Διασύνδεση ορίων – Διαπραγμάτευση ταυτότητας

Βασίλης Γκικαπέππας

Περίληψη

Το θέμα πραγματεύεται την έννοια του χαρακτήρα του Τόπου και τον βαθμό εμπλοκής  του στη χωροποιητική συνθήκη σχεδιασμού του αστικού τοπίου.   Η ιδέα του Τόπου είναι εξαρτημένη από την εξέλιξη της πόλης, ως ένα κείμενο επάλληλων εγγραφών, σχετιζόμενη με τον όρο “παλίμψηστο”.

Επιχειρείται να καταδειχθεί ότι η ταυτότητα ενός Τόπου είναι σε διαρκή διαπραγμάτευση με τις πολλαπλές εγγραφές της πόλης, που μετασχηματίζονται στη διάρκεια του χρόνου και είναι υπεύθυνες για το πολιτισμικό της αφήγημα.

Οι βασικές έννοιες του ‘χαρακτήρα’ και της ‘ατμόσφαιρας’ θεωρούνται όροι επιρροής της συνθετικής διαδικασίας, για την επανεγγραφή του αστικού κειμένου, ως χωρικό αποτύπωμα.

Κυρίαρχη συνθήκη αποτελεί η συμμετοχή του ιστορικού φορτίου ως συμβάν, που επικαθορίζει τις παραπάνω κατηγορίες του Τόπου. Υποστηρίζεται ότι ο σχεδιασμός του αστικού δημόσιου χώρου οφείλει να συγκροτεί ως περιεχόμενο, τον όρο της αφηγηματικής κατασκευής, νοηματοδοτώντας τη διαδικασία, ως μια εμπράγματη σχέση συμβάντων – γεγονότων.

Εργαλείο γι αυτό αποτελεί η ‘μεταφορά’ και η ‘διασύνδεση των ορίων’, ως συνθήκη σχεδιασμού. Επενεργούν στη διαδικασία της σχηματοποίησής του, ορίζοντας και οριοθετώντας αυτό που θα επιτελέσει το μέσο αποκάλυψης του Τόπου και για το οποίο γίνεται διακριτός και μοναδικός, ως υπαρξιακό μέσο, ως ένας από τους λόγους που συνυπάρχουμε, σε ένα ιστορικό συνεχές που μας καθορίζει. Το νοηματικό περιεχόμενο ενός Τόπου, σύμφωνα με τον Gadamer, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η συνεχής διαλεκτική σχέση μεταξύ της διαχρονικής του υπόστασης και της σύγχρονης ερμηνείας και αξιολόγησής του.

Το θέμα πραγματεύεται την έννοια του χαρακτήρα του Τόπου και τον βαθμό εμπλοκής  του στη χωροποιητική συνθήκη σχεδιασμού του αστικού τοπίου. Επιχειρεί να καταδείξει ότι η ταυτότητα ενός τόπου είναι σε διαρκή διαπραγμάτευση με τις πολλαπλές εγγραφές της πόλης, που μετασχηματίζονται στη διάρκεια του χρόνου και είναι υπεύθυνες για το αφηγηματικό της περιεχόμενο.

Είναι ο χαρακτήρας του τόπου μια “σταθερά“, ένα νοηματικό πεδίο, που τροφοδοτεί  τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και που επηρεάζει τη συνθετική προσέγγιση;

Μεθοδολογικά θα επιχειρηθεί να προσεγγιστεί η ιδέα του τόπου, μέσα από τη θεωρία της διακειμενικότητας και τη συσχέτισή της με την Αρχιτεκτονική, τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις του C.N.Schulz  περί Τόπου και πώς αυτή η συλλογιστική βρίσκει εφαρμογή σε παραδείγματα αστικού σχεδιασμού, επιχειρώντας να διερευνηθούν τρόποι ενεργοποίησης και εκδοχές νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου.

Η έννοια του context

Η αρχιτεκτονική αποτελεί μια υλική και νοηματική προβολή σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και αυτός ο τόπος ορίζει και το πλαίσιο που αυτή εντάσσεται και υπάρχει, αναπτύσσοντας ένα δίκτυο σχέσεων και αναφορών.

Η έννοια του context, της πλοκής, διασύνδεσης, αφορά το σύνολο των παραμέτρων και συνθηκών που περιβάλλουν, καθορίζουν και αλληλεπιδρούν στην αρχιτεκτονική πράξη, φυσικά ή εννοιολογικά. Η λατινική προέλευση της λέξης έχει συναφείς ερμηνείες, σχετικές με το μηχανισμό πλοκής και αφήγησης: context, contextere – πλέκω, συνδέω, συνενώνω / textus-πλεκτό,/  texere-κτίζω /  teks-πλέκω, κατασκευάζω, / text-κείμενο

Η θεωρία της διακειμενικότητας αντιμετωπίζει την πόλη ως κείμενο επάλληλων εγγραφών, σχετιζόμενη με τον όρο “παλίμψηστο”. Ο όρος δεν θεωρείται μόνο ως η διαδοχή προηγούμενων οικοδομικών πράξεων, αλλά και ως αποτυπώματα πολιτισμικής δράσης, ικανά να χαρακτηρίσουν έναν τόπο. Ο αστικός σχηματισμός εμφανίζει τις δομικές υφάνσεις του, τις συνδέσεις του, αφηγείται την ίδια την ιστορική του διαδρομή. Το ‘αστικό κείμενο’ επανεγγράφεται και ανασυντάσσεται, ανάλογα την επιρροή των στοιχείων ή γεγονότων. Ζητούμενο είναι όχι μόνον ο προσδιορισμός και αξιολόγηση κάθε στοιχείου, αλλά η διατύπωση και διασύνδεση των μεταξύ των σχέσεων. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το κτίριο – αντικείμενο, στο χώρο των σχέσεων που το συγκροτούν και με το οποίο εμπλέκεται, καθορίζει αυτό το συγκείμενο, επίκεντρο του στοχασμού της αρχιτεκτονικής διαδικασίας και αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγή αρχιτεκτονικών στρατηγικών. Ο Aldo Rossi αναφέρει ότι: “η αποκάλυψη των σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων, περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα, προσδίδει πάντα νέες σημασίες”.

Τα πράγματα δεν είναι αφηρημένοι σχηματισμοί, έχουν υπόσταση και η εμπλοκή μαζί τους, καθορίζει το βαθμό ενσωμάτωσης και ταύτισης με αυτό το περιβάλλον, ικανό να προσφέρει ένα λόγο, ένα υπαρξιακό έρεισμα, μια αίσθηση του ‘ανήκειν’, μια ταυτότητα. Δεν είναι ο χώρος των μαθηματικών ή γεωμετρικών σχέσεων, αλλά ο χώρος που λαμβάνει χώρα η αρχιτεκτονική πράξη, επιφορτίζοντας με περιεχόμενο και συγκροτώντας την ιδιότητα του τόπου, ώστε αυτός να γίνεται αναγνωρίσιμος.

Επαναπροσδιορισμός της ιδέας του τόπου

Η δομή του τόπου αναλύεται βάσει των κατηγοριών του “χώρου” και του “χαρακτήρα”.  Ο χώρος δηλώνει την τρισδιάστατη οργάνωση των στοιχείων που συνδέουν έναν τόπο και αποτελεί, όπως και ο χρόνος, μια αφηρημένη συνθήκη, χωρίς όμως τη βιωματική αντίληψη, ενώ ο χαρακτήρας ενός Τόπου αναφέρεται ως μια γενική αντιληπτική αίσθηση συνόλου, που καταγράφεται ως μια συνεκτική δομή αναγνωσιμότητας ενός ιδιώματος.

Ο χαρακτήρας ενός τόπου έχει δύο διακριτές μεταβλητές, κατά πρώτον ως εγγενής, που σχετίζεται με τη γεωλογική του σύσταση, τις συνεχείς επιδράσεις του περιβάλλοντος και τη δομή του εδάφους, ως ‘φυσική σταθερά’, και κατά δεύτερον ως επίκτητος, που αφορά την πολιτισμική δράση, την ανθρωπογενή επέμβαση ως σύμπλοκος πολιτισμική εγγραφή, το ιστορικό συμβάν και τα μνημονικά ίχνη.

Ο “χαρακτήρας” είναι μια γενικότερη, αλλά και ταυτόχρονα, πιο συγκεκριμένη έννοια από εκείνη του “χώρου”. Από τη μια πλευρά δηλώνει μια συνολική ατμόσφαιρα, ενώ από την άλλη παραπέμπει στη συγκεκριμένη μορφή και υλική υπόσταση των στοιχείων που προσδιορίζουν το χώρο.

Η Ατμόσφαιρα προσδιορίζεται ως ένα ποιοτικό περιβάλλον, ένα χωρικό συνεχές, όπου εκτείνεται – πραγματώνεται μια αισθητή ιδιότητα – μια υπόσταση. Κατά τον P.Zumpthor αποτελεί, μια αυτόνομη διακριτή αισθητική κατηγορία, που συνδέεται με τη  φυσική παρουσία των πραγμάτων, που καταφέρνουν να συγκινούν τις αισθήσεις, τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν ιδέες παρά μόνον στα ίδια τα πράγματα.

Τα δεδομένα των αισθήσεων όμως δεν εγγράφονται μόνον ως εικόνα, είναι κοινωνικά διαμεσολαβημένα και εξαρτημένα από το ιστορικό – πολιτιστικό περιεχόμενο του Τόπου, αλλά και από τον ιστορικό χαρακτήρα του παρατηρητή. Ο Τόπος,  τόσο  ως  φιλοσοφικό  εργαλείο,  όσο  και  στην  πιο  εκλαϊκευμένη  εκδοχή του, ορίζεται σε αναφορά με το ιστορικό ον, με τον άνθρωπο στη συγκεκριμένη τοπική και χρονική του πραγματικότητα. Η διάκριση μεταξύ τόπων και χώρων, θεμελιώνεται στο γεγονός, ότι ο αστικός χώρος είναι “όχι μόνον αντικείμενο γνώσης, αλλά και τόπος αναγνώρισης”.  Αν η αναγνώριση δεν είναι δυνατή, τότε δεν υπάρχει τόπος και φυσικά δεν μπορούμε  να  ομιλούμε  για  αρχιτεκτονική  άτοπη.  Όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ ό,τι υπήρξε και “συνέβη” δεν είναι παρωχημένο ούτε έχει πάψει να υπάρχει, αντιθέτως διαρκεί, καθόσον μας προσκαλεί να το ανακαλύψουμε ξανά, με νέες ερμηνείες, με διαφορετικά βλέμματα και με τους όρους των κατοπινών μας ερωτήσεων.

Το διακύβευμα συνίσταται στην εύρεση – ενεργοποίηση στρατηγικών, ώστε να δημιουργηθεί ένα κλίμα και να καταστεί αισθητή μιαν ατμόσφαιρα. Τότε ο χώρος παύει να είναι ένα κενό ή ένας υποδοχέας, εκφράζει περισσότερο μια ιδιότητα καθεαυτή, είναι μια υπόσταση.

Το ενεργό έδαφος:  η ‘μεταφορά’  και η σημασία του ορίου

Το νοηματικό περιεχόμενο ενός τόπου, κατά τον Gadamer, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η συνεχής διαλεκτική σχέση μεταξύ της διαχρονικής του υπόστασης και της σύγχρονης ερμηνείας και αξιολόγησής του.

– Πώς το ιστορικό φορτίο ως αυθεντική γνώση, βρίσκει χωρική υπόσταση και μετατρέπει το χώρο σε ένα πεδίο ενεργών συμβάντων, δίδοντας περιεχόμενο στη νέα αστικότητα.

– Πώς μετασχηματίζεται σε αφηγηματική κατασκευή, μεταγγίζοντας την εξέλιξη της πόλης ως εμπράγματη σχέση συμβάντων – γεγονότων, που συγκροτεί το πνεύμα αυτού του τόπου, διαπραγματευόμενο την ταυτότητα του τόπου.

Η ταυτότητα του ανθρώπου άλλωστε, καθορίζεται από τα σχήματα που αναπτύσσει, γιατί αυτά προσδιορίζουν τον κόσμο που του είναι αντιληπτός, ως μέρος του αστικού τοπίου, προσφέροντας στην κοινωνία ένα μέσο αναγνώρισης εαυτού.

Η αναγνώριση και ιεράρχηση της ερμηνευτικής, συνιστά μια ανασυγκρότηση των στοιχείων του τόπου, μια σύνθεση ως ενεργοποίηση μιας χωρικής συνθήκης, ως η υλική οργάνωση της αφήγησης: της διαστολής του συμβάντος με όρους “μεταφοράς”.

Πώς όμως ένα σημείο διαστέλλεται;

Όταν συμπυκνώνει τη σημασία ενός συμβάντος, όταν συγκεντρώνει δια του σχεδιασμού του, αποκαλύπτοντας μεταφορικά, το ίδιο το συμβάν. Η πόλη, ως αστικός σχηματισμός, φέρει-διαχειρίζεται το αποτύπωμα της αφήγησης, αυτό το textus για το ιστορικό διαρκές, μέσα από συνδέσεις και διαχωρισμούς. Το αστικό έδαφος είναι ένα σώμα που δέχεται, επηρεάζεται, χαράσσεται, ένα παλίμψηστο πράξεων και σημασιών, έχει μια καταγωγική συνθήκη συγγενή με την ίδια τη φύση του ορίου. Δεν υπάρχει ιστορικό γεγονός, χωρίς να αναφέρεται σε χωρικό ανάλογο, ενδύοντας τον τόπο με την επενέργειά του.

Ένα συντακτικό, βασισμένο στη λειτουργία των ορίων, εγγεγραμμένα στο σώμα του δημόσιου χώρου και επεξεργασμένα ως τομές επί του αστικού εδάφους, επιδιώκει να αποτελέσει συνθετικό εργαλείο, αποκαλύπτοντας την προηγούμενη εγγραφή. Αποτελούν ένα παράδοξο συνόρου, μια στρατηγική αφαίρεσης ύλης, ικανή να αποκαλύψει την συνέχεια της πόλης, ως συνθήκη αναγνώρισης του χαρακτήρα της, απελευθερώνοντας το νόημα από τις άμεσες ή προϋπάρχουσες συνθήκες, ώστε να καταστεί πολιτισμικό αντικείμενο.

Η διαχείριση των ορίων του χώρου είναι συναφής με τον ορισμό του χώρου, δεν υπάρχει χωρικό όριο, χωρίς να ακολουθεί ένας ορισμός που αυτό επιβάλλει, από το περίγραμμα στη διάκριση και ακολούθως στο βάθος μιας έννοιας, στον εντοπισμό. Τα όρια διαιρούν, αλλά δεν είναι απλοί φραγμοί, ανοιχτά στις πιέσεις, αλλά και στις δυνητικές συγκρούσεις. Υλικά ή διανοητικά, η διαχείρισή τους επιτρέπει μια διασύνδεση τόπων, με πορώδη ή κλειστό χαρακτήρα, απαραίτητα για τη διάκριση και διαφοροποίηση, αλλά και την συνένωση και συνάντηση, καθορίζοντας το χαρακτήρα του Τόπου. Επενεργούν στη διαδικασία της σχηματοποίησης του αστικού χώρου, χαράσσοντας, αλλά και οριοθετώντας αυτό που θα επιτελέσει το μέσο αποκάλυψης του Τόπου, αυτό για το οποίο ο χώρος γίνεται διακριτός και μοναδικός, ως υπαρξιακό μέσο, ο λόγος που συνυπάρχουμε σε ένα ιστορικό συνεχές που μας καθορίζει.

Το αστικό έδαφος δεν θεωρείται μια αδρανής επιφάνεια εναπόθεσης αντικείμενων, ως προσθετική διαδικασία, αλλά ένα ενεργό πεδίο που εγγράφει και αποκαλύπτει αυτήν την αισθητή σκέψη, αποτυπώνοντας το χρονικό του βίωμα σε χωρικό σχηματισμό.

Δόκιμο πεδίο των παραπάνω συλλογισμών, αποτέλεσαν οι μελέτες αστικού σχεδιασμού του παραλιακού μετώπου της Ελούντας, της Πλατείας Ελευθερίας, της Πλατείας Κατεχάκη, και του Μικρολίμανου, τόποι με χρονικό και ιστορικό βάθος.

Η επανεγγραφή του αστικού κειμένου

1.Ανάπλαση Παραλιακού μετώπου της Ελούντας, Κρήτη

Η ιδέα του ακινητοποιημένου χρόνου, η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τόπου, ως ο ψυχικός τόνος του, αποτυπώνεται ως μια υπαρξιακή σχέση, με καταγωγικό νήμα, το ίδιο το βίωμα του τόπου και το ιστορικό του τεκμήριο. (Η ιστορία της Ελούντας σχετίζεται με τη διαδικασία ανθρώπινου εκτοπισμού στη νήσο Σπιναλόγκα). Αυτός που αναχωρεί, φέρει την εικόνα του τόπου του και αντίστροφα, ο τόπος επιφορτίζεται από την πράξη της αναχώρησης.

Η κεντρική πλατεία σχεδιάζεται ως αρχετυπικό παραλληλόγραμμο, μια Αστική Σκηνή, αφαιρετικά, που σύνορα του έχει το θαλάσσιο όριο και το υδάτινο κανάλι, αποδίδοντας μια “φαινόμενη” αίσθηση αναχώρησης όλου του επιπέδου, έναν αποχωρισμό, αναδύοντας τις μνήμες τόσων αναχωρήσεων, χωρίς επιστροφή. Αποτελεί βάση, για την κινητική και οπτική εμπειρία του χώρου, το οποίο αφηγείται, χωρίς εικονογραφικά στοιχεία, μια χωρική κίνηση, μια μετατόπιση. Το δάπεδο, αποτελεί μια πλατφόρμα, ένα πεδίο, που υποδέχεται και φιλοξενεί δράσεις, αλλά και λειτουργεί ως ενεργοποίηση της εμπειρίας μέσω αυτής της “μεταφοράς”.

Model

Εικ.1 – Ανάπλαση Παραλιακού μετώπου Ελούντας – Β΄ βραβείο Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού,

Αρχιτέκτονες: A-G ARCHITECTS

 

 

2.Ανάπλαση Πλατείας Ελευθερίας – Θεσσαλονίκη

Αποτελεί έναν Τόπο, με καταγεγραμμένη σειρά μεταβολών, αφομοιώνοντας πολλαπλά περιεχόμενα, όμως στην συνείδηση του κόσμου έμεινε ως ενοχή, ως ο τόπος στον οποίο δεν αποδόθηκε αυτό για το οποίο χαρακτηρίστηκε.

Η πλατεία αντιμετωπίστηκε ως ένας Τόπος Μνήμης, χιλιάδων ανθρώπων εβραϊκής καταγωγής, που συγκεντρώθηκαν το «Μαύρο Σάββατο» του 1942 για να οδηγηθούν στο Άουσβιτς. Μια μνήμη όμως που πολεμήθηκε, χωρίς κάποιο χωρικό ανάλογο. Η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων ήταν το ένοχο μυστικό αυτής της κοινωνίας. Το απωθημένο ή επιλεκτικά προσδιορισμένο κομμάτι της σημερινής συλλογικής μνήμης μας, η σιωπή του κόσμου.                      Η πλατεία δεν θεωρείται ένα αδιαμόρφωτο κενό, που αναζητεί μια αισθητική και μόνο επέμβαση, αλλά ένας μηχανισμός ενεργοποίησης της μαρτυρίας του.

4 αστικές “πράξεις” (τείχος μνήμης – υδάτινη σχισμή – αστικός κήπος – ανασκαφή), συμπυκνώνουν το εννοιολογικό περιεχόμενο, ενσωματώνοντας μια αφήγηση στο textus της πόλης. Η τραυματική πράξη αυτή, μεταφέρεται ως αποτύπωμα στο χώρο, ως μια σχισμή-τομή στο σώμα της, μια χαρακιά. Φιλοξενεί ένα τείχος – όριο, που ενώ “φαινομενικά” διαιρεί και τέμνει εγκάρσια την πλατεία, ουσιαστικά όμως συνενώνει, διότι πάνω του αρθρώνονται όλες οι κινήσεις. Ο τοίχος διαβρέχεται με διαρκή ή διακοπτόμενη ροή νερού, αναδεικνύοντας την ιδιότητα του, ως σύμβολο εξαγνισμού και καθαρμού. Ένας χώρος περισυλλογής, στάσης, διαλογισμού, αντανακλάσεων, με αντιστοιχίσεις, αλλά και με πολλαπλές αναγνώσεις. Μια οργανωτική ζώνη φύτευσης, ένα ‘οσμητικό τοπίο’ με θεματικό περιεχόμενο, ανάκλησης της μνήμης, περιβάλλει τα πλευρικά όρια, διαμορφώνοντας παράλληλα τα περιγράμματα. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται η παρουσία του θαλάσσιου τείχους, με την λογική της αποφλοίωσης, ως οργανική συνθετική χειρονομία, αποκαλύπτοντας τον παρελθόντα χρόνο.

Εικ.2 – Ανάπλαση Πλατείας Ελευθερίας, Θεσσαλονίκη – Β΄ βραβείο Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού,  Αρχιτέκτονες: A-G ARCHITECTS

3.Ανάπλαση Πλατείας Κατεχάκη – Παλαιά Πόλη Χανίων

O χώρος της πλατείας, αν και δεν έχει οριστεί εξαρχής τυπολογικά, ως ένα προεπιλεγμένο είδος ανοιχτού δημόσιου χώρου, φέρει εκείνα τα συγγενή χαρακτηριστικά με το μεσαιωνικό τύπο πλατείας. Τα κτιριακά μέτωπα, ως εσωτερικές όψεις αυτού του δωματίου, δημιουργούν την αίσθηση της κλειστής εικόνας, ενός υπαιθρίου δωματίου, ορίζοντας μια νοηματική πύκνωση της ιστορικότητας της πόλης. Η πρόταση υποστηρίζει την ανάδειξη και τονισμό του περίκλειστου εσωτερικού αστικού σχηματισμού, ως ανοιχτού δημόσιου δωματίου και ως διαχείριση της τοπολογίας του ενδιάμεσου χώρου, ιδιότητα καθοριστική της ταυτότητας του. Το υπέδαφος των ιστορικών πόλεων, όπως αυτό της πόλης των Χανίων, είναι μια σύνθεση ετερόκλητων γραφών. Η επαλληλία στρώσεων – layering, που το διακρίνει, εγείρει το ερώτημα της διαχείρισης αυτών των ευρημάτων και του τρόπου ενσωμάτωσης της παλαιάς δομής πόλης στην παρούσα. Η συνύπαρξη προϋποθέτει μια χωρική στρατηγική σύμβαση, αφαίρεσης του παρόντος εδάφους, ώστε να αναδυθεί και παρουσιαστεί το προηγούμενο (ίχνη νεωρίων), ως ιστορικό τεκμήριο. Το πεδίο της σύγχρονης επέμβασης υποβάλλεται σε τομές του δαπέδου του, όπου η αστική εγκοπή ταυτίζεται με νέο αστικό συμβάν, ένα κενό που διεκδικεί συνθετικό ενεργό ρόλο και μόνιμη θέση στην εμπειρία της πόλης.

Εικ.3 – Ανάπλαση Πλατείας Κατεχάκη, Χανιά  – Γ΄ βραβείο Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού,

Αρχιτέκτονες: A-G ARCHITECTS

4.Ανάπλαση Μικρολίμανου – Πειραιάς

Η κλειστότητα του κόλπου του Μικρολίμανου ανέκαθεν διαφύλαττε τη θεατρικότητά του, ένα κοίλον (το φυσικό ανάγλυφο) και μια υδάτινη σκηνή (ο θαλάσσιος δίσκος της), εντός της οποίας το ίδιο έργο εκτελείται αιώνες τώρα, σε διαφορετικές παραλλαγές, αλλά με την ίδια πλοκή και θέμα: η αναχώρηση και η επιστροφή του ταξιδιού.

Οι χαρακτήρες παραμένουν οι ίδιοι, αυτός που φεύγει και αυτός που μένει, εναλλάσσοντας ρόλους θεατή – ηθοποιού, καθήμενου – διερχόμενου, ταξιδιώτη – παρατηρητή, καθιστά αυτό το όριο, άρθρωση και γεγονός συνάντησης.

Προτείνεται η ένταση αυτού που ο τόπος υπαγορεύει, αξιοποιώντας το ανάγλυφο του εδάφους, ως ένα φυσικό “αμφιθέατρο” ενατένισης του “έργου” και διαχείρισης ενός χρόνου που περιβάλλει. Αποτελεί έναν αστικό συντελεστή, ένα “πεδίο” δράσης, που υποδέχεται και φιλοξενεί.

Εικ.4 – Ανάπλαση Μικρολίμανου, Πειραιάς – Α΄ βραβείο Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού,

Αρχιτέκτονες: A-G ARCHITECTS

Η φύση του σχεδιασμού είναι να αναζητά επιλογές, όχι απλά με όρους διαπραγμάτευσης ενός απλού περιέχοντος, που η αξία του στηρίζεται στην περιεκτικότητά του, αλλά στη δυνατότητα που αυτό προβάλλει, στη φυσιογνωμία του, στη συμπεριφορά του προς το αστικό τοπίο και τους όρους και προϋποθέσεις κατοίκησης και διασύνδεσής του. Ώστε η πόλη να προσφέρει μηχανισμούς βιώσιμης ανάπτυξης και συστήματα ικανά να απαντήσουν στα σύγχρονα συλλογικά αιτήματα. Τότε ή αφηρημένη έννοια του χώρου και του χρόνου, μετατρέπεται σε ενεργό τοπίο, σε ένα σχήμα που γίνεται οικείο σώμα με εμφανή ταυτότητα.

Βιβλιογραφία – Αναφορές:
Michel de Certeau, 1990,  L’ invention du quotidien, Gallimard, Paris.
Hans-Georg Gadamer,  2013, Truth and Method, Bloomsbury, London.
Genette Gerard, Palimpsestes, 2018, Η λογοτεχνία δεύτερου βαθμού, ΜΙΕΤ.
Tim Ingold, 2000, The Perception of the Environment: Essays in livelihood, Dwelling and Skill, Routledge, London.
Aldo Rossi, 1991, Η Αρχιτεκτονική της Πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.
Christian Norberg Schulz, 2009, Genius Loci, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα.
Peter Zumthor, 2003, Atmospheres, Berlin.

Comments are closed