Θ. Ιστόριου, Γ. Ποζουκίδου
Περίληψη
O δημόσιος χώρος είναι φορέας των κοινωνικών δεδομένων της πόλης καθώς εκεί παράγεται και αναπαράγεται η κοινωνία μέσα από συνεχώς μεταβαλλόμενες σχέσεις, λειτουργώντας ως ενεργητικό διάμεσο, αποτελώντας φυσική αποτύπωση των κοινωνικών μεταβολών και παράλληλα επηρεάζοντας τες, με εμφανή τη στροφή του σχεδιασμού από την αντιμετώπιση αυτού του χώρου ως res nullius στη συνειδητή χρήση του ως res communis.
Ταυτοχρόνως η έννοια του «χώρου» φαίνεται να μεταβάλλεται, με τις σχεδιαστικές πρακτικές να δίνουν έμφαση στην μετατροπή των «χώρων» σε «τόπους» μέσω συμμετοχικών διαδικασιών, καθώς το placemaking αποτελεί μια συλλογική διαδικασία (place-governance), ενώ παράλληλα με τη δημιουργία καλύτερου αστικού περιβάλλοντος προωθούνται επίσης δημιουργικοί τρόποι χρήσης του χώρου (place-shaping).
Σημαντική συνιστώσα στη διάχυση και ενσωμάτωση συμμετοχικών/συλλογικών διαδικασιών στις σχεδιαστικές πρακτικές αποτέλεσαν οι εφαρμογές του ιστού που εστίαζαν στη διαδραστική επικοινωνία και ενθάρρυναν τη συμμετοχή του κοινού στη δημιουργία ενός αποτελέσματος. Στην διεθνή βιβλιογραφία ο όρος «2.0» έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί για να σηματοδοτήσει την ενσωμάτωση των διαδικασιών αυτών στις σχεδιαστικές πρακτικές. O ίδιος όρος χαρακτηρίζει πολλές μορφές σύγχρονης συμμετοχής και διακυβέρνησης πέρα από την αναφορά στη χρήση τεχνολογίας όπως citizen 2.0., cities 2.0., urban planning 2.0. Έτσι, δε γίνεται παρά να αναρωτηθούμε αν μπορούμε να μιλήσουμε για Δημόσιο Χώρο 2.0.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η παρούσα εισήγηση πραγματεύεται το ζήτημα της επαναπλαισίωσης της έννοιας του δημόσιου χώρου μέσα από την πυκνή κατανόηση αυτού στη βάση του πειραματισμού και της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών (placemaking).
Μεθοδολογικά, πραγματοποιείται μια καταγραφή των συνιστωσών του placemaking με την ανάλυση 5 διεθνών παραδειγμάτων. Τα παραδείγματα έχουν επιλεγεί ώστε το καθένα να διακρίνεται από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που μπορεί να πλαισιώνουν την έννοια του δημόσιου χώρου και κατ’ επέκταση να καλύπτει μια ξεχωριστή συνιστώσα από τα υπόλοιπα.
Η πρωτοτυπία της παρούσας εισήγησης έγκειται στο ότι εξετάζει το μετασχηματισμό του δημόσιου χώρου σε συνάρτηση με την πρακτική δημιουργίας τόπων καταγράφοντας παράλληλα τις αλλαγές που σημειώνονται στη διαδικασία του σχεδιασμού όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Η ανάλυση των διεθνών παραδειγμάτων υποδεικνύει ότι η επιστήμη του σχεδιασμού βρίσκεται σε αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας που σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια αλλαγή παραδείγματος.
1 Η ανθρωποκεντρική θεώρηση στο χωρικό σχεδιασμό και ο δημόσιος χώρος
Το φαινόμενο της αστικοποίησης και η παγκοσμιοποίηση έχουν προκαλέσει σημαντικούς χωρικούς μετασχηματισμούς στις πόλεις μέσα από αντιλήψεις και πρακτικές που στο επίκεντρο τους βρίσκεται η οικονομική και ποσοτική θεώρηση των πραγμάτων. Ως αντίδραση και κριτική στις παραδοσιακές θεωρήσεις της πολεοδομίας οι οποίες προσπαθούν να ερμηνεύσουν το χώρο μέσα από μια αριθμοκεντιρκή προσέγγιση αναδύονται προσεγγίσεις που στο επίκεντρο τους βρίσκεται η ποιοτική, ανθρώπινη και πολιτισμική εμπειρία της πόλης.
Η καταγεγραμμένη αυτή στροφή στην επιστημονική σκέψη έχει στο επίκεντρό της τη διερεύνηση της δυναμικής συμπεριφοράς της πόλης καθώς και της εξελικτικής της φύσης, θεωρώντας ότι οι πόλεις δεν αποτελούν συστήματα τα οποία επιδέχονται μηχανιστικές λύσεις και κανονισμούς εκ των άνω αλλά είναι το αποτέλεσμα πλήθους αλληλένδετων και ημιαυτόνομων δρώντων στοιχείων και διαδικασιών. Σε αυτές τις προσεγγίσεις ο άνθρωπος από «υποκείμενο» γίνεται το «αντικείμενο» του σχεδιασμού, ενώ οι χώροι καθημερινής ζωής αποκτούν βαρύνουσα σημασία.
Ως εκ τούτου ο κοινός, καθημερινός, δημόσιος χώρος αποκτά μεγαλύτερη «πυκνότητα» η οποία συνίσταται από πολλαπλά στρώματα πληροφόρησης προερχόμενα από ποίκιλα γνωστικά πεδία όπως ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα, κλασσικές πολεοδομικές έρευνες πεδίου (ποσοτικές έρευνες), καθώς και από εμπειρικές παρατηρήσεις κατοίκων, κοινωνικές συγκρούσεις και συναινέσεις που στο σύνολο τους δημιουργούν ένα μεγαλύτερο σύνολο και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες.
Συνεπώς οι πρακτικές του χωρικού σχεδιασμού φαίνεται να αποκτούν μια πιο ανθρωποκεντρική θεώρηση (Ποζουκίδου, 2010) καθώς και μια «εκ των κάτω» δυναμική που στηρίζεται στη συμμετοχή και τις πρωτοβουλίες πολιτών πολλές φορές έξω από τις «επίσημες» διαδικασίες σχεδιασμού. Ταυτοχρόνως ο δημόσιος, κοινός ή καθημερινός χώρος ως πεδίο εφαρμογής χωρικών πολιτικών βρίσκεται σε μια αέναη διαδικασία επαναπροσδιορισμού ως φορέας κοινωνικών δεδομένων, ως χώρος κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, χάνοντας την ιδιότητα του res nullius και αποκτώντας την ποιότητα του res communis.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η πρακτική της «δημιουργίας τόπων» ή place-making/shaping αποτελεί μια ενναλακτική προσέγγιση στην κλασσική πολεοδομική θεώρηση που τις περισσότερες φορές δεν λαμβάνει υπ΄ όψη, υποβιβάζει ή ακόμη και αγνοεί τις αντιθέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην κλίμακα της γειτονιάς και της πόλης. Η πρακτική της «δημιουργίας τόπων» απορρίπτει την εκ των άνω, άκαμπτη και μακροπρόθεσμη λογική των κλασσικών πολεοδομικών πρακτικών και προσπαθεί να εντοπίσει μέσα από την πυκνή κατανόηση του χώρου τις πιθανές νέες λειτουργίες των καθημερινών, κοινών χώρων ζωής στη βάση του πειραματισμού και της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών.
1.1 Ο όρος «2.0» στο χωρικό σχεδιασμό
Σημαντική συνιστώσα στην προσέγγισης της «δημιουργίας τόπων» αποτελεί η ουσιαστική ενσωμάτωση της συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία κατανόησης, συμπαραγωγής και μετατροπής του «χώρου» σε «τόπο». Προς αυτή την κατεύθυνση κρίσιμη είναι και η συμβολή των εφαρμογών του ιστού που εστιάζουν στη διαδραστική επικοινωνία και ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των κοινών, καθημερινών χώρων.
Η αλλαγή εμπεριέχεται και εκφράζεται στον όρο Ιστός 2.0 που αναφέρθηκε πρώτη φορά το 2004 (Anttiroiko, 2012). Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη νέα γενιά του διαδικτύου, η οποία βασίζεται στην όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα των χρηστών του να μοιράζονται πληροφορίες και να συνεργάζονται online.
Η προσέγγιση της Πόλης 2.0 θεωρείται βασικός άξονας των αλλαγών στην κατεύθυνση πολιτικών στο αστικό περιβάλλον. Έχει ως βάση την ιδέα του Ιστού 2.0 αλλά ως προσέγγιση θεωρείται ευρύτερη στα πεδία πιθανής εφαρμογής της (Ιστόριου, 2017). Ουσιαστικά η προσέγγιση Πόλη 2.0 που παραπέμπει στο Δημόσιο Χώρο 2.0 ενσωματώνει τις κοινωνικές, τεχνολογικές, δημοκρατικές και βιώσιμες όψεις της σύγχρονης καθημερινότητας όπως αυτές εξελίσσονται γύρω από την καινοτόμα και δημοκρατική αστική διακυβέρνηση.
2 Μελέτες περίπτωσης
Η παρούσα εισήγηση πραγματεύεται το ζήτημα της επαναπλαισίωσης και μετασχηματισμού της έννοιας του δημόσιου χώρου ως αποτέλεσμα της πρακτικής δημιουργίας τόπων αλλά και του δημοκρατικού e-Σχεδιασμού. Μεθοδολογικά επιλέγονται να αναλυθούν πέντε παραδείγματα από το διεθνή και ελλαδικό χώρο που αναδεικνύουν τις συνιστώσες του placemaking, κατά τις συγγραφείς, ενώ καταγράφεται ο τρόπος που αυτές συμβάλουν στην σύνθεση της φυσιογνωμίας της κάθε παρέμβασης και στην ανάδειξη νέων ποιοτήτων του δημόσιου χώρου.

Τα βασικά στοιχεία του placemaking, Project for Public Spaces, Ιδία Επεξεργασία
2.1 Street Cubed, Sao Paolo, Brazil
Ένα παράδειγμα επαναπλαισίωσης (re-framing) του δημόσιου χώρου εφαρμόστηκε στο Sao Paolo στη Βραζιλία, στοχεύοντας μέσα από δειγματοληπτικές εμπειρίες, να δώσει στους κατοίκους – χρήστες ενός συγκεκριμένου δημόσιου χώρου τα εφόδια να διατυπώσουν την επιθυμία τους για τη μελλοντική του λειτουργία (Heemann, 2016).
Η δράση διεξήχθη από το μη-κερδοσκοπικό οργανισμό Bela Rua που ερευνά τη ζωή στους δημόσιους χώρους ώστε να δημιουργήσει δράσεις και λύσεις για αυτούς με βάση τη συμπεριφορά των ατόμων, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Έτσι δημιούργησε μια μέθοδο η οποία δείχνει παραδείγματα διαφόρων δραστηριοτήτων στους χρήστες, αναλύει την αντίδρασή τους και τους εμπνέει να εκφράσουν νέες ιδέες, το (RUA)3 ή Street Cubed. Το εργαλείο είναι ένας μετακινούμενος κύβος που μετατρέπει προσωρινά οποιοδήποτε δημόσιο χώρο σε τόπο· μέσα από τον κύβο βγαίνει οτιδήποτε χρειάζεται για να υποστηριχθούν δραστηριότητες στο δημόσιο χώρο. Αφού εγκατασταθεί ο κύβος αποτελεί βάση για ποικίλες δραστηριότητες, από συναυλίες, μαθήματα γιόγκα, εκθέσεις τέχνης, παιχνίδια, κινηματογράφο, μέχρι και εξειδικευμένα εργαστήρια. Αποτελεί επίσης ευκαιρία για καλλιτέχνες και τοπικές επιχειρήσεις να προβάλουν τη δουλειά τους.
Κατά τη διάρκεια της «εμπειρίας του κύβου» η Bela Rua, παρατηρεί και αναλύει πόσοι άνθρωποι χρησιμοποίησαν το χώρο, τι υπόβαθρο έχουν, ποιες δραστηριότητες προσελκύουν περισσότερο κόσμο. Παράλληλα εγκαθίστανται διαδραστικοί πίνακες όπου οι κάτοικοι καταγράφουν τις ιδέες και τις ανάγκες τους για το δημόσιο χώρο. Τα αποτελέσματα είναι μετρήσιμα και μάλιστα βοηθούν στο να εστιαστεί η προσοχή της κοινότητας σε δημόσιους χώρους που είχαν περιέλθει σε αχρησία ενώ παράλληλα τους τροφοδοτεί με ιδέες για χρήσεις (Heemann, 2016).
2.2 Christchurch, New Zealand, AU
Το παράδειγμα της πόλης του Christchurch, στη Νέα Ζηλανδία αποτελεί μια πρόσφατη συνθήκη εφαρμογής συμμετοχικών μεθόδων σχεδιασμού με αφορμή μια φυσική καταστροφή.
Το Φεβρουάριο του 2011, η πόλη βίωσε έναν ισχυρό σεισμό· οι υλικές ζημιές ήταν τόσο εκτεταμένες ώστε μεγάλα τμήματα της πόλης χρειάστηκε να κατεδαφιστούν. Παρόλη την καταστροφή και την αποδιοργάνωση του χώρου της πόλης, θεωρήθηκε ότι οι κάτοικοι του Christchurch είχαν την ευκαιρία να ξεκινήσουν από την αρχή και να ξαναφανταστούν πως θα ήθελαν να λειτουργεί η πόλη τους. Οι δημοτικές αρχές, σε συνεργασία με το γραφείο Gehl Architects, ξεκίνησαν μια καμπάνια προσδιορισμού των προτεραιοτήτων κα των στοιχείων του μελλοντικού σχεδίου της πόλης.
Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα κεντρικά ζητήματα· κυριαρχούσαν η επιθυμία για μια πόλη με χαμηλά κτίρια, με χώρους λειτουργικούς και ζωντανούς, με ποδηλατόδρομους και περισσότερα πάρκα. Έτσι, οι επαγγελματίες, οι πολιτικοί και οι πολίτες ενώθηκαν σε μια κοινή προσπάθεια. Οι διαδικασίες ήταν προσβάσιμες και ανοιχτές προς όλους. Διαλέξεις, ομιλίες, εργαστήρια πάνω στον τρόπο που άλλες πόλεις αντιμετώπισαν αντίστοιχα ζητήματα και επιδιώξεις έλαβαν χώρα και διάφορες μέθοδοι εργασίας χρησιμοποιήθηκαν ώστε οι πολίτες να αρχίσουν να σχεδιάζουν. Tέθηκαν προβληματισμοί σχετικά με το τι πρέπει να υλοποιηθεί άμεσα/στο μέλλον και ποιο από αυτά είναι εύκολο/δύσκολο τελικά να πραγματοποιηθεί. Όλες οι ιδέες και η συμμετοχή των πολιτών είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία του σχεδίου ανάκαμψης του Christchurch το οποίο τελικά περιλάμβανε 70 πρότζεκτ που εστίαζαν σε χαμηλού κόστους παρεμβάσεις για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής, ασφαλούς και βιώσιμης πόλης.
2.3 Benches Collective, Netherlands, EU
Η ιδέα πίσω από την αρχή αυτού του project ήταν η δημιουργία κοινωνικών συνθηκών και γεγονότων που αλλιώς δε θα συνέβαιναν ποτέ. Ξεκίνησε από την Ολλανδία το 2015 με έμπνευση από την Bangonk και πλέον αριθμεί 450 περιοχές σε 10 χώρες που λειτούργησαν «παγκάκια» και αναμένεται να φτάσουν σύντομα τις 750. Παραχωρώντας χώρο σε άτομα που δε γνωρίζονται μεταξύ τους ώστε να κάτσουν και να συζητήσουν, δημιουργείται το κλίμα ώστε οι «οικοδεσπότες» και οι «επισκέπτες» να επαναξιολογήσουν τη χρήση των δρόμων και του αστικού εξοπλισμού έχοντας πλέον ένα αίσθημα ιδιοκτησίας και κυριότητας των δημοσίων χώρων που επιλέγουν. Οι δράσεις που γίνονται μια φορά το μήνα μεταμορφώνουν το δημόσιο χώρο από χώρο απλής διέλευσης σε χώρο πειραματισμού, κοινωνικών συναντήσεων και placemaking.
Ένα νοικοκυριό ή μια ομάδα γειτόνων βγάζει παγκάκια – καθίσματα μπροστά από το σπίτι και αφού έχει μοιράσει προσκλήσεις στη γειτονιά, έχει καθορίσει τις ώρες που θα λειτουργεί, υποδέχεται κόσμο και οργανώνει δραστηριότητες. Οι δράσεις είναι ανοιχτές τόσο για αυτούς που επιθυμούν να οργανώσουν όσο και για αυτούς που θέλουν να συμμετέχουν και είναι προσβάσιμες μέσω της ιστοσελίδας. To project αυτοπεριγράφεται ως το μεγαλύτερο ανοιχτό δωμάτιο/καφέ στον κόσμο, και κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα, καλεί άτομα από όλο τον κόσμο να δημιουργήσουν το δικό τους «καφέ».
2.4 Mpophomeni, South Africa
Ως αποτέλεσμα του σχεδιασμού κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ, δημιουργήθηκαν πόλεις εκ νέου για να στεγάσουν τους γηγενείς πληθυσμούς εκτός των πόλεων των «λευκών» ή Ευρωπαίων. Στις πόλεις αυτές δεν υπήρχε ιδιαίτερη πρόβλεψη για δημόσιους χώρους, και λειτουργίες όπως η εκκλησία ή το σχολείο ή η αγορά βρίσκονται τελείως ασύνδετες και απομακρυσμένες μεταξύ τους. Μια τέτοια πόλη είναι και η Mpophomeni που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1960 για να στεγάσει τον αφρικανικό πληθυσμό έξω από την πόλη Howick, η πλειονότητα του οποίου ανήκει στη φυλή Ζουλου.
Από τη θέσπιση της δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής και τη σταδιακή μετάβαση σε μια μετά-απαρτχάιντ κοινωνία οι παραπάνω ελλείψεις έγιναν ακόμα πιο έντονες. Από το 1996 η κοινότητα της πόλης άρχισε να ενεργοποιείται με διάφορους τρόπους και ομάδες πολιτών όπως η Zulu Mpophomeni Tourism Enterprise (ZMTE) και η Mpophomeni Conservation Group άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση.
Από το 2007 το όραμα προσανατολίζεται σε μια προσέγγιση βασισμένη στη γνώση της κοινότητας για την ανάδυση, τη διατήρηση και τη διάδοση της παραδοσιακής κουλτούρας, της ιστορίας και των παραδόσεων μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών και ηλικιακών ομάδων. Με σκοπό τη μετατροπή της εγκατελειμένης φάρμας Montrose House σε οικο-μουσείο και κέντρο κοινότητας, οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν την αποκατάσταση του χώρου, τη δημιουργία μουσείου τοπικής ιστορίας εκεί, τη δημιουργία αστικού λαχανόκηπου και γενικότερα ενός δημόσιου χώρου όπως τον φαντάζονται οι κάτοικοι της πόλης. Το Μουσείο με την ολοκλήρωση της αποκαστάστασης των κτιρίων θα αποτελέσει κέντρο της κοινότητας δίνοντας χώρο σε ομάδες πολιτών, καλλιτεχνών και επαγγελματιών.
2.5 H γειτονιά της Αλεξάνδρου Σβώλου, Θεσσαλονίκη
Η “Πρωτοβουλία Γειτονιάς Σβώλου” ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 2013 από μία ομάδα κατοίκων της περιοχής με όραμα την αναζήτηση τρόπων με τους οποίους η Γειτονιά θα γίνονταν πιο ζωντανή, δημιουργική και ευχάριστη, προτάσσοντας την ατομική ευθύνη αλλά και την συλλογική ευαισθησία απέναντι στα κοινά.
Μια από τις πρώτες δράσεις, που έχει καθιερωθεί και διεξάγεται σε ετήσια βάση είναι το Δείπνο της Άνοιξης. Από το 2016, Η Γειτονιά οργάνωσε, με μια συμμετοχική μεθοδολογία, δράσεις ώστε να δημιουργηθεί το Πάρκο Τσέπης στη συμβολή με την οδό Αγαπηνού, ένας τόπος συνεύρεσης, ανταλλαγής και κοινωνικής συναναστροφής. Στις δράσεις που πλαισιώνουν τη δημιουργία του πάρκου εντάσσονται και εβδομαδιαίες συναντήσεις στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη, η κινηματογραφική ομάδα – σινεμά (θερινό και μη), ο αστικός λαχανόκηπος, οι μέρες κοινής ανησυχίας και οι Κυριακές της Άνοιξης. Αυτό το πλαίσιο έχει ως επίκεντρο την ενίσχυση της ποιότητας ζωής που μέσα από την συμμετοχή, την αυτο-οργάνωση και την πολιτιστική έκφραση, στοχεύει στην σύνδεση των κατοίκων με την Γειτονιά και τα λεγόμενα αστικά κοινά.

Οι συνιστώσες της πρακτικής δημιουργίας τόπων σε κάθε παράδειγμα
3 Δημόσιος Χώρος 2.0;
Η έννοια της συμμετοχής ποικίλλει ανά κράτος, ανά περιοχή, ανά φορέα σχεδιασμού, ανά περιόδους. Οι πρακτικές εφαρμογές της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση του χωρικού σχεδιασμού είναι πολυσύνθετες. Από την πλευρά του σχεδιασμού, η ανάπτυξη τεχνολογικών εργαλείων και θεωρήσεων όπως ο Ιστός 2.0 φαίνεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις να αλλάξει το σχεδιασμό όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα σε όλα τα επίπεδα.
Η Πολεοδομία 2.0 βρίσκεται στον πυρήνα της αντιπαράθεσης μεταξύ πραγματικού και εικονικού σχεδιασμού (Anttiroiko, 2012), ενώ δεν είναι απλώς μια τεχνοκρατική αριθμοκεντρική προσέγγιση αλλά στον πυρήνα της ενέχει τις αξίες της καινοτομίας, της δημοκρατίας, της συμμετοχικότητας, της ‘άυλης’ συλλογικής γνώσης, του πειραματισμού και της βιωσιμότητας.
Εστιάζοντας όμως στο δημόσιο χώρο και στις μεταλλάξεις του, φαίνεται ότι κινούμαστε, διαμέσου των πρωτοβουλιών πολιτών, από τον απόλυτο ή αφηρημένο χώρο στον συνειδητό χώρο του Lefebvre, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι κατ’ επέκταση και όλων των παραπάνω, είναι δόκιμο πλέον να χρησιμοποιούμε τον όρο Δημόσιος Χώρος 2.0.