της Βικτώριας Γκανίλα*
Το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της Θεσ/νίκης είναι το παραλιακό της μέτωπο. Η ανάδειξη και η αξιοποίησή του μπορεί να συνεισφέρει μεγάλη «προστιθέμενη αξία» στην πόλη. Αν συνδυαστεί με αστικές αναπτύξεις (σε κοινωνικά αποδεκτή κλίμακα) μπορεί να προσφέρει πολλές θέσεις εργασίας, ενώ αν συνδυαστεί με ήπιες αστικές παρεμβάσεις μπορεί να αναδείξει το πλούσιο γεωφυσικό, αισθητικό, οικολογικό και πολιτισμικό της απόθεμα.
Το Θ.Μ.Θ. αποτελεί την ακτογραμμή του κόλπου της Θεσ/νίκης, ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό τμήμα του Θερμαϊκού κόλπου και οριοθετείται από τη γραμμή που συνδέει το Δέλτα Αξιού με το Μεγάλο Έμβολο. Το μέτωπο αυτό ( μήκους 54 χλμ περίπου) περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν τα θαλάσσια μέτωπα των αστικών και περιαστικών Δήμων της Θεσ/νίκης (Δήμοι Δέλτα – Αμπελοκήπων – Θεσ/νίκης – Καλαμαριάς – Πυλαίας – Θέρμης και Θερμαϊκού ), παρουσιάζει μεγάλη πολυπλοκότητα και πολυμορφία, αλλά κυρίως μεγάλες διαφορές ως προς το βαθμό αξιοποίησής του.
Η έννοια του Θ.Μ.Θ. τέθηκε για πρώτη φορά το 1965 από την ομάδα του καθηγητή Ι. Τριανταφυλλίδη κατά τη σύνταξη της «χωροτακτικής μελέτης Θεσ/νίκης» και θεωρήθηκε ουτοπική, σύμφωνα με τα τότε πληθυσμιακά δεδομένα και το βαθμό ανάπτυξης της πόλης, άκρως όμως επαληθεύσιμη με τα σημερινά δεδομένα και τις προβλέψεις της επόμενης δεκαετίας.
Δυστυχώς στην πορεία, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά. Τη δεκαετία του ’90 με πρακτικές επιχειρηματικής διαχείρισης του Δημόσιου Χώρου, επιχειρούνται αστικές αναπτύξεις μεγάλης κλίμακας στο Δήμο Καλαμαριάς (δημιουργία τουριστικού πόλου υπέρτατης εμβέλειας!) και αργότερα στο Δήμο Θεσ/νίκης (επέκταση παλιάς παραλίας, υποθαλάσσια αρτηρία), ενώ ο ΟΛΘ οραματίζεται τη μετατροπή ενός τμήματος του λιμανιού έκτασης 350 στρ. σε ένα μεγάλο τουριστικό κέντρο στην καρδιά της πόλης. Αλλά και στα πλαίσια του ΟΠΠΕΘ ’97 ενώ ο κεντρικός προβληματισμός είναι «η σημασία του θαλάσσιου μετώπου στην μελλοντική ανάπτυξη της πόλης» γίνονται κυρίως αποσπασματικές αστικές επεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστική πάντως είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος διαχρονικά για επεμβάσεις στο Δυτικό μέτωπο, κυρίως λόγω έλλειψης επιχειρηματικού ενδιαφέροντος και υποβαθμισμένου περιβάλλοντος.
Όλα αυτά όμως αναδεικνύουν τα προβλήματα ασυνέχειας, αποσπασματικότητας και αδιαφάνειας στη διαχείριση του χώρου. Προτείνονται παρεμβάσεις με αμφιλεγόμενη επενδυτική αξία, πολλές από αυτές σε ζωτικής σημασίας ελεύθερους χώρους εν μέσω πυκνοδομημένων περιοχών. Καλλιεργούνται κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των κατοίκων της ίδιας πόλης, σχεδιάζοντας «υπερτοπικά δίκτυα αναψυχής» ανατολικά, ενώ οι κάτοικοι των Δυτικών περιοχών στερούνται της πρόσβασης στο ανύπαρκτο θαλάσσιο Δυτικό μέτωπο.
Οι αστοχίες λοιπόν του παρελθόντος και τα δεδομένα του παρόντος, μας καθοδηγούν στον καθορισμό των ορίων και του περιεχομένου του Θ.Μ.Θ. που θα πρέπει: ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΑΞΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΜΒΟΛΟ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΑΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΑΥΤΗ.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Θ.Μ.Θ. είναι η εξαιρετικά μεγάλη πολυμορφία, οι διαφορετικές μορφές αστικότητας και η έντονη ασυνέχειά του (κατ’ ουσίαν τριχοτομείται από το λιμάνι και το αεροδρόμιο). Ισχύει όμως μία γενικευμένη παρατήρηση: εκτός του παραλιακού μετώπου του Δήμου Θεσ/νίκης που αποτελεί ένα αστικό παραλιακό μέτωπο (σχεδόν πλήρως διαμορφωμένο), στα υπόλοιπα τμήματά του έχουμε άμεση επαφή της ακτής με τη θάλασσα.
Αν λοιπόν το ζητούμενο για το διαμορφωμένο τμήμα του κεντρικού Θαλ. Μετώπου είναι η εξασφάλιση της συνέχειάς του με το υπόλοιπο μέτωπο και η σύνδεσή του με το ανατολικό και δυτικό τμήμα, το ζητούμενο για τα υπόλοιπα αυτά τμήματα θα πρέπει να είναι μία ΗΠΙΑΣ ΜΟΡΦΗΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΙ:
- την περιβαλλοντική αναβάθμιση τόσο του μετώπου όσο και του Θερμαϊκού κόλπου λόγω της εκτεταμένης ρύπανσης
- την προστασία του μετώπου μελλοντικά από την συνεχιζόμενη ρύπανση με συνεχή παρακολούθηση
- την ανάδειξη του μετώπου με ήπιες αναπλάσεις που θα στοχεύουν πρωτίστως στην ανάδειξη του φυσικού τοπίου
- την ελεύθερη πρόσβαση των χρηστών σε όλο το μήκος (κατόπιν εφαρμογής ενιαίου σχεδιασμού)
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δημιουργείται μία δυναμική -προοδευτικά αυξανόμενη- που εστιάζει «στην ανάδειξη του Θ.Μ.Θ. ως ενιαίου μετώπου», και διατυπώνεται:
- στην πρόθεση του ΥΠΕΚΑ και του ΟΡΘΕ «να εντάξουν το πλαίσιο στρατηγικής για τη διαχείριση, ανάπλαση και αξιοποίηση του συνολικού Θ.Μ.Θ. από τη Χαλάστρα μέχρι και το Αγγελοχώρι, στο διεθνή διαγωνισμό για το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της Θεσ/νίκης, με στόχο την άρση των παθογενειών, που σήμερα παρατηρούνται, την εξομάλυνση των αντιθέσεων και τη ρύθμιση των τοπικών παρεμβάσεων των φορέων σε αυτό» (πρόγραμμα ΥΠΕΚΑ – ΟΡΘΕ Θεσσαλονίκη 2012)
- στο σχέδιο νόμου του Ρ.Σ.Θ. (2014), όπου τίθεται σε προτεραιότητα «ο στρατηγικός πολεοδομικός ανασχεδιασμός του θαλάσσιου μετώπου, προβλέποντας μία ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης με στόχο την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης πρακτικής διαχείρισης του πολυσύνθετου βιολογικού, γεωφυσικού, αισθητικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού κεφαλαίου και αποθέματος» (άρθρο 28)
- στην άποψη του ΤΕΕ/ΤΚΜ διαχρονικά, «ότι ο Θερμαϊκός κόλπος πρέπει να αντιμετωπιστεί ως συνολικό οικοσύστημα σε όλο το μήκος της ακτογραμμής του και όχι με τη λογική του «δυτικού», «κεντρικού» και «ανατολικού» μετώπου και ότι είναι αναγκαία η ενιαία αντιμετώπιση των διαφόρων έργων- μελετών που βρίσκονται κατακερματισμένα και αποσπασματικά υπό την ευθύνη πολλών κρατικών φορέων και ΟΤΑ.» (Δελτίο τύπου 24/11/14)
- στην προφανή διαπίστωση ότι ο διαχωρισμός του μετώπου με βάση τα γεωγραφικά όρια των Δήμων, δεν έχει καμία λογική, εφόσον το μέτωπο παρουσιάζει μία φυσική συνέχεια που δεν σχετίζεται με τα γεωγραφικά όρια των Δήμων. Συνεπώς παρουσιάζεται η ανάγκη συντονισμού των εμπλεκόμενων συντελεστών των μελετών και των έργων, αλλά και σύνδεσης και συναρμογής των μελετών – έργων μεταξύ τους, η διερεύνηση της αλληλεπίδρασής τους, ώστε να παραχθεί το μέγιστο δυνατό αναπτυξιακό αποτέλεσμα για την πόλη συνολικά.
Αν επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τους λόγους που συνηγορούν στην ανάδειξη του Θ.Μ.Θ. μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
- λόγω των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του (μεγάλο μήκος – μικρό πλάτος) αποτελεί ένα εκτεταμένο μέτωπο και όχι μία διακεκριμένη περιοχή, που δεν έχει αποκοπεί από τον αστικό ιστό, λόγω των κυκλοφοριακών αξόνων που ήδη υπάρχουν στα περισσότερα τμήματα
- με την ένταξή του, δεν θα επιβαρύνει τον αστικό ιστό της πόλης (ιδιαίτερα αν αποτραπούν αστικές αναπτύξεις μεγάλης κλίμακας στα τμήματα που παρουσιάζουν επιχειρηματικό ενδιαφέρον). Αντίθετα, θα προσθέσει στην πόλη μεγάλης έκτασης Δημόσιους χώρους και έτσι θα ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό η αναλογία ελεύθερων χώρων/κάτοικο.
- επίσης, το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι ευνοϊκό, αφού εμπεριέχονται πολλοί και μεγάλης έκτασης χώροι του Δημοσίου, οπότε μειώνεται το κόστος των απαλλοτριώσεων, προφυλάσσονται οι ίδιοι χώροι από καταπατήσεις, την υποβάθμιση και την παραβατικότητα. Ακόμη, η ύπαρξη πολλών περιοχών εντός του μετώπου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετικά επίπεδα αστικότητας και γενικότερα η πολυπλοκότητα που παρουσιάζει το μέτωπο, μπορούν να προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες αρχιτεκτονικών επεμβάσεων.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην ανάληψη μίας σχετικής πρωτοβουλίας από το αρμόδιο υπουργείο (ΥΠΑΠΕΝ) για την εκπόνηση ενός ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ Θ.Μ.Θ. με κύριο στόχο την ουσιαστική σύνδεση της πόλης με τη θάλασσα και το οποίο θα περιλαμβάνει όλες τις εκπονούμενες μελέτες και τα εκτελούμενα έργα των παράκτιων Δήμων και θα προγραμματίζει τις νέες απαιτούμενες παρεμβάσεις, ώστε να αποτελέσουν μία ενιαία πρόταση για την ένταξη στα τρέχοντα χρηματοοικονομικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που πλέον θέτουν ως προϋπόθεση το συνολικό (διατομεακό) σχεδιασμό στις υποβαλλόμενες προτάσεις.
Στην προσπάθεια αυτή συνηγορεί και η ψήφιση του πρόσφατου Ν.4269/2014 που προβλέπει στο άρθρο 8 τη δημιουργία των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων (ΕΧΣ) που καταρτίζονται «για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη περιοχών ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων που μπορεί να λειτουργήσουν ως υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας ή για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής τους».
*Η Βικτώρια Γκανίλα είναι Διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός, μέλος της Αντιπροσωπείας ΤΕΕ/ΤΚΜ, της Μ.Ε. Αρχιτεκτονικών Θεμάτων και διαχειρίστρια/συντάκτρια του blog «Αρχιτεκτονικές Παρεμβάσεις» (viktoriagkanila.blogspot.gr)
Τα επώνυμα άρθρα απηχούν τις γνώμες και τις απόψεις των συντακτών τους και όχι αναγκαστικά τις θέσεις του ΤΕΕ/ΤΚΜ