Δημόσιος χώρος: Διερευνώντας τη διδακτική του σχεδιασμού του

Π. Κουτρολίκου, Ε. Μίχα, Κ. Μωραΐτης, Στ. Σταυρίδης

Περίληψη

Η αντίληψη των κοινωνιών για τον χώρο, η χωρική έκφραση κοινωνικών σχέσεων, οι αντίστοιχες παραστάσεις και κατασκευές, συνιστούν επίδικα πολιτισμικά και πολιτικά αντικείμενα, με παρουσία και χαρακτήρα δημόσιου. Με κατεύθυνση ανάλογη, η διδακτική σε Σχολές Αρχιτεκτόνων, οφείλει να παραπέμπει στη δημοσιότητα του χώρου, στη δημόσια εντέλει σημασία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Δημόσιος Χώρος της Πόλης, τα ‘ελεύθερα’ υπαίθρια τμήματά της, το πλέγμα ‘κενών’ αστικών χώρων επιδεκτικών δημόσιας ‘πλήρωσης’, δημόσιας παρουσίας και χρήσης αποτελούν ουσιώδες αντικείμενο διερεύνησης και σχεδιασμού, ουσιώδες αντικείμενο διδασκαλίας. Η παρουσίαση που ακολουθεί επιμένει σε διδακτικές προσεγγίσεις ανάλογες, θηρεύοντας παραδείγματά από προπτυχιακά μαθήματα, διπλωματικές εργασίες ιδιαίτερα, της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.

1 Εισαγωγικά: Ο υπαίθριος δημόσιος χώρος της πόλης και η διδακτική των Σχολών Αρχιτεκτονικής

Το σύνολο του αρχιτεκτονικού, αστικού και τοπιακού σχεδιασμού, αποτελεί πολιτιστικό και πολιτικό αντικείμενο με, εκ των πραγμάτων, σημασία δημόσια. Εντούτοις ο υπαίθριος δημόσιος χώρος της πόλης μπορεί να παρουσιαστεί ως κατ’ εξοχήν χώρος προβολής της αστικής δημοσιότητας, εντέλει των αστικών κοινωνικών ηθών. Στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής δραστηριότητας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, η διερεύνηση του δημόσιου υπαίθριου αστικού χώρου αντιμετωπίζεται ως συστατικό στοιχείο σειράς μαθημάτων. Με ισχυρότερη διδακτική απαίτηση, αντιμετωπίζεται ως βασικό πεδίο σύγκλισης επιμέρους διδακτικών περιοχών που διερευνούν την αρχιτεκτονική, αστική και τοπιακή προσέγγιση, με τρόπο που υλοποιείται χαρακτηριστικά στο πλαίσιο διπλωματικών εργασιών.

2 Τα πολλαπλά περιεχόμενα του Δημόσιου Χώρου

Στη διδακτική της μελέτης της πόλης ο χώρος αντιμετωπίζεται όχι ως κενό, στατικό, αδιάφορο υπόβαθρο, αλλά ως χωρο-κοινωνική σφαίρα συνύπαρξης, σφαίρα ενδεχομενικότητας και πολλαπλότητας, στην οποία συνδιαλεγόμαστε με τις ξεχωριστές ανθρώπινες τροχιές μας. Δεν ορίζεται από σύνορα και προκαθορισμένες ερμηνείες. Είναι ανοικτός, περιέχει την ιστορία του, είναι διαρκώς υπό κατασκευή (Massey 2001:10). Με αυτήν τη ματιά η πόλη προσεγγίζεται αφενός ως αστικός ιστός, δηλαδή ως πλέγμα από δρόμους, πλατείες, δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, αφετέρου, ταυτόχρονα, ως πλέγμα κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων και αλληλένδετων πεδίων αναφοράς, ως διαδικασία στην οποία εξελίσσονται καθημερινά μύριες ιστορίες, που διαπερνούν όρια και σύνορα και εκτίνονται από το πολύ τοπικό (το σώμα) μέχρι το παγκόσμιο. Πρόκειται για μεθοδολογική επιλογή που επιτρέπει την ανάγνωση και ερμηνεία των μεταβαλλόμενων γεωμετριών των κοινωνικών σχέσεων, επιδιώκοντας να φέρει στην επιφάνεια τις πολλαπλότητες των τόπων και του χώρου, σε διαφορετικές και διαπλεκόμενες κλίμακες. Η συγκρότηση ενός σύνθετου και συνθετικού τρόπου σκέψης, όπως υπονοείται με τον όρο «μελέτη της πόλης», ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του αστικού σχεδιασμού, αποκλείοντας ή περιορίζοντας τον κίνδυνο αστήρικτων αφαιρέσεων και γενικεύσεων. Πρόκειται για ανοικτή πρόταση προσέγγισης της πόλης και του αστικού η οποία εμπεριέχει την ανάγκη πολλαπλών στοχεύσεων από διαφορετικές επιστημονικές πειθαρχίες και θεωρητικές οπτικές, με σαφή προοπτική διεπιστημονικότητας.

Τα πολλαπλά περιεχόμενα του δημόσιου χώρου (υλικός χώρος, χώρος αναπαράστασης, χώρος δημόσιας πρόσβασης, διεκδίκησης και συμμετοχής), αποτελούν σημαντικό αντικείμενο σχεδιασμού, καθώς και πολιτικό επίδικο με σύνθετες συνδηλώσεις. Στις θεωρητικές διατυπώσεις που θεμελιώνουν τη συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, για να ορισθεί το δημόσιο, με τις ποικίλες υλικές και κοινωνικοπολιτικές του νοηματοδοτήσεις, αντιτίθεται συνήθως σε κάτι άλλο: στο ιδιωτικό, το αθέατο ή το ασήμαντο, το ασφαλές, το κατ’ αποκλειστικότητα φυσικό. Οι αντιπαραθέσεις αυτές το φέρνουν αντιμέτωπο και στο ιδεατό του πρότυπο, που ενσαρκώνει την απόλυτη λειτουργία του «κοινού τόπου», του πεδίου που καθιστά δυνατό τον ελεύθερο και ισότιμο λόγο, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή όλων. Έτσι η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από ποικίλες δυνάμεις που υπονομεύουν, αποδυναμώνουν ή συρρικνώνουν το ιδεώδες του δημοσίου. Τα θεωρητικά αυτά διπολικά σχήματα δημιουργούν και αναπαράγουν σειρά από επιμέρους χωρο-κοινωνικές πολώσεις με έντονα έμφυλο, ταξικό και εθνοτικό χαρακτήρα ενώ, χαράσσοντας όρια απροσπέλαστα και αμετάκλητα ανάμεσα σε γεωγραφικά και κοινωνικά διακριτούς χώρους, απαξιώνουν ό,τι επιβιώνει σε αμφίρροπες ενδιάμεσες καταστάσεις (Μίχα 2014:40).

Οι αδυναμίες του θεωρητικού αυτού πλαισίου γίνονται ακόμα πιο φανερές στη σημερινή συγκυρία της κρίσης καθώς λειτουργίες και θεσμοί της δημόσιας σφαίρας ιδιωτικοποιούνται, δικαιώματα και ελευθερίες που συναρτώνται με αυτήν περιστέλλονται, ενώ ταυτόχρονα ο δημόσιος χώρος της πόλης δέχεται έντονες πιέσεις τόσο από δυνάμεις της αγοράς όσο και πρακτικές αστυνόμευσης ή παρεμβάσεις «τακτοποίησης» στο όνομα της ασφάλειας, της αναβάθμισης ή/και της νοσταλγικής επαναφοράς μιας παρωχημένης «κανονικότητας». Στο πλαίσιο αυτό η αμφισβήτηση καθιερωμένων εννοιών και αντιλήψεων και ο προβληματισμός γύρω από ζητήματα που αφορούν τις μεθόδους και τα εργαλεία προσέγγισης του χώρου της πόλης αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.

Όπως επισημαίνει η Doreen Massey (2008:249-50), ιστορικά δεν υπήρξαν ιδανικοί δημόσιοι χώροι. Το γεγονός ότι οι χώροι αυτοί ήταν ανέκαθεν πεδία άνισων αντιπαραθέσεων, είναι αυτό που τους καθιστά γνήσια δημόσιους. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η διδακτική μας προτείνει να κατανοήσουμε τον αστικό χώρο ως κάτι που παράγεται. Με τα λόγια του Erik Swyngedouw (1997:140), «ως διαδικασία που είναι πάντα βαθιά ετερογενής, συγκρουσιακή και αμφισβητούμενη». Η σημασία αυτής της οπτικής είναι πολυσήμαντη ερευνητικά, διδακτικά και πολιτικά. Με αυτή τη ματιά κάθε τόπος είναι υβριδικός χώρος όπου συναθροίζονται σε πολλαπλά πλέγματα, υλικά στοιχεία, πρόσωπα, έργα, αντιλήψεις, αναπαραστάσεις, σύμβολα, βιώματα. Περικλείει σχέσεις σύνθετα διαμορφωμένες, συχνά συγκρουσιακές και άνισες, που αν αναγνωριστούν, μπορούν να τεθούν υπό διαπραγμάτευση. Η προσέγγιση αυτή διαφοροποιεί το περιεχόμενο της διδακτικής μας και τη σημασία του δημοσίου. Αναδεικνύει χωρο-κοινωνικές σχέσεις και δεν περιγράφει αδιάφορα χώρους, αλλά εξετάζει τι μπορούμε να κάνουμε με αυτούς, σε φαντασιακό και πολιτικό επίπεδο (Gerard Toal στο Graves & Rechniewski 2017).

3 Διαδικασίες σχεδιασμού Υπαίθριων Δημόσιων Χώρων

Στις διπλωματικές εργασίες που συμπληρώνουν αυτήν την εισήγηση, επιχειρώντας να ολοκληρώσουν παραδειγματικά την παρουσίασή μας, ο δημόσιος υπαίθριος αστικός χώρος αντιμετωπίζεται ως κατ’ εξοχήν περιοχή συγκρότησης της αστικής συλλογικότητας, άρα ως περιοχή ενεργούς παρέμβασης και ανασυγκρότησης της αστικής χρήσης και της αστικής ταυτότητας, με άμεση συμμετοχή του αστικού κοινού. Συνθέτοντας τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας στην πόλη με τη μεγάλη εικόνα παγκόσμιων τάσεων και πολιτικών, που υιοθετούνται σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, οι σπουδαστικές εργασίες φέρνουν στο προσκήνιο σύνθετες πλευρές συγκρότησης της πόλης αλλά και ποικίλες κοινωνικές πρακτικές. Η διερεύνηση του δημόσιου χώρου μέσα από την καθημερινή ζωή, οδηγεί σε λεπτούς χειρισμούς παρέμβασης που αναδεικνύουν τις πολλαπλές «τεχνογνωσίες επιβίωσης» που αναπτύσσονται στους χώρους της πόλης και λειτουργούν υποστηρικτικά στη συγκρότηση στρατηγικών σε διαφορετικές και διαπλεκόμενες γεωγραφικές κλίμακες, από το σώμα ως το παγκόσμιο σύστημα (Dyck 2005: 241-2).

4 Τοπιακή πολεοδομία και Αστικό Τοπίο

Σε δυο από τα παραδείγματα που παρουσιάζονται, είναι εμφανής η στροφή των προτάσεων προς την κατεύθυνση εκείνη του αστικού σχεδιασμού που επιμένει στην τοπιακή επεξεργασία του αστικού πεδίου. Με το επίθετο ‘τοπιακή’ υποδεικνύουμε βέβαια τη συνθετική επεξεργασία που επιμένει, με έμφαση, σε φυσικά στοιχεία του αστικού πεδίου, στην αστική φύτευση όπως και στο ελεύθερο αστικό έδαφος. Αλλά ας εξηγήσουμε επίσης πως ο όρος ‘τοπίο’ υπονοεί ευρύτητα σχέσεων που παραπέμπουν σε ένα σύμπλοκο φυσικό-πολιτισμικό περιβάλλον, στη συνολική εντέλει σχέση των κοινωνιών με το υλικό τους υπόβαθρο φυσικό ή ανθρωπογενές, Ώστε ο όρος ‘τοπίο’ παραπέμπει σε έναν σύμπλοκο τρόπο θεώρησης, απαιτώντας τον συσχετισμό με τον επιθετικό προσδιορισμό ‘πολιτισμικό’, εν προκειμένω ‘πολιτισμικό τοπίο’.

Ωστόσο, επιμένοντας στην εξειδικευμένη χρήση του όρου ‘τοπίο’, στην έμφαση την οποία η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση απαιτεί να αποδίδουμε στα φυσικά υποδείγματα, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως αυτά δεν καθορίζουν τη συνθετική-σχεδιαστική προσέγγιση σε επίπεδο ‘λειτουργικής’ επίλυσης μόνο. Δε συμμετέχουν στη συνθετική-σχεδιαστική προσέγγιση της λειτουργικής μόνο αντιμετώπισης του αστικού πεδίου. Με ευρύτερο τρόπο αποτελούν τμήμα μιας συνολικής αναμόρφωσης του συνθετικού υποδείγματος, του τρόπου ‘γραφής’ που υποβαστάζει τον αρχιτεκτονικό ή αστικό σχεδιασμό. Αποτελούν τμήμα μιας συνολικής ‘δομικής’ διεργασίας, κατά την οποία αντιμετωπίζουμε τον όρο ‘δομή’ ως συνώνυμο του νοητικά και παραστασιακά οργανωτικού, δηλωτική της συσχέτισης επιμέρους συνθετικών μερών σε όλον. Ώστε τα φυσικά τοπιακά στοιχεία μπορούν να συντεθούν, να σχεδιαστούν σε απόλυτη συνεργασία με το ‘σκληρά’ δομικά στοιχεία του αστικού σχεδιασμού, επιζητώντας κοινούς με αυτά όρους συνθετικής σχηματοποίησης, κοινές κανονιστικές συνθετικές προσεγγίσεις, κοινά ‘σχήματα τοπίου’ (Μωραΐτης 2012, 2015α, 2015β) φυσικού ή ανθρωπογενούς.

Η προηγούμενη θεωρητική και διδακτική στάση η οποία συνοπτικά περιγράφεται με όρους όπως ‘δομική χρήση της φύτευσης’, ‘δομική χρήση των φυσικών στοιχείων του τοπίου’, αποτελεί μια διδακτική στάση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. η οποία αναπτύχθηκε σταδιακά στο πλαίσιο προπτυχιακών μαθημάτων με αντικείμενο τον σχεδιασμό ‘ελεύθερων υπαίθριων χώρων’, για να τολμήσει στη συνέχεια την εφαρμογή σε προπτυχιακά μαθήματα διατομεακής συνεργασίας, με αντικείμενο τον αστικό σχεδιασμό και σε μαθήματα μεταπτυχιακά. Σε κάθε περίπτωση η προηγούμενη θεωρητική και διδακτική στάση επιτρέπει την ταυτόχρονη εφαρμογή επιλύσεων πρακτικής, κατασκευαστικής τάξης όσο και συνθετικής θέσεις όπως αυτές που δηλώνονται στο παράδειγμα της παρέμβασης στην αστική περιοχή γύρω από το Ρέμα Πικροδάφνης. Στο παράδειγμα αυτό η πρόταση υποστηρίζεται από υδρολογική διερεύνηση που δικαιολογεί τις επιλογές σχεδιασμού. Αλλά ολοκληρώνεται με την πεποίθηση πως η διαχείριση του εδαφικού αναγλύφου και των αστικών φυτεύσεων μπορούν αν αποτελέσουν βασικό στοιχείο συνθετικής παρουσίας, συμπληρωματικό του κτιριακού σχεδιασμού και σε κάποιες περιπτώσεις σημαντικότερο από αυτόν.

Εικόνα 1: Α. Ανδουλακάκης, Τ. Τζαναβάρα, «Σκέψεις για έναν ανοικτό αστικό βιότοπο στο Ρέμα Πικροδάφνης». Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Υπεύθυνοι διδάσκοντες Επικ. Καθηγήτρια Μ. Μάρκου, Καθηγητής Κ. Μωραΐτης.

6 Διαθέτει η φυσική-τοπιακή προσέγγιση του Δημόσιου Αστικού Χώρου διάσταση πολιτική;

Πρόκειται προφανώς για ερώτηση ρητορικής πρόθεσης. Αποτελεί βασική βεβαιότητα των καιρών μας πως η περιβαλλοντική ποιότητα των αστικών περιοχών συνιστά βασικό αίτημα ζωής και πως, αντίστροφα, οι πολιτικές διεκδικήσεις οφείλουν να περιλάβουν ανάλογες προσεγγίσεις ως βασικό τους μέρος. Οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες πείθουν πως η προηγούμενη πρόταση για τη διευθέτηση στο Ρέμα Πικροδάφνης δεν υποδεικνύει μόνο κατευθύνσεις αστικού καλλωπισμού ή έστω αόριστες προθέσεις αειφορίας. Συνδέει ανάλογες προσεγγίσεις με βασικές προτεραιότητες αστικού σχεδιασμού. Στο παράδειγμα πάλι της διπλωματικής εργασίας με αντικείμενο την περιγραφή ενός σεναρίου κατοίκησης στον πρώην προσφυγικό οικισμό ‘Καστρόπληκτα’, στη νότια πλευρά του βόρειου τμήματος των τειχών της.

Πρόκειται προφανώς για ερώτηση ρητορικής πρόθεσης. Αποτελεί βασική βεβαιότητα των καιρών μας πως η περιβαλλοντική ποιότητα των αστικών περιοχών συνιστά βασικό αίτημα ζωής και πως, αντίστροφα, οι πολιτικές διεκδικήσεις οφείλουν να περιλάβουν ανάλογες προσεγγίσεις ως βασικό τους μέρος. Οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες πείθουν πως η προηγούμενη πρόταση για τη διευθέτηση στο Ρέμα Πικροδάφνης δεν υποδεικνύει μόνο κατευθύνσεις αστικού καλλωπισμού ή έστω αόριστες προθέσεις αειφορίας. Συνδέει ανάλογες προσεγγίσεις με βασικές προτεραιότητες αστικού σχεδιασμού. Στο παράδειγμα πάλι της διπλωματικής εργασίας με αντικείμενο την περιγραφή ενός σεναρίου κατοίκησης στον πρώην προσφυγικό οικισμό ‘Καστρόπληκτα’, στη νότια πλευρά του βόρειου τμήματος των τειχών της Θεσσαλονίκης, τα φυσικά στοιχεία της φύτευσης μετέχουν καθοριστικά στον σχεδιασμό. Εντούτοις ο όρος ‘τοπίο’ μπορεί να εφαρμοστεί, στην περίπτωση αυτή επίσης, με εύρος εννοιακό που σαφώς υπερβαίνει τη φυσική διάσταση. Μπορούμε να αναφερθούμε με πολύ ουσιαστικότερο τρόπο, ας εξειδικεύσουμε την παρατήρηση, στο ‘πολιτικό τοπίο’ της πόλης, επεξηγώντας πως τα φυσικά στοιχεία του αστικού τοπίου δεν μπορούν να αποχωριστούν από την ουσιαστικότερη ‘φύση’ της πόλης… την πολιτική της ‘φύση’.

Εικόνα 2: Α. Νικολοπούλου, Ν. Χούμα. «Πρακτικές καθημερινότητας στα Καστρόπληκτα στη Θεσσαλονίκη». Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Υπεύθυνοι διδάσκοντες Επικ. Καθηγήτρια Ε. Μίχα, Καθηγητής Κ. Μωραΐτης.

Στην πολιτική φύση του αστικού πεδίου, του Δημόσιου Χώρου της πόλης, αναφέρεται με έμφαση και η τρίτη διπλωματική εργασία που εικονογραφείται στην παρουσίασή μας, η εργασία με αντικείμενο την μετατροπή του χώρου της Παλιάς Λαχαναγοράς της Θεσσαλονίκης, σε χώρο πολλαπλών κοινωνικών – πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Στην εργασία γίνεται προσπάθεια κατανόησης του τρόπου με τον οποίο ο συσχετισμός του δημόσιου χώρου με καθημερινές πρακτικές μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία τόπων συνάντησης, δυνητικά ικανών να βελτιώσουν τις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε άτομα και ομάδες. Σε πρώτο επίπεδο η εργασία επιδίωξε τη συγκρότηση του θεωρητικού της πλαισίου με κύριο άξονα τον όρο ‘micro-publics’ που χρησιμοποιείται (Amin 2002), προκειμένου να προσδιοριστούν δημόσιοι χώροι με συγκεκριμένη λειτουργία, που διαθέτουν χαρακτήρα δυναμικό, πρόσφορο για ενίσχυση της οργάνωσης ατόμων-κατοίκων της πόλης σε ομάδες σύμφωνα με κοινούς στόχους, υπερβαίνοντας καθιερωμένα εθνοτικά ή πολιτισμικά κριτήρια. Παράλληλα, η εργασία διερευνά τη σημασία της καθημερινής επαφής και της συλλογικής οικειοποίησης του χώρου στην ανάδειξη ζητημάτων αλληλεπίδρασης, ωσμώσεων και αντιτιθέμενων διεκδικήσεων των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Σε δεύτερο επίπεδο, η εργασία προχώρησε στη σύνδεση του προηγούμενου θεωρητικού υποβάθρου με τον χώρο της Παλιάς Λαχαναγοράς της Θεσσαλονίκης, που αποτέλεσε στο παρελθόν και συνεχίζει να αποτελεί, σαράντα χρόνια αφότου σταμάτησε να λειτουργεί, σημείο αναφοράς για τη γειτονιά και την πόλη. Είναι προφανές πως για την επιλογή του συγκεκριμένου χώρου παρέμβασης, καθίσταται καθοριστική η ιστορία και η μνήμη που φέρει η πόλη της Θεσσαλονίκης σε συσχετισμό με τη συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών και κοινωνικών ομάδων (Mazawer 2006). Βασικό άξονα της πρότασης αποτέλεσε η εισαγωγή και μίξη νέων και ποικίλων χρήσεων, πέραν του εμπορίου, που με βάση τις προηγούμενες κατευθύνσεις του θεωρητικού πλαίσιου εμφανίζονται ικανές να προάγουν την καθημερινή επαφή, ενώ παράλληλα μπορούν να εξυπηρετήσουν σύγχρονες ανάγκες της γειτονιάς.

Εικόνα 3: E. Θεοδωράκογλου, Κ. Σταυρίδη, «Λαχανόπολις. Κέντρο για τη γειτονιά στην Παλιά Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης». Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Υπεύθυνοι διδάσκοντες Επικ. Καθηγήτρια Π. Κουτρολύκου, Επικ. Καθηγητής Π. Βασιλάτος, Καθηγητής Κ. Μωραΐτης.

Συμπερασματικά

Η διδακτική εμπειρία της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π., οι διπλωματικές εργασίες ιδιαίτερα, δεν προσφέρουν απλά πεδίο διδασκαλίας προς τους σπουδαστές. Συγκροτούν, πολύ ισχυρότερα, ερευνητικό χώρο, σημαντικότατο για τους διδασκόμενους όσο και τους διδάσκοντες, σημαντικότατο ευρύτερα για τη δημόσια εμπειρία της χώρας. Γιατί στη διδακτική της μελέτης της πόλης σημασία έχει η διαδικασία. Μόνο μέσα από συνεχή ερευνητική ανασκόπηση του ίδιου μας του έργου καταφέρνουμε να αναπροσδιορίζουμε διαρκώς τους στόχους και τη μεθοδολογία μας, να είμαστε πιο αποτελεσματικές/οι, άρα πιο ικανοποιημένες/οι, με την παρέμβασή μας. «Η καθημερινή διαπραγμάτευση και αμφισβήτηση ενός τόπου», γράφει η Doreen Massey (2008: 252-3), «δεν απαιτεί… τη συνειδητή συλλογική αμφισβήτηση της ταυτότητάς του… ούτε και υπάρχουν μηχανισμοί για αυτή». Γίνεται με τρόπο σχεδόν ανεπαίσθητο ή και καθόλου συνειδητό, μέσα από τις καθημερινές πρακτικές. «Πιο απλά, ο τόπος μας αλλάζει μέσα από την άσκηση του τόπου». Αυτή η ασυνείδητη αμφισβήτηση, σημαίνει ότι καθημερινά όλοι και όλες, με την παρουσία μας, τη στάση και τις πρακτικές που αναπτύσσουμε, μπορεί να διασχίζουμε όρια, να τα μετατοπίζουμε ή να τα υποσκάπτουμε για να διαμορφώσουμε τον δικό μας (κοινό) χώρο. Χώρο, περιεκτικό, καθημερινής διαπραγμάτευσης, έναν ενδιάμεσο στα διπολικά σχήματα χώρο.

Παραπομπές
Amin, A. 2002: Ethnicity and the Multicultural City: Living with Diversity. Environment and Planning A, 34(6): 959-980.
Βαΐου, Ντ., Κουτρολίκου, Π., Μαντουβάλου, Μ. και Μίχα, Ε. 2017. «Διδάσκοντας τη ‘μελέτη της πόλης’: διαγεννεακές ανταλλαγές μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας», εισήγηση στο επιστημονικό συνέδριο με αφορμή τα 100 χρόνια λειτουργίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ Η Διδακτική της Αρχιτεκτονικής: αντικείμενα και προοπτικές, Αθήνα, 3-4 Νοεμβρίου.
Dyck, I. 2005: Feminist geography, the ‘everyday’, and local-global relations: hidden spaces of place-making. The Canadian Geographer. 49(3): 233-243
Graves, M. and Rechniewski, E. 2015: Imagining geographies, mapping identities. In Geographies of Identity special issue, PORTAL Journal of Multidisciplinary International Studies 12(1).
Καραδήμου-Γερολύμπου, Α. 2014: Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Koutrolikou, P. 2013: Public, Private, and Other Spaces in Multicultural Hackney, London. Public Space and the Challenges of Urban Transformation in Europe.
Madanipour, A., Degros, A. and Knieber S. (eds), Public Space and the Challenges of Urban Transformation in Europe. London: Routledge.
Massey, D. 2001: Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας. Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ – Παπασωτηρίου.
Massey, D. 2008; Για το χώρο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Mazawer, M. 2006: Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Μίχα, Ε. 2014: «Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι (ενδιάμεσοι) χώροι», Η Αυγή: Αναγνώσεις (αφιέρωμα Δημόσιος χώρος και τοπικότητα), 27 Απριλίου, 595: 40.
Μωραΐτης, Κ. 2012: Το Τοπίο πολιτιστικός προσδιορισμός του Τόπου. Αθήνα: Διδακτορική διατριβή Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ.
Μωραΐτης, Κ. 2015α: Η Τέχνη του Τοπίου: Πολιτιστική επισκόπηση των νεωτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων. Αθήνα: Ηλεκτρ. Εκδόσεις Κάλλιπος.
Μωραΐτης, Κ. 2015β: Σχήματα Τοπίου. Ο σχεδιασμός του τοπίου ως ειδική αρχιτεκτονική διδακτική. Αθήνα: Ηλεκτρ. Εκδόσεις Κάλλιπος.
Σταυρίδης Σ,. 2017: Common Space: The City as Commons. Λονδίνο: Zed Books.
Swyngedouw, E. 1997: Neither Global Nor Local: ‘Glocalization’ and the Politics of Scale. In Kevin R. Cox (ed.) Spaces of Globalization: Reasserting the Power of the Local: 137-166. New York-London: Guilford/Longman.
Valentine, G. 2008: Living with difference: reflections on geographies of encounter. Progress in Human Geography, 32(3): 323-337.
Vertovec, S. 2011: Migration and new diversities in global cities. Göttingen: Max Planck Institute for the Study of Religious and Ethnic Diversity.

 

Comments are closed