Τα ευρήματα της διεπιστημονικής ομάδας ερευνητών του ΑΠΘ, που σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ αναλύουν τις συγκεντρώσεις SARS-CoV-2 στα λύματα της πόλης, ελήφθησαν πολύ σοβαρά υπόψη – κατά την ομολογία των αρμοδίων επιστημονικών συμβούλων της κυβέρνησης, για τον καθορισμό των μέτρων αντίδρασης σε μια ραγδαία εξάπλωση του Covid-19 στον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης.
Η καινοτόμα αυτή παγκοσμίως μέθοδος που χρησιμοποιείται από την ομάδα των ερευνητών του ΑΠΘ παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την εξάπλωση της πανδημίας και τη διασπορά της στην κοινότητα και αλλάζει τα δεδομένα στην πρόληψη από τον κορονοϊό.
Η καινοτομία έγκειται στον εξορθολογισμό των μετρήσεων ιικού φορτίου με βάση περιβαλλοντικές παραμέτρους, που μετρούνται ταυτόχρονα στα λύματα, και εξασφαλίζουν αξιόπιστες αναγωγές στις μετρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, πως χώρες όπως ομάδες από την Γαλλία και Ολλανδία, εκεί όπου τα κρούσματα κορονοϊού καθημερινά είναι χιλιάδες, στέλνουν πλέον μετρήσεις από τα λύματά τους στη Θεσσαλονίκη, για να γίνει ο εξορθολογισμός τους με βάση το προχωρημένο φυσικοχημικό μοντέλο που ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, ώστε να φανεί η πραγματική διασπορά του ιού στις περιοχές αυτές.
«Η μέθοδός μας είναι καινοτόμα και παγκοσμίως αναγνωρισμένη. Δεν είναι μόνο για τον κορονοϊό αλλά μπορεί να ανιχνεύσει κι άλλους ιούς. Σήμερα δε που μιλάμε, έχει την αποδοχή του συνόλου της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας καθώς υπάρχει δημοσίευση στο μεγαλύτερο περιβαλλοντικό περιοδικό του κόσμου, το Science of the Total Environment» επισήμανε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής” ο Πρύτανης του ΑΠΘ κ. Νίκος Παπαϊωάννου που είναι και συντονιστής του ερευνητικού έργου.
«Στόχος μας είναι η μέθοδος να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις, μεγάλα εργοστάσια, μεγάλα ξενοδοχεία εκεί όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι προκειμένου να γνωρίζουμε την πραγματική κατάσταση και την διασπορά του ιού» υποστηρίζει. «Επίσης, εάν λαμβάνονται δείγματα λυμάτων από τρία ή τέσσερα διαφορετικά σημεία και όχι από ένα, θα μπορέσουμε να έχουμε στοιχεία για την διασπορά και τη συγκέντρωση του ιού σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτός είναι ο επόμενος στόχος μας» αναφέρει ο κ. Παπαϊωάννου.
Η έρευνα γίνεται σε συνεργασία με την Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ), η οποία συνδράμει τόσο στη συλλογή δειγμάτων στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης (ΕΕΛΘ) στην περιοχή της Σίνδου, όπου καταλήγουν όλα τα λύματα από το αποχετευτικό δίκτυο της ΕΥΑΘ, όσο και στη διάθεση μετρήσεων παροχής και βασικών ποιοτικών χαρακτηριστικών των εισερχόμενων λυμάτων.
Το έργο χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους του ΑΠΘ και υλοποιείται από επιστημονικές ομάδες, που συγκρότησαν επτά διαφορετικά τμήματα του Αριστοτελείου: της Ιατρικής με επικεφαλής τον καθηγητή Παιδιατρικής-Λοιμωξιολογίας Εμμανουήλ Ροηλίδη και τον αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας Συμεών Μεταλλίδη, της Κτηνιατρικής με επικεφαλής τον πρύτανη του ΑΠΘ και καθηγητή Παθολογικής Ανατομικής Νίκο Παπαϊωάννου και τον αναπληρωτή καθηγητή Χρυσόστομο Δόβα, της Βιολογίας με επικεφαλής τον καθηγητή Μηνά Αρσενάκη και την επίκουρη καθηγήτρια Δήμητρα Ντάφου, της Φαρμακευτικής με επικεφαλής τον καθηγητή Φαρμακολογίας Θεόδωρο Σκλαβιάδη, των Πολιτικών Μηχανικών με επικεφαλής την Χημικό Μηχανικό Δρα Μαρία Πεταλά, των Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ευστράτιο Στυλιανίδη και της Χημείας με επικεφαλής τον καθηγητή Θεόδωρο Καραπάντσιο.
Την παρούσα περίοδο δείγματα λυμάτων λαμβάνονται τρεις φορές την εβδομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι λήψεις αν το απαιτούν οι καιροί δεν μπορούν να αυξηθούν. Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία όπως ανέφερε στη «ΜτΚ» ο Θοδωρής Καραπάντσιος Διευθυντής Εργαστηρίου Χημικής και Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας, τμήμα Χημείας ΑΠΘ υπάρχουν πέντε στάδια.
Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει την δειγματοληψία των λυμάτων. Στο δεύτερο στάδιο γίνεται υποδοχή του δείγματος του λύματος στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ και πιο συγκεκριμένα στο εργαστήριο Τεχνικής και Σχεδιασμού Περιβάλλοντος. «Στο εργαστήριο αυτό γίνεται η προκατεργασία του δείγματος.
Ξεκινάμε με μισό λίτρο λύματα στα οποία μετρούνται 24 διαφορετικές περιβαλλοντικές παραμέτρους και στην συνέχεια με μια σύνθετη διαδικασία απομακρύνονται τα αιωρούμενα στερεά και ακολουθεί η συμπύκνωση τους σε μικροπελέτες αλλά και σε άλλες μορφές ανάλογα με το είδος της μοριακής ανάλυσης που θα ακολουθήσει». Στο τρίτο στάδιο το δείγμα μεταφέρεται στο Εργαστήριο Μοριακής Ανάλυσης του Τμήματος Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών.
Στο τέταρτο στάδιο έρχονται οι τιμές των μετρήσεων και των φυσικοχημικών αναλύσεων στην ομάδα του τμήματος Χημείας όπου πραγματοποιείται ο εξορθολογισμός των τιμών του ιικού φορτίου. Τέλος, η αξιολόγηση και αποτίμηση των αποτελεσμάτων και συσχέτιση με κλινικά δεδομένα γίνεται στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο από όλους τους συμμετέχοντες στην ομάδα με συντονισμό από τον πρύτανη του ΑΠΘ.
Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας τηρούνται τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ενώ οι συμμετέχοντες φέρουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και προστατευτικά μέσα. Από την λήψη του δείγματος και μέχρι να υπάρξει τελικό αποτέλεσμα απαιτούνται 24 ώρες.
Η όλη προσπάθεια στηρίχτηκε στην σημαντική συμμετοχή της ΕΥΑΘ, η όποια προσέφερε τα δείγματα των λυμάτων από την είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων στη Σίνδο και διέθεσε επιστημονικό προσωπικό για την καταγραφή της παροχής καθώς και βασικών ποιοτικών χαρακτηριστικών των λυμάτων» αναφέρει ο κ. Καραπάντσιος. Και εξηγεί: «Αναπτύξαμε ένα μαθηματικό μοντέλο -σε διάφορους βαθμούς χωρικής πολυπλοκότητας- που εξορθολογίζει τις ποσοτικές μετρήσεις της συνολικής διασποράς του ιού στα λύματα, με βάση παράλληλες μετρήσεις περιβαλλοντικών παραμέτρων. Χωρίς αυτόν τον εξορθολογισμό οι μετρήσεις είναι εσφαλμένες».
Από την πλευρά της, η επίκουρη καθηγήτρια και μοριακή βιολόγος Δήμητρα Ντάφου μιλώντας για στη διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο εργαστήριο του Τμήματος Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών εξήγησε: «Τα δείγματα παραλαμβάνονται από εξειδικευμένο προσωπικό ακολουθώντας τις βασικές αρχές που διέπουν τις καλές μικροβιολογικές πρακτικές (Good Microbiological Practices, GMPs), σε διαπιστευμένο εργαστήριο με τήρηση των βασικών μέτρων βιολογικής ασφάλειας μολυσματικών υλικών, σύμφωνα με τις οδηγίες που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) κατά περίπτωση (βιοασφάλειας επιπέδου 3, BSL3). Ακολουθείται διαδικασία απομόνωσης ιικών νουκλεϊκών οξέων (RNA) τα οποία αναλύονται με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης σε πραγματικό χρόνο (RT-PCR) ταχτοποιώντας την ύπαρξη ή μη 3 διαφορετικών πιστοποιημένων δεικτών ανίχνευσης SARS-CoV ιικού γονιδιώματος επιλεγμένων από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, CDC. Ακολουθεί αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και ποσοτικοποίηση ιικού φορτίου ανά κυβικό εκατοστό όγκου ανεπεξέργαστου λύματος. Σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά δεδομένα γίνεται αναγωγή στα πληθυσμιακά δεδομένα που δημιουργούν την επιδημιολογική εικόνα της Θεσσαλονίκης σε πραγματικό χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους φορείς του ιού συμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς.»
Σημειώνεται πως το ΑΠΘ έχει προτείνει την ίδρυση Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Επιδημιολογίας Λυμάτων, ως Παρατηρητήριο Δημόσιας Υγείας για τις επιδημίες, ώστε οργανωμένα και σε όλη τη χώρα να παρακολουθείται συστηματικά και με συνεργασία όλων των συναρμόδιων φορέων η πορεία, όχι μόνο της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και άλλων λοιμώξεων και επιδημιών, όπως και άλλα στοιχεία υγειονομικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Όπως διαπιστώθηκε στα δείγματα από τα υγρά αστικά απόβλητα στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης, η αύξηση των φορέων του κορωνοϊού στην πόλη στις 12 και 14 Οκτωβρίου ήταν της τάξης του 290%. Η τάση αυτή, σύμφωνα και με τα στοιχεία που παρουσίασε ο ΕΟΔΥ, αποτυπώθηκε μετά από έξι ημέρες στα επιβεβαιωμένα κρούσματα για τη Θεσσαλονίκη.
Σημειώνεται ότι όλο τον Σεπτέμβριο η συγκέντρωση του γονιδιώματος του SARS-CoV-2 στα αστικά υγρά απόβλητα της Θεσσαλονίκης ήταν οριακά ανιχνεύσιμη από την ομάδα του ΑΠΘ. Μάλιστα, στις 5 Οκτωβρίου η Θεσσαλονίκη κατέγραφε τη θετικότερη επίδοση με μόλις δύο ανακοινωθέντα κρούσματα σε σύνολο 303 πανελλαδικά, ενώ μια εβδομάδα αργότερα στις 12 Οκτωβρίου ανακοινώθηκαν 6 κρούσματα. Στις 21 Οκτωβρίου, ανακοινώθηκαν 181 κρούσματα στη Θεσσαλονίκη, σημαίνοντας συναγερμό στις υγειονομικές αρχές για την πορεία της πανδημίας στην πόλη. Οι μετρήσεις στα λύματα της πόλης είχαν ήδη δείξει μία αύξηση της συγκέντρωσης του SARS-Cov-2 της τάξης του 500%.