Γ. Παπαματθαιάκης. Β. Πορτοκάλης. Ξ. Στούμπου
Περίληψη
Ως ζωτικά στοιχεία του αστικού οικοσυστήματος, οι χώροι των υποδομών καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της επιφάνειας της πόλης. Παρά την λειτουργική και συμβολική τους αξία ως αναπόσπαστα στοιχεία των κοινών, οι εμμονές ασφάλειας και οι πρόσφατες ιδιωτικοποιήσεις, ενισχύουν την λειτουργία τους ως κλειστά συστήματα, απομακρύνοντάς τους από την δημόσια σφαίρα. Η παρούσα εισήγηση ασχολείται με την κυρίαρχη πρακτική της κατανομής του χώρου (distribution) και εξετάζει τη δυνατότητα για μία αρχιτεκτονική του διαμοιρασμού (sharing) στα πολύπλοκα σημεία συμβολής δημόσιων υποδομικών χώρων.
Αναγνωρίζουμε ένα εννοιολογικό και δομικό διαχωρισμό μεταξύ των εννοιών του διαμοιρασμού και της κατανομής. Ακολουθώντας τις σκέψεις του Jacques Rancière για την κατανομή του αισθητού, ισχυριζόμαστε ότι η τελευταία πρακτική υπερισχύει: ο χώρος αποδίδεται στους εμπλεκόμενους παράγοντες ορίζοντας μία ξεκάθαρη ταξινόμηση των μερών του. Οι ανισόπεδες διαβάσεις πεζών, τα όρια-φράχτες και οι νεκρές ζώνες (buffer zones), είναι χωρικά παραπροϊόντα τέτοιων σχημάτων διαχωρισμού, τα οποία αναιρούν τις τριβέςκαι τελικά προάγουν την απλή παράθεση αντί της ουσιαστικής συνέργειας των μερών. Εάν η κατανομή του χώρου καταστέλλει τους συσχετισμούς, ο διαμοιρασμός αντίθετα, εγκαθιδρύει ένα πεδίο αντιπαράθεσης, μία “πολιτική σκηνή”, γεγονός που τον καθιστά ένα όχημα διαπραγμάτευσης προς την διαμόρφωση της συλλογικής σφαίρας.
Ιδωμένη ως στρατηγική, η αρχιτεκτονική του διαμοιρασμού αφορά στο σχεδιασμό του ενδιάμεσου χώρου, της οριακής συνθήκης μεταξύ αστικών και υποδομικών οντοτήτων. Το όριο γίνεται αντιληπτό ως διευρυμένη περιοχή όπου οι συμβάλλουσες οντότητες υπερκαλύπτονται, αναπτύσσοντας μεταξύ τους δυναμικές. Σε αυτά τα ενδιάμεσα πεδία, ο σχεδιασμός ευνοεί μία διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενη δυναμική ισορροπία μεταξύ ετερογενών παραγόντων, σε έναν χώρο ανοιχτό στην απρόβλεπτη δράση. Τα ενδιάμεσα πεδία δεν εμφανίζουν παγιωμένη ταυτότητα, αντίθετα την ανασυγκροτούν συνεχώς, αναιρώντας τον κλειστό χαρακτήρα των συμβαλλόμενων χώρων και κατ’ επέκταση ενδυναμώνοντας το δημόσιο χαρακτήρα τους.
1 Εισαγωγή

REUTERS / Joe Skipper
Εικόνα 1 Η κατάρρευση της πεζογέφυρας του Florida International University, στο Miami, πηγή: pbs.org
„Don’t just rebuild the collapsed pedestrian bridge!“ είναι ο τίτλος του άρθρου που με αναφορά στην κατάρρευση της πεζογέφυρας FIUστο Miami των Η.Π.Α. (Garnham 2018), παρουσιάζει μία δημιουργική αντιπρόταση. Ένα τοπικό γραφείο μελετών αντιπροτείνει την ολική αναδιαμόρφωση του οδικού χώρου, μειώνοντας τις 8 λωρίδες κυκλοφορίας σε 5, απελευθερώνοντας χώρο για κυκλοφορία μέσων μαζικής μεταφοράς και ποδηλάτων και πολλαπλές ισόπεδες διαβάσεις πεζών, σε ένα σαφώς φιλικότερο οδικό περιβάλλον. Η πρόταση αυτή, αν και εκ πρώτης όψεως κοινότοπη, επιτυγχάνει ωστόσο μία θεμελιώδη διάκριση, επαναδιατυπώνοντας ένα πρωταρχικό ερώτημα: Μία γέφυρα ανοίγματος 53m που γεφυρώνει 8 λωρίδες κυκλοφορίας, ήταν πράγματι η καλύτερη δυνατή λύση στην προκειμένη περίπτωση και τι εξυπηρετεί;
Οι χώροι των υποδομών καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της επιφάνειας της πόλης, με τον οδικό χώρονα είναι από τους πιο εκτεταμένους. Παρά την λειτουργική και συμβολική τους αξία ως αναπόσπαστα στοιχεία των κοινών, οι εμμονές ασφάλειαςκαι αποδοτικότερης λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στο ιδιοκτησιακό και διαχειριστικό τους καθεστώς, ενισχύουν την λειτουργία τους ως κλειστά συστήματα. Οι χώροι αυτοί, σχεδιάζονται και υλοποιούνται με τη μορφή αυστηρά λειτουργικών διαγραμμάτων, απεμπολώντας οποιαδήποτε σχέση με τα χωρικά τους συμφραζόμενα, προς ώφελος της αποτελεσματικότερης λειτουργίας που έγκειται στη βέλτιστη διαχείριση της εκάστοτε ροής. Στην περίπτωση της πεζογέφυρας του παραδείγματος, οι προτεραιότητες είναι σαφείς: Στο γιγαντωμένο πλέον οδικό περιβάλλον, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για οποιαδήποτε μη μηχανοκίνητη, μη ατομική μετακίνηση. Το πραγματικό και πολλές φορές άρρητο ζήτημα (και) με τις πεζογέφυρες είναι ότι η τοποθέτησή τους δεν αποσκοπεί στην κατοχύρωση ενός ασφαλούς και ευχάριστου χώρου διάβασης στους πεζούς. Αντίθετα, σκοπός τους είναι να μειώσουν, ει δυνατόν και να εξαλείψουν, τις ‘ενοχλητικές’ διαβάσεις πεζών ή τους φωτεινούς σηματοδότες, ώστε να επιταχυνθεί η κυκλοφορία (Dover 2018).
Αντιλαμβανόμενοι την αυστηρή κατανομή του χώρου ως το κυρίαρχο αντιληπτικό σχήμα και σχεδιαστική πρακτική με αναφορά στον υποδομικό χώρο, θα επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε μία αντιπρόταση, βασισμένη στην λογική του διαμοιρασμού. Η παρούσα εισήγηση είναι δομημένη σε τρία μέρη. Στο πρώτο γίνεται αναφορά στο θεωρητικό πλαίσιο της κατανομής του αισθητού, στην κατανόηση της έννοιας του πολιτικού μέσα από την σκέψη του J. Rancière. Στη συνέχεια ακολουθεί στην μεταγραφή αυτών των σκέψεων στον χώρο, στη βάση του διπόλου κατανομή και διαμοιρασμός. Τέλος, αναλύεται η αρχιτεκτονική του διαμοιρασμού και τα χαρακτηριστικά της, σε συνάφεια με την λογική των ανοικτών συστημάτων του R. Sennett. Θα υποστηρίξουμε, ότι μέσα από μια τέτοια σχεδιαστική προσέγγιση, ο κλειστός χαρακτήρας των υποδομικών συστημάτων μπορεί να αναιρεθεί, συμβάλλοντας έτσι στην ενδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των χώρων και στην ανάδειξή τους σε ουσιαστικούς τόπους δημόσιου αισθήματος.
2 Η κατανομή του αισθητού
Η έννοια του πολιτικού είναι, κατά τον Rancière, το πεδίο συνάντησης και διαρκούς αντιπαράθεσης της αστυνομικής τάξης (police) και της πολιτικής (politics) στη βάση της ισότητας (equality). Η αστυνομική τάξη είναι μία συμβολική αναπαράσταση της κοινωνίας, που την ορίζει ως άθροισμα μερών, κατονομάζοντας ένα σύστημα αντιληπτών σωμάτων και αισθητών εμπειριών.
Αυτός ο καθολικά αποδεκτός ‘νόμος’ ορίζει τον καταμερισμό μερών, ρόλων, ταυτοτήτων σε μία κοινότητα και αφορά πρωτίστως στην οργάνωση των σωμάτων, βασιζόμενη σε μία κατανομή του αισθητού (distribution of the sensible), δηλαδή σε ένα σύστημα που καθορίζει τον τρόπο ύπαρξης, διεξαγωγής, επικοινωνίας και κατανόησης των πραγμάτων. (Rancière 2004) Η κατανομή του αισθητού είναι ένα σύστημα αυταπόδεικτων αισθητών γεγονότων που περιγράφει ταυτόχρονα κάτι το κοινό και τους περιορισμούς που διέπουν τα διακριτά τμήματα και τις θέσεις εντός του. Αυτός ο καταμερισμός βασίζεται σε μία κατανομή χώρων, χρόνων και μορφών δραστηριότητας που καθορίζουν τον ακριβή τρόπο με τον οποίο κάτι είναι ανοιχτό στη συμμετοχή αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά υποκείμενα λαμβάνουν μέρος σε αυτή την κατανομή. Κατά συνέπεια η κατανομή του αισθητού αποκαλύπτει ποιός μπορεί να έχει μερίδιο στο εκάστοτε κοινό μίας κοινότητας, με βάση τη προκαθορισμένη δράση του εκάστοτε υποκειμένου στον χώρο και στον χρόνο (Rancière 1999).
Στο παράδειγμα της αθηναϊκής κοινωνίας της κλασικής αρχαιότητας κατά τον Αριστοτέλη, πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη διακυβέρνηση της πόλης και ο ίδιος κυβερνάται. Ωστόσο, προηγείται αυτής της πράξης συμμετοχής, μία άλλου ειδους κατανομή που ορίζει ποιοι είναι αυτοί που απαρτίζουν την κοινότητα των πολιτών (σκλάβοι και γυναίκες δεν θεωρούνται πολίτες). Η απόδοση συγκεκριμένων ταυτοτήτων και δραστηριοτήτων στα εκάστοτε υποκείμενα, ορίζει το κατά πόσο αυτά έχουν ή όχι τη δυνατότητα να αναλαμβάνουν την διοίκηση των κοινών της κοινότητας. Καθορίζει επίσης τι είναι ορατό και τι όχι σε έναν κοινό χώρο, ενέχει δηλαδή μία αισθητική, με την έννοια του ότι προδιαγράφει τι είναι ορατό στις αισθήσεις, ως αναμφισβήτητη κανονικότητα.
Ο συλλογισμός αυτός, σαφώς δεν αφορά μόνο στην απόδοση ταυτοτήτων στα άτομα σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά έχει άμεσες χωρικές αναφορές, καθώς κανόνες και χώροι είναι άμεσα συνυφασμένοι. Η δομή μίας κοινωνικής οργάνωσης υποβόσκει στη δομή του χώρου (Lefebvre 1991). Οι διαδικασίες που αποδιδονται στη δράση ενός συγκεκριμένου παράγοντα, είναι χωρικά εντοπισμένες. Υπάρχουν πάντα τόσο αυτοί που ωφελούνται από έναν χώρο όσο και αυτοί που αποκλείονται από αυτόν, γεγονός που σχετίζεται με τις ιδιότητες και τους κανόνες του χώρου καθ’ αυτού.
Ο αφαιρετικός χώρος του Lefebvre, όπως και η χωρική έκφραση της αστυνομικής τάξης του Rancière, διοχετεύει άρρητα την ενδογενή του βίαπου αφορά στον αποκλεισμό, σε εξειδικευμένους χώρους που απορροφούν τις διαφοροποιήσεις και που υποδιαιρούνται σε χώρους εργασίας, χώρους αναψυχής, χώρους για την διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας κτλ. (Lefebvre1991), επιμερίζοντας τα κοινά σε διακριτές κοινωνικές ομάδες με τους χώρους και τα χαρακτηριστικά που τους αναλογούν.
Αυτή η κατηγοριοποίηση και ο καταμερισμός του χώρου, είναι δομικής σημασίας στην κατανόηση της οργάνωσης του χώρου της πόλης. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον υποδομικό χώρο, αυτή η κατανομή των μερών μοιάζει να είναι η κυρίαρχη πρακτική. Ο χώρος αποδίδεται στους εμπλεκόμενους παράγοντες ορίζοντας μια ξεκάθαρη ταξινόμηση των μερών του, υποταγμένος σε μία μονολειτουργική και μονοσήμαντη θεώρηση εξορθολογισμού. Η κυρίαρχη αφήγηση που καθοδηγεί τον σχεδιασμό, είναι η γλώσσα των διεθνών προτύπων και των λειτουργικών διαγραμμάτων (Easterling2005). Επανερχόμενοι στο παράδειγμα της πεζογέφυρας της εισαγωγής, ο χώρος κυκλοφορίας δεν νοείται ως τίποτε παραπάνω από χώρος κυκλοφορίας, όπου το υποκείμενο δύναται να υπάρχει αυτομάτως και αποκλειστικά ως οδηγός. Ο άρρητος αποκλεισμός που εισηγείται αυτός ο χώρος, έγκειται ακριβώς σε αυτή τη μονοσήμαντη ταυτότητα του υποκειμένου, που ταυτόχρονα εξοστρακίζει την οποιαδήποτε άλλη πιθανή ταυτότητα εκτός πεδίου ορισμού. Ως αποτέλεσμα ο σχεδιασμός του υποκινείται αποκλειστικά από κριτήρια που εξυπηρετούν αυτή την μονοσήμαντη ταυτότητα και λειτουργία, σε μία διαδικασία που παράγει διαρκώς νέους διαχωρισμούς, για ολοένα και πιο εξειδικευμένους χρήστες.
3 Η πολιτική διάσταση του χώρου
Η έννοια του πολιτικού είναι άμεσα συσχετισμένη με την κατανομή του αισθητού, όπως αυτη εκφράζεται από την αστυνομική τάξη του Rancière. Το πολιτικό πραγματώνεται μέσα από την έκφραση της διχογνωμίας (dissensus) από εκείνους που δεν συνιστούν μέρος της κατανομής του αισθητού και μέσα από την επικείμενη ρήξη με την παγιωμένη και κοινώς αποδεκτή κατανομή ρόλων, χώρων και δραστηριοτήτων που αυτή εισηγείται. Η πολιτική δραστηριότητα είναι επομένως οτιδήποτε προκαλεί την μετατόπιση από μία προκαθορισμένη κατάσταση, την μετατόπιση ενός σώματος από τον χώρο που του αποδίδεται ή την επανανοηματοδότηση ενός χώρου. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική δραστηριότητα είναι αυτή που κάνει ορατό το αόρατο, που προκαλεί την εκ νέου αξιολόγηση της προκαθορισμένης ιεραρχίας των πραγμάτων. Στα χωρικά συμφραζόμενα, η πολιτική διάσταση του χώρου και του σχεδιασμού του, έγκειται στην μετατροπή του μονοσήμαντου, λειτουργικού χώρου σε χώρο εκφρασης της υποκειμενικότητας (Ghosn 2012), στην αμφισβήτηση των αισθητών-αντιληπτικών δεδομένων της όποιας παγιωμένης χωρικής οργάνωσης. Αυτή η ρήξη αφορά κυρίως στον κλονισμό της αυτονόητης και αναμφισβήτητης τάξης των χώρων αυτών.
Η κοινή αντίληψη για τον υποδομικό χώρο είναι θεμελιακά βασισμένη σε μία λειτουργιστική αντιμετώπιση η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εισηγείται μία συγκεκριμένη κατανομή του χώρου που τον καθιστά πολιτικά αδρανοποιημένο. Ο σχεδιασμός καλείται συστηματικά να επιλύσει προβλήματα, αγνοώντας αυτόν τον υπαρκτό καταμερισμό, με τον ίδιο τρόπο που ο αυτοματισμός της ανακατασκευής της πεζογέφυρας στο Miami επιδέχεται με δυσκολία οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, η αρχιτεκτονική οφείλει να στρέψει το βλέμμα της ακριβώς σε αυτόν τον κοινώς αποδεκτά λειτουργικό χώρο, όπου φαινομενικά δεν υπάρχει τίποτε προς διαπραγμάτευση και να θέσει σε νέες βάσεις τους όρους αντιμετώπισής του. Η επινόηση μίας σχεδιαστικής προσέγγισης που υπερβαίνει την μονοσήμαντη φύση των υποδομικών χώρων ως κλειστά, αμιγώς λειτουργικά συστήματα, είναι πρωτίστως ένα πολιτικό εγχείρημα επανανοηματοδότησης αυτών των χώρων για πληθώρα ενεργών χρηστών. Μία προσέγγιση που στη θέση της αυστηρής κατανομής του χώρου αντιπροτείνει τον διαμοιρασμό, αναιρώντας τους προγενέστερους χωρικούς αποκλεισμούς.
4 Ο διαμοιρασμός ως σχεδιαστική προσσέγγιση
Εικόνα 2 Η αντιπρόταση για την 8th street απότο γραφείο Dover, Kohl & Partners, πηγή: citylab.org
Ιδωμένη ως στρατηγική, η αρχιτεκτονική του διαμοιρασμού αφορά στον σχεδιασμό του ενδιάμεσου χώρου, της οριακής συνθήκης μεταξύ αστικών και υποδομικών οντοτήτων. Εάν η κατανομή του χώρου αναπόφευκτα καταστέλλει ή/και αποτρέπει τους όποιους συσχετισμούς μεταξύ χώρων και χρηστών, ο διαμοιρασμός αντίθετα, μπορεί να εγκαθιδρύσει ένα πεδιο για την μεταξύ τους αντιπαράθεση, συμβάλλοντας έτσι στην ενεργοποίησή τους σε πολλαπλά επίπεδα.
Η λογική των ανοιχτών συστημάτων φαίνεται ικανή να προσφέρει τα εργαλεία για την αντιμετώπισητου υποδομικού χώρου προς αυτή την κατεύθυνση, μέσα από τρία κριτήρια: τα διφορούμενα άκρα, την ατελή μορφή και την μεταβλητή στοχοθέτηση (Sennett 2013). Η αντιμετώπιση του υποδομικού χώρου, ως αναπόσπαστο τμήμα της πόλης, προυποθέτει την άρση των διαχωρισμών που σήμερα αποτελούν κανόνα. Η λογική του κλειστού θύλακα που υπαγορεύεται από τις σύγχρονες ‘βέλτιστες πρακτικές’, μπορεί να αναιρεθεί, αντιμετωπίζοντας τα εκάστοτε όρια-άκρα, οχι ως μονοσήμαντες γραμμές ιδιοκτησιακής κατωχύρωσης, αλλά ως οριακές περιοχές αλληλεπίδρασης (Iturbe 2006). Οι οριακές αυτές περιοχές, μπορούν να υποστηρίξουν μία υπερκάλυψη προγραμμάτων, αντλώντας δυναμική από τα χωρικά τους συμφραζόμενα. Παράλληλα, η λογική της ατελούς μορφής υπονοεί εναν διαφορετικό σχεδιασμό της ίδιας της υποδομικής οντότητας, πέρα από τον εξαντλητικό λειτουργιστικό ορισμό, με τρόπο που να επιδέχεται μη προκαθαρισμένες ερμηνείες και δυναμικές εξελίξεις. Τέλος, η λογική της μεταβλητής στοχοθέτησης επιτρέπει μία αναπροσαρμογή του σκοπού του εκάστοτε χώρου σε βάθος χρόνου, σε συνάρτηση με το κοινωνικό σύνολο από το οποίο εξαρτάται.
Στα ενδιάμεσα πεδία που προκύπτουν, ο ρόλος του σχεδιασμού είναι το να εξασφαλίσει τη δυνατότητα ετερογενών παραγόντων να διεκδικούν τη θέση τους στον χώρο. Εκεί όπου πριν υπήρχε μία μονοσήμαντη ταυτότητα χρήστη (οδηγός, πεζός κτλ) η οποία με τη σειρά της συνεπαγόταν εξειδικευμένο χώρο, αντιπροτείνεται ένας από κοινού χώρος που ως τέτοιος δύναται εξ ορισμού να επαναπροσδιορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις ιεραρχίας. Με αυτόν τον τρόπο ευνοείται μία διαρκής επαναδιαπραγμάτευση σε έναν χώρο ανοιχτό στην απρόβλεπτη δράση, ενώ διαμορφώνεται μία διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενη δυναμική ισορροπία μεταξύ των εμπλεκόμενων. Οι ενδιάμεσοι αυτοί χώροι, δεν εμφανίζουν μία παγιωμένη λειτουργική ταυτότητα, αντίθετα μπορούν να την ανασυγκροτούν κάθε δεδομένη στιγμή σε μία πλουραλιστική βάση.
5 Επίλογος
Δεδομένου ότι οι ροές αποτελούν το διακύβευμα στη σύγχρονη πόλη, ο ρόλος των υποδομών που διαχειρίζονται αυτές τις ροές, και δη των αστικών υποδομών μετακίνησης,φαίνεται καθοριστικός. Και αυτό γιατί συνδυάζουν δύο αντιδιαμετρικές πραγματικότητες. Από τη μία είναι από τους ελάχιστους χώρους της πόλης που είναι δημόσια προσβάσιμοι, αποτελεσμτικά κοινόχρηστοι και χρησιμοποιούμενοι σε τακτική βάση (D’Hooge, 2016), διαθέτουν δηλαδή τη λανθάνουσα δυναμική να αποτελέσουν ουσιαστικούς δημόσιους χώρους της πόλης. Από την άλλη, πρόκειται για χώρους με σαφείς λειτουργικές απαιτήσεις, οι οποίες έως σήμερα προδιαγράφουν αποκλειστικά τον σχεδιασμό τους, με αμιγώς φονξιοναλιστικό προσανατολισμό.
Η λογική του διαμοιρασμού μπορεί γεφυρώσει αυτές τις αντιφατικές πραγματικότητες, προσφέροντας τα εργαλεία για τον ανασχεδιασμό του υποδομικού χώρου της πόλης. Στις αλλεπάλληλες χωρικές προσαυξήσεις που είναι αναγκαίες στον χώρο της κατανομής, αντιπροτείνεται μία χωρική και λειτουργική ανάμειξη που μπορεί να αξιοποιήσει με αποτελεσματικότερο τρόπο τους διαθέσιμους πόρους. Ειδικά σε μία χρονική στιγμή όπου ο παραδοσιακά νοούμενος δημόσιος χώρος, η πλατεία, ή το πάρκο, μοιάζουν εκτός οικονομικής πραγματικότητας, ο σχεδιασμός οφείλει να εφεύρει τους μηχανισμούς ενεργοποίησης του δημόσιου αισθήματος σε όλους τους χώρους που έχουν τη δυναμική να το υποστηρίξουν.
Η D. Cuff, σχολιάζοντας την κατάσταση της δημόσιας αρχιτεκτονικής επισημαίνει ότι η οικονομική δυσπραγία σε Ευρώπη και Αμερική, έχει ως αποτέλεσμα οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι να διατίθενται κατά προτεραιότητα σε έργα υποδομών. „ Αυτό υπονοεί ότι σε ό,τι αφορά την παραδοσιακά νοούμενη δημόσια αρχιτεκτονική, λίγα πράγματα φαίνονται εφικτά στο εγγύς μέλλον. (…) Αντίθετα το πλέον προνομιακό πεδίο για την διαμόρφωση ενός νέου κοινού και της αρχιτεκτονικής του, βρίσκεται διαρκώς γύρω μας, εάν συνειδητοποιήσουμε ότι τα κοινά (…) συμπεριλαμβάνουν και τον δρόμο. Ο υποδομικός χώρος είναι το κενό αυτό πεδίο όπου ο σχεδιασμός μπορεί οπορτουνιστικά να αναδιοργανώσει τα κοινά“. Σε αυτό το πλαίσιο, η λογική του διαμοιρασμού μπορεί να επιτύχει το άνοιγμα των υποδομικών χώρων και την οργανική τους αλληλοδιείσδυση με το σώμα της πόλης, αναδεικνύοντάς τους σε τόπους δημόσιου αισθήματος.
Εικόνα 3 Ομόνοια, 1955, Δημήτρης Χαρισιάδης. Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη