Δημόσιος Χώρος: Βλέμμα και Εμπειρία

Δήμητρα Χατζησάββα

Περίληψη

Τι είδους συλλογική εμπειρία επιτρέπει η εποχή μας; Ποιες αφηγήσεις του αισθητού συνιστούν σήμερα τις κυρίαρχες ταυτίσεις ατομικής και συλλογικής διαπραγμάτευσης;

Προκειμένου να διερευνήσει η εισήγηση τα ερωτήματα αυτά θα εξετάσει τη θέση του βλέμματος και της εμπειρίας στη σύγχρονη κατανόηση του δημόσιου χώρου. Θα εξετασθούν τα περιθώρια και οι προοπτικές που οι αντιληπτικές διαμεσολαβήσεις επιτρέπουν για τη συνάντηση με σημασία στο πεδίο του δημόσιου χώρου.

Η εισήγηση θα κινηθεί σε τέσσερις άξονες:

1 χώρος και βλέμμα

Θα εξετάσει την μετατόπιση στην σύγχρονη κατανόηση του χώρου από την αποστασιοποιημένη όραση σε αυτήν όπου παρατηρητής και αντικείμενο σκόπευσης βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση και διαμόρφωση(M. Ponty και J.Lacan ).

2 χωρική εμπειρία

Θα διερευνηθούν οι δυνατότητες της σύγχρονης χωρικής εμπειρίας μέσα από την κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στη βιωματική,σωματική εμπειρία του Merleau-Ponty και τον υπερβατολογικό εμπειρισμό του Gilles Deleuze.

3  κάνω αισθητό

Η τρίτη ενότητα θα εστιάσει στην δημόσια όραση ως άρθρωση κοινών δεσμών αλλά και αποκλεισμών στoν δημόσιo χώροκαι ως σύνδεση ανάμεσα στην αισθητική και την πολιτική.

4 σχεδιάζοντας την τοπολογία του βλέμματος

Θα αναζητηθούν σε αυτό το πλαίσιο, νέες σχέσεις ανάμεσα σε υλικές, αντιληπτικές και νοητικές διατάξεις για τον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου μέσα και από αναλύσεις παραδειγμάτων.

εισαγωγή

Eάν η μουσική δεν είναι παρά μια μελέτη της σιωπής, ο δημόσιος χώρος μοιάζει να σχετίζεται άμεσα με τα εδάφη του ιδιωτικού. Οι συλλογικές αφηγήσεις δηλαδή και οι ταυτίσεις αναπόφευκτα συνδέονται με ό,τι επιτρέπει κάθε εποχή στην συμβολική, ψυχική και φαντασιακή ατομική οικονομία.

Η εισήγηση θα εξετάσει τη σημασία της όρασης και του βλέμματος σε αυτή τη συνάντηση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής στον χώρο, στον τρόπο που ο δημόσιος χώρος υποστηρίζει την σύγχρονη εμπειρία για να καταλήξει σε κάποιες σκέψεις για τον σχεδιασμό του σύγχρονου δημόσιου χώρου.

1 χώρος και βλέμμα

Τι είναι λοιπόν σήμερα ορατό στον υλικό πολιτισμό, τι εκτίθεται αλλά και τι αποκρύπτεται στον δημόσιο χώρο και στο συλλογικό βλέμμα. Τι συνιστά την δημόσια όραση, ο δημόσιος χώρος συμμετέχει σε αυτήν;

   Η όραση δεν είναι φαινόμενο της φυσιολογίας, είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο, υπάρχει εκπαίδευση της όρασης, επιλεκτικότητα και διαμεσολάβηση, υπάρχουν δηλαδή τρόποι, τεχνολογικά και αφηγηματικά μέσα που διαμορφώνουν και προσδιορίζουν το τι μπορούμε κάθε φορά να δούμε. Η αρχιτεκτονική, ο δημόσιος χώρος συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες, είναι τρόποι οργάνωσης του βλέμματος, της εμπειρίας, της συνάντησης με το βλέμμα του άλλου. Η προοδευτική εξαφάνιση του δημόσιου χώρου μέσω των δημόσιων εικόνων, η όλο και πιο διεισδυτική εικονοποίηση του άυλου, το συνεχές τοπίο ροής ανάμεσα στο φυσικό και το εικονικό, η παράδοση του δημόσιου χώρου στο τουριστικό βλέμμα, θέτουν νέα ζητήματα για τις σχέσεις χώρου και βλέμματος, χώρου και εμπειρίας.

Νέες στρατηγικές διάκρισης στη δημόσια σφαίρα, αόρατες απόπειρες ώστε να τεθεί κάτι εκτός, επιτείνουν στη σύγχρονη συνθήκη αυτή την προβληματική. Σύμφωνα με την Rosalyn Deutsche (2018) αυτό που είναι σήμερα δημόσια ορατό ενέχει αδιόρατους αποκλεισμούς που παρεμβαίνουν καθοριστικά στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης που καθορίζουν το κοινωνικό. Κάθε αναπαράσταση είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος άρθρωσης του κόσμου και της οπτικής του.

Σε αυτήν την προβληματική, ο Michel Foucault θα αμφισβητήσει την εποπτική αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα του επιστημονικού βλέμματος, εξετάζοντας τη συγκεκριμένη θέση και την οπτική μιας θεώρησης. Θα σημειώσειτη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που κυριαρχεί και σε ό,τι αυτή η ιεραρχία αποκλείει από το οπτικό μας πεδίο. Σύμφωνα με τον Foucault, η όραση και η ομιλία είναι γνώση, αλλά δεν βλέπουμε αυτό για το οποίο μιλάμε και δεν μιλάμε γιαυτό που βλέπουμε. Θα επισημάνει όπως και ο Lacan την αδυναμία της παρουσίας, της πληρότητας του νοήματος, άρα και της εποπτείας του.

Για τον Lacan :«το μάτι που βλέπει είναι εκείνο του υποκειμένου,ενώ το βλέμμα βρίσκεται από την πλευρά του αντικειμένου, και δεν υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στα δύο, από τη στιγμή που ‘Δεν με κοιτάς ποτέ από τον τόπο που σε βλέπω’. […] Ο διχασμός αυτός ανάμεσα στο μάτι και το βλέμμα δεν είναι παρά ο ίδιος ο υποκειμενικός διχασμός, όπως εκφράζεται στο πεδίο της όρασης»(Evans2005:81). Στη σκέψη του «υπάρχει ένα σχίσμα ανάμεσα στο υποκείμενο της όρασης και σε αυτό που βλέπεται»(ΑλένΜιλέρ 2011:28).Υπάρχει δηλαδή σχέση αντινομίας μεταξύ βλέμματος και ματιού. Το σημείο του κενού μεταξύ τους, είναι εκείνο που ο Lacan ονομάζει επιθυμία. Το υποκείμενο επιθυμεί το βλέμμα του ‘Αλλου. Στον τόπο του ‘Αλλου συγκροτείται, το υποκείμενο είναι δημιούργημα της επιθυμίας του ‘Aλλου.

Αυτές οι αναζητήσεις θέτουν σε αμφισβήτηση την κυρίαρχη πεποίθηση που μέχρι και την περίοδο του μοντερνισμού θέτει την όραση ως ένα ανώτερο μέσο πρόσβασης σε αυθεντικές και καθολικές αλήθειες, επειδή υποτίθεται ότι είναι αποστασιοποιημένη από τα αντικείμενά της. Δηλαδή την πεποίθηση ότι μια τάξη νοήματος υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα, ως παρουσία, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις παραγωγής ή της πρόσληψής του, αντιμετωπίζοντας την εικόνα ως φαντασίωση πληρότητας. Στη μεταδομιστική σκέψη το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βλέπουμε γιατί δεν βρισκόμαστε στη σωστή θέση- το αόρατο είναι το απόν, είναι το ελλείπον. Δεν πρόκειται για ένα αντικείμενο το οποίο αναπαρίσταται ως απόν, αλλά ένα αντικείμενο μη παραστάσιμο, η σκόπευση του απρόσιτου.

2   δημόσιος χώρος και εμπειρία

Αυτή η αντιστροφή, το ‘χίασμα’, μεταξύ αντιλαμβανόμενου και αντιληπτού, αισθανόμενου και αισθητού θα βρει εκτενές έδαφος στην φαινομενολογική σκέψη τουMerleau- Ponty, την οποία μελέτησε ο Lacan, και η οποία θα δώσει μια ριζική στροφή στην χωρική αντίληψη στρέφοντας το ενδιαφέρον στην άμεση βιωματική εμπειρία, στη σωματική εμπλοκή με τα καθημερινά πράγματα.

Στη σκέψη του ύστερου Merleau- Ponty : «η θέαση αποτελεί λιγότερο μια πράξη του υποκειμένου της αντίληψης και είναι ήδη παρούσα στο θέαμα του κόσμου, […] απαντάμε με την όρασή μας σε κάτι που είναι σαν ένα κάλεσμα του αντιληπτικού κόσμου με τον οποίον εναρμονιζόμαστε» (ΑλένΜιλέρ 2011:23).Πριν δω τα πράγματα με κάποιον τρόπο τα πράγματα βλέπονται από μόνα τους, θα σημειώσει. Το βλέμμα δηλαδή σύμφωνα με τον Merleau- Ponty είναι αυτό του ενσώματου υποκειμένου της αντίληψης ως απάντηση σε έναν οράν που βρίσκεται ήδη εκεί και καθορίζει την όρασή μου. Αυτός που βλέπει, δεν είναι το καθαρό υποκείμενο της όρασης, είναι βυθισμένος μέσα στο ορατό μέσω του σώματός του, ένα σώμα ικανό να κοιτάει και να κοιτιέται.

Για τον Merleau-Ponty, η σημασία, ποτέ δεν ολοκληρώνεται, όπως και η αντίληψη, καθώς ποτέ δεν μπορούμε να δούμε το όλο. Στην αντιληπτική τάξη, υπάρχει κάτι εκφρασμένο και μη εκφρασμένο, ορατό και αόρατο. Το σημαντικό όμως είναι η έμφαση που θα δώσει ο Merleau- Ponty στην κοινή ‘σάρκα’, στην κοινή υφή, ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο, σε ένα πρωταρχικό συνανήκειν που επιτρέπει την αντιστρεψιμότητα, το ‘χίασμα’ ανάμεσά τους. Το μη ορατό, το κρυμμένο μέρος των πραγμάτων είναι δηλαδή αντιληπτικά παρών, καθώς γειτνιάζει με εμένα.

Στο κείμενό του H αμφιβολία του Σεζάν, ο Merleau- Ponty περιγράφει τις «απόπειρες να καταστούν ορατές κάποιες όψεις των πραγμάτων, την ανάδυση των οποίων παρακολουθεί από τα μέσα ο καλλιτέχνης, αφού και αυτός ο ίδιος γεννιέται μέσα στα πράγματα – βλέποντας, εγκαθίσταται μέσα σ’ αυτό που βλέπει για να γίνει έτσι και αυτός ο ίδιος ορατός» (Mουρίκη 1991: 21). Ο Σεζάν «Ήθελε να συλλάβει τη συγκρότηση του τοπίου […] να συγκολλήσει μεταξύ τους όλες αυτές τις μερικές όψεις τις οποίες συλλαμβάνει το βλέμμα, να συνενώσει αυτό που διαχέεται λόγω της αστάθειας της όρασης […] Το τοπίο έλεγε ο Σεζάν σκέφτεται τον εαυτό μου μέσα μου, εγώ είμαι η συνείδησή του» (Mερλώ Ποντύ 1991: 42).    Στη σκέψη του Lacan αντίθετα, το υποκείμενο της αντίληψης καθίσταται εξολοκλήρου συνάρτηση της δομής του αντιληπτού. Το Λακανικό βλέμμα είναι στο πεδίο του Άλλου και δεν συνδέεται με το αισθητήριο της όρασης, είναι από την πλευρά του κόσμου(ΑλένΜιλέρ 2011:24).

Το ίδιο το υποκείμενο δίνεται προς θέαση στον Άλλο και είναι γιαυτό που ο Λακάν μπορεί να πει: «Ο πίνακας είναι μέσα στο μάτι μου, αλλά εγώ είμαι μέσα τον πίνακα»(ΑλένΜιλέρ 2011:27). Επομένως, στο Λακανικό σκοπικό πεδίο δεν πρόκειται μόνο για το ότι πριν δω τα πράγματα με κάποιον τρόπο τα πράγματα βλέπονται από μόνα τους, ούτε η αντιληπτική μου απάντηση στην πρόκληση του αντιληπτού, όπως αναφέρει ο Merleau- Ponty.«Πρόκειται για το ότι τα πράγματα με κοιτάζουν»(ΑλένΜιλέρ 2011:28).

Για τον Merleau- Ponty το υποκείμενο της αντίληψης και ο Άλλος είναι από την ίδια σάρκα, το είναι και ο κόσμος βρίσκονται σε μια αρμονική ανταλλαγή που καθησυχάζει την ρήξη και την ανησυχητική εμπειρία. Ο Merleau- Ponty υποτάσσει δηλαδή, αν και με αινιγματικό τρόπο, τις διαφορές σε σύγκλιση, αποκαθιστά τη συνέχεια, την ταυτότητα του νοήματος ως φαντασίωση πληρότητας.                                                                                            Αντίθετα προς αυτή την φαινομενολογική στάση, για τη μεταδομιστική σκέψη τουLacan όπως και των Deleuze- Guattari δεν υπάρχει πλέον ένα ενοποιητικό σύστημα θέασης του κόσμου παρά μόνο μια διασπορά από αποσπασματικές οπτικές. Στη σκέψη τους το νόημα δεν είναι ποτέ πλήρες. Tίποτα δεν περιορίζει αυτήν την έλλειψη, ούτε η αλήθεια, ούτε η ταυτότητα, ούτε το σώμα.

Ο υπερβατολογικός εμπειρισμός του Gilles Deleuze αναφέρεται σε μια εμπειρία και μια σωματικότητα πιο ριζική από αυτήν της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο. Στη σκέψη του τα πράγματα υπάρχουν καθώς εμφανίζονται, όχι απαραίτητα στη συνείδηση ενός ανθρώπου, αλλά σαν δύναμη που επιβεβαιώνεται ασκούμενη σε μια άλλη δύναμη. Το πάθημα [affect], η εμπειρία, η αίσθηση ανήκουν σε ένα εμμενές προ-ατομικό πεδίο, μια ζώνη απροσδιοριστίας.Υπάρχει δηλαδή ένα δυνητικό απόθεμα σημασίας, αίσθησης, εμπειρίας, προ-προσωπικό προς ενεργοποίηση εντός του πεδίου της ζωής, δυνατότητες του πραγματικού που δεν ενεργοποιήθηκαν, η ροή της διαφοράς σε κάθε σχηματισμό ταυτότητας.Δεν πρόκειται πλέον για την έκφραση της αόρατης πλευράς του κόσμου,τον φωτισμό ενός νοήματος που είναι ήδη εκεί, αλλά για την ενεργοποίηση της μη-ακόμηορατής, της ανεκδήλωτης πλευράς της πραγματικότητας.

Στην μεταδομιστική αυτή οπτική, τόσο η κοινωνική σχέση ως φαντασίωση πληρότητας, όσο και η δυνατότητα μιας χωρικής εμπειρίας με ταυτοποιητική διάρκεια θα τεθούν σήμερα υπό ερώτηση. Το αμοιβαίο βλέμμα δεν λειτουργεί πλέον ως συναινετική διαδικασία αναγνώρισης, ρύθμισης και ελέγχου της δημόσιας σφαίρας, όπως κυριάρχησε στις νεωτερικές αστικές αφηγήσεις, αλλά ως δυνατότητα ανάδειξης διαφορών.Η αναγνώριση του εαυτού υπονομεύεται από την συστατική απουσίαπου καθορίζει την ταυτότητά του. Ποια περιθώρια μένουν συνεπώς στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου για να τοποθετήσει το σύγχρονο συνανήκειν;

3 κάνω αισθητό

Διανοητές της πολιτικής θεωρίας όπως οι Laclau και Mouffe εξετάζουν αυτή την πολυπλοκότητα και την αστάθεια στην παραγωγή ταυτότητας : «Aκολουθώντας τον Lacan, υποστηρίζουν ότι η υποκειμενικότητα δεν είναι μια διαυγής στον εαυτό της, ορθολογική και καθαρή παρουσία, αλλά είναι ανεπανόρθωτα αποκεντρωμένη και ατελής. […] Η ‘αποκέντρωση’ συνεπάγεται την έλλειψη ενός ενοποιημένου υποκειμένου» (Bishop 2008: 228). Στη σκέψη τους, «η παρουσία του Άλλου με εμποδίζει να είμαι τελείως ο εαυτός μου. Η σχέση δεν πηγάζει  από πλήρεις ταυτότητες, αλλά από την αδυναμία συγκρότησής τους. Με άλλα λόγια, η παρουσία εκείνου που δεν είναι εγώ καθιστά την ταυτότητά μου επισφαλή και ευάλωτη» (Bishop 2008: 229).

Η Chantal Mouffe επισημαίνει:«Οι ταυτότητες δεν είναι ποτέ δεδομένες εκ των προτέρων αλλά αποτελούν πάντοτε αποτέλεσμα διαδικασιών ταύτισης, κατασκευάζονται ρηματικά […] υποστηρίζουν τη δημιουργία αγωνιστικών δημόσιων χώρων με στόχο να έρθουν στο φως όλα εκείνα που έχουν απωθηθεί από την κυρίαρχη συναίνεση» (Mouffe 2008: 293). Το διχασμένο υποκείμενο, το ατελές, των μερικών ταυτίσεων, αποκαλύπτει λοιπόν το απωθημένο από τη συντήρηση μιας επίφασης αρμονίας.

Mέσα στο ίδιο σκεπτικό, η Rosalyn Deutsche υποστηρίζει ότι «η δημόσια σφαίρα παραμένει δημοκρατική μόνο εφόσον λαμβάνει υπόψη τους φυσικοποιημένους της αποκλεισμούς και τους ανοίγει στην αμφισβήτηση. Για να θέσει το ερώτημα : «Τι είναι αυτό – και ποιος είναι αυτός που εξαναγκάζεται στην ιδιωτικότητα με τη χρήση του όρου «δημόσιος» (Deutsche 2008: 161);

Ζητήματα όρασης και τοποθέτησης στον δημόσιο χώρο και τη ζωή κοινωνικών ομάδων όπως αυτά των αστέγων, των ανώνυμων βημάτων και θανάτων των μεταναστευτικών ροών και πολλά άλλα στη σύγχρονη πόλη, θέτουν πιο επιτακτικό αυτό το ερώτημα που βάζει σε κρίση τόσο την έννοια της ιδιωτικότητας όσο και του συλλογικού συνανήκειν στον χώρο. Η κυρίαρχη εικόνα δημόσιων χώρων αλωμένων, αλλοιωμένων και καταναλωμένων μέσα από το τουριστικό βλέμμα επιτείνει αυτά τα ερωτήματα.

Πώς λοιπόν μπορούμε να αρθρώσουμε χωρικές εναλλακτικές, να δείξουμε αυτό που υπερβαίνει κάθε εικόνα, αυτό που δεν έχει ιδωθείκαι μάλιστα με τρόπο ώστε να οδηγήσει σε νέες εστίες συν -ύπαρξης και πολιτικής οντότητας; Χωρικές τακτικές δηλαδήπου αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν αυτά που συνήθως στερούνται αναπαράστασης στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου.

Οι διανοητές που εξετάζουν τη συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που μπορεί σε κάθε περίοδο να είναι αντιληπτό, να είναι αισθητό, με αυτό που συγκροτεί τον κοινωνικό δεσμό, τη σύγκλιση  δηλαδή ανάμεσα στην κοινωνική και αισθητική οργάνωση, θέτουν με τη σειρά τους θέματα δημόσιας όρασης και εμπειρίας.Σε αυτές τις προσεγγίσεις, τα αισθητικά και τα πολιτικά εδάφη της ύπαρξης, η πολιτική θεωρία και η φιλοσοφική αισθητική  βρίσκονται στενά συνυφασμένες.

Οι Georges Didi-Huberman και Jacques Rancièreθα αναφερθούν στις αισθητικές πράξεις ως σχηματισμούς της εμπειρίας που δημιουργούν νέους τρόπους αισθητήριας αντίληψης και οδηγούν σε νέες μορφές πολιτικής υποκειμενικότητας. Στο ερώτημα που θέτει ο Didi-Huberman σχετικά με το τι μπορεί σήμερα να γίνει αισθητό απαντά: «Κάνω αισθητό θα πει κάνω προσβάσιμο από τις αισθήσεις, και μάλιστα κάνω προσβάσιμο αυτό που οι αισθήσεις μας, όπως και οι ευφυϊες μας, δεν μπορούν πάντα να αντιληφθούν σαν να ‘έχει νόημα’: κάτι που εμφανίζεται μόνο ως ρωγμή στο νόημα, ένδειξη ή σύμπτωμα»(Didi-Huberman 2013:102).Αντίστοιχα, για τον Rancière : «Η πολιτική συνίσταται στην αναδιαμόρφωση του μερισμού του αισθητού, στο να φέρει κανείς στη σκηνή νέα αντικείμενα και υποκείμενα, στο να καθιστά ορατό εκείνο που δεν ήταν ορατό…» (Rancière 2008:86).    Ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου μπορεί να συνεισφέρει στο να κάνει αισθητήτην ιδιαίτερη αφήγηση στο συλλογικό,να εγγράψει μορφές ορατότητας που αναδιοργανώνουν τον τρόπο πλαισίωσης μιας εμπειρίας κοινής αίσθησης;

4  σχεδιάζοντας την τοπολογία του βλέμματος

Πώς λοιπόν η αρχιτεκτονική και ειδικά ο δημόσιος χώρος συμμετέχουν στη διαμόρφωση, στην «κατανομή των χρόνων και των χώρων, του ορατού και του μη ορατού, του λόγου και του θορύβου, που ορίζει ταυτόχρονα τον τόπο και το διακύβευμα της πολιτικής ως μορφή εμπειρίας» (Rancière 2012:17); Υπάρχουν περιθώρια  δραστικής παρέμβασης στο αισθητό με τρόπο που να αναδιοργανώνει το χωρικό συλλογικό;                                                           Ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου δεν είναι μια καλοβαλμένη σκηνογραφία για την υποδοχή του τουριστικού βλέμματος, ούτε η εμβληματική εικόνα του τουριστικού branding. Αυτή η τρέχουσα μονοκουλτούρα παραγωγής δημόσιων χώρων συνδέεται αποκλειστικά με την αναψυχή και την κατανάλωση, δημιουργώντας ασυνέχειες στον αστικό ρυθμό και τη φυσιογνωμία μιας πόλης και συχνά αλλοιώσεις στις υφιστάμενες κοινωνικές δομές και στο μεσογειακό μοντέλο της κοινωνικής συνύπαρξης. H αστική πυκνότητα, το οπτικό βάθος, οι σκοτεινές γωνιές, η δυνατότητα να μείνεις μόνος μαζί με άλλους, η ανάδειξη της ιδιομορφίας ενός τόπου, εκλείπουν από τον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου.

Προτάσεις που επιχειρούν να ρυθμίσουν τις σχέσεις σύνδεσης/αποσύνδεσης, συνέχειας /ασυνέχειας στην αστική εμπειρία με έναν τρόπο ιδιαίτερο, είναι όλο και πιο δυσδιάκριτες. Προτάσεις δηλαδή ελεύθερης διαπραγμάτευσης της σχέσης ανάμεσα στη συνάντηση και την απομόνωση, την οικειότητα και την ανοικειότητα, την συλλογική συνεύρεση, αλλά και το δικαίωμα να χαθείς στην πόλη.

Κάποιες σχεδιαστικές απόπειρες του δημόσιου χώρου που κινούνται σε αυτή την οπτική, σχεδιάζουν την οργανωτική λογική τους με όρους συνδέσεων και αλληλεπιδράσεων, δουλεύουν με ρυθμούς, υφές αντί για μορφές, συνθέτουν ασταθείς χωρικές δομές, χωρίς αναπαραστατικές αναφορές, αλλά με την επεξεργασία των συναρμογών της ύλης και του εδάφους. Η σύνθεσή τους ενορχηστρώνει αδιάκοπα χωρικά και αντιληπτικά μεσοδιαστήματα οπτικά και συγκινησιακά, μια συνεχώς κλιμακούμενη διαβάθμιση στον χαρακτήρα, την κλίμακα και την οικειοποίηση του χώρου. Προκαλούν συσσώρευση αιφνίδιων οπτικών, πυκνές διαδοχές αντιληπτικών και βιωματικών πεδίων που δεν εξαντλούνται σε αβαθείς αναγνώσεις και οριοθετήσεις. Πρόκειται για τη ρύθμιση τοπικών ποιοτήτων ορίου και του τρόπου που αυτά γίνονται εμπειρία.

Για παράδειγμα, η δουλειά των Ινδών αρχιτεκτόνων τοπίου Anuradha Mathur & Dilip da Cunhaεξετάζει πώς η αναπαράσταση του τόπου και του τοπίου προσδιορίζει την αντίληψή μας για αυτά, πώς νέοι τρόποι παρατήρησης μπορούν να αλλάξουν τη σχέση μας με το περιβάλλον. Οι χαρτογραφικές τους αφηγήσεις επεξεργάζονται την προετοιμασία του εδάφους σε κρίσιμα τοπία μέσα από την καταγραφική ανάδειξη των μακροχρόνιων μετατροπών του. Παρουσιάζουν τα ενεργήματα  του τοπίου, κάθε μικρή ή μεγάλη αφήγηση που σχετίζεται με αυτό. Ακολουθίες από φωτογραφικά collages, ιστορικοί χάρτες, καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά σχέδια, εκθέτουν τα ίχνη των μεταβολών που διαμορφώνουν την ιδιομορφία του τοπίου. Οπτικοποιούν τις σχέσεις ανάμεσα σε οικολογικά, πολιτισμικά στοιχεία και στοιχεία της καθημερινής ζωής, προσπαθώντας να αναδείξουν ποιότητες που δεν εμφανίζονται στις συνήθεις γεωγραφικές απεικονίσεις. Οι ίδιοι λένε ότι αυτή η διαφορετική ανάγνωση της επιφάνειας της γης είναι ένας σχεδιαστικός ακτιβισμός.

Στη μελέτη τους SOAK (Mathur & da Cunha 2009) που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πλημμύρες που προκαλούν οι μουσώνες στην Βομβάη, δημιουργούν μια εναλλακτική χαρτογράφηση που καταγράφει τον ρυθμό από τα ρευστά όρια ανάμεσα στο έδαφος και το υγρό στοιχείο. Αναδιατάσσουν με λεπτότητα την γεωμορφολογία των εκβολών αυτής της σχέσης εξερευνώντας τις πιθανές διόδους υπέργειας και υπόγειας αποστράγγισης. Ανιχνεύουν ξεχασμένες υδάτινες οδούς, λασπότοπους, τη σχέση της ακτογραμμής με το υδάτινο στοιχείο, με στόχο επεμβάσεις που θα διευκολύνουν την ήπια απορρόφηση των υδάτων. Οι προτάσεις τους δεν συγκροτούν στρατηγικά σχέδια διάταξης, αλλά βοτανίσματα σπόρων προς ανάπτυξη. Παρακολουθούν την επαναληπτική φύση της υλικής συσσώρευσης ενός τόπου προκειμένου να εξάγουν ρυθμό, αίσθηση, μια μετατρεπτική χειρονομία για το τοπίο.

Ακόμη, το θέμα της παρατήρησης, της οξυδερκούς, αλλά και της σαστισμένης ματιάς διατρέχει και επαναλαμβάνεται σταθερά στο έργο του Enric Miralles. O Ισπανός αρχιτέκτονας εισάγει την προβληματική για ένα είδος όρασης που στηρίζεται στην αίσθηση για τα πράγματα. Με τη δεξιοτεχνία ενός φυσιοδίφη παρατηρεί τις διαδικασίες εξέλιξης, μετασχηματισμού της χωρικής πρότασης, δεν αναπαριστά μορφές, εκθέτει τις νευρικές γραμμές που τις συγκροτούν, τις δυνάμεις που τις παράγουν και τις εξελίσσουν. Αναπτύγματα από διαδοχικές τομές, εντείνουν την πολυπλοκότητα, παρακολουθούν τον ρυθμό με τον οποίο τα πράγματα αναπτύσσονται στο περιβάλλον τους.

Ο Miralles δεν εκθέτει πλήρη σχέδια, αλλά αφηρημένα διαγράμματα, τους νοητικούς χάρτες των επιλογών και των κατευθύνσεων της μελέτης. Συναρμόζει  στοιχεία από τη βιωματική εμπειρία, συμβάντα, μνήμες, ιστορικά και  γεωλογικά στοιχεία της περιοχής μελέτης, παρουσιάζει τα πράγματα καθώς μετασχηματίζονται, καθώς συγχωνεύονται με τις δυνάμεις που τα κατοικούν. Πρόκειται για μια γεωλογία της αστικής μνήμης που εξερευνά τις απαρατήρητες, λιγότερο προσδιορισμένες χωρικές ποιότητες και που τις ανασυντάσσει σε νέες σχέσεις με τρόπο που τις καθιστά απαιτήσεις σχεδόν φυσικές για τον συγκεκριμένο τόπο.      Στο έργο του, Πάρκο Diagonal Marστη Βαρκελώνη, ο Miralles επαναλαμβάνει χειρισμούς που φέρνουν στο νου το Parque Güell του Gaudί. Στο πάρκο που βρίσκεται σε περιοχή επέκτασης της πόλης, οικεία στοιχεία της ιδιωτικής σφαίρας αναμειγνύονται απρόσμενα με τον αστικό, δημόσιο εξοπλισμό.Μωσαϊκά δαπέδων ως πολύχρωμα χαλιά και μια σειρά από μεγάλες κεραμικές ανθοδόχες, προσφέρουν χαρακτηριστικά οικιακή ατμόσφαιρα στον δημόσιο χώρο. Μια λεπτομέρεια που μεγεθύνεται, αλλάζει κλίμακα, έμφαση, εντείνει τη συν-κίνηση, ανακαλώντας συνειρμούς, επιταχύνοντας τη βιωματική εγγραφή και εμπειρία στο νέο χώρο. Η ευαίσθητη ματιά του Miralles σχεδιάζει την αφηγηματική αίσθηση των πραγμάτων, την προσωπική τους σχέση με τον χρόνο, με τρόπο που τα κάνει μοναδικά.

Οι προτάσεις που παρουσιάσθηκαν, έρχονται αντιμέτωπες με το στοιχείο της ιδιαιτερότητας που μένει εκτός του πεδίου αναπαράστασης. Μια διαφορετική τοπολογία σχέσεων ανάμεσα στο βλέμμα και την όραση εγκαθίσταται λοιπόν στην χωρική τους αντίληψη, αυτή της συνεχούς συναρμογής της αίσθησης και της λογικής, το υπαινικτικό πέρασμα από το αισθητό σε αυτό που μπορεί.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές
ΑλένΜιλέρ,Ζακ (2011).”Τολακανικόβλέμμα”,στο Ηψυχανάλυση, μτφρΕλ. Μόλαρη, επιμ. ΡεζινάλντΜπλανσέ, τεύχος 7 Άνοιξη, 15-28.
Bishop, Claire (2008). “Aνταγωνισμός και σχεσιακή αισθητική” στο Σταυρακάκης, Γ & Σταφυλάκης (επιμ.) Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Αθήνα,εκδ. Εκκρεμές, 215-252.
Deleuze, Gilles (1981).Francis Bacon: logique de la sensation, Editions de la différence, Paris.
Deutsche, Rosalyn (2008).”Aγοραφοβία” στο Σταυρακάκης, Γ & Σταφυλάκης (επιμ) Το πολιτικό στη  σύγχρονη τέχνη, Αθήνα, εκδ. Εκκρεμές σσ 139-188.
Didi-Huberman, Georges (1992).Ce que nous voyons, ce qui nous regarde, Paris  France, Ed. de Minuit.
Didi-Huberman, Georges (2013).”Κάνω αισθητό”, στοΤι είναι λαός, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας,Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 71-102.
Evans, Dylan (2005).”βλέμμα” στο Εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής ψυχανάλυσης, μτφρ. Γιάννης Σταυρακάκης, Aθήνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 80-81.
Lacan, Jacques (1964).”The Split between the Eye and the Gaze”, in The Four Fundamental
Concepts of Psychoanalysis. Trans. Alan Sheridan, New York: Norton (1978), 67-78.
Mathur, Anuradha & da Cunha, Dilip (2009).SOAK: Mumbai in an estuary, New Delhi: Rupa & Co.
Merleau-Ponty, Μaurice (1964) Le Visible et l’Invisible, Paris, Gallimard.
Mερλώ Ποντύ, Μωρίς(1991).H αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα, μτφρ. Αλέκα Μουρίκη, Αθήνα Εκδόσεις Νεφέλη.
Μουρίκη, Αλέκα (1991). “Eισαγωγή”, στο Μωρίς Mερλώ Ποντύ – H αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα, μτφρ. Αλέκα Μουρίκη, Αθήνα Εκδόσεις Νεφέλη, 9-23.
Mouffe, Chantal(2008). “Καλλιτεχνικός ακτιβισμός και αγωνιστικά πεδία”, στο Σταυρακάκης, Γ & Σταφυλάκης (επιμ.) Το πολιτικό στη  σύγχρονη τέχνη, Αθήνα, εκδ. Εκκρεμές, 287-296.
Rancière, Jacques (2008). “Η πολιτική της αισθητικής” στο Σταυρακάκης, Γ & Σταφυλάκης (επιμ.) Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Αθήνα, εκδ. Εκκρεμές, 85-100.
Rancière, Jacques (2012). Ο μερισμός του αισθητού, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, ΑθήναΕκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Σταυρακάκης, Γιάννης (2008).Ο Λακάν και το Πολιτικό, Εκδ. Ψυχογιός.
 

Comments are closed