Μ. Ε. Βασενχόβεν
Περίληψη
Η εισήγηση αποτελεί την πρώτη παρουσίαση έρευνας αφενός της εξέλιξης της αισθητικής κατηγορίας του ‘αρχαιολογικού τοπίου’ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα στην δύση, και αφετέρου των πραγματικών αρχαιολογικών τόπων του ελλαδικού χώρου που χαρακτηρίζονται κυρίαρχα από το παρελθόν και τα αρχαιολογικά τους στοιχεία, μέσα από μελέτες περίπτωσης ξεχωριστών τοπίων του ελλαδικού χώρου.
- Το ‘αρχαιολογικό τοπίο’
Η εισήγηση αποτελεί την πρώτη παρουσίαση υπό εξέλιξη μελέτης με θέμα την Εξέλιξη της Αισθητικής του ‘Αρχαιολογικού Τοπίου’ στην Δύση και των ‘Αρχαιολογικών Τόπων’ του Ελλαδικού Χώρου. Χάριν συντομίαςθα περιοριστούμε στην περιγραφή των βασικών εννοιών και της μεθοδολογίας της έρευνας και στην περίπτωση της πόλεως της Αθήνας μέσα από την περιγραφή δύο επιμέρους τοπίων.
Η έρευνα περιλαμβάνει αφενός την μελέτη της εξέλιξης της ξεχωριστής, κατά την άποψη μας, αισθητικής κατηγορίας του ‘αρχαιολογικού τοπίου’ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα στην Δύση και αφετέρου των πραγματικών αρχαιολογικών τόπων του ελλαδικού χώρου που χαρακτηρίζονται κυρίαρχα από το παρελθόν και τα αρχαιολογικά τους στοιχεία.
Ο συνδυασμός των παραπάνω αναζητήσεων έχει στόχο την ανάδειξη των τρόπων με τους οποίους τα ‘τοπία’ και οι ‘τόποι’ διαχρονικά ενεπλάκησαν κατά την νεωτερικότητα και εξακολουθούν να αλληλοεπηρεάζονται στην σημερινή ιστορική συνθήκη.
- To ‘τοπίο’ γενικά
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, το ‘τοπίο’, ως έννοια και αισθητική κατηγορία, εμφανίζεται στην Δύση κατά την διάρκεια ή ακριβώς μετά τον 16ο αιώνα. Το ‘τοπίο’ ωστόσο ως πεδίο έρευνας και εργαλείο ανάλυσης, διατρέχει πολλά επιστημονικά πεδία από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και έπειτα. Οι σχετικές θεωρίες έχουν διατυπωθεί σε σειρά μονογραφιών, δοκιμίων και συλλογικών τόμων (Cosgrove, D. andS. Daniels 1988; Wylie 2007; Howard, P. etal 2013 κ.α.).
Εκτός από ξεχωριστή περιοχή των επιστημών που άπτονται του χωρικού σχεδιασμού, η ‘τοπιακή’ προσέγγιση έχει εφαρμοστεί στην πολιτισμική γεωγραφία, στις κοινωνικές επιστήμες, στις αστικές σπουδές, στην ιστορία και αρχαιολογία, στην θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας και στην φιλοσοφία.
Τα δύο βασικά θέματα που χαρακτηρίζουν το ‘τοπίο’ είναι η άρρηκτη σύνδεση αφενός του φυσικού στοιχείου με το ανθρωπογενές, το πολιτισμικό και το ιστορικό σε μία ενότητα χώρου και αφετέρου των γεωγραφικών του δεδομένων με την υποκειμενική οπτική, την πρόσληψη και την φαινομενολογική προσέγγιση. Το ‘τοπίο’ αποτελεί προνομιακό πεδίο αντιθέσεων. Επιτρέπει την σύλληψη του μέρους και του όλου (Simmel 2004, 13-14, 17), εξαιτίας της ταυτόχρονης εγγύτητας και αποστασιοποίησης του υποκειμένου από το θέμα.
Η πρόσληψη του τοπίου από ένα υποκείμενο, μία ομάδα ή μία κοινωνία σε μία δεδομένη ιστορική περίοδο μπορεί να ανιχνευθεί στις διαφορετικές του πολιτισμικές εκφάνσεις. Σύμφωνα με τον γάλλο γεωγράφο AugustinBerque (Berque 1986, 34) τα κριτήρια αίσθησης του τοπίου είναι η ύπαρξη λέξεων που το περιγράφουν, φιλολογικές παραστάσεις, εικαστικές απεικονίσεις και κηποτεχνία (Δουκέλλης 2009, 27).
Συνοψίζοντας το τοπίο μπορεί να περιγραφεί σαν μία ενότητα γεωγραφικών, φυσικών, ανθρωπογενών, πολιτισμικών στοιχείων σε μία δεδομένη κλίμακα, όπου η πρόσληψη, η αίσθηση, η υποκειμενική οπτική και η φαινομενολογία παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Όσον αφορά στην αισθητική αναπαράσταση, η πρόσληψη από ένα υποκείμενο ή μία κοινωνική ομάδα εκφράζεται μέσα από λέξεις, φιλολογικές, καλλιτεχνικές και κάθε λογής αναπαραστάσεις και ‘τοπιακές’ συνθέσεις στον φυσικό κόσμο, όπως η αρχιτεκτονική τοπίου και η κηποτεχνία αλλά και ο αρχιτεκτονικός και ο αστικός σχεδιασμός σε πολλές εκδοχές τους.
1.2 To ‘αρχαιολογικό τοπίο’
Η ιστορική διάσταση και η διαχρονία είναι συστατικά στοιχεία του ‘τοπίου’. Ως εκ τούτου το ‘τοπίο’ ως πεδίο έρευνας και μεθοδολογικό εργαλείο έχει υιοθετηθεί από τις ιστορικές επιστήμες και τις επιστήμες διαχείρισης του ιστορικού περιβάλλοντος.
Το ‘τοπίο’ έχει εισαχθεί στην μεθοδολογία της αρχαιολογίας, της ιστορίας, της ιστορικής γεωγραφίας της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και του πολιτισμού (Tilley 1994; PreucelandHodder 1996; PregillandVolkman 1999; PreucelandMrozowski 2010) κ.ά. Στην αρχαιολογία η τοπιακή προσέγγιση σχετίζεται φιλοσοφικά με το κεντρικό ζήτημα του ορισμού της ανθρωπότητας ως μέρος της φύσης ή/και ως ξεχωριστής οντότητας. Το ‘τοπίο’ έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος στο πεδίο της προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο μεταβαίνει σε ένα λιγότερο ‘μνημειοκεντρικό’ και περισσότερο ανθρωποκεντρικό (με έμφαση στο περιβάλλον) παράδειγμα (18thICOMOSGeneralAssembly, SymposiumFirenze, Italia 9/14 Novembre 2014, HeritageandLandscapeasHuman).
Εκτός από την μελέτη και την προστασία του ιστορικού τοπίου, η αρχαιολογία και το βλέμμα προς το παρελθόν, μπορούν εν δυνάμει να ανιχνευθούν και στην πρόσληψη και αισθητική ενατένιση του. Όπως αναφέρει ο Milani “…any parcel of land can become an archaeological site for our contemplative spirit. This is true because the spirit of contemplation stimulates us to perceive and to search for the hidden presence of history and culture, to discover durable evidence of ineffable beauty behind those forests, fields, and rock formations. According to this line of thought, human beings create the world.”(Milani 2009, 37).
Στην αφετηρία της έρευνας βρίσκεται η υπόθεση ότι το ‘αρχαιολογικό τοπίο’, εκτός από σύνολο γεωγραφικών-πολιτισμικών ενοτήτων και αναπαραστάσεων, αποτελεί κοινωνική κατασκευή που εξελίσσεται ιστορικά, επηρεάζοντας την υποκειμενική και συλλογική αντίληψη, την διαμόρφωση του χώρου και τις κάθε λογής αναπαραστάσεις του. Το ‘αρχαιολογικό τοπίο’, πέρα από ‘τοπίο’ με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, αποτελεί κατηγορία ‘τοπίου’ καθώς και αισθητική κατηγορία του αντιληπτού. Σποραδικές μελέτες έχουν κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση (Piggott 1978; Jackson 1980).
Ως τέτοιο χαρακτηρίζεται κύρια, όχι τόσο από την παρουσία ερειπίων, μνημείων, του ίχνους του παρελθόντος με την οιαδήποτε μορφή, αλλά από την απουσία του παρόντος. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένας ‘μη τόπος’ που έρχεται σε κάποια μορφή αντιδιαστολής με το παρόν. Σε κάθε περίοδο το περιεχόμενο της ιστορικής διάστασης αναπροσαρμόζεται, ρίχνοντας φως στην σχέση της κάθε εποχής με την πρόοδο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Το ‘αρχαιολογικό τοπίο’ αποτελεί μία αισθητική κατηγορία που διαμορφώθηκε σταδιακά στην Δύση κατά την νεωτερικότητα και εκ πρώτης όψεως διαφοροποιείται από την σύλληψη του τοπίου στην αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Κατά την διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα, εξαιτίας ιστορικών συνθηκών, πεποιθήσεων και θεσμών, διαμορφώνονται στην Ευρώπη, θέματα και τάσεις που εξακολουθούν θεμελιωδώς να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε τα αρχαιολογικά τοπία και τους ιστορικούς τόπους (DiPalma 2014, 4). Η άποψη μας είναι ότι το αρχαιολογικό τοπίο της Ελλάδας μέχρι σήμερα ενσωματώνει στοιχεία και νοηματοδοτήσεις της εν λόγω περιόδου.
Για λόγους ευκολίας η εξέλιξη της αισθητικής του ‘αρχαιολογικού τοπίου’ έχει οργανωθεί σε 6 ιστορικές περιόδους:
- Στην έννοια του τοπίου πριν την νεωτερικότητα.
- Στην αναπαράσταση της αρχαιότητας στον χώρο, κυρίως μέσω της απεικόνισης της ελληνικής μυθολογίας και της κηποτεχνίας, στην Αναγέννηση (15ος-17ος αιώνας).
- Στην εμφάνιση της ελληνικής αρχαιότητας σε διαφορετικές εκφάνσεις του πραγματικού και του φανταστικού τοπίου στην Ευρώπη του 17ου και του 18ου αιώνα, περίοδο κλειδί για την φιλοσοφική και αισθητική διαμόρφωσης της έννοιας του «τοπίου».
- Στον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, την κατ’ εξοχήν περίοδο ανακάλυψης και επιστημονικής διερεύνησης της ελληνικής αρχαιότητας.
- Στον υπόλοιπο 20ο αιώνα, κατά την διάρκεια του οποίου διαμορφώθηκε το σύγχρονο επιστημονικό παράδειγμα μελέτης και προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς.
- Στην ανάδειξη των σύγχρονων τοπιακών προσεγγίσεων και τις τάσεις που διαμορφώνονται σήμερα στην αντίληψη και διαχείριση του ιστορικού τοπίου.
“Κατά τον Μάρτιν Χάιντεγκερ (1962, 123) «η θεμελιώδης διαδικασία των σύγχρονων καιρών είναι η κατάκτηση του κόσμου ως μία νοητή εικόνα». Κατανοούμε τη γνώση για την αρχαία ελληνική πόλη και για τα κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με αυτήν, μέσα από τη θεώρηση του Ιπποδαμείου συστήματος της Ολύνθου” (Δουκέλλης 2009, 15).
Όσον αφορά στην έννοια του τοπίου πριν την νεωτερικότητα, είναι πιθανό να μπορούμε να αναζητήσουμε το «τοπίο του παρελθόντος» στην ελληνική αρχαιότητα, έχοντας όμως πάντα κατά νου ότι το εννοιολογικό και φιλοσοφικό πλαίσιο των αρχαίων διαφέρει ριζικά από το δικό μας. Κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης στο παρελθόν πρέπει, όσο γίνεται, να είναι απαλλαγμένη από σύγχρονες αφηγήσεις. ΌπωςαναφέρειοRaffaeleMilani, αναφερόμενοςστοWorpswede (1903) του Rainer Maria Rilke: “He [Rilke] advises us not to surrender to projective sentimentality and to link the landscape to myth, an epiphany that is part of the nature of human beings. Moreover, we should rethink the idea that the landscape is a modern invention; for the ancients, the landscape was not a specific and separate space because they transformed everything into landscape. Rilke goes on to say that in the ancient images we find on Greek vases we can see that humans, flowers, fruit, shrubbery, birds, and animals form a unified whole.” (Milani 2009, xii).
Στον ρωμαϊκό κόσμο το τοπίο του παρελθόντος διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό και έχει μελετηθεί εκτενώς (Spencer 2010). Οι Ρωμαίοι είναι συλλέκτες έργων τέχνης και αποδίδουν στον ελληνικό κόσμο τον κατ’ εξοχήν ρόλο της αρχαιότητας του πολιτισμού τους. Tα τεχνητά τοπία και η σκηνογραφική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής πόλης.
Η «ανακάλυψη του αρχαιολογικού τοπίου» στην Δύση ξεκινά κατά την περίοδο της Αναγέννησης (14ος – 17ος αιώνας), με όρους όμως που διαφέρουν από εκείνους της περιόδου από τον 17ο αιώνα και μετά. Το κλίμα του ουμανισμού και η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κόσμου με επίκεντρο τον άνθρωπο συντελούν στην δημιουργία μίας αρχαιοελληνικής ουτοπίας, η οποία ωστόσο αφορά πιο πολύ στο μέλλον και στην πρόοδο και όχι τόσο στην νοσταλγία και το παρελθόν. Κατά την περίοδο αυτή οι απεικονίσεις της Αθήνας από τους ξένους περιηγητές είναι πλήρως φανταστικές ή αναπαράγουν υποκειμενικές αναπαραστάσεις του χώρου.
Τον 17ο αιώνα η αισθητική ενατένιση του ιστορικού τοπίου επενδύεται με τα θέματα της ‘νοσταλγίας’, της ‘απόλαυσης των ερειπίων’, της ‘αρκαδικής’ ενατένισης, της ‘αναζήτησης της Εδέμ’ και της αρχαιολατρείας. Το βλέμμα προς το παρελθόν στρέφεται αφενός στην επιστημονική μελέτη και ανακάλυψη του παρελθόντος και αφετέρου στον ρομαντισμό και την νοσταλγία, με τον ίδιο τρόπο που διαμορφώνεται το φαινόμενο του οριενταλισμού. Κοινό παρανομαστή αποτελεί η θέαση του «άλλου». Κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα αναπτύσσονται στην δύση ο περιηγητικός τουρισμός, η μελέτη και συλλογή αρχαιοτήτων (antiquarianism), η αρχαιολατρεία, η ρομαντική κηποτεχνία μαζί με άλλα σύνθετα φαινόμενα όπως ο οριενταλισμός και η εξερεύνηση του «άλλου». Μέσα σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο της πρώιμης νεωτερικότητας, θεμελιώνονται σταδιακά η αρχαιολογία και η ανθρωπολογία και διαφοροποιούνται από τις φανταστικές ενατενίσεις του παρελθόντος.
Ο 19ος αιώνας αποτελεί τον κατ’ εξοχήν αιώνα της αρχαιολογικής ανακάλυψης και καταγραφής. Το αρχαιολογικό τοπίο των περιηγητών και αρχαιόφιλων στα ίχνη του Παυσανία, μετατρέπεται σταδιακά στον πρώτο χάρτη ανασκαφών και αρχαιολογικών χώρων του νεοσύστατου κράτους.
Η καθοριστικότερη τομή για την διαμόρφωση των δεδομένων της διαχείρισης του αρχαιολογικού τοπίου κατά τον 20ο αιώνα επέρχεται εξαιτίας της συνδυαστικής δράσης δύο παραγόντων, των παγκόσμιων πολέμων και του τουρισμού. Το αρχαιολογικό τοπίο μετατρέπεται από πεδίο ηρωικής ανακάλυψης και επιστημονικής καταγραφής σε πεδίο διάσωσης αλλά και αναψυχής. Το βλέμμα του ρομαντικού και του ιστορικού-αρχαιολόγου σταδιακά αντικαθίσταται από αυτό του επισκέπτη και του επιστήμονα της προστασίας και διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η φωτογραφία αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό τις τρισδιάστατες σχεδιαστικές αναπαραστάσεις των διαφορετικών απόψεων του αρχαιολογικού τοπίου, μεταβάλλοντας ριζικά την οπτική αντίληψη των αρχαίων καταλοίπων.
Ο 21ος αιώνας και η μετανεωτερικότητα εγκαινιάζουν μία ακόμη μετατόπιση στο κυρίαρχο παράδειγμα της διαχείρισης του αρχαιολογικού και ιστορικού τοπίου. Καθοριστικοί παράγοντες υπήρξαν από την μία η ψηφιακή επανάσταση και το διαδίκτυο και από την άλλη η ανησυχία για το μέλλον του περιβάλλοντος και του πλανήτη. Η εμβάπτιση του επισκέπτη στο περιβάλλον χάρη στις νέες τεχνολογίες που του επιτρέπουν μία ολοκληρωτική-σωματική εμπειρία παράλληλα με την συνείδηση ότι η φροντίδα για την κληρονομιά δεν μπορεί παρά να είναι ολιστική και σε επίπεδο τοπίου, μας επιβάλλουν για πρώτη φορά κατά τη μακρά νεωτερικότητα να αντιληφθούμε φιλοσοφικά και ψυχολογικά το περιβάλλον σαν μία αδιάσπαστη ενότητα με τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες κοινότητες.
Συνοψίζοντας, η διαχρονία και η ιστορία αποτελούν μέρος της ‘πρώτης ύλης’ των τοπίων και κατ’ επέκταση της πρόσληψης τους. Στην επόμενη ενότητα θα αναζητήσουμε στον αρχαιολογικό τόπο της Αθήνας την αλληλεπίδραση του φυσικού με το πολιτισμικό, την πρόσληψη του τοπίου και το βλέμμα προς το παρελθόν μέσα από δύο μελέτες περίπτωσης.
2 Το ‘αρχαιολογικό τοπίο’ στον ελλαδικό χώρο: Η περίπτωση της Αθήνας (Το βορειοανατολικό όριο της πόλης και ο Εθνικός Κήπος)
Έχοντας περιγράψει επιγραμματικά την εξέλιξη του ‘αρχαιολογικού τοπίου’ στην Δύση, θα επεξεργαστούμε την περίπτωση της Αθήνας, με τους όρους την προαναφερθείσας προσέγγισης, μέσα από δύο μελέτες περίπτωσης. Πιο συγκεκριμένα θα εστιάσουμε στο βορειοανατολικό όριο της πόλης (πλατεία Κλαυθμώνος) και στην περιοχή του Εθνικού Κήπου. Στο πρώτο παράδειγμα θα δούμε πώς η διαχρονική διαπλοκή φυσικού και ανθρωπογενούς οδήγησε σε ένα θρυμματισμένο ιστορικό τοπίο πολλαπλών προσλήψεων και ερμηνειών. Στην δεύτερη μελέτη περίπτωσης θα περιγράψουμε το βλέμμα προς το παρελθόν μέσα από ένα ‘ρομαντικό’ σχέδιο κηποτεχνίας που εξελίσσεται μέχρι τις μέρες μας.
Η ‘θεματοποίηση’ του αρχαιολογικού τοπίου της αρχαίας Αθήνας δεν αποτελεί προνόμιο της νεωτερικότητας. Η κληρονομιά του αυτοκράτορα Αδριανού στην Αθήνα είναι χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης. Η πύλη του Αδριανού διαχωρίζει συμβολικά την κλασική από την νέα πόλη δημιουργώντας μία σκηνογραφική ένταση ανάμεσα στο παρόν και το αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Η περιοχή της πλατείας Κλαυθμώνος είναι χαρακτηριστική του ορίου της αρχαίας πόλης. Όπως είδαμε η αρχαιολογία του τοπίου εξετάζει, ανάμεσα στα άλλα, την διαχρονική σχέση φύσης και πολιτισμού, την λειτουργία δικτύων και συστημάτων, ζητήματα εξουσίας και πολιτικής και φαινομενολογίας και πρόσληψης του χώρου.
Η διαχρονική αλληλεπίδραση του φυσικού ανάγλυφου και της τοπογραφίας με την οικιστική ανάπτυξη εκφράζεται στην διαδοχή των διαφορετικών ρόλων της περιοχής από την προϊστορία μέχρι σήμερα (Ύπαιθρος χώρα [Προϊστορία], Περιαστική περιοχή [Αρχαϊκή περίοδος], Όριο [Κλασικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι], Περιαστική ζώνη [Μεσαίωνας], Όριο [Τέλος οθωμανικής περιόδου], Άρθρωση [19ος αιώνας ], Κέντρο [20ος αιώνας], Μεταβατική περίοδος [ΣΗΜΕΡΑ]).
Όσον αφορά στην πρόσληψη, το εύρος των θεμάτων που επηρέασαν την εξέλιξη της περιοχής καθρεφτίζεται στις διαφορετικές ονομασίες της πλατείας, οι οποίες σχετίζονται με την ‘ύπαιθρο’, το ‘θέατρο’, τον ‘θεσμό της βασιλείας’, την ‘οικονομία’, την ‘εθνική απελευθέρωση’ και τους ‘κοινωνικούς αγώνες’.
Ο χαρακτήρας της περιοχής αναπαρίσταται για πρώτη φορά στους χάρτες των περιηγητών του 18ου αιώνα. Στον χάρτη του Coubault βλέπουμε καλλιεργημένες εκτάσεις μέσα από τα τείχη που δείχνουν την σύνθετη σχέση πόλης και υπαίθρου στην προνεωτερική πόλη. Οι ζώνες αυτές πιθανώς προορίζονταν για την πώληση αγροτικών προϊόντων.
Θέματα που κυριαρχούν πάνω στην ιστορική πρόσληψη της περιοχής η οποία γειτνιάζει με την ιστορική τριλογία είναι:
- Η συνθήκη του ορίου όπου η ύπαιθρος και η πόλη αλληλεπικαλύπτονται διαχρονικά,
- Η σχεδόν περιαστική κατοίκηση από έλληνες της διασποράς και σημαίνοντα πρόσωπα στα μέσα του 19ου αιώνα και η αρχιτεκτονική της έκφραση,
- Η έδρα της εξουσίας και η οικονομία και το εμπόριο,
- Το στοιχείο του «κήπου» με την καταγωγή του στην περιαστική ύπαιθρο,
- Η πνευματική αναγέννηση, ο αστικός εκσυγχρονισμός 19ου αιώνα και η Aθήνα ως νεοσύστατη πρωτεύουσα και πεδίο ενσάρκωσης του αρχαίου κόσμου,
- Η ηθική και πνευματική ανεξαρτησία σε κρίσιμες εθνικές περιόδους και οι κοινωνικοί αγώνες και η αντίσταση στον φασισμό και αυταρχισμό,
- Η (μη) εφαρμογή προγραμμάτων προστασίας και ανάδειξης των αρχαίων μνημείων από την δεκαετία του 1960 και έπειτα με αποτέλεσμα την καλειδοσκοπική, (σχεδόν ηδονοβλεπτική) πρόσληψη του αρχαιολογικού τοπίου μέσα σε υπόγεια πολυκατοικιών.
To δεύτερο παράδειγμα αρχαιολογικού τοπίου της Αθήνας αποτελεί μία διαχρονικά εξελισσόμενη κηποτεχνική σύνθεση στην ευρύτερη περιοχή του Εθνικού Κήπου που αντλεί την ιδεολογική της καταγωγή απότην ουτοπία της περιοχής του Ιλισσού στην μακρινή αρχαιότητα. Ο κήπος της Αμαλίας και το Ζάππειο σήμερα γειτνιάζουν με το αρχαιολογικό πάρκο του Βυζαντινού Μουσείου και την Παλαίστρα του Αριστοτέλη στην οδό Ρηγίλλης. Όσον αφορά στην πρόσληψη, το τοπίο ενοποιείται μέσα από το βλέμμα του περιηγητή-περιπατητή.
Το σχέδιο του Βασιλικού Κήπου που έχει διασωθεί αποδίδεται στον Louis-François Barault. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν με βεβαιότητα ότι πρόκειται για το σχέδιο βάσει του οποίου κατασκευάστηκε ο βασιλικός κήπος. Είναι πιθανό να συντάχθηκε αναπαριστώντας ένα ήδη κατασκευασμένο τμήμα του. Αποτελεί ωστόσο ένα πολύτιμο τεκμήριο που αναπαριστά έναν κήπο του 19ου αιώνα, ένα μεγάλο μέρος του οποίου ανταποκρίνεται στην σύγχρονη μορφή του Εθνικού Κήπου. Στο σχέδιο του Barault, insitu αρχαιότητες που ανασκάφηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών, ενσωματώνονται στις κηποτεχνικές διαμορφώσεις.
Ο κήπος αποτέλεσε ένα τεχνητό τοπίο που δημιουργήθηκε πάνω σε ένα τμήμα της αρχαίας πόλης (Βασενχόβεν Μ. Ε. και Π. Τουρνικιώτης 2009). Οι αρχαιότητες που διακοσμούν τον κήπο δεν αποτελούν αποκυήματα της ρομαντικής φαντασίας του κηποτέχνη, αλλά πραγματικά σπαράγματα του παρελθόντος. Η αρχαία πόλη περιλαμβάνει βίλες, βαλανεία, ιδιωτικά και ίσως δημόσια κτίρια των οποίων τα κατάλοιπα αντιμετωπίστηκαν σαν στοιχεία εξωραϊσμού-αρχαιολογικά ευρήματα.
Συνοψίζοντας, αποτελεί πεποίθηση μας ότι οι αρχαιολογικοί χώροι του ελλαδικού χώρου αντλούν εν μέρει την καταγωγή τους απότις ρομαντικές ουτοπίες της πρώιμης νεωτερικότητας και του 19ου αιώνα, μετουσιώνοντας διαχρονικά την συνάντηση του φυσικού με το πολιτισμικό μέσα από το βλέμμα που στρέφεται στο παρελθόν. Συμπληρωματικά ενσαρκώνουν το αποτύπωμα ενός μοντέλου ανάπτυξης και ανάδειξης του παρελθόντος που εδραιώθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η πρόσληψη του παρελθόντος είναι πολυδιάστατη και εξαρτώμενη από το ιδεολογικό πλαίσιο της εκάστοτε εποχής.
Παραπομπές
Βασενχόβεν Μ. Ε. και Π. Τουρνικιώτης. 2009. Αναβάθμιση του Εθνικού Κήπου (Ερευνητικό Πρόγραμμα): Ιστορική Διερεύνηση. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Δουκέλλης, Π. Ν. 2009. «Αναζητώντας το τοπίο». Στο Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου, επιμέλεια Δουκέλλης, Π. Ν. , 13-31. Αθήνα: Εστία. 3ηέκδοση.
Berque, A. 1986. Le sauvageetl’artifice: Les Japonaisdevant la nature, Paris: ÉditionsGallimard.
Cosgrove, D. and S. Daniels. 1988. The iconography of landscape. Cambridge: Cambridge University Press.
Di Palma, V. 2014. Wasteland: A History. New Haven and London: Yale University Press.
Howard, P. et al (eds). 2013. The Routledge Companion to Landscape Studies. Cambridge: Cambridge University Press.
Jackson, J. B. 1980. The Necessity for Ruins and other topics., Amherst: The University of Massachusetts Press.
Milani, R., 2009, The Art of the Landscape, McGill-Queen’s University Press, Montreal & Kingston, London, Ithaca.
Piggott, S. 1978. Antquity Depicted: Aspects of Archaeological Illustration. Over Wallop/Hampshire: BAS Printers Limited.
Pregill, P. and N. Volkman. 1999. Landscapes in History: Design and Planning in the Eastern and Western Traditions. New York: John Wiley and Sons.
Preucel, R. W. and I. Hodder. 1996. Contemporary Archaeology in Theory: A Reader. London: Blackwell Publishers.
Preucel, R. W. and S. A. Mrozowski. 2010. Contemporary Archaeology in Theory: The New pragmatism. Oxford: Wiley and Blackwell.
Simmel, G. 2004. «ΗφιλοσοφίατουTοπίου», ΣτοΤοπίο, επιμέλειαΚαββαθάς, Ν. Αθήνα: ΕκδόσειςΠοταμός.
Spencer, D., 2010, Roman Landscape: Culture and Identity, Greece and Rome, New Surveys in the Classics, No 39, Published by the Classical Association, Cambridge University Press.
Tilley, Ch. 1994. A Phenomenology of Landscapes: Places, Paths and Monuments. Oxford/Providence: Berg.
Wylie, J. 2007. Landscape, Routledge, London and New York.