση του κράτους και του δημόσιου τομέα της δεκαετίας του 1970, μια κρίση χωρίς τέλος ακόμα, που αντικατέστησε το κράτος και τα δημόσια ιδρύματα ως παραγωγούς της ποιότητας του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και ειδικότερα του κοινωνικού χώρου, με ιδιωτικές πρωτοβουλίες και εγχειρήματα.

Με το τέλος της δεκαετίας του 1970, η χρυσή περίοδος των νέων εξερευνήσεων από κράτος και δημόσια ιδρύματα εξετάζοντας τη μορφή του κοινωνικού χώρου (που έλαβε χώρα τον ίδιο χρόνο με την εξάπλωση των περιβαλλοντικών προγραμμάτων πρόνοιας και την ανάπτυξη οικονομικών, κοινωνικών, και οικολογικών ιδεών και ιδανικών προσπαθώντας να αυξήσει την περιβαλλοντική ποιότητα για όλους και να μειώσει την ανισότητα στο περιβαλλοντικό χάσμα) έλαβε τέλος. Οποιεσδήποτε ήταν οι αιτίες της κρίσης, έγινε ξεκάθαρο ότι το κράτος και τα δημόσια ιδρύματα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα προγράμματα σχεδιαστικής έρευνας και ανάπτυξης που είχαν αναλάβει από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ποτέ πριν η αρχιτεκτονική δεν ήταν τόσο σημαντική στη ‘προώθηση’ (‘branding’) της ανάπτυξης ακινήτων, προσθέτωντας αξία στα πολεοδομικά έργα σε έναν συνεχώς διευρυνόμενο οικουμενικό κόσμο. Οι ‘star αρχιτέκτονες’ και οι ‘star-εργολάβοι’, αυτόνομοι, απομόνωσαν φορείς, είδαν την πόλη ως μια συλλογή από τέτοια αστέρια περιμένοντας τον πολλαπλασιασμό τους, το άθροισμα της προστιθέμενης αξίας της μοναδικής ποιότητας κτιρίων να είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να προσθέσει περιβαλλοντική, κοινωνική και οικολογική αξία στις πόλεις εντός των οποίων ο δημόσιος χώρος ήταν φάντασμα.

*

Βέβαια, οι μελλοντικές προσπάθειες σχεδιασμού κοινωνικών χώρων μπορούν να διδαχθούν από τις αποτυχίες των πρωτοπόρων παλαιών μελετών και την πάλη κατά των ψευδών πεποιθήσεων για το ανθρώπινο περιβάλλον. Μπορούν να επωφεληθούν από τη μελέτη των περιορισμών, ιδρυματικών και οικονομικών, που πρέπει να αλλάξουν εάν ο κοινωνικός χώρος γίνει προτεραιότητα, όπως η στέγαση.

Όπως δείχνουν οι συνεισφορές στο συνέδριο, οι προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα νέο είδος αρχιτεκτονικής απαραίτητο για τους κοινωνικούς χώρους ως εκκολαπτήρια της κοινότητας, της ποικιλίας, της δημιουργικότητας και της ισότητας, δεν είναι ένα φιάσκο στο τελικό στάδιο αλλά μόνο ένα ανολοκλήρωτο έργο.

Ο κοινωνικός χώρος δεν είναι φιλανθρωπία όπως έχει υποστηριχτεί πολλές φορές. Είναι, αν δανειστώ την έκφραση του Henri Lefebvre, ένα δικαίωμα που παρέχει τη δυνατότητα στην ευτυχία να πραγματοποιηθεί.

26 2 2019, Alexander Tzonis

Comments are closed