Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ
Το παράδειγμα για το αστικό και περιαστικό πράσινο στον Πολύγυρο,
μέσα από ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα
Άρθρο του Γιάννη Αικατερινάρη
Όταν στην αρχή της δεκαετίας που ολοκληρώνεται, έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα ενός ερευνητικού προγράμματος του του Α.Π.Θ., με θέμα «ο Πολύγυρος ως πρότυπο πράσινης πόλης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», ομολογώ ότι με εξέπληξαν. Όσο κι αν περίμενα ότι το πράσινο αποτελούσε πάντα ένα από τα ισχυρότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα του γενέθλιου τόπου, δεν περίμενα ότι θα ήταν σε τέτοιο βαθμό θετική η αναλογία της επιφάνειας του αστικού και του περιαστικού πρασίνου ανά κάτοικο (83,3 τ.μ. στην πρώτη περίπτωση και 671,9 τ.μ. στη δεύτερη).
Αυτή η αναλογία που κατά τον επιβλέποντα το πρόγραμμα καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Θεοχάρη Ζάγκα,[1] αποτελούσε πρωτιά στη νότιο Ευρώπη, με έκανε να ασχοληθώ περισσότερο με το ζήτημα. Οι απαντήσεις που δόθηκαν με ερωτηματολόγιο στα πλαίσια του προγράμματος σε 57 άντρες και 83 γυναίκες -με τις οποίες συμφωνούσα και ο ίδιος- παρουσίαζαν ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες θεωρούσαν την κατάσταση των περιαστικών δασών του Πολυγύρου μέτρια έως καλή. Παράλληλα ωστόσο τόνιζαν ότι θα ήθελαν περισσότερες υποδομές (πάρκα, χώρους αναψυχής κ.λπ.) και επεσήμαναν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν διαχειρίζονται και δεν προστάτευαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα δάση.
Με αυτά τα στοιχεία και τα συμπεράσματα του προγράμματος, προχώρησα σε διαπιστώσεις και προτάσεις, που δημοσιεύτηκαν τότε σε σχετικό άρθρο μου στο περιοδικό «Πολύγυρος» (τχ. 68 και 69/2012). Τα παραπάνω αποσπάσματα από το ερευνητικό πρόγραμμα αποκάλυπταν τη σημασία της πρωτιάς του Πολυγύρου, αλλά και τις υποχρεώσεις που έχουν οι εντεταλμένοι φορείς, όπως και οι ίδιοι οι κάτοικοί του για τη διάσωση και ανάδειξη του πράσινου.
Φοβάμαι όμως ότι η πολιτική πρασίνου, που ασκείται τα τελευταία χρόνια, δεν προσφέρει στοιχεία αισιοδοξίας, καθώς παρατηρείται μια διαρκής μείωσή του στον περιαστικό και ιδιαίτερα στον αστικό χώρο. Η δημοτική αρχή Πολυγύρου με αναιτιολόγητες κατά το πλείστον αποφάσεις και παραβλέποντας συχνά και τους κανόνες δόμησης (π.χ. υποχρεωτικό πράσινο και φύτευση δέντρων στα προκήπια κ.λπ.), συντελεί καθοριστικά στην υποβάθμιση του τόσο ενδιαφέροντος οικιστικού και οπτικού περιβάλλοντος της πόλης. Ο ρόλος παράλληλα και οι οφειλόμενες παρεμβάσεις του οικείου δασαρχείου, δεν είναι όσο θα περίμενα αποτελεσματικές, παρότι γνωρίζω τις σημερινές δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης.
Ωστόσο όπως και να ‘χει το ζήτημα, πιστεύω ότι το αλυσοπρίονο, ένα χρήσιμο γενικώς εργαλείο στις αγροτικές καλλιέργειες, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αλόγιστα και με τόση συχνότητα στην κοπή δέντρων, μερικά από τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και μνημεία της Φύσης… Είναι ευνόητο άλλωστε ότι στην άσκηση πολιτικής πρασίνου θα συμβάλει και ο ορισμός ενός υπευθύνου στο Δήμο, εξειδικευμένου και ευαισθητοποιημένου σε τέτοια ζητήματα. Θα επαναφέρει ακόμη σταδιακά την παιδεία και το ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα και την αισθητική των δημόσιων χώρων, που διέκρινε τους παλαιότερους.
Θα αναφερθώ επί τούτου σε μια αξιέπαινη πρωτοβουλία των δημοτών του Πολυγύρου πριν από 100 χρόνια, που αποκαλύπτει συγκρινόμενη με τα σημερινά, την γενικότερη αδιαφορία των ημερών μας για το τί συμβαίνει έξω από το κατώφλι της κατοικίας μας… Πρόκειται για μια ανταπόκριση με τίτλο «ΦΙΛΟΜΟΥΣΙΚΟ-ΔΑΣΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ» ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ». Ανακαλεί στη μνήμη εποχές κατά τις οποίες οι πολίτες ενδιαφέρονταν για την ποιότητα του δημόσιου χώρου και κατ’ ακολουθία της ίδιας της ζωής τους. Την δημοσίευσε η ημερήσια «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ»,[2] αρχισυντάκτης της οποίας ήταν ο Νίκος Καστρινός, ένα δραστήριο μέλος των φιλειρηνικών κινημάτων της Θεσσαλονίκης:
«Κατ’ αυτάς συνέστη σύνδεσμος υπό την επωνυμίαν «Φιλομουσικο-δασική Ένωσις» με τον ευγενή σκοπόν να εργασθή δια δενδροφυτεύσεως και προς ανασύστασιν της τόσο άλλοτε επιτυχώς λειτουργησάσης Φιλαρμονικής»!
[1] Οι φοιτήτριες που εκπόνησαν το πρόγραμμα ήταν οι Ζωή Μυλωνά και Φωτεινή Ντινάκη.
[2] Καταχωρήθηκε στο πρωτοσέλιδο του φ. 517, Β΄ έτους, της Τρίτης 21 Ιανουαρίου 1920.