ΕΠΑΙΝΟΣ Μίχος – Παπακώστα

Επί αιώνες, η πόλη της Θεσσαλονίκης κουβαλάει ίχνη λαών από διάφορα σημεία της γης. Χαρακτηρίζεται ως πολυπολιτισμική, όχι μόνο εξαιτίας των ανθρώπων της αλλά και εξαιτίας της μνήμης αυτών, που αποτυπώνεται στις καθημερινές συνήθειες, τη γλώσσα αλλά και την αρχιτεκτονική. Το πάντρεμα όλων αυτών των στοιχείων που εμφανίζονται σε κλίμακα πόλης, έρχεται να πραγματωθεί μέσα σε μια μικρότερη κοινωνία, με όρια αυτά της στοάς Μοδιάνο.  Το κτίριο ανάμεσα στις οδούς Βασ.Ηρακλείου, Ερμού και Κομνηνών, που για περίπου έναν αιώνα εξυπηρετεί σημαντικό μέρος της αγοράς της πόλης, ξαναζωντανεύει έχοντας μια πολυποίκιλη ταυτότητα, με αφετηρία την ίδια την ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Η στοά Μοδιάνο, χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπορικής στοάς, εμπεριέχει διαφορετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία που κατά κάποιο τρόπο προδίδουν και το κλίμα της –εκάστοτε- εποχής. Η διαφορετικότητα και η αλληλοεπίδραση των ανθρώπων που ζούσαν τότε στη πόλη συνεχίζει ως και σήμερα να υπάρχει, υπό συνεχώς νέες μεταβλητές και συνθήκες. Αρχιτεκτονικά, παίρνει τη μορφή μικρών μαγαζιών τροφίμων αλλά και μαγειρείων μέσα στη στοά. Με σκοπό να προωθηθούν τα προϊόντα του κάθε λαού που στάθηκαν σημεία πάνω στην ιστορική πορεία της πόλης, έρχεται στην επιφάνεια η ιδέα της επιρροής των ανθρώπων, που φέρουν στη πραγματικότητα μια ταυτότητα εύπλαστη και ανοιχτή. Λαοί οι οποίοι έχουν μερικώς εξαφανιστεί απο το προσκήνιο της πόλης ή άλλοτε τους έχουμε γνωρίσει μέσα από το παρεμπόριο έχουν τη δυνατότητα να αναδυθούν στους διαδρόμους της στοάς και να συνομιλήσουν μέσω των αγαθών του τόπου τους και τα στοιχεία της παράδοσής τους. Μέσα από μια εμπειρία χρωμάτων, γεύσεων και μυρωδιών ξυπνάνε μνήμες και γεννιούνται νέες.

Αρχιτεκτονικά, η στοά συντηρείται σε βαθμό που σέβεται τις τυπολογικές και μορφολογικές επιλογές του αρχιτέκτονα, εφόσον η ιστορική της αξία δεν αμφισβητείται, κρίνοντας ότι μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται. Έπειτα, προτείνονται και αποκαθίστανται τμήματα στο εσωτερικό της, με σκοπό να εμπλουτιστεί η ζωή στα σύνολο του εσωτερικού του κελύφους της.

Το υπόγειο, προτείνεται να χρησιμοποιηθεί ως κάβα – αποθήκευση, κυρίως κρασιού, -εφόσον ενδείκνυται λόγω του ποσοστού του φωτός και του αέρα-, περιλαμβάνοντας επίσης ανοιχτούς και κλειστούς χώρους για τη πραγματοποίηση διαφόρων φεστιβάλ γευσιγνωσίας.  Στο ισόγειο στις αποκατεστημένες κυψέλες φιλοξενούνται χρήσεις εμπορίου προϊόντων και μαγειρείων,  και παραπλεύρως ανοίγει ο χώρος τοποθετώντας αστικό εξοπλισμό και δημιουργώντας έναν χώρο στάσης και ένα ανοιχτό εστιατόριο.

Με κάθετη επικοινωνία, επιτυγχάνεται η κίνηση στα δώματα των κυψελών και τελικά στον όροφο της στοάς, όπου και συντηρείται η χρήση των καφέ-μπαρ-εστιατορίων.

Ο δημόσιος χώρος έρχεται να μπλεχτεί με τον ιδιωτικό σε όλα τα επίπεδα της στοάς και να προσδώσει μια συνολική γαστρονομική εμπειρία εστιασμένη στο παρελθόν και το παρόν της πόλης, πάντα υπό το πέπλο της αρχιτεκτονικής διάστασης.

1 2

3

4

5

6

7

8

9

10

Comments are closed