Για τον τεχνικό κόσμο, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, ο Ηλίας Βαφειάδης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πολιτικός Μηχανικός, ενεργό στέλεχος της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδος για πολλά χρόνια, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο πεδίο αντιμετώπισης των συνεπειών του “χτυπήματος” του Εγκέλαδου στη Θεσσαλονίκη, το 1978.
“Ζούσαμε ένα χάος εκείνες τις μέρες…”, θυμάται. “Ψαχνόμασταν… Μαθαίναμε τι πρέπει να κάνουμε επί τω έργω. Άλλοτε ακολουθούσαμε οδηγίες πιστά, άλλοτε τις τροποποιούσαμε κατά το δοκούν για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε κάτι άμεσα εφαρμόσιμο. Μην ξεχνάτε, πως σήμερα είναι πολύ απλούστερα τα πράγματα. Σήμερα υπάρχουν οι Ευρωκώδικες, και αν… γκουγκλάρει κάποιος, θα βρει ένα σωρό προγράμματα, που βοηθούν έναν μηχανικό. Τότε, τα κάναμε όλα στο χέρι. Θυμάμαι, υπήρχαν καυγάδες, γκρίνιες, νεύρα, αγωνία, αντιπαραθέσεις, όμως ανατρέχοντας στις μέρες εκείνες από την απόσταση των 43 ετών, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος όλων και πρώτου του Γιώργου Πενέλη που είχε το γενικό πρόσταγμα από το Διοικητήριο! Ήταν πράγματι ένα τεράστιο σχολείο για τους μηχανικούς της γενιάς μου εκείνος ο σεισμός, γιατί εξ` αιτίας του άλλαξαν γρήγορα πολλά πράγματα, αναγκαστήκαμε οι ίδιοι να αναθεωρήσουμε πολλές απόψεις και πολλά πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα ως τότε. Έτσι οι γνώσεις μας εξελίχθηκαν σε τέτοιο βαθμό και τόσο γρήγορα, που εξασφάλισαν για τους Έλληνες μηχανικούς πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ακόμα και των διεθνών αντισεισμικών κανονισμών.”
Ανατρέχοντας στις μνήμες για χάρη του blog του ΤΕΕ/ΤΚΜ, ο Ηλίας Βαφειάδης ανασύρει και τη βεβαιότητα πως η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ τυχερή το 1978, και εξηγεί: “Λέγαμε αργότερα, ότι ο σεισμός εκείνος ήταν… φιλάνθρωπος. Λέγαμε επίσης, πως η Θεσσαλονίκη σώθηκε χάρη στο Ασβεστοχώρι. Και δεν είναι άσχετα αυτά τα δύο μεταξύ τους. Υπάρχει ένα ρήγμα στο Ασβεστοχώρι, το οποίο απορροφώντας μέρος της ενέργειας που εξαπέλυσε η Βόλβη, λειτούργησε ως φρένο στην επιτάχυνση των σεισμικών κυμάτων, με αποτέλεσμα -ουσιαστικά- τα 6.5 ρίχτερ να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη σε δύο δόσεις. Ρήγμα… αμορτισέρ το χαρακτηρίσαμε. Αν δεν είχε υπήρχε αυτό, αντί για επιταχύνσεις 17% και 18%, η πόλη θα βρισκόταν αντιμέτωπη με επιταχύνσεις 25% και 30%! Οι καταρρεύσεις κτιρίων θα ήταν πολύ περισσότερες, ομοίως και ο αριθμός των θυμάτων. Η Θεσσαλονίκη, ήταν πολύ τυχερή μέσα στην ατυχία της. Και βέβαια, ούτε στο ελάχιστο δεν ήταν ο σεισμός ανάλογος εκείνου που είχε πλήξει το Βουκουρέστι…”
Ο λόγος για τον ισχυρό σεισμό μεγέθους 7,4 της κλίμακας Ρίχτερ που είχε πλήξει έναν χρόνο νωρίτερα τη Ρουμανία, στοιχίζοντας 1.500 ζωές και καταστρέφοντας πολλά παλιά κτίρια.
“Ήμασταν σε συνέδριο στην Αθήνα και συζητούσαμε για το σεισμό του Βουκουρεστίου, με τη βεβαιότητα πως αν ένας σεισμός με τα ίδια χαρακτηριστικά έπληττε τη Θεσσαλονίκη, οι επιπτώσεις θα ήταν τεράστιες”, θυμάται ο κ. Βαφειάδης. “Και όταν σημειώθηκαν τα 6.5 Ρίχτερ στην πόλη μας, στην αρχή είπαμε… νά`τος! Αλλά δεν ήταν. Ευτυχώς δεν ήταν… Δεν είχε ίδια χαρακτηριστικά και κυρίως δεν είχε την αύξηση της επιτάχυνσης που προκάλεσε πολλές καταρρεύσεις. Ακόμα ένας λόγος για να χαρακτηρίσει κανείς τον σεισμό της Θεσσαλονίκης… φιλάνθρωπο.”
Από τη συζήτηση με τον κ. Βαφειάδη, προκύπτει εύκολα το συμπέρασμα, ότι ένα ακόμα ευτύχημα της εποχής, είναι πως δεν… υπήρχαν social media, διότι η διάθεση και η ροπή πολλών προς τη διασπορά… fake news δεν διέφερε πολύ από τα σημερινά φαινόμενα: “Ήταν δεδομένο πως αρκετοί μεγαλοποιούσαν τις ζημίες. Είχαμε αναφορές για τεράστιες ζημίες και πηγαίναμε για να διαπιστώσουμε ότι είχε φύγει ένα κομματάκι τοίχου και είχε φανεί το σίδερο, πρόβλημα που αντιμετωπιζόταν με μια επικάλυψη με τσιμεντοκονία. Βγαίνανε και σεισμολόγοι και κάποιοι μηχανικοί, άλλοτε με κάποιες δόσεις αλήθειας διανθισμένες με υπερβολή και άλλοτε με σκέτη υπερβολή, και τρομοκρατούσαν τον κόσμο. Ότι ο δεύτερος σεισμός θα είναι χειρότερος και άλλα τέτοια…. Ευτυχώς υπήρχε ο Βασίλης Παπαζάχος που αντιμετώπιζε πολύ πιο ψύχραιμα τα πράγματα και βοήθησε κι εμάς πολύ στο έργο μας. Είχε γίνει στάρ δε. Θυμάμαι, λίγο καιρό αργότερα, επιστρέφαμε από τη Βουλγαρία με τον μακαρίτη τον Τόλη Παπαγεωργίου και με τον Βασίλη Παπαζάχο μετά από ένα συνέδριο που μας είχαν καλέσει να μιλήσουμε για το σεισμό της Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν τα σύνορα μας καταδιώκει και μας σταματάει ένας αστυνομικός Βούλγαρος. Σκεφτήκαμε, πως τρέχαμε υπερβολικά και θα βρίσκαμε τον μπελά μας. Εκείνος όμως, σκύβει από το παράθυρο, και απευθύνεται με σπαστά ελληνικά στον σεισμολόγο της παρέας: Παπαζάκο πότε τα γκίνει σεισμός;”
Στην πορεία των ημερών που ακολούθησαν, η προσπάθειας ανταπόκρισης στην τεράστια πρόκληση των συνεπειών του ίδιου του σεισμού, συνυπήρξε με την προσπάθεια προσαρμογής στις νέες επιστημονικές προκλήσεις που αυτός δημιούργησε: “Μέχρι τότε κάναμε κάποια πράγματα, ολίγον αυθαίρετα. Όχι απαραίτητα αποτυχημένα. Ήμασταν πράγματι η πρώτη χώρα που είχε θεσπίσει αντισεισμικό κανονισμό. Αλλά είχε προφανώς μεγάλα κενά. Για παράδειγμα ο νόμος του 1959 ήταν ένας σωστός νόμος. Αλλά αφορούσε… σε χαμηλά κτίσματα. Η προσαρμογή των κανόνων καθ` ύψος για τους ορόφους, τα επόμενα χρόνια, γινόταν λίγο αυθαίρετα. Ο σεισμός του 1978 μας ανάγκασε να προσαρμοστούμε απότομα. Έγιναν πιο σωστοί κανονισμοί τη δεκαετία του 1980. Γιατί αντικειμενικά, στόχος του κανονισμού είναι ακόμα και στον μεγάλο σεισμό, ακόμα και στον πιο μεγάλο σεισμό που προβλέπει ο κανονισμός, ένα κτίριο να υποστεί ενδεχομένως ζημίες, αλλά να μην καταρρεύσει. Ακόμα και να φτάσει προ της κατάρρευσης – να χρειαστεί ενδεχομένως κατεδάφιση αργότερα- αλλά την ώρα του σεισμού να μην καταρρεύσει. Με στόχο φυσικά την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, που Έλληνες μηχανικοί, όπως ο Πενέλης, ο Τάσιος, ο Πιτιλάκης, ο Κάππος, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση των Ευρωκωδίκων για τους σεισμούς.”
Στο ερώτημα, τι πρέπει να μας ανησυχεί σήμερα που ακόμα και τα νέα κτίρια του 1978 είναι πλέον παλιά, ο κ. Βαφειάδης επισημαίνει: “Δεν είναι μόνο η παλαιότητα κριτήριο. Υπάρχουν κτίρια μεταπολεμικά, της δεκαετίας του 1950, που έχουν καλύτερη συμπεριφορά σε σεισμούς από μεταγενέστερα. Κι αυτό διότι τότε υπήρχε ο φόβος και οι μηχανικοί προέβλεπαν κάθε λίγα μέτρα και μια κολώνα. Με πολύ μικρά ανοίγματα. Τη δεκαετία του 1960 και ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του 1970 έγιναν πολλές κατασκευές και μεγάλες κατασκευές, με αυτό που λέμε… μεγάλα ανοίγματα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητα ευάλωτες. Πρέπει όμως να εξεταστούν διεξοδικά, με γνώμονα τη σημερινή τεχνογνωσία.”