Η μνήμη και ο τόπος ως υπόβαθρα πολιτισμού

Ε. Γ. Λινάκη, Κ. Σερράος, Ι.Στεφάνου

Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΚΜ “Δημόσιος Χώρος”

Περίληψη

O χώρος, ως έννοια αφηρημένη αποκτά οντότητα με την παρουσία του ανθρώπου. Οι πόλεις και κατ ’επέκταση ο πολιτισμός, αποτελούν ανθρώπινα μορφώματα που συνεχώς μεταλλάσσονται στην αέναη πορεία του χρόνου.  Η εισήγηση , επιχειρεί να θίξει την αποσαφήνιση του ορισμού του τόπου, μέσα από την φυσιογνωμία , που συνίσταται από τα μοναδιαία χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, αλλά και από τα τοπία αισθήσεων που αυτή προκαλεί. Με άξονα , παραδείγματα φυσιογνωμίας και μνήμης περιοχών της Ελλάδας, θα προσπαθήσει να παρουσιαστεί μια συνολική μελέτη του τόπου αλλά και της πολιτιστικής μνήμης. Η μνήμη σαν εγγραφή ίχνους στο ανθρώπινο εγκέφαλο, αποτελεί μια δυσνόητη έννοια για κάθε τόπο. Η μνήμη , αποτελείται από την συνειδητοποίηση ότι οι δράσεις των ανθρώπων δεν είναι αποκλειστικά δικές τους. Άλλωστε το τι μέσω της ανάμνησης συγκρατείται και το τι περνά για πάντα στη λήθη αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της εισήγησης. Άλλωστε το τι επιλέγει μια πόλη να ανακαλέσει και τι να ξεχάσει μπορεί να διαφέρει από εποχή σε εποχή. Η εισήγηση συνεισφέρει τόσο στην διατύπωση του τρόπου λειτουργίας της μνήμης  και του τόπου, αλλά και στην συνειδητοποίηση ότι η γνώση αυτή, μας τοποθετεί ένα βήμα πλησιέστερα στην φανέρωση του εαυτού μας στον τόπο.

1       Τόπος και χώρος

Στην πορεία των ετών από τη γεωμετρική έννοια, μέτρησης του χώρου, η επιστήμη προχώρησε στην έννοια του τόπου. Με άξονα την παρουσία του ανθρώπου και τον πλουραλισμό συναισθημάτων, εικόνων, προσδοκιών και ονείρων ο αφηρημένος χώρος μετουσιώθηκε σε τόπο(Λαμπριανίδης 2012) σε περιοχή με ταυτότητα και μοναδικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και συγκροτούν την φυσιογνωμία του. Η φυσιογνωμία , άλλωστε, είναι η … « γνώμη που σχηματίζουμε για την φύση μιας οντότητας» (Στεφάνου 2000). Για αυτό και κάθε περιοχή φέρει ένα μοναδικό όνομα, που είναι και πυκνωτής της φυσιογνωμία της. Και ενώ ο χώρος είναι υλικός και εύκολα κατανοητός , καθώς είναι απτός και μετρήσιμος, ο τόπος είναι ταυτόχρονα και άυλος. Ξεκινώντας από την απλή εγγραφή του ονόματος, , αλλά και τα άυλα συναισθήματα που συγκροτούν ένα τόπο, μια χώρα.

Η συνύπαρξη άυλου και υλικού είναι εμφανής σε ένα τόπο και μέσα από την σύνδεση Ουρανού-Γης, καθώς αυτό το δίπολο εύκολα εκφράζει τον άυλο, υπερβατικό , αιθερικό κόσμο του Ουρανού και τον υλικό της Γης, καθώς ο τόπος και ο άνθρωπος ενυπάρχουν ανάμεσα. Υπάρχει ένα λεπτό όριο διαχωρισμού και αλληλοσύνδεσης των δύο στοιχείων άυλου και υλικού, καθώς τα στοιχεία του τόπου είτε φυσικά (κύκλος νερού), είτε πολιτιστικά (παραδοσιακές τεχνικές-χειροτεχνήματα) κλπ. έχουν ταυτόχρονα δυο φύσεις και εναπόκεινται σε διαρκείς διαδικασίες μετασχηματισμού μεταξύ άυλου και υλικού. Το αρχικό έναυσμα για κάθε τόπο, από την αρχή κατασκευής του , δηλαδή η σύλληψη και η ιδέα δημιουργίας του, είναι πάντοτε άυλα και ορμώμενος και ενεργοποιούμενος ο άνθρωπος από τα άυλα, δημιουργεί την υλική διάσταση του τόπου. Αυτή η συνεχής εναλλαγή καταστάσεων, οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι ο άυλος και υλικός κόσμος παρεμβάλλονται και μετασχηματίζονται, με τις δύο φύσεις που δεν είναι εντελώς διαφορετικές, μα σχετικά διαφορετικές, δίνοντας νέα μορφήματα, έθιμα, τοπόσημα, σύμβολα και οντότητες σε κάθε τόπο.Κάθε τόπος , λοιπόν,  αφορά μια ανεξάρτητη οντότητα και μπορεί να δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα και εικόνες, που συνδέονταικαι εμπλουτίζονται μετά την δημιουργία τους,με τις σχέσεις και την μνήμη.

Έτσι, κάθε άτομο συνδέεται διαφορετικά και παράγει διαφορετικούςσυμβολισμούς και ταυτότητες για ένα τόπο. Σε μια πιο απλουστευμένη μορφή αυτής της θεώρησης, ένα άτομο μπορεί να συνδέεται συναισθηματικά με ένα τόπο , καθώς μπορεί κάποιο άτομο που αγαπά μένει εκεί κλπ.,. Συνδέει τον τόπο με πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα.  Έτσι αναπτύσσει μια προσωπική σχέση και ταυτότητα για τον τόπο αυτό , τον οποίο και αναγνωρίζει.  Για αυτό και κάθε τόπος μπορεί να σημαίνει διαφορετικά για κάθε άτομο. Αυτή είναι η προσωπική ταυτότητα ενός τόπου, η τοπική ταυτότητα, η οποία έχει την ικανότητα να μεταβάλλεται, να αλλάζει και να επαυξάνεται με νέες τοποθεσίες στην διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.

Οι εθνικές ή συλλογικές ταυτότητες ενός τόπου,προκύπτουν επίσης απόσυναισθηματικούς δεσμούς , αλλά με την χρήση εθνικών και όχι τοπικών συμβόλων(Lewicka, 2008).Προκαλούνται από μεγαλύτερων διαστάσεων  σύμβολα ή τόπους, που πολλές φορές μπορεί να είναι πλαστά ή και καθοδηγούμενα, χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται καθολικά . Τα σύμβολα αυτά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ατομική ταυτότητα, αλλά μπορούν να την  να πλουτίσουν με νέους τόπους. Ωστόσο, πολλές φορές στην συλλογική και εθνική ταυτότητα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και τα μεγάλα έργα που διαμορφώνουν την εικόνα της πόλης (Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης, Πάρκο Σταύρος Νιάρχος), δημιουργώντας νέους τόπους και συναισθήματα, απομακρύνοντας παλαιότερους προβληματικούς, ίσως, τόπους.

Το παράδειγμα της Παραλίας Θεσσαλονίκης , είναι χαρακτηριστικό, καθώς οδήγησε στην οικειοποίηση του δημόσιου χώρου, στην απομάκρυνση παράνομων ή και επικίνδυνων τοποθεσιών και ενεργειών, ενσωματώνοντας εκτός από τους τους κατοίκους όλων των ηλικιών, επισκέπτες, καλλιτέχνες , δημιουργούςκαι εκδηλώσεις. Αυτή η κίνηση δημιούργησε μια νέα φυσιογνωμία της πόλης σε υλικό και άυλο επίπεδο και αποτέλεσε μια αυθόρμητη κίνηση αποδοχής του δημόσιου χώρου από το κοινό, χωρίς την εμπλοκή εθνικών συμβόλων και ταυτοτήτων. Η ύπαρξη ομάδων πολιτών που διαφυλάσσει και εξυγιαίνει το δημόσιο αυτό χώρο, επιβεβαιώνει την παραπάνω άποψη.

Έτσι ένας τόπος, δημιουργεί συναισθήματα, συνήθειες και κυρίως σχέσεις, αφού εκφράζεται μέσα από μια ομάδα ανθρώπων που αλληλοεπιδρούν και σχετίζονται. Αυτές οι σχέσεις είναι άλλοτε δυικές και άλλοτε πολλαπλές, όπως τα δίπολα άνθρωπος-φύση, φύσης-κοινωνίας, κοινωνίας-πολιτισμού, που μπορούν να παρουσιάζουν και μεγαλύτερων διαστάσεων διασυνδέσεις (πολιτισμό-φύση-κοινωνία-άνθρωπος). Αλληλένδετες , συνεχείς , καινούργιες ή παλαιότερες, συνδέονται με τον άνθρωπο, τη φύση και τον πολιτισμό, με υπόβαθρο τον τόπο, αλλά και τη μνήμη.

2       Η έννοια της μνήμης στον τόπο

Ψυχαναλυτικά, η μνήμη αποτελεί αρχικά μια εγγραφή στο ασυνείδητο, όπου κάποιος έρχεται σε επαφή με κάτι (κάποιο γεγονός, κάποια εμπειρία μέσα από τις αισθήσεις του). Η επαφή αυτή, αφήνει ίχνη, τα λεγόμενα μνημονικά ίχνη. Τα μνημονικά ίχνη χωρίζονται σε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και έχουν έναν ευρύ τρόπο εγγραφής, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της παρούσας εισήγησης. Το κεντρικό νόημα των εγγραφών αυτών είναι ότιο κάθε άνθρωπος ,στην διάρκεια της ζωής του , συναντά χιλιάδες ερεθίσματα, ωστόσο έχει τη δυνατότητα εγγραφής συγκεκριμένης χωρητικότητας. Έτσι εγγράφει , μόνο ορισμένα από αυτά.

Σε κοινωνικά πλαίσια οι αναμνήσεις αφορούν γεγονότα που έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια της ζωής ή πριν την γέννησή μας και αποτελούν τμήμα της οικογένειας, της εθνικής ομάδας, του κράτους, ή του κόσμου. Πολλές φορές, αυτό που θυμόμαστε δεν εξαρτάται από την προσωπική μας εμπειρία αλλά από τις προφορικές παραδόσεις, πολιτιστικές μεταδόσεις ή και κίνητρα. Και στις δύο περιπτώσεις θυμόμαστε τα γεγονότα που μας προκάλεσαν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις και είχαν σημασία ή συνέβησαν κατά την περίοδο σχηματισμού της προσωπικής μας ταυτότητας (Lewicka 2008).

Η μνήμη , αποτελείται από την συνειδητοποίηση ότι οι δράσεις των ανθρώπων δεν είναι αποκλειστικά δικές τους. Είναι με κάποιο τρόπο, κληρονομήματα από τις οικογένειες, τις θρησκείες, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους και καταγράφονται με τρόπους πολλαπλούς, όπως η ιστορία (κοινωνικά γεγονότα), όπου συχνά ιστορία και μνήμη συμπλέκονται. Ωστόσο, η μνήμη είναι συναισθηματική, ενώ η ιστορία προσπαθεί να είναι αντικειμενική. Το «καθεστώς ιστορικότητας», αφορά τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία ασχολείται με το παρελθόν της . Τον τρόπο, δηλαδή, αντίδρασης της σε ένα πλαίσιο ιστορικότητας που είναι όμοιο για την πλειονότητα των κοινωνιών.

Τα γεγονότα στη μνήμη καταγράφονται με τη μορφή αναμνήσεων, που εμπεριέχουν αισθήματα, φαντασίες και όνειρα, αλλά και εικόνες που είναι δυνατό να μπορούμε να θυμηθούμε χωρίς την αντικειμενική γνώση των θυμούμενων (Θεολόγου 2007). Πολλές φορές στην ψυχολογία τη μνήμη την επικαλούνται ως προς την διαδικασία, ενώ την ανάμνηση ως προς το περιεχόμενο. Για αυτό πολλές φορές επιλέγεται η απλοποίηση των εννοιών , μέσα από μέσα συμβατικά μέσα, όπως οι φωτογραφίες και οι προφορικές μαρτυρίες κλπ., που μπορούν άμεσα να γίνουν κατανοητές. Αυτό μπορεί να σημαίνει , βέβαια , και διαστρέβλωση ή αλλοίωση της μνήμης στη διάρκεια των ετών. Αφού η μνήμη στηρίζεται στην πραγματικότητα, η αλλοίωση της πραγματικότητας, σημαίνει αυτομάτως και αλλοιωμένη μνήμη, άρα μεταβολή των ιχνών της.

Η διαφύλαξη των ιδιαίτερων και ποιοτικών χαρακτηριστικών συγκροτεί την μνήμη της ανθρωπότητας. Στον Χάρτη της Κρακοβίας (2000), ένα μνημείο, ορίζεται ως ” μια σαφώς καθορισμένη οντότητα, κομιστής των αξιών, που αντιπροσωπεύουν μια υποστήριξη στη μνήμη. Σε αυτό, η μνήμη αναγνωρίζει τις πτυχές που συναφείς με ανθρώπινες πράξεις και σκέψεις που σχετίζονται με την ιστορική χρονολογική γραμμή “. Συνδέει δηλαδή τα μνημεία με την μνήμη και την ιστορία, μέσα από τον άνθρωπο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η έννοια της μνήμης,  ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων. Συγκεκριμένα, η μνήμη στην Αρχαία Ελλάδα ήταν προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης. Ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που θα διακρίνει τη μνήμη σε συνειδητή (μνήμη) και ασυνείδητη (ανάμνηση).

Η μνήμη αποτελεί το συνδετικό κρίκο ενθύμησης του παρελθόντος, χωρίς τον οποίο δεν υπάρχει τόπος, πολιτισμός ή σχέσεις. Η μνήμη του παρελθόντος αποτελείται από δύο είδη στοιχείων, μια κοινωνική μνήμη που προκαλείται από εξωτερικές ή κοινές πηγές, και μια προσωπική που αφορά το ίδιο το άτομο(Jacobs 1961). Η συλλογική μνήμη υπομένει και αντλεί δύναμη από τη βάση της ενθύμησης των ανθρώπων, που είναι μέλη μιας ομάδας. Οι αναμνήσεις αλληλοσυμπληρώνονται με κοινά στοιχεία για όλους που εμπλουτίζονται μέσα από τα προσωπικά βιώματα των μεμονωμένων μελών, που εξακολουθούν να διαφέρουν στην ένταση με την οποία τα βιώνουν.  Άλλωστε, οι κύριοι εκφραστές του πολιτισμού τα μνημεία, προερχόμενα από τη μνήμη, η οποία αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα του τόπου. Τα μνημεία, ως κατασκευές του ανθρώπου, αποτελούν ένα μέρος των συλλογικών αναπαραστάσεων και στοχεύουν στη δημιουργία κοινωνικής μνήμης. Ο (Σταυρίδης 2006) υποστηρίζει ότι οι μνήμες…. «συμπυκνώνουν ένα χώρο αφηγηματικό που συνθέτει τον «έμμεσο» λόγο της ιστορίας με τον «άμεσο» λόγο της μνήμης και επιβιώνουν υλικά και νοητικά στο χώρο και το χρόνο».

Οι απόγονοι ζουν, δρουν και περπατούν στους ίδιους τόπους, ως δρώντες ή μετέχοντες σε αυτά ή σαν λήπτες γεγονότων που ήδη έχουν συντελεστεί στο παρελθόν και έχουν παραμείνει και στο σήμερα. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε πως η μνήμη αφορά περισσότερο το παρόν , παρά το παρελθόν ή το μέλλον, καθώς το τι αποτελεί μνήμη διαφέρει από εποχή σε εποχή, λόγων κοινωνικών, εθνικών, πολιτικών και άλλων πεπραγμένων και γεγονότων, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης συχνά, ανακαλούνται μνήμες που έχουν προσωρινά ξεχαστεί και πολλές από αυτές γίνονται και μνημεία (π.χ. στρατόπεδα συγκέντρωσης Ναζιστικών καθεστώτων). Τα μνημεία αυτά έχουν ακριβώς την αντίθετη έννοια του κάλλους των μνημείων της Αρχαίας Ελλάδας. Είναι παραστάτες μιας μνήμης αρνητικής , μιας λήθης που επανέρχεται στο προσκήνιο , ώστε να θυμίσει, να αποτρέψει ή και να προβλέψει γεγονότα και καταστάσεις. Ο τόπος ως υπόβαθρο της μνήμης ενσωματώνει θετικές και αρνητικές σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα και πολλές φορές τα μετουσιώνει σε αντικείμενα με «ιστορική συνείδηση» και «ουσιαστικότητα». Αυτός είναι και ο στόχος τέτοιων μορφημάτων, ώστε να μην επέλθει λήθη ή καταστροφή αλλά  επανάχρηση και επανατοποθέτηση τους , σε ένα πλαίσιο νέο , ενταγμένο στο οργανικό σύνολο της κοινωνίας, έτσι ώστε το φαινόμενο της κληρονομιάς να μετατρέπεται σε αποτέλεσμα ταυτότητας (McLean 2006).

Το παράδειγμα αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο εύληπτο μέσα από την ερμηνεία του τοπίου, μιας περιοχής.Η διασύνδεση μεταξύ του και της μνήμης, είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του τοπίου και της ανθρώπινης αίσθησης του τόπου, που μπορεί να φέρει θετικές και αρνητικές σκέψεις. Έτσι , ένα τοπίο, όπως και μια μνήμη δεν είναι πάντοτε ευχάριστη. Μπορεί να αφορά πόνο, απώλεια κλπ. Αυτό συμβαίνει και κατά περιόδους, εμφανίζει δηλαδή περιοδικότητες, με βάση το πως αντιμετωπίζεται το τοπίο, το οποίο από μόνο του μεταβάλλεται στη διάρκεια του χωροχρόνου, υπενθυμίζοντας μας αυτό που ήμασταν και αυτό που έχουμε γίνει. Έτσι, ορισμένα τοπία αρνούμαστε να δεχτούμε ότι πλέον είναι αρνητικά ή έχουν υποστεί ριζικές μεταλλάξεις, καθώς μαζί με αυτά χάνουμε και ένα μέρος του εαυτού μας. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται και από τον (Schama 1995)που υποστηρίζει ότι: «Πριν μπορέσει ποτέ να είναι η ανάπαυλα για τις αισθήσεις, το τοπίο είναι έργο του μυαλού. Το τοπίο του είναι χτισμένο τόσο από τα στρώματα της μνήμης όσο και από τα στρώματα βράχου».

Έτσι η ενθύμηση, η ανάμνηση και η μνήμη μπορούν να είναι επιλογές του ατόμου ή μιας κοινωνίας, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανακληθούν , να προβληθούν ή να ξεχαστούν. Αυτή είναι και η βασικότερη συνιστώσα ενός τόπου σε σχέση με την μνήμη. Ότι στην πραγματικότητα, η μνήμη αφορά περισσότερα στοιχεία από την Ιστορία , καθώς εμπεριέχει το βίωμα. Ίσως και αυτή είναι και η βασική διαφοροποίηση. Ότι , τα γεγονότα που έχουν βιωθεί μπορούν να αποτελούν την ατομική μας μνήμη. Οποιοδήποτε άλλο παλαιότερο γεγονός είναι ιστορία και πολλές φορές ταυτότητα , ενός τόπου , μα όχι δική μας μνήμη, καθώς δεν εμπεριέχει δικό μας βίωμα. Για αυτό και οι μνήμες της ανθρωπότητας είναι στην πραγματικότητα εγγραφές που εμπεριέχουν τμήματα που δεν πρόλαβαν να διαγραφούν ή επιλέχθηκαν να καταγραφούν την συγκεκριμένη στιγμή. Σε απλούστερα λόγια, μπορούμε να μιλάμε για μνήμη επί προσωπικού, μα ίσως ήταν βέλτιστο να επικαλούμαστε την φυσιογνωμία , την ιστορία και την καταγεγραμμένη εκάστοτε μνήμη , όταν αναφερόμαστε σε τόπους συλλογικούς, που αφορούν γεγονότα που δεν έχουμε βιώσει, παρά τη χρήση του όρου μνήμη. Θα ήταν καλύτερο να επικεγεί ο όρος : «καταγεγραμμένη μνήμη». Αυτό δεν υποβαθμίζει, αλλά αντίθετα ενισχύει την έννοια της μνήμης, καθώς της παρέχει την δυνατότητα διεύρυνσης με επιπλέον καταγεγραμμένες μνήμες και εγγραφές , ζώντων, κειμένων, φωτογραφιών και ντοκουμέντων. Της δίνει την διέξοδο της καθολικότητας και όχι την παροχή μιας συγκεκριμένης άποψης ή ταυτότητας. Ενισχύει τη φυσιογνωμία, τον τόπο, τον άνθρωπο, χαρίζει αντικειμενικότητα και παράλληλα γνώση σε υλικό και πνευματικό επίπεδο. Άλλωστε ένας τόπος που ξέρει το παρελθόν του, μπορεί να κτίσει το παρόν του και να ονειρευτεί το μέλλον του.

  1. Επίλογος

Η παρούσα εργασία προσπάθησε από το γενικό στο ειδικό να θέσει διαστάσεις του τόπου και της μνήμης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Είναι μια πρώτη προσπάθεια εγγραφής σκέψεων και διατυπώσεων επάνω στη μνήμη. Αποτελεί ένα πρώτο εγχείρημα , που θα διερευνάται για τα επόμενα χρόνια με στόχο να βρει απαντήσεις και να θέσει όλο και νέα προσωπικά ερωτήματα στην συγγραφέα. Άλλωστε η μνήμη … «γίνεται το νήμα που διαπερνάει όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης», σύμφωνα με τον (Aldo Rossi,1991).

Παραπομπές
Jacobs, J. 1961. The Death and Life of Great American Cities. New York: Random House.
Lewicka, Μ. 2008. “Place Attachment, Place Identity, and Place Memory: Restoring the Forgotten City Past.” Journal of Environmental Psychology 28: 209–31.
McLean, F. 2006. “Introduction: Heritage and Identity.” International Journal of Heritage Studies 12: 3–7.
Schama, S. 1995. Landscape And Memory. Paperback.
Θεολόγου, Κ. 2007. “Η Αξία Της Μνήμης Για Μια Κοινωνία.” Intellectum 3.
Λαμπριανίδης, Λ. 2012. Οικονομική Γεωγραφία. Αθήνα: Πατάκης.
Σταυρίδης, Σ. 2006. Μνήμη Και Εμπειρία Του Χώρου. Αλεξάνδρεια.
Στεφάνου. 2000. “Η Φυσιογνωμία Της Ελληνικής Πόλης.”Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ.

Comments are closed