Ολοένα περισσότεροι Αμερικανοί αρχιτέκτονες υπογράφουν το κείμενο-διακήρυξη του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων (AIA) για τον στόχο προαγωγής της αειφόρου και ενεργειακά αποδοτικής αρχιτεκτονικής στις ΗΠΑ, όπως αυτός αποτυπώνεται στη “Δέσμευση 2030 του ΑΙΑ” (AIA 2030 Commitment).
Οι αρχιτέκτονες που υπογράφουν το κείμενο δεσμεύονται ότι θα προσπαθήσουν να πετύχουν φιλόδοξους στόχους ενεργειακής αποδοτικότητας στα έργα που αναλαμβάνουν: συγκεκριμένα, ότι θα επιδιώξουν τη μείωση κατά 60% -σε σχέση με τις τιμές βάσης- της προβλεπόμενης έντασης στη χρήση ενέργειας (δείκτης pEUI ήτοι η ποσότητα ενέργειας που αναμένεται να χρησιμοποιούν τα κτήριά τους). Μάλιστα, πριν από λίγες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα μελέτη για τα αποτελέσματα της όλης διαδικασίας, η οποία αποκαλύπτει “μικτές” τάσεις.
Τα καλά νέα είναι ότι περισσότεροι αρχιτέκτονες συναινούν στην ανάγκη αειφόρου σχεδιασμού και ότι πολύ μεγαλύτερο εμβαδόν κτηρίων, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, σχεδιάζεται πλέον με βάση τις αρχές της υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας. Συγκεκριμένα, το εμβαδόν των ενεργειακά αποδοτικών κτηρίων, που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων του ΑΙΑ, έχει αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και έχει φτάσει (φάση ενεργού σχεδιασμού) στα 2,4 δισ. τετραγωνικά πόδια. Ο δε αριθμός των αντίστοιχων αρχιτεκτονικών έργων έχει αυξηθεί στα 4.354, σημειώνοντας άνοδο κατά 78%.
Τα …κακά νέα είναι ότι παρά την αύξηση αυτή, η μέση μείωση του δείκτη pEUI που καταγράφεται από τις εταιρείες στην πράξη απέχει κατά πολύ από τον στόχο του 60%, αφού μόλις και μετά βίας έφτασε στο 34%. Μεταξύ 2013 και 2014 η μέση μείωση pEUI βελτιώθηκε μόνον κατά 3%.
Σύμφωνα με την Andrea Love, αρχιτέκτονα της εταιρείας Payette με έδρα τη Βοστώνη και επικεφαλής της ομάδας εργασίας του ΑΙΑ για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, ο λόγος που η εικόνα είναι μικτή σχετίζεται αφενός με το γεγονός ότι πολλοί αρχιτέκτονες δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με τα εργαλεία και τις διαδικασίες, που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια για τη στήριξη της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται το μοντέλο της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων παρουσιάζει κι αυτός σημαντικές προκλήσεις. Παρότι οι αρχιτέκτονες έχουν πλέον στη διάθεσή τους ολόκληρο οπλοστάσιο με εργαλεία λογισμικού, με το βοήθεια των οποίων μπορούν εύκολα να τροποποιήσουν τα σχέδιά τους και να υπολογίσουν εκ νέου τους στόχους, πολλά κτήρια σχεδιάζονται χωρίς να έχει ακολουθηθεί συγκεκριμένο ενεργειακό μοντέλο. Σε άλλα οι διαδικασίες ξεκινούν πολύ αργά, μόνο και μόνο για να υπάρξει συμμόρφωση με τους κανονισμούς ή για να αποκτηθεί ένα πράσινο πιστοποιητικό. Ωστόσο, μόνο ο εξ αρχής σχεδιασμός μπορεί να διασφαλίσει τις “βαθύτερες” θετικές επιδόσεις σε όρους μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, ένα μέρος του προβλήματος συνδέεται και με τους ιδιοκτήτες των κτηρίων, καθώς αυτοί είναι που κινούν τελικά τα νήματα στο πρότζεκτ και που μπορεί να ασκήσουν “βέτο” στα κατασκευαστικά εκείνα στοιχεία που διασφαλίζουν την εξοικονόμηση ενέργειας, είτε επειδή τα θεωρούν περιττά είτε επειδή φοβούνται ότι θα αυξήσουν το τελικό κόστος της κατασκευής.
Πάντως, το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ του κόστους της ανανεώσιμης και της παραδοσιακής ενέργειας εξακολουθεί να κλείνει. Το γεγονός αυτό εκτιμάται ότι θα ωθήσει από μόνο του πολλούς αρχιτέκτονες στο να ενσωματώσουν περισσότερα ηλιακά πάνελ και άλλες ΑΠΕ στα σχέδιά τους. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον παρουσιάζει ενδιαφέρον…
Άρθρο με πληροφορίες από το citylab.com
Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο ΕΔΩ (αγγλική γλώσσα)
Δείτε ΕΔΩ περισσότερα για την πρωτοβουλία του ΑΙΑ και ΕΔΩ τη λίστα των αρχιτεκτονικών γραφείων και εταιρειών που την έχουν υπογράψει