Δ. Γροζόπουλος
Η παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσει να εξετάσει τη σχέση του δημόσιου χώρου με την αστική ανάπτυξη, προσεγγίζοντάς την αρχικά ιστορικά και στη συνέχεια μέσω διαφορετικών σύγχρονων παραδειγμάτων, όπου θα παρουσιαστούν εκφάνσεις του δημόσιου χώρου και πώς αυτός επηρεάζει και επηρεάζεται από τις εκάστοτε αστικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο δημόσιος χώρος αντιμετωπίζεται διττά, αφενός ως αίτιο της αστικής ανάπτυξης και αφετέρου ως αποτέλεσμά της. Μέσα από σύγχρονα παραδείγματα πόλεων, όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, θα αναλυθούν η σημασία του δημόσιου χώρου, οι παραλλαγές και οι μετατροπές του, τόσο σε θεσμικό όσο και σε εννοιολογικό επίπεδο, καθώς και η ανάδυση νέων εννοιών και φαινομένων, όπως η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου,o ψευδο-δημόσιος χώρος (pseudo-public space) και η εσωτερική πολεοδομία (interior urbanism). Η ανάλυση αυτή καθιστά σαφές πως ο δημόσιος χώρος αποτελεί ιστορικά μια ευμετάβλητη έννοια, ένα χωρικό μόρφωμα το οποίο μεταβάλλεται διαρκώς από τις δυνάμεις που ασκούνται και σχηματοποιούν το αστικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα διαρκούς επαναπροσδιορισμού τόσο του θεσμικού πλαισίου και του ρόλου μας ως σχεδιαστές του χώρου, όσο και του ρόλου των ίδιων των πολιτών ως αστικών υποκειμένων στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Προσεγγίζοντας το δημόσιο χώρο
Η έννοια του δημόσιου χώρου αποτελεί μια από τις πιο πολυδιάστατες και πιο δημοσιευμένες στη σύγχρονη βιβλιογραφία με διαφορετικές προσεγγίσεις σε ερευνητικό επίπεδο και ποικίλους ορισμούς τόσο από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών όσο και από αυτά των χωρικών, οικονομικών κ.λ.π. Βασική θέση της συγκριμένης παρουσίασης είναι πως ο δημόσιος χώρος ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένος με την αστική ανάπτυξη, και κατ’ επέκταση με την αστικοποίηση, και αποτελεί τόσο αποτέλεσμα των δύο όσο ενίοτε και το αίτιο, που είτε ενεργοποιεί ή επιταχύνει τη διαδικασία της αστικής ανάπτυξης. Αυτή η διττή σχέση αστικής ανάπτυξης-δημόσιου χώρου θα επιχειρηθεί αρχικά να αναλυθεί σε θεωρητικό επίπεδο και στη συνέχεια θα εξεταστεί μέσα από σύγχρονα παραδείγματα αστικών μητροπόλεων.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι ορισμοί που συναντά κανείς στη βιβλιογραφία τόσο για την πόλη όσο και για το δημόσιο χώρο είναι πολλοί και ποικίλοι, γι’ αυτό η παρούσα εισήγηση δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο, αλλά επιδιώκει να εστιάσει στη σχέση μεταξύ τους. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρηθεί αρχικά να αναλυθεί ιστορικά η σχέση του δημόσιου χώρου με την πόλη προκειμένου να τεκμηριωθεί ο αμφίδρομος χαρακτήρας αυτής της σχέσης. Στη συνέχεια, περνώντας στο σήμερα θα παρουσιαστεί ο δημόσιος χώρος ως καταλύτης αστικής ανάπτυξης μέσα από το παράδειγμα της Νέας Υόρκης και έπειτα ο δημόσιος χώρος ως ‘προϊόν’ μέσα από το παράδειγμα του Λονδίνου.
Πόλη και δημόσιος χώρος ιστορικά
Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να οριστεί αρχικά το ιστορικό πλαίσιο για να αντιληφθούμε καλύτερα πώς ερμηνεύονται και ιδιαίτερα πως συσχετίζονται η έννοια του δημόσιου χώρου με αυτές της πόλης και της αστικής ανάπτυξης.
Από τη δημιουργία των πρώτων οικισμών, πολύ πριν την εμφάνιση των πόλεων φαίνεται να εντοπίζονται χώροι ανταλλαγής προϊόντων που φέρουν τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου, ‘ανοικτοί, αλλά οριοθετούνται και καθορίζονται γεωμετρικά σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, με ένα περιτοιχισμένο ορθογώνιο’ (Benevolo l.,1997). Αργότερα, στην κλασσική πόλη, η αρχαία αγορά, που θεωρείται από πολλούς ερευνητές το αρχέτυπο του δημόσιου χώρου, ‘αν και αποτελούσε το μοναδικό σχεδιασμένο τμήμα της πόλης, δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένη, τα όρια της γίνονταν σαφή εξαιτίας των δημόσιων κτιρίων που την περιέβαλλαν’ (Δημητριάδης Ε., 1995). Στη ρωμαϊκή πόλη, το φόρουμ φέρει κι αυτό παρόμοια χαρακτηριστικά με την αγορά, ενώ αιώνες αργότερα, συγκεκριμένα στη μεσαιωνική πόλη μετά το 12ο αιώνα εμφανίζεται, για πρώτη φορά, ένας οργανωμένος δημόσιος χώρος ως πλατεία κεντρικά της πόλης. ‘Στο χώρο αυτό εγγράφεται η ανταλλακτική, η πολιτική και η θρησκευτική διαδικασία της κοινωνικής ζωής της πόλης’ (Mumford L., 1961). Στη συνέχεια, στην αναγεννησιακή πόλη (14ο-16ο αιώνα, περίπου) σχεδόν στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης, η πλατεία παραμένει ως δομικό χωρικό στοιχείο, ωστόσο η αισθητική αντίληψη της εποχής την καθιστά πλέον σε κυρίαρχο και προβαλλόμενο σημείο που σχεδιάζεται και οργανώνεται από πολεοδόμους και αρχιτέκτονες. Ουσιαστικά ο δημόσιος χώρος της αναγέννησης, από σημείο συνάθροισης και κοινωνικής επαφής μετατρέπεται σε μνημειακό χώρο.
Ίσως οι σημαντικότερες αλλαγές στο δημόσιο χώρο, παρατηρούνται ιστορικά κατά τους 18ο και 19ο αιώνα, μαζί με τις δομικές αλλαγές στα μεγάλα Ευρωπαϊκά κέντρα (Λονδίνο, Παρίσι, κ.α), καθώς μετασχηματίζεται μαζί με τον πληθυσμό και ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου με την εισαγωγή νέων οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, σε νέους χώρους εμπορίου και κοινωνικοποίησης (π.χ εμπορικό κατάστημα, κ.α). Τέλος, κατά τον 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα φαίνεται πως ‘ο δημόσιος χώρος μετασχηματίζεται από έναν ελεύθερο χώρο συλλογικότητας σε έναν ορισμένο χώρο συνεύρεσης δημιουργημένο από την κατανάλωση και βασισμένο σε αυτή. Η κατανάλωση προηγείται του δημόσιου χώρου και αποτελεί προϋπόθεση ύπαρξης του’(Αίσωπος, Γ., 2003).
Στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης δεν θα αναλυθούν διεξοδικά η εξέλιξη και οι μεταβολές του δημόσιου χώρου. Επιχειρείται ωστόσο μέσα από τη σύντομη αυτή ιστορική αναφορά να τεκμηριωθεί η άρρηκτη σχέση του με το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, αλλά και το δομημένο περιβάλλον.
Ο δημόσιος χώρος ως καταλύτης και προϊόν της αστικής ανάπτυξης
Στο σημείο αυτό, περνώντας στο σήμερα, θα παρουσιαστούν ορισμένα παραδείγματα που φανερώνουν τη διττή φύση αυτής της σχέσης, όπως περιεγράφηκε αρχικά. Συγκεκριμένα, θα αναλυθεί πρώτα ο δημόσιος χώρος ως καταλύτης αστικής ανάπτυξης μέσα από το παράδειγμα της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια αντιστρέφοντας αυτή τη σχέση, θα εξεταστεί ο δημόσιος χώρος ως ‘προϊόν’ μέσα από το παράδειγμα του Λονδίνου.
Το παράδειγμα του High line στη Νέα Υόρκη
Τo 1929 το Αμερικανικό κράτος και ο δήμος της Νέας Υόρκης υιοθετούν και αποφασίζουν να υλοποιήσουν μια ρηξικέλευθη πρόταση του Robert Moses για τη δημιουργία υπέργειας εμπορικής σιδηροδρομικής γραμμής, δυτικά της πόλης, με στόχο την καλύτερη και ασφαλέστερη εξυπηρέτηση των αποθηκών και εργοστασίων. Η γραμμή λειτούργησε για σχεδόν 50 χρόνια, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 η εταιρεία διαχείρισης αποφασίζει το οριστικό κλείσιμο και κατεδάφισή της. Ωστόσο, το 1999 ιδρύεται η μη κερδοσκοπική εταιρεία φίλων του High line από τους Joshua David και Robert Hammond με σκοπό την προστασία και επανάχρηση της γραμμής ως δημόσιο χώρο. Αυτή ήταν και η αφετηρία για τη ριζική μεταμόρφωση του High line και της ευρύτερης περιοχής του Chelsea, όπου σχεδόν 10 χρόνια αργότερα εγκαινιάζεται επίσημα το πρώτο τμήμα του πάρκου.
Το High line είναι σήμερα ένα γραμμικό υπέργειο πάρκο μήκους 2.3 χλμ. δυτικά του Μανχάταν σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Diller Scofidio Renfro σε συνεργασία με τους αρχιτέκτονες τοπίου James Corner-Field Operations και Piet Oudolf. Θεωρείται ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα επανάχρησης βιομηχανικών εγκαταστάσεων και φυσικά ένας από τους πιο δημοφιλείς δημόσιους χώρους στον κόσμο με σχεδόν 4 εκ. επισκέπτες ετησίως. Αυτή η τεράστια επισκεψιμότητα είχε ως αποτέλεσμα την ξαφνική και μεγάλη ανάπτυξη της γύρω περιοχής. Συγκεκριμένα, μια έρευνα που δημοσιεύθηκε από τον oργανισμό για την οικονομική ανάπτυξη της Ν. Υόρκης δείχνει πως τα ακίνητα γύρω από το High line πριν την επανάχρησή του, αποτιμούνταν 8% χαμηλότερα από το μέσο όρο των ακινήτων του Μανχάταν. Ενώ μετά την απόφαση για τη δημιουργία και το άνοιγμα του πάρκου, μεταξύ 2003-2008, οι αξίες των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 108% (Moss J., 2012). Ταυτόχρονα, το πάρκο προσείλκυσε πληθώρα αρχιτεκτονικών γραφείων-starchitects όπως ο Jean Nouvel με το συγκρότημα κατοικιών που ολοκλήρωσε το 2010, ο Frank Gehry με το κτήριο γραφείων που κατασκεύασε νωρίτερα το 2007, ενώ σχετικά πρόσφατα ο Renzo Piano κατασκεύασε το Whitney Museum of American Art και οι Zaha Hadid Architects εγκαινίασαν στην περιοχή ένα πολυτελές συγκρότημα κατοικιών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η πρωτοβουλία των ιδρυτών του High line, οι οποίοι το 2017 δημιούργησαν μια ψηφιακή πλατφόρμα, το ‘High line network’, με σκοπό την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε παρόμοια έργα προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στο High line, όπως το gentrification, η κοινωνική ανισότητα, η αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες κλπ. (Moss J., 2012)
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς μέσα από τα παραπάνω πως ο δημόσιος χώρος μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στον αστικό ιστό με θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες τόσο σε χωρικό όσο και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Εικόνα 1 Το High line στη Νέα Υόρκη και κάποια από τα έργα μεγάλων γραφείων που προσείλκυσε (Δ.Γροζόπουλος, 2018)
Το παράδειγμα των ‘POPS’ του Λονδίνου
Τη δεκαετία του ‘80, στο Ηνωμένο Βασίλειο και κυρίως στην πόλη του Λονδίνου, δημιουργούνται οι πρώτοι ‘δημόσιοι χώροι ιδιωτικής ιδιοκτησίας’ (Privately Owned Public Spaces, POPS). Αν και ο όρος αυτός διαδίδεται ευρύτερα περίπου το 2000 από τον καθηγητή Jerold S. Kayden (Kayden J. S., 2000), παραδείγματα τέτοιων χώρων συναντάμε ήδη από τη δεκαετία του ‘60 στην Αμερική. Η αύξηση των POPS ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμια κλίμακα οφείλεται εν μέρη στις μεγάλες επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων σε κτήρια, υποδομές και στον ευρύτερο αστικό χώρο. Όπως φανερώνουν πρόσφατες έρευνες, η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο βρίσκονται σχεδόν σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των πιο ελκυστικών πόλεων για τους επενδυτές (Cushman&Wakefield, 2017). Στην ίδια έρευνα, παρατηρείται μια συστηματική μεταμόρφωση στο πρότυπο της ιδιοκτησίας της γης στις πόλεις όπου ιδιωτικές εταιρείες επενδύουν σε μεγάλα τμήματα του αστικού ιστού. Αυτές οι μεγάλης κλίμακας επενδύσεις ‘φαίνεται πως αλλάζουν ριζικά την ιστορική έννοια της πόλης, ενώ μια τέτοια μεταμόρφωση θα έχει βαθιές και σημαντικές επιπτώσεις στην ισότητα, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των πολιτών’ (Sassen S., 2015).
Η παρούσα εισήγηση θα εστιάσει στη συνέχεια στο Λονδίνο, όπου ‘μετά και το 2000 παρατηρείται στο πλαίσιο αναπλάσεων και ιδιωτικών επενδύσεων στην πόλη μεγάλη αύξηση των POPS τόσο σε αριθμό όσο και σε κλίμακα’ (Garrett B.L., 2015). Σήμερα τα παραδείγματα αυτών των ‘ψευδο-δημόσιων’ χώρων, όπως ονομάζονται συχνά (Michael C., 2017), είναι δεκάδες και με μια πρώτη ματιά τα χωρικά και υλικά χαρακτηριστικά τους δε διαφέρουν σε τίποτα από τους δημόσιους χώρους της πόλης. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά είναι το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τη λειτουργία και τους κανονισμούς αυτών των χώρων, αφού διατυπώνεται κάθε φορά από την εκάστοτε ιδιοκτησία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πλατεία More London, πάνω στον Τάμεση, όπου βρίσκεται το δημαρχείο της πόλης του Λονδίνου, ένα μικρό ανοικτό αμφιθέατρο που περιτριγυρίζεται από κτήρια γραφείων και εμπορικά καταστήματα. Η πλατεία ολοκληρώθηκε το 2003 και το 2013 πουλήθηκε στην εταιρεία St. Martins Property Group για 1.7 δις, σε μια συμφωνία ρεκόρ για τα δεδομένα της αγοράς ακινήτων. Ωστόσο, αυτό που μάλλον έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι πως η διαχείριση της πλατείας, επίσης από ιδιωτική εταιρεία, απαγόρευε για αρκετά χρόνια τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, τις συνεντεύξεις ή ακόμα και τις φωτογραφίες στο χώρο (Garrett B.L., 2015).
Ένα άλλο παράδειγμα ψευδο-δημόσιου χώρου βρίσκεται στον τελευταίο όροφο του πύργου 20 Fenchurch Street, γνωστού ως Walkie Talkie, του αρχιτέκτονα Rafael Viñoly που εγκαινιάστηκε το 2015 ως το πρώτο δημόσιο πάρκο στην κορυφή ουρανοξύστη. Το Sky garden, όπως ονομάζεται ο χώρος, σχεδιάστηκε από τους Gillespies, αρχιτέκτονες τοπίου, έχοντας ως βασική ιδέα την πλαγιά ενός βουνού. Από το χώρο έχει κανείς πανοραμική άποψη της πόλης, ενώ στεγάζει ένα καφέ και ένα εστιατόριο. Ωστόσο, όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το καθεστώς ελέγχου και διαχείρισης είναι αυτό που διαφοροποιεί το Sky garden από ένα δημόσιο πάρκο, καθώς υπάρχει ελεύθερη μεν, αλλά ελεγχόμενη πρόσβαση με περιορσιμένο αριθμό χρηστών και συγκεκριμένο ωράριο.
Αντίστροφα με το παράδειγμα του High Line, γίνεται εδώ σαφές πως ο αστικός ιστός και οι δυνάμεις που τον μεταβάλλουν, είναι αυτές που επηρεάζουν το δημόσιο χώρο και τη λειτουργία του. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Λονδίνου, η πυκνότητα και οι πιέσεις που ασκούνται στον αστικό ιστό, όχι μόνο καθορίζουν τις ιδιότητες και τη λειτουργία του δημόσιου χώρου, αλλά ‘γεννούν’ και νέες χωρικές τυπολογίες. Έτσι, σύμφωνα με τον Brendan Cormier, φαίνεται πως ο προβληματισμός μεταφέρεται πλέον από τα επιμέρους στοιχεία της πόλης (πλατείες, στοές, δρόμοι, κλπ.) σε ένα δίκτυο εσωτερικών χώρων-νησίδων, αυτό που ο ίδιος ονομάζει ‘interior archipelago’ (Cormier Β., 2014).
Εικόνα 2 Το Sky garden και άλλοι εσωτερικοί ψευδο-δημόσιοι χώροι στο City του Λονδίνου (Δ.Γροζόπουλος, Ε.Κασιμάτη, 2016)
Προς νέα μοντέλα δημόσιου χώρου
Όπως φάνηκε λοιπόν από τα παραπάνω παραδείγματα, ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα σύνθετο μόρφωμα το οποίο επηρεάζει και επηρεάζεται από την αστική ανάπτυξη. Μεταβάλλεται ιστορικά μαζί με την ίδια την πόλη, η οποία μπορεί να τροποποιήσει τα χαρακτηριστικά του, αλλά και να αλλάξει η ίδια υπό την επιρροή του. Στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, μια χωρική επέμβαση αστικής κλίμακας για τη δημιουργία ενός πάρκου είχε πολλαπλές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τη γύρω περιοχή. Ενώ στην περίπτωση του Λονδίνου, η ραγδαία αστική ανάπτυξη και οι συνεχείς πιέσεις δημιούργησαν παραλλαγές δημόσιων χώρων εξωθώντας τους μάλιστα να αναπτυχθούν καθ’ ύψος στην τρίτη διάσταση. Επίσης, ευρύτερα στις σύγχρονες μητροπόλεις, όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα της δόμησης, τόσο περισσότερο αποκτά νόημα η έννοια της ‘εσωτερικής πολεοδομίας’ (interior urbanism) και τόσο πιο ενεργοί γίνονται οι ‘εσωτερικοί δημόσιοι χώροι’ (Maas W., 2014), όπως για παράδειγμα το Sky garden. Στο πλαίσιο αυτό, θα έλεγε κανείς πως δημιουργείται αρχικά η ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος σε επίπεδο αναπαράστασης με τη μετάβαση από το δισδιάστατο nolli map σε ένα νέο τρισδιάστατο χάρτη, όπου θα αποτυπώνονται πλέον οι δημόσιοι χώροι σε πολλαπλά επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά στους σχεδιαστές της πόλης, ο Rem Koolhas μιλά ήδη από το 1995 για την ανάγκη συνεχούς επαναφεύρεσης χωρικών μοντέλων που θα ανταποκρίνοται στην εκάστοτε πραγματικότητα. Διακηρύσσοντας τότε το ‘θάνατο’ της πολεοδομίας ασκεί σκληρή κριτική στην αδρανή κοινωνία και τους πολεοδόμους για την αποτυχία τους στο σχεδιασμό και την οργάνωση της πόλης. Ο ίδιος αναφερόμενος στην ανάγκη για μια νέα πολεοδομία είχε υπογραμμίσει πως ‘δε θα πρέπει αυτή να εστιάζει πλέον σε σχολαστικούς ορισμούς, αλλά στην διεύρυνση των εννοιών, την άρνηση των ορίων και την ανακάλυψη νέων υβριδικών μοντέλων για την επανεφεύρεση τόσο του φυσικού όσο και του ψυχολογικού μας χώρου’ (Κoolhaas R. 1995). Στο ίδιο κλίμα, οι νέες αστικές συνθήκες και μεταβολές καθιστούν σήμερα επιτακτική τη δημιουργία νέων σχεδιαστικών, αλλά και θεσμικών εργαλείων που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις.
Τέλος, οι πολίτες, ως υποκείμενα της πόλης, θα πρέπει με τη σειρά τους να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με το δημόσιο χώρο, επανεφευρίσκοντας έτσι την αστική τους ταυτότητα, η οποία όπως τονίζει η Saskia Sassen ‘είναι υπεράνω θρησκείας, εθνικότητας, τάξης και αποτελεί τελικά το συνδετικό ιστό μιας πόλης’ (Sassen S., 2015). Σε αυτή μας λοιπόν την προσπάθειά ως σχεδιαστές και πολίτες για προσαρμογή στη νέα αστική συνθήκη θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε, όπως αναφέρει ο David Harvey, τι είδους πόλη θα θέλαμε, ποιες κοινωνικές σχέσεις αναζητούμε, ποια σχέση με τη φύση επιδιώκουμε, τι είδους καθημερινότητα επιθυμούμε, ποιες τεχνολογίες θα χρησιμοποιούμε και τέλος ποιες είναι οι αισθητικές μας αξίες που θα την καθορίσουν; (Harvey D., 2003)