Γιάννης Α. Αίσωπος Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Πατρών, Διευθυντής ΠΜΣ Αρχιτεκτονική και Αστικός Σχεδιασμός – Mediterranean Futures

Πάρκο Φαληρικού Όρμου, Renzo Piano Building Workshop, Architecture 3, Ε. Παγκάλου Elandscape, Θύμιος Παπαγιάννης και Συνεργάτες. Πηγής εικόνας: Architecture 3
Περίληψη
Στην περίοδο της κρίσης η πολιτεία, αδύναμη οικονομικά και ιδεολογικά, αποσύρθηκε από τη φροντίδα και το σχεδιασμό του αστικού δημόσιου χώρου οδηγώντας στην απαξίωσή του. Η διαμαρτυρία ενάντια στη νέα συνθήκη των Μνημονίων της αυστηρής λιτότητας που εγκαθιδρύθηκε στοχοποίησε το δημόσιο χώρο και τα διαφορετικά στοιχεία που τον συγκροτούν. Στη διάρκεια πολλαπλών πράξεων βίαιων διαδηλώσεων, τμήματα όψεων, πεζοδρόμια και δημόσια γλυπτά αποξηλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως «πυρομαχικά» στις συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και την αστυνομία, βιτρίνες καταστημάτων κομματιάστηκαν, κάδοι απορριμμάτων και αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν και όψεις κτιρίων καλύφθηκαν με συνθήματα και μπογιές. Οι επιθέσεις συγκρότησαν χτυπήματα στο «σώμα» της πόλης, ενάντια στο πολιτικο-οικονομικό status quo και τα σύμβολα του νεότερου ελληνικού κράτους.
Το κενό που δημιούργησε η απόσυρση της πολιτείας καλύφθηκε από τη μια πλευρά, από ομάδες πολιτών και συλλογικότητες που λειτουργούν στη μικρή κλίμακα της γειτονιάς και, από την άλλη, από κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν στη μεγάλη κλίμακα της πόλης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένης της πυκνότητας της πόλης, το «πράσινο», ως ένας γενικός, απροσδιόριστος όρος που περιγράφει στοιχεία και μορφές φύσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και συγκρότησε το εννοιολογικό πλαίσιο του σχεδιασμού του δημόσιου χώρου: η φυγή από την πόλη, η απόδραση από τον αστικό δημόσιο χώρο, το (φυσικό) καταφύγιο. Το «πράσινο», ως μια αντι-αστική ερμηνεία του δημόσιου χώρου στις διάφορες κλίμακές του, υιοθετήθηκε από όλες τις νέες οντότητες που εμπλέκονται στο σχεδιασμό της πόλης, συλλογικότητες και ιδρύματα εξίσου. Το «πράσινο» είναι «α-πολιτικό», απόλυτα αποδεκτό από όλο το πολιτικό φάσμα καθώς «απαλείφει» τις κοινωνικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις και «επουλώνει» τις πληγές της κρίσης.
Τώρα, μετά την κρίση, η πόλη δεν μπορεί παρά να αναζητήσει ένα νέο όραμα για τον επανασχεδιασμό των ανοικτών δημόσιων αστικών χώρων της «επόμενης Αθήνας» που θα ξαναφέρουν κοντά τους κατοίκους της και τους χιλιάδες επισκέπτες της.
Δίκτυα και διάχυση
Το Σεπτέμβριο 1997, στη διάρκεια της 106ης συνεδρίασής της στη Λωζάννη, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή επέλεξε την Αθήνα ως την πόλη που θα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Οι Αγώνες αυτοί θεωρούνταν ευκαιρία επανόρθωσης των ξεχασμένων ολυμπιακών ιδεωδών, κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν. Όμως αυτό που πέτυχαν, περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν να αλλάξουν, με ένα δραστικό τρόπο, την ίδια την πόλη που τους φιλοξένησε. Πέρα από τις νέες αθλητικές εγκαταστάσεις και τον εξωραϊσμό του δημόσιου χώρου του κέντρου της πόλης μέσω του επανασχεδιασμού των κυριότερων πλατειών, την ασφαλτόστρωση οδών και την εκ νέου δαπεδόστρωση πεζοδρομίων καθώς και την αναβάθμιση των όψεων πολλών κτιρίων, οι Αγώνες επέβαλαν την υλοποίηση προ πολλού αναγκαίων υποδομών πολύ μεγάλης κλίμακας. Μια νέα στρώση υποδομών που περιλάμβανε ένα νέο αεροδρόμιο, νέους αυτοκινητόδρομους, και δίκτυα μετρό, τραμ και προαστιακού σιδηροδρόμου εναποτέθηκε πάνω στη μοντέρνα πόλη των πολυκατοικιών.
Η νέα μετα-ολυμπιακή πόλη που παράχθηκε, η «Διάχυτη Αθήνα», προσέφερε μοναδική κινητικότητα στους πολίτες της μέσω των νέων δικτύων κυκλοφορίας και κατέστησε δυνατή τη διάχυση της Αθήνας στα ανατολικά και τα δυτικά. Η έξοδος προς την περιφέρεια απελευθέρωσε το κέντρο της πόλης που, σε μια χωρίς προηγούμενο εξέλιξη για μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη, γέμισε με αμέτρητους παράνομους μετανάστες που διακινούνταν μέσω της εκτεταμένης ελληνικής ακτογραμμής και «προσγειώνονταν» στις πλατείες και τους δρόμους του αστικού κέντρου. Με την ολοκλήρωση των Αγώνων, ο δημόσιος χώρος του κέντρου της πόλης εγκαταλείφθηκε από την πολιτεία και σταδιακά μετασχηματίστηκε σε έναν παρακμάζοντα χώρο.
Καταναλωτισμός
Την 1η Ιανουαρίου 2002 δεκαεννέα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τα εθνικά τους νομίσματα με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ, ιδρύοντας την Ευρωζώνη. Το ευρώ κατέστησε δυνατή τη φθηνή πρόσβαση σε χρήμα από τις ελληνικές τράπεζες που λειτουργούσαν μέσα σε ένα νέο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον με πολύ χαμηλούς βαθμούς ελέγχου. Από το 2002 και μετά, ο αριθμός των δανείων και των πιστωτικών καρτών που παρείχαν οι τράπεζες στους πελάτες τους δημιούργησαν και συντήρησαν έναν έντονα καταναλωτικό τρόπο διαβίωσης. Στη διάρκεια των πρώτων επτά μηνών του 2004 τα προσωπικά καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 440% σε σχέση με τα αντίστοιχα δάνεια ένα χρόνο νωρίτερα. Μεταξύ 2003 και 2004 τα «διακοποδάνεια» παρουσίασαν αύξηση μεγαλύτερη του 2.000%! Η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και ο υψηλός ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας δημιούργησαν αίσθηση ευφορίας και αισιοδοξίας που έκρυβε τις αυξανόμενες οικονομικές ανισότητες του αθηναϊκού πληθυσμού και την κοινωνική ετερογένεια που εκφραζόταν μέσα από την ανάπτυξη πολλαπλών μικρο-ταυτοτήτων. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, λόγω της έντονης, ανεξέλεγκτης μετανάστευσης περίπου το 17% του πληθυσμού που κατοικούσε στην Αθήνα δεν είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, πολλοί από τους νέους αυτούς κατοίκους δεν μοιράζονταν τις ίδιες θρησκευτικές, κοινωνικές πρακτικές και αξίες. Καθώς η κατανάλωση με δανεικά διαρκώς αυξανόταν, η δημιουργία της νέας γενικής υποκειμενικότητας του «καταναλωτή» απέκρυπτε τον εξαπλωνόμενο κοινωνικο-οικονομικό κατακερματισμό: όλοι έμοιαζαν να καταναλώνουν! Νέοι, μεγάλοι και φαντασμαγορικοί χώροι κατανάλωσης ξεφύτρωναν κατά μήκος των νέων δικτύων στην περιφέρεια της Διάχυτης Αθήνας –εν μέρει στεγασμένοι στις επαναχρησιμοποιημένες ολυμπιακές εγκαταστάσεις– για να προσφέρουν «ασφαλείς» εσωστρεφείς και ελεγχόμενους χώρους όπου μπορούσε κανείς να ξοδέψει. Τα εμπορικά κέντρα είχαν γίνει οι νέοι «ναοί» μιας κοινωνίας ευδαιμονίας και υπερβολής.

Σύνταγμα, Δεκέμβριος 2008
Κρίση
Το Δεκέμβριο 2008, οι εκτεταμένες συμπλοκές στο κέντρο της Αθήνας, που ξεκίνησαν από τη δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή από την αστυνομία, κατέληξαν σε εκτεταμένες καταστροφές του δημόσιου χώρου και το πλιάτσικο μεγάλου αριθμού καταστημάτων. Αποκάλυψαν έτσι τη λανθάνουσα, οικονομική αλλά και πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που κυοφορούνταν για χρόνια. Λίγους μήνες νωρίτερα, το Σεπτέμβριο 2008, η κατάρρευση της εταιρείας Lehman Brothers σηματοδότησε την αρχή μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στους μήνες που ακολούθησαν τις συμπλοκές του Δεκεμβρίου κατέστη σαφές ότι το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης, που βασιζόταν στην κατανάλωση με δανεικά, δεν ήταν βιώσιμο. Η έκρηξη της «φούσκας» του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010 και η εφαρμογή αυστηρών πολιτικών λιτότητας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα πλαίσια των Μνημονίων μετέτρεψαν τις διαδηλώσεις και τις μικρότερες ή μεγαλύτερες συμπλοκές σε καθημερινή ρουτίνα.

Αθήνα, Δεκέμβριος 2008
Η υποκειμενικότητα του «καταναλωτή» αντικαταστάθηκε από τη νέα γενική υποκειμενικότητα του «διαδηλωτή». Στη διάρκεια αναρίθμητων βίαιων διαδηλώσεων, τμήματα κτιριακών όψεων, πλακοστρώσεων πλατειών και πεζοδρομίων, μαρμάρινων σκαλών και χειρολισθήρων, ρείθρων ακόμη και δημόσιων γλυπτών αποξηλώθηκαν για να χρησιμεύσουν ως «πυρομαχικά» στις συμπλοκές μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας. Σε άλλες περιπτώσεις, βιτρίνες καταστημάτων θρυμματίστηκαν, τα ρολά τους ξεριζώθηκαν, ΑΤΜ τραπεζών καταστράφηκαν, κάδοι απορριμμάτων και αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν, όψεις κτιρίων καλύφθηκαν με συνθήματα ή μπογιές. Οι επιθέσεις ήταν «χτυπήματα» στο «σώμα» της Αθήνας, ο βανδαλισμός ή ο εμπρησμός αναγνωρίσιμων νεοκλασικών κτιρίων και σημαντικών δημόσιων χώρων, στενά συνδεδεμένων με την ιστορία και τη ζωή της πόλης, μπορούν να γίνουν κατανοητές ως επιθέσεις ενάντια στο επικρατούν πολιτικοοικονομικό σύστημα και τα (νεοκλασικά) αρχιτεκτονικά σύμβολα που συγκρότησαν την ταυτότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Αθήνα, Δεκέμβριος 2008
«Πράσινο»
Η κρίση κατέστησε την κρατική και την τοπική εξουσία «αδύναμη», τόσο σε οικονομικούς πόρους όσο και σε ιδεολογία, και οδήγησε στην «απόσυρσή» της από το σχεδιασμό και τη φροντίδα του δημόσιου χώρου του κέντρου της Αθήνας και τον αυτοπεριορισμό της στη φροντίδα του πληθυσμού που αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες διαβίωσης: οι διαδικασίες μέριμνας αντικατέστησαν πλήρως τις υλικές παρεμβάσεις στον αστικό χώρο. Η πόλη, που είναι ταυτόχρονα ο δομημένος χώρος και οι άνθρωποί της, είχε απολέσει το ένα της μισό.
Νέες οντότητες έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους στο προσκήνιο και επιχείρησαν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε: από τη μια πλευρά, ομάδες πολιτών και συλλογικότητες στη μικρή, τοπική κλίμακα της γειτονιάς και, από την άλλη, κοινωφελή ιδρύματα στη μεγάλη κλίμακα της πόλης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένου ότι η Αθήνα είναι μια πολύ πυκνοδομημένη πόλη, το «πράσινο», ως ένας γενικός όρος, διαφεύγων σαφούς προσδιορισμού που περιγράφει στοιχεία και μορφές φύσης, απέκτησε θεμελιώδη σημασία και συγκρότησε το εννοιολογικό πλαίσιο για το σχεδιασμό του δημόσιου χώρου. Το «πράσινο» ως μια αντι-αστική ερμηνεία του δημόσιου χώρου στις διάφορες κλίμακές του, υιοθετείται από όλες τις οντότητες που εμπλέκονται στο σχεδιασμό της πόλης – συλλογικότητες και ιδρύματα εξ ίσου.
Συλλογικότητες – Πρωταρχική φύση
Διάφορες συλλογικότητες ή ομάδες πολιτών συμμετέχουν στο σχεδιασμό του δημόσιου χώρου τον οποίο ερμηνεύουν ως πράσινο χώρο. Λόγω της απουσίας ενός εκ των προτέρων συνολικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, οι συλλογικότητες λειτουργούν μέσω μιας συλλογικής-συμμετοχικής διαδικασίας που αναπόφευκτα εμπεριέχει αυτοσχεδιασμό και χαρακτηρίζεται από χαμηλούς βαθμούς οργάνωσης. Στόχο αποτελεί ένας πράσινος χώρος στη βασική ή θεμελιώδη κατάστασή του, ένα τμήμα πρωταρχικής φύσης στο οποίο μπορεί κανείς να δραπετεύσει από τη φασαρία της πόλης, από την αστική ζωή. Η διάρθρωση των χώρων που υλοποιείται είναι τυχαία και έχει οργανική μορφή που συνίσταται από αποσυνδεδεμένα και ανεπεξέργαστα στοιχεία φύσης, επίπλωση και ελαφρές κατασκευές, συχνά φτιαγμένες από ανακυκλωμένα υλικά.

Πάρκο Ναυαρίνου, φωτ. © Πάνος Κοκκινιάς
Το πάρκο στην οδό Ναυαρίνου στα Εξάρχεια δημιουργήθηκε το 2009 από μια ομάδα πολιτών η οποία κατέλαβε το χώρο, αφαίρεσε την άσφαλτο και, μέσω μιας διαδικασίας συλλογικής κατασκευής, το μετέτρεψε σε πάρκο. Το πάρκο αντιμετωπίστηκε ως ένα τμήμα ασχεδίαστης φύσης στην οποία το χώμα, ως φύση «μηδενικού βαθμού», παραμένει διαρκώς ορατό. Το πάρκο περιλαμβάνει στοιχεία παιδικής χαράς και ένα τεχνητό λόφο από χώμα που λειτουργεί ως αμφιθέατρο για συνελεύσεις της γειτονιάς, τονίζοντας έτσι το ρόλο του πάρκου ως «κοινού χώρου».
Κάθε ένα από τα «πάρκα τσέπης» (pocket parks) που υλοποιήθηκαν το 2012 από την ομάδα πολιτών Atenistas, σε διάφορα σημεία της Αθήνας, ολοκληρώθηκαν μέσα σε μία ημέρα. Υιοθετώντας αντισυμβατικές τακτικές σχεδιασμού του αστικού χώρου, τριάντα με σαράντα εθελοντές πολίτες συνδύασαν ανακυκλωμένα υλικά και φυτά για να μετασχηματίσουν ένα χέρσο οικόπεδο σε ένα μικρό θραύσμα «βασικής» φύσης: χώμα και τυχαία φυτεμένα δέντρα και θάμνοι.
Το πάρκο στο Δημόσιο Σήμα, στην οδό Πλαταιών στον Κεραμεικό, σε ένα οικόπεδο που φιλοξενεί ίχνη αρχαίων ερειπίων, κατασκευάστηκε μέσα σε έξι ημέρες από οκτώ ΜΚΟ με βάση ένα σχέδιο των αρχιτεκτόνων doxiadis+. Το πάρκο έχει να κάνει με τα στοιχειώδη συστατικά στοιχεία της φύσης: χώμα και μικροί βράχοι αναμεμειγμένοι με διάσπαρτα στοιχεία πρασίνου. Το αποτέλεσμα είναι ένα θραύσμα άνυδρου, «σκληρού» φυσικού τοπίου που μοιάζει να προϋπήρχε της ίδιας της πόλης.
Ιδρύματα – Σχεδιασμένη φύση
Διακεκριμένα κοινωφελή ιδρύματα αναλαμβάνουν μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στην πόλη που προϋποθέτουν υψηλή οργάνωση και έχουν σχεδιαστεί από αρχιτέκτονες διεθνούς εμβέλειας. Στην εποχή της κρίσης στοχεύουν στην παραγωγή πράσινων χώρων που αποτελούν καταφύγια, ησυχαστήρια μακριά από το βουητό της αστικής ζωής. Αυτοί οι πράσινοι χώροι είναι εκδοχές σχεδιασμένης φύσης: πάρκα ή υβρίδια πάρκων, προϊόντα επιμελώς επεξεργασμένων σχεδίων. Τα διάφορα φυσικά στοιχεία –δέντρα, θάμνοι και αγρωστώδη– ακολουθούν ακριβείς γεωμετρικές αρχές και εμπεριέχουν επανάληψη και ομαδοποίηση στοιχείων. Οι νέοι πράσινοι χώροι προωθούν τις αρχές της βιωσιμότητας και πρέπει να είναι ελκυστικοί τόσο για τους κατοίκους της πόλης όσο και για τους επισκέπτες ώστε να αποτελέσουν σημαντικούς αστικούς προορισμούς.
Ο διαγωνισμός Re-Think Athens για την ανασυγκρότηση (επανασχεδιασμό) του κέντρου της Αθήνας το 2013 υπήρξε χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση. Η νικητήρια πρόταση του γραφείου Okra Landscape Architects υποσχόταν να μεταμορφώσει την περιοχή σε «μια παλλόμενη, πράσινη και προσβάσιμη καρδιά της πόλης» [1]. Ο κεντρικός μνημειακός άξονας της πρωτεύουσας, η οδός Πανεπιστημίου, θα μεταμορφωνόταν σε «μια πράσινη ραχοκοκαλιά που βρίσκεται στο κέντρο ενός πράσινου δικτύου» [2]. Το πράσινο γίνεται αντιληπτό ως σχεδιασμένα, ιδιαίτερα περιποιημένα, στοιχεία φύσης, σε ακριβείς γεωμετρικές διατάξεις: παράλληλες λωρίδες ή κανάβους. Το έργο δεν έχει ιστορικές αναφορές και δείχνει να μην ενδιαφέρεται για την ευφυΐα των συγκεκριμένων τοποθεσιών των οποίων προτείνει τον επανασχεδιασμό. Είναι μια «πράσινη μηχανή», ένα υβρίδιο πάρκου που μπορεί να προσφέρει τα απόλυτα περιβαλλοντικά αποτελέσματα: μικροκλίμα, μείωση θορύβου, σκιασμό, ανακύκλωση ομβρίων υδάτων.
Τα δύο πάρκα που ανατέθηκαν στο Renzo Piano Building Workshop από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος –το πρόσφατα ολοκληρωμένο πάρκο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) και το παραθαλάσσιο πάρκο κατά μήκος του Φαληρικού Όρμου– ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις. Το πάρκο του ΚΠΙΣΝ βασίζεται σε μια ξεκάθαρη γεωμετρική διάταξη που θυμίζει γαλλικό κήπο φυτεμένο με φυτά της μεσογειακής χλωρίδας, ενώ το πάρκο στο Φαληρικό Όρμο υιοθετεί μια τυχαία διάταξη ανακατασκευάζοντας ένα «φυσικό» παραθαλάσσιο δάσος από κουκουναριές. Αξίζει πάντως να συγκρίνουμε την τωρινή πρόταση για το Φαληρικό Όρμο με εκείνη για την ίδια τοποθεσία που είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1960: ένα πράσινο όραμα έχει τώρα αντικαταστήσει το όραμα για μια πολυώροφη πυκνή πόλη.
Η αναζήτηση του «πρασίνου» εμφανίζεται και στο έργο-εγκατάσταση Invisible City του εικαστικού Gregor Schneider του 2017 για την Πλατεία Ομονοίας, τη μία από τις δύο σημαντικότερες πλατείες της Αθήνας, ένα έργο με χορηγό το Ίδρυμα Ωνάση. Η μεγάλη πράσινη τέντα που καλύπτει την πλατεία αναπαριστά ένα τεχνητό πράσινο τοπίο με αναφορά σε ένα φυσικό τοπίο της νήσου Κω, ένα βοσκοτόπι διάστικτο με δέντρα, ξερολιθιές και μικρής κλίμακας κατασκευές. Ο κύριος αστικός χώρος της Αθήνας μπορεί λοιπόν να γίνει «αόρατος» έχοντας αντικατασταθεί από ένα (βουκολικό) πράσινο χώρο: η πόλη και ο αστικός δημόσιος χώρος της, μπορεί να εξαφανιστεί.
Απουσία οράματος – H «επόμενη Αθήνα»
Το «πράσινο» υιοθετείται λοιπόν ως μια κοινότυπη, παρόλα αυτά πειστική, εναλλακτική του απαξιωμένου δημόσιου χώρου της πόλης. Το «πράσινο» υποστηρίζεται, για διαφορετικούς λόγους, τόσο από τις μικρές συλλογικότητες όσο και από τα μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα. Αποτελεί το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο κλισέ, είναι «α-πολιτικό», απόλυτα αποδεκτό από όλο το πολιτικό φάσμα καθώς «απαλείφει» τις κοινωνικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, «επουλώνει» τις πληγές της κρίσης και υπόσχεται ένα βιώσιμο περιβάλλον εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων συναίνεση, ευαγγελιζόμενο ευτυχία, ακόμη και ευφορία, τη δημιουργία μιας χαρούμενης, αισιόδοξης κοινότητας.
Το «πράσινο» είναι όμως βαθειά αντι-αστικό, καθώς αντιπαρατίθεται στην πόλη και την αρχιτεκτονική της. Απορρίπτει την προσωπική αρχιτεκτονική έκφραση και το συμβολικό χώρο. Προσφέρει την «απόδραση» από την πόλη με ταυτόχρονη παραμονή σε αυτήν και παρουσιάζεται ως «καταφύγιο» από τις παθογένειες του αστικού μας πολιτισμού.
Βγαίνουμε λοιπόν από την εποχή της κρίσης «αποδρώντας» σε «πράσινα καταφύγια» μέσα στην ίδια μας την πόλη που δεν είναι πλέον ελκυστική καθώς την έχουμε απαξιώσει εγκαταλείποντας και βανδαλίζοντάς την, παραμελώντας τα κτίρια και το δημόσιο χώρο της.
Όμως, «περισσότερο παρά ποτέ, η πόλη είναι ό,τι έχουμε».[3]
Δεν μπορεί να υπάρξει η εποχή μετά-την-κρίση και η επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη, στην οποία όλοι προσβλέπουν, χωρίς τη νέα πόλη που θα αποτελέσει την υλική έκφραση της νέας, πολυπρόσωπης, αισιόδοξης, ανοικτής, φιλόξενης, φιλοπρόοδης κοινωνίας της Αθήνας, χωρίς την «επόμενη Αθήνα». Ένα όραμα για την «επόμενη Αθήνα» μοιάζει λοιπόν αναγκαίο.
Το όραμα για την «επόμενη Αθήνα» δεν θα βασιστεί σε σχεδιαστικές διευθετήσεις τοπικών τεχνικών υπηρεσιών και μικροκινήσεις εξωραϊσμού αλλά θα πρόκειται για ένα ευρύτερο σχέδιο πολλαπλών στοχευμένων παρεμβάσεων στην πόλη που θα βασίζονται σε αρχιτεκτονικές χειρονομίες στιβαρές, αφαιρετικές, ευρηματικές, ευφυείς, εκφράσεις των πολλών αξιόλογων δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, που σήμερα έχουν καταδικαστεί σε ύπνωση, αλλά και σημαντικών ξένων. Το όραμα για την «επόμενη Αθήνα» θα είναι αγκυρωμένο στην ιστορία και τον πολιτισμό της Αθήνας που θα αποτελέσουν το έναυσμα πρωτότυπης δημιουργίας, όχι μίμησης. Θα στοχεύσει στον επανασχεδιασμό των ανοικτών δημόσιων αστικών χώρων της Αθήνας, τους χώρους που θα ξαναφέρουν κοντά τους κατοίκους της πόλης (και τους χιλιάδες επισκέπτες της που διαρκώς αυξάνονται) επιτρέποντάς τους να φανούν και να δουν τους άλλους, να ακουστούν και να ακούσουν τους άλλους σε αυτή τη νέα μετά-την-κρίση εποχή.