Ε. Θωίδου
Περίληψη
Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται νέες προσεγγίσεις και μορφές του δημόσιου χώρου που διευρύνουν τόσο την έννοια όσο και το χωρικό πεδίο αναφοράς του. Νέοι μεταβατικοί χώροι αναδύονται που αν και δεν έχουν σαφώς δημόσιο χαρακτήρα επιζητούν νέες χρήσεις για να λειτουργήσουν ως χώροι των κοινών. Παράλληλα, ο τρόπος που ο χωρικός σχεδιασμός προσεγγίζει τον δημόσιο χώρο επηρεάζεται από την ενεργή συμμετοχή των πολιτών καθώς και από μια ανανεωμένη αντίληψη της οικολογίας της πόλης με νέου τύπου υποδομές και διασυνδέσεις του δημόσιου χώρου στον αστικό και τον εξωαστικό χώρο, στην πόλη και την ύπαιθρο. Πρόκειται για τη μετάβαση από προηγούμενες χρήσεις που εγκαταλείπονται σε νέες που δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί, όπως για παράδειγμα παλιές εγκαταστάσεις αεροδρομίων ή στρατοπέδων που με πρωτοβουλία πολιτών γίνονται χώροι αναψυχής, κοινωνικής δραστηριοποίησης και δημιουργικής έκφρασης. Πρόκειται επίσης για έναν διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης των πόλεων με έμφαση στην τοπικότητα και την αυτάρκεια, καθώς και με ευαισθησία στη διαχείριση των φυσικών πόρων, όπως συμβαίνει στις πόλεις σε ‘μετάβαση’. Έτσι ο δημόσιος χώρος διευρύνεται πρακτικά, ως υλικός χώρος, αλλά και νοηματικά, ως αντίληψη για τη λειτουργία του. Μια από τις νέες χρήσεις στον δημόσιο χώρο με τη διευρυμένη αυτή διάσταση είναι οι αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι. Στις μητροπόλεις του Παγκόσμιου Βορρά οι λαχανόκηποι αυτοί αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα διεύρυνσης του δημόσιου χώρου που μπορεί να είναι ο ίδιος ένας μεταβατικός ή προσωρινός χώρος, ή και να ακολουθεί το πρότυπο της πόλης ‘σε μετάβαση’. Κινητοποιώντας τη δημιουργική συμμετοχή των πολιτών αποτελούν ένα παράδειγμα ‘συνεργατικής παραγωγής’ δημόσιου χώρου ως ένα κοινό αστικό αγαθό. Η σύνδεσή τους με τον φυσικό χώρο αναδεικνύει τη σημασία τους για σύγχρονες προκλήσεις όπως η εισδοχή της φύσης στην πόλη, η σχέση πόλης υπαίθρου, η προστασία της αγροτικής γης, ο σχεδιασμός σίτισης πόλεων.
Το άρθρο εξετάζει τον ρόλο των αστικών και περιαστικών λαχανόκηπων στις σύγχρονες μητροπολιτικές περιοχές ως μια μορφή διευρυμένου δημόσιου χώρου. Ερευνά τα χαρακτηριστικά τους επιδιώκοντας να εντοπίσει χρήσιμα στοιχεία για τον χωρικό σχεδιασμό στις μητροπολιτικές περιοχές της Ελλάδας, όπου αναπτύσσονται ήδη αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι.
1 Εισαγωγή
Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον γρήγορης αστικοποίησης, οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν χώρο δυναμικών αλλαγών που αντανακλώνται στις χρήσεις γης. Τα χαρακτηριστικά τους προσδίδουν ιδιαίτερο περιεχόμενο στον δημόσιο χώρο, ιδίως τον περιαστικό, όπου εκδηλώνονται πιέσεις για νέες, τεχνητές καλύψεις γης που επιβαρύνουν το περιβάλλον, καθώς πρόκειται για χώρο που δεν είναι πλέον αγροτικός αλλά ούτε και αστικός (Pedrazzini 2015). Εκεί παρατηρούνται αλλαγές λειτουργιών και χρήσεων γης με αποτέλεσμα κάποιοι χώροι να μένουν κενοί. Ομάδες πολιτών ή / και Δήμοι αναπτύσσουν δραστηριότητες και μεταξύ αυτών λαχανόκηπους που, παράλληλα με την επιδίωξη παραγωγής ποιοτικής τροφής, λειτουργούν ως χώροι κοινωνικής δραστηριοποίησης ανταποκρινόμενοι στην αναγκαιότητα για εξασφάλιση φυσικού δημόσιου χώρου. Προκύπτει έτσι το ζήτημα της ενσωμάτωσης των αστικών και περιαστικών λαχανόκηπων στον δημόσιο χώρο και τον σχεδιασμό του.
Το άρθρο ξεκινά με τη διευρυμένη έννοια του δημόσιου χώρου. Στη συνέχεια παρουσιάζει δύο παραδείγματα μητροπολιτικών περιοχών (Βερολίνο, Ντιτρόιτ) όπου αναπτύχθηκαν αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι συνδεδεμένοι με τον χωρικό σχεδιασμό. Ακολούθως αναφέρεται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, καταλήγοντας με συμπερασματικές παρατηρήσεις.
2 Νέες προσεγγίσεις και πρακτικές για τον δημόσιο χώρο
Οι σύγχρονες οριοθετήσεις και πρακτικές για τον δημόσιο χώρο έχουν διευρύνει το περιεχόμενο και το εύρος του. Σε αυτόν περιλαμβάνονται οι δρόμοι και οι διαδρομές, ελεύθεροι δημόσιοι χώροι και δημόσιες αστικές εξυπηρετήσεις (UN Habitat 2015). Σύμφωνα με τη ‘Χάρτα για τον δημόσιο χώρο’ σημασία για τον προσδιορισμό του έχουν οι παράμετροι της ιδιοκτησίας και της πρόσβασης: «Δημόσιοι χώροι είναι όλοι οι χώροι δημόσιας ιδιοκτησίας ή δημόσιας χρήσης που είναι προσβάσιμοι και μπορούν να τους απολαύσουν όλοι ελεύθερα και χωρίς κίνητρο κέρδους». Ο δημόσιος χώρος αποτελεί δημόσιο αγαθό μεταξύ των αστικών κοινών, χρειάζονται επομένως «πολιτικές και δράσεις για βιώσιμη χρήση και ισότιμη πρόσβαση» (UN Habitat 2015: 63, 116, 15). Η σύνδεση με τη δημόσια σφαίρα σημαίνει ότι η δυναμική της καθοδηγεί τις σχετικές επιλογές πολιτικής, αντανακλώντας τις επιλογές για τις πόλεις. Όπως αναφέρει ο Carmona (2015: 373) η αστική πολιτική έχει δώσει έμφαση σε πιθανούς ρόλους των δημόσιων χώρων «ως όπλα στο οπλοστάσιο του παγκόσμιου και τοπικού ανταγωνισμού μεταξύ των πόλεων, ως καταλύτες για την αστική αναγέννηση, ως πιθανά πεδία αναζωογόνησης της κοινότητας και συμμετοχικής τοπικής δημοκρατίας, και σε πιο παραδοσιακές λειτουργίες ως βάση για αστικό εξοπλισμό και συνδετικό ιστό μεταξύ των ιδιωτικών χώρων στην πόλη». Στις μητροπολιτικές περιοχές η αξιοποίησή του ακολουθεί δύο κατευθύνσεις:
Από τη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής στροφής στην αστική ανάπτυξη και της επιδίωξης της ανταγωνιστικότητα των πόλεων, κυρίαρχος είναι ο ρόλος των εμβληματικών αναπλάσεων του δημόσιου χώρου όπως θαλάσσια μέτωπα και πρώην βιομηχανικές εγκαταστάσεις, με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (Swyngedouw, Moulaert and Rodriguez 2002).
Μετά το 2000, την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης της κλιματικής αλλαγής, η ιδέα της βιώσιμης ανάπτυξης εμπλουτίζεται με την οικοσυστημική προσέγγιση και με πρακτικές όπως η ‘επανεισδοχή’ της φύσης στην πόλη και οι πράσινες υποδομές. Παράλληλα αναπτύσσονται συμμετοχικές διαδικασίες και κινήσεις πολιτών, εκεί όπου το κράτος υποχωρεί αφήνοντας κενούς φυσικούς και λειτουργικούς χώρους. Συχνά οι δύο περιπτώσεις συνδέονται σε ενιαία παραδείγματα, αυθόρμητα ή σχεδιασμένα.
Στις μητροπόλεις του Παγκόσμιου Βορρά συχνά αναπτύσσονται νέες προσωρινές χρήσεις στους αναδυόμενους κενούς χώρους, παράλληλα με δημιουργικές δράσεις (Θωίδου και Φουτάκης 2016, Γιαννακού και Μακουσιάρη 2018). Οι αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι έχουν κεντρική θέση μεταξύ αυτών, καθώς συνδυάζουν χωρικές και κοινωνικές παραμέτρους, διευρύνοντας τον δημόσιο χώρο τόσο ως προς τις ‘φυσικές’ του διαστάσεις όσο και ως προς την ‘αποστολή’ του στη σφαίρα των κοινών.
Οι ‘πόλεις σε μετάβαση’ (transition towns) είναι αντιπροσωπευτικές αυτών των τάσεων βασίζοντας εμπράκτως τη λειτουργία τους σε πρωτοβουλίες της κοινότητας και σε περιβαλλοντικές αξίες, ιδίως την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή. Όπως αναφέρει η Colucci (2018: 174-176) ο δημόσιος χώρος έχει κεντρικό ρόλο. Αναπτύσσονται δράσεις μεταξύ άλλων για παραγωγή τροφής και καλλιέργειες, που «δρουν άμεσα στον δημόσιο χώρο για τη βελτίωση της δημόσιας ζωής».
3 Οι λαχανόκηποι ως δημόσιος χώρος
Καθώς οι αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι εμπλέκουν ενεργά και σταθερά τους πολίτες, αποκτούν σημασία για τον χωρικό σχεδιασμό, την εφαρμογή και τη διάρκειά του, κάτι που στην πράξη εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους, από τα κινήματα πόλης μέχρι την ενσωμάτωση πρακτικών ‘place making’ στην εμπορευματοποιημένη πρακτική των μητροπόλεων των ΗΠΑ. Όπως σημειώνει η Ourelidou (2017: 144) αυτή η νέα προσέγγιση σχεδιασμού του δημόσιου χώρου διαφοροποιείται από προηγούμενες που μετέτρεπαν τους ελεύθερους χώρους σε «νεκρά γεγονότα» και από την κυριαρχία της «οικονομίας της εμπειρίας», στρεφόμενη σε δημόσιους χώρους που αντανακλούν τις δημοκρατικές αξίες στην πόλη. Στη συνέχεια παρουσιάζονται δύο περιπτώσεις, το πρώην αεροδρόμιο Tempelhof στο Βερολίνο και η περίπτωση του Ντιτρόιτ – ΗΠΑ, όπου οι αστικές και περιαστικές καλλιέργειες έχουν σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό για τον δημόσιο χώρο μητροπολιτικής κλίμακας.
3.1 Βερολίνο, Tempelhof
Το πρώην αεροδρόμιο Tempelhof προέκυψε ως κενός χώρος από την αλλαγή χωροθέτησης μιας μητροπολιτικής λειτουργίας. Mετά την παύση λειτουργίας του το 2008, «ενώ ήταν σε εξέλιξη οι κερδοσκοπικές συζητήσεις για το μέλλον του, χρησιμοποιήθηκε σταθερά ως μητροπολιτικός χώρος με μια ταυτότητα που διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λειτουργούσε ως υβριδικός χώρος παρά ως ένα τυπικό πάρκο, περιλαμβάνοντας συλλογικούς αστικούς λαχανόκηπους και αναψυχή, με διαχείριση από τους κατοίκους» (Anastasopoulos 2015). Αν και επιδιώχθηκε η περίφραξη και αξιοποίησή του με ανάπτυξη ακινήτων, το κίνημα πολιτών κατάφερε το άνοιγμά του, το 2010. Αποκαλύφθηκε έτσι ένας τεράστιος άδειος χώρος που αντανακλά την απουσία όχι μόνο κτιρίων και δρόμων αλλά και του κυρίαρχου ρόλου εννοιών και πρακτικών όπως αξιοποίηση, αποτελεσματικότητα, επιχειρηματική πόλη (Roskamm 2014: 68).
Με δημοψήφισμα το 2014 κατοχυρώθηκε η μη αξιοποίηση με νέα κτίσματα, προστατεύεται η έκταση «από πώληση, οικιστική ανάπτυξη και μερική ιδιωτικοποίηση και γίνεται συνολικά διαθέσιμο για τους πολίτες», αναγνωρίζεται η σημασία του χώρου για την ιστορική μνήμη, την αναψυχή και οικολογικές λειτουργίες, παρέχοντας τη βάση για ένα μέλλον του Τέμπελχοφ βασισμένο στα κοινά (Anastasopoulos 2015). Στο ‘Land Use Plan Berlin’ (2015) η έκταση προσδιορίζεται ως ‘Περιοχή που υπόκειται σε ειδική νομοθεσία για την προστασία του υπάρχοντος ελεύθερου χώρου’. Οι αστικοί λαχανόκηποι είναι μεταξύ των πρωτοποριακών δράσεων που αναπτύχθηκαν εκεί για τη διαμόρφωση και τη βίωση του δημόσιου χώρου, από ένα κίνημα πολιτών που προϋπήρχε. Οι αστικοί λαχανόκηποι και επίσημα περιλαμβάνονται στους δημόσιους χώρους της μητροπολιτικής περιοχής ως διακριτοί χώροι αναψυχής και ελεύθερου χρόνου, προσβάσιμοι από όλους τους πολίτες, εντασσόμενοι στο σύστημα του αστικού σχεδιασμού (βλ. https://www.berlin.de/senuvk/umwelt/stadtgruen/index_en.shtml).
3.2 Ντιτρόιτ
Η εμφάνιση αστικών κενών στις μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ σχετίζεται με την έντονη αστική διάχυση και εγκατάλειψη του κέντρου παράλληλα με την αποβιομηχάνιση και τη συνολική παρακμή της ως ‘ζώνη της σκουριάς’. Όπως αναφέρουν οι Pallagst, Fleschurz and Trapp (2017: 719) οι συρρικνούμενες πόλεις αποτελούν πρόκληση στον σχεδιασμό καθώς αμφισβητείται το πρότυπο της μεγέθυνσης. Στις στρατηγικές τους περιλαμβάνονται «o περιορισμός τους στο κατάλληλο μέγεθος και το πρασίνισμα, σύμφωνα με τις οποίες οι υποβαθμισμένες περιοχές και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια μετατρέπονται σε διαφορετικές μορφές προσωρινών ή μόνιμων χρήσεων, όπως φυσικοί χώροι, κοινοτικοί κήποι, αστική γεωργία και πάρκα».
Στο Ντιτρόιτ, πόλη σε παρατεταμένη συρρίκνωση εντεινόμενη από τη συνεχή αστική διάχυση, την αποβιομηχάνιση αλλά και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα ήδη από τις περιόδους των έντονων φυλετικών διακρίσεων, οι συνήθεις στρατηγικές ανάκαμψης 0 βασιζόμενες στις υποδομές και τις υπηρεσίες ελεύθερου χρόνου και αναψυχής και στα εμβληματικά έργα δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα (Schlappa and Neill 2013). Μετά την πτώχευση του Δήμου και την ανάθεση της διαχείρισης σε ιδιώτη, το ‘Detroit’s future city plan’ (2012) επεδίωξε να συνδυάσει την ‘έξυπνη ανάπτυξη’ με την ‘έξυπνη συρρίκνωση’ βασικό χωρικό στοιχείο της οποίας ήταν οι ‘πράσινες’ στρατηγικές ιδίως σε συνάρτηση με τη διαχείριση των κενών χώρων οι οποίοι, όπως σημειώνει ο Σερράος (2016) αποτελούν «χαρακτηριστικό εξαιρετικά πρωτόγνωρο στην εξέλιξη των πόλεων στη σύγχρονη εποχή». Το ‘πρασίνισμα’ των αστικών κενών και των εγκαταλειμμένων χώρων επικεντρώθηκε στα αστικά δάση και στην αστική γεωργία με την εξασφάλιση εκτάσεων για παραγωγή τροφής από την κοινότητα, σε συνδυασμό με προσαρμογή της πόλης στο κατάλληλο μέγεθος (downsize / rightsize) και τον περιορισμό του πληθυσμού σε επιλεγμένες περιοχές (Schlappa and Neill 2013). Ανάλογες στρατηγικές ξεκίνησαν και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ όπως το Flint – Michigan (Pallagst, Fleschurz and Trapp 2017). Όπως αναφέρει ο Walker (2016) το Ντιτρόιτ έχει παράδοση στην αστική γεωργία για τους φτωχούς αρκετές δεκαετίες πριν, με υποστήριξη κατά καιρούς και από δημόσιες πολιτικές. Όταν περικόπηκαν οι κοινωνικές δαπάνες, η αστική γεωργία αναδείχθηκε ως στρατηγική κοινωνικών ομάδων για να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις, να εξασφαλίσουν δημόσιους χώρους και να ενισχύσουν τα μέσα διαβίωσής τους. Ωστόσο, ενώ οι κοινωνικές ομάδες έχουν ευρείς σκοπούς, το πρόσφατο σχέδιο για το Ντιτρόιτ προωθεί τις αστικές καλλιέργειες με άξονα την οικονομική ανάπτυξη και την προσέλκυση κεφαλαίων, μια διαδικασία που ο ίδιος ονομάζει ‘προσαρμογή βιωσιμότητας’ (sustainability fix) στη λογική της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας και διακυβέρνησης (Walker 2016). Η κριτική για το σχέδιο της πράσινης ανάπτυξης του Ντιτρόιτ τονίζει τον ‘πράσινο εξευγενισμό’ και την ιδιωτικοποίηση του ‘place making’ (Montgomery 2015). Επίσης η κριτική αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των κενών χώρων, το ίδιο και κάτοικοι που η γη τους παροπλίζεται οι οποίοι διεκδικούν τα δικαιώματά τους στη γη με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων και οι λαχανόκηποι (Safransky 2016).
- Αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι στην Ελλάδα
Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δημιουργούνται αστικοί λαχανόκηποι από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, συνήθως από κινήσεις πολιτών ως δράσεις αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας και ως πρόταση τόσο για παραγωγή και διάθεση τροφής όσο και για διαχείριση του χώρου με κοινωνικό πρόσημο, ενώ σημαντικές πρωτοβουλίες αναλαμβάνουν κάποιοι Δήμοι. Χαρακτηριστική για τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας είναι η περίπτωση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού που αποτέλεσε πρόκληση για την εξασφάλιση δημόσιου χώρου μητροπολιτικής εμβέλειας. Η πρόταση των τοπικών Δήμων (ΕΜΠ και ΤΕΔΚΝΑ 2010) για τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου αξιοποίησε παραδείγματα από την Ευρώπη όπως το Τέμπελχοφ, ενώ στις προτεινόμενες λειτουργίες περιλαμβανόταν ο ‘αστικός αγρός’, μεταξύ άλλων για ενεργή συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση του δημόσιου χώρου. Διεκδικώντας τον δημόσιο χαρακτήρα του, αναπτύχθηκε εκεί ο ‘Αυτοδιαχειριζόμενος αγρός του Ελληνικού’ με χαρακτηριστικά ‘αντάρτικής κηπουρικής’ (Ανθοπούλου, Κολοκούρης και Κουσουλέντη 2015). Στο πλαίσιο των μνημονίων η αξιοποίηση του πρώην αεροδρομίου γίνεται πλέον για οικιστική και επιχειρηματική ανάπτυξη, ωστόσο οι νέες ιδέες και πρακτικές έχουν συνδεθεί με τους προβληματισμούς και τις κινητοποιήσεις για τον συγκεκριμένο χώρο (βλ. και Μπελαβίλας 2018).
Στη Θεσσαλονίκη χαρακτηριστικά κενά του περιαστικού χώρου της μητροπολιτικής περιοχής είναι τα πρώην στρατόπεδα. Στο στρατόπεδο Καρατάσου δραστηριοποιείται από το 2011 η ομάδα Περιαστικών Καλλιεργητών (ΠΕΡ.ΚΑ., http://www.perka.org/) (Αθανασίου 2015). Συνδυάζει κοινωνικούς με περιβαλλοντικούς στόχους, όπως η παραγωγή λαχανικών με φυσικές μεθόδους, η προστασία τοπικών σπόρων και του φυσικού οικότοπου, η υποστήριξη ευπαθών κοινωνικών ομάδων και η επαφή με τη φύση, επιδιώκοντας να προστατέψει ενεργά τον δημόσιο χώρο από τσιμεντοποίηση και οικοπεδοποίηση. Η αναζήτηση κατάλληλης έκτασης με βάση τα χαρακτηριστικά του εδάφους, την παροχή νερού, στα όρια του αστικού ιστού και προσπελάσιμης με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και σε ‘φιλικό’ κοινωνικό περιβάλλον οδήγησε στην επιλογή αυτή (Θωίδου και Φουτάκης 2015). Η οικονομική κρίση άλλαξε τα δεδομένα περιορίζοντας – προσωρινά ίσως – τις πιέσεις στους κενούς χώρους, με καθοριστικό τον ρόλο των λαχανόκηπων στη διαμόρφωση μιας τοπικής στάσης διασφάλισης του πρώην στρατοπέδου ως δημόσιου χώρου (Μουστακίδου 2018) ενώ γενικότερα οι αστικοί λαχανόκηποι καθιερώνονται στην αντίληψη των πολιτών για τον δημόσιο χώρο. Αυτό αντανακλά και η πρόβλεψη της χρήσης ‘Αστική γεωργία – λαχανόκηποι’ στο νέο ΠΔ για τις χρήσεις γης.
Οι σχετικές δράσεις πολλαπλασιάζονται σε μικρές και μεγάλες πόλεις ως κινήσεις πολιτών και Δήμων. Ώθηση έδωσε το ‘Πρόγραμμα για τις κοινωνικές δομές άμεσης αντιμετώπισης της φτώχειας’ του ΕΣΠΑ 2007-13, που αποκάλυψε και τις δυσκολίες, μεταξύ άλλων λόγω των χωρικών προϋποθέσεων (Thoidou and Skordili 2016). Χαρακτηριστικές είναι οι δυσκολίες εξεύρεσης χώρων για αστικές καλλιέργειες στους κεντρικούς Δήμους των δύο μητροπολιτικών περιοχών αλλά και οι σχετικές δράσεις. Ο Δήμος Αθηναίων με τη δράση ‘Παρεμβάσεις στην Πόλη’ έχει περιλάβει τις αστικές καλλιέργειες στην πρόσκλησή του προς τους πολίτες «να κάνουν πράξη τις δικές τους πρωτοβουλίες που βασίζονται σε συνεργατικές διαδικασίες και έχουν στόχο τη βελτίωση της ζωής στη γειτονιά» (βλ. http://www.polis2.thisisathens.org/). Ο Δήμος Θεσσαλονίκης αξιοποιεί τον χώρο πρώην αμαξοστασίου ως δημοτικό αμπελώνα ενώ πρόσφατα ξεκίνησε στην ίδια περιοχή ο «κήπος εις τον κύβο» (βλ. https://bit.ly/2RPruv6).
- Συμπεράσματα
Σε συνθήκες μετασχηματισμού του χώρου των μητροπολιτικών περιοχών, οι αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι αναπτύσσονται ως δημιουργική ανταπόκριση στις προκλήσεις εξασφάλισης πράσινου δημόσιου χώρου με ενεργητική συμμετοχή των πολιτών. Ταυτόχρονα συνδέονται με τον χωρικό σχεδιασμό, ως ειδική κατηγορία δημόσιου χώρου υποστηρίζοντας τον συμμετοχικό χωρικό σχεδιασμό και το ‘place making’ με ότι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται. Πέρα από περιπτώσεις κριτικής του τρόπου που χρησιμοποιούνται από τον σχεδιασμό για προώθηση οικονομικών συμφερόντων, κατά κανόνα υλοποιούν σημαντικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές αξίες και ποιότητες του δημόσιου χώρου.
Καθώς η ελληνική εμπειρία ακολουθεί τις νέες τάσεις, αναδεικνύεται σημαντική η παράμετρος του χώρου για τη λειτουργία των λαχανόκηπων τόσο ως δημιουργική / συμμετοχική μορφή δημόσιου χώρου όσο και ως ενίσχυση του συνεχούς των πράσινων φυσικών εκτάσεων στον αστικό και περιαστικό χώρο. Η ενσωμάτωση των αστικών λαχανόκηπων στον χωρικό σχεδιασμό έχει ξεκινήσει με την πρόβλεψη ανάλογης κατηγορίας χρήσεων γης. Χρειάζεται βέβαια να αξιοποιηθεί στην πράξη για την προώθησή τους και να ενταχθεί στο σκεπτικό και τις αξίες του χωρικού σχεδιασμού των πόλεων και των μητροπολιτικών περιοχών.