Η πρόταση επικεντρώθηκε σε έναν επανασχεδιασμό, ο οποίος θα καταστήσει το συγκρότημα ικανό υποδοχέα του νέου απαιτητικού κτιριολογικού προγράμματος, με σεβασμό στην αρχιτεκτονική και ιστορική ταυτότητα των κτιρίων του.
Ο επανασχεδιασμός όφειλε να επιστρέψει πίσω στην τυπολογία του στάβλου και τις αρχιτεκτονικές του ποιότητες, με σκοπό να επιτευχθεί μια μετάφρασή του σε σύγχρονο πρότυπο. Έτσι, εντοπίστηκαν οι βασικές αρχές διάταξης: ο άξονας και ο ρυθμός. Στη βάση αυτών των αρχών, δομείται η αρχιτεκτονική «γέφυρα» μεταξύ της ιστορικής κατασκευής και της νέας προσθήκης. Ο άξονας αφορά την λειτουργία της νέας επέμβασης, ενώ ο ρυθμός έχει άμεση σχέση με την μορφή της τελικής αρχιτεκτονικής λύσης.
Η νέα επέμβαση καλείται να αντιμετωπίσει τόσο το ζήτημα της ομαλής ένταξης της νέας χρήσης, όσο και την στέγαση και στατική ενίσχυση των ιστορικών κελυφών. Επομένως, προτείνεται μια σπονδυλωτή μεταλλική κατασκευή με μειωτική τάση του ύψους, πάνω στη διαγώνιο της κάτοψης, από την οποία αναρτάται η νέα στέγη. Η ιστορική τοιχοποιία εξαρτάται άμεσα από την νέα κατασκευή, ενισχύοντας την στατική της επάρκεια. Τέλος, τα πλαίσια προεκτείνονται κατα τον εγκάρσιο άξονα, με σκοπό την δημιουργία της σύνδεσης μεταξύ των κτιρίων.
Η νέα στέγη προκύπτει από την μελέτη και μετάφραση της μορφολογίας της παλαιότερης στέγης. Αποτελεί μια αλληλουχία διαπερατών και αδιαπέρατων επιφανειών με διαφορετικές αναλογίες από αυτές της παλιάς στέγης, δίνοντας την δυνατότητα κατασκευής παταριών.
Έτσι, το αποτέλεσμα είναι η χρήση δύο αδιαφανών επιφανειών που ακολουθούν την πτύχωση του σκελετού, από τον οποίο και αναρτώνται. Μεταξύ τους επιτρέπεται μια στενή λωρίδα από μια διαφανή επιφάνεια. Πλαγίως, οι επιφάνειες αυτές καλύπτονται από δικέλυφη κατασκευή αποτελούμενη από μεγάλο υαλοστάσιο και διάτρητη μεταλλική επιφάνεια. Τέλος, το κενό μεταξύ του σκελετού και του ιστορικού κελύφους γεφυρώνεται με επικλινές υαλοστάσιο.
Η αντιμετώπιση του Στάβλου Β αποτέλεσε ένα ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης, λόγω της διαφορετικής του κατάστασης. Εδώ, ο ιστορικός φέροντας οργανισμός ενισχύεται και συμπληρώνεται ομοιοτρόπως στο μέρος που αυτός δεν διασώζεται. Το ίδιο ισχύει και για την στέγη, η οποία ανακατασκευάζεται και συμπληρώνεται.