Θ. Χαλβατζόγλου
Περίληψη
Η παρούσα εργασία προσεγγίζει τον δημόσιο χώρο ως πεδίο εναπόθεσης προσωπικών αφηγήσεων, θραυσματικών καταγραφών και συλλογικών βιωμάτων, που συγκροτούν μια δαιδαλώδη συλλογή από επιμέρους χαρτογραφήσεις και ταξινομήσεις της αστικής εμπειρίας και οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες, αλληλοδιαπλεκόμενες και αλληλοσυγκρουόμενες συνθέτουν το πολυδιάστατο βίωμα του δημοσίου χώρου. Η προσέγγιση του ζητήματος γίνεται μέσα από μια ιστορική αναδρομή στις συλλογές. Ξεκινώντας από τις ιδιωτικές Καμπίνες Περιέργειας (Wunderkammer) και τον απόγονο αυτών, τα δημόσια αρχεία των Μουσείων, η εργασία στοχάζεται πάνω σε μια ενδεχόμενη σύγχρονη αντιμετώπιση του δημοσίου χώρου της πόλης ως μιας νέας, διευρυμένης ανοιχτής συλλογής.
Σήμερα, ο συλλέκτης του παρελθόντος έχει μετατραπεί σε ένα είδος μετα-συλλέκτη, που αναζητά εκείνες τις χωρικές ποιότητες, που επανεγκαθιδρύουν τον δημόσιο χώρο, ως χώρο σχεσιακό (χώρος των σχέσεων). Πρόκειται ουσιαστικά, για έναν συλλέκτη «στιγμών», που περιδιαβαίνει την πόλη, συγκεντρώνει αισθητηριακά και φαντασιακά ερεθίσματα, παράγει αφηγήσεις, δημιουργεί τους δικούς του μύθους και αναζητά σχεδόν εμμονικά, την επόμενη αστική του περιπέτεια.
Στην ελληνική πόλη, εκεί όπου ο δημόσιος χώρος διαμορφώνεται στο οριακό πεδίο μεταξύ της μικρό-ιδιοκτησίας, της περίπλοκης κατανομής γης και του ελλειμματικού αστικού δικτύου, αναζητά και ο σύγχρονος συλλέκτης τα οπτικά και απτικά «αξιοπερίεργα» ερεθίσματα του, με σκοπό την επέκταση της ιδιωτικής «συλλογής» του. Ο συλλέκτης έλκεται από το θραυσματώδες και απαγορευμένο -το περίεργο- προφίλ της ελληνικής πόλης, το οποίο συμπυκνώνεται στα ερείπια των βιαίως εγκαταλελειμμένων κτηρίων και των σύγχρονων αστικών κενών, ενώ παράλληλα επεκτείνει τα όρια του δημοσίου χώρου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εισήγηση θα αναζητήσει τα ίχνη της συλλεκτικής πρακτικής στον δημόσιο χώρο, υπό το πρίσμα του συλλέκτη/ χρήστη της ελληνικής πόλης, ο οποίος οπλισμένος πλέον με τη φορητή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και τις ποικίλες δυνατότητες του έξυπνου τηλεφώνου του αλλά και την έμφυτη περιέργειά του, αναζητεί το μειονοτικό και το «τερατώδες». Μέσα από αυτή την πρακτική, η ορμή για εξερεύνηση (exploratory drive) και το πάθος του «συλλέγειν» ικανοποιούνται, δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας προσωπικής μικρογραφίας του κόσμου.
1 Εισαγωγή
Ο χώρος διαχρονικά προσδιορίζεται και ερμηνεύεται από διαφορετικά επιστημονικά πρίσματα. Η φιλοσοφία, η ανθρωπογεωγραφία, η αρχιτεκτονική, η πολεοδομία έχουν προσπαθήσει να τον κατανοήσουν προσεγγίζοντας τις εκφάνσεις του (δημόσιος, ιδιωτικός και ‘ενδιάμεσος’ χώρος).
Η παρούσα εργασία θα κινηθεί ανάμεσα στα όρια της παραπάνω διάκρισης, στοχεύοντας να τα κάνει λιγότερο συμπαγή και ευδιάκριτα. Υποκείμενο της είναι ο ίδιος ο χρήστης.
Ακολουθείται έτσι μια συλλογιστική, η οποία ανιχνεύει στα Δωμάτια Περιέργειας που εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της Αναγέννησης, μία ενσώματη και πολυαισθητιριακή διαπραγμάτευση της ιδιωτικής επιθυμίας του υποκειμένου. Συνεχίζει, με την κριτική επανεξέταση της φιγούρας του πλάνητα, όπως αυτός εμφανίστηκε κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς και της εξέλιξης του κατά τον Μοντερισμό.
Αναρωτιέται, ποια είναι η εμπειρία της πόλης κατά την ψηφιακή εποχή και φαντάζεται τέλος τον δημόσιο χώρο της ως μια διευρυμένη – ανοιχτή συλλογή ερεθισμάτων, η οποία εμπλουτίζεται από καταγραφές μέσω του χρήστη.
2 Ο Χώρος του «μέσα», ο Χώρος του «έξω» και ο «Ενδιάμεσος» χώρος
Αφετηρία για την έρευνα αυτή, αποτέλεσε ένας γενικότερος προβληματισμός σε σχέση με την εμπειρία της πόλης και το ίχνος της ατομικής καταγραφής. Ως ατομική καταγραφή νοείται εδώ, η εμπειρία που εγγράφεται εντός του συνειδητού, λαμβάνει σάρκα και οστά μέσω του σώματος, το οποίο και και την οριοθετεί. Θα λέγαμε αντλώντας στοιχεία από την Φροϋδική θεωρεία ότι αντιστοιχεί στο «χώρο του μέσα». Ο τελευταίος αποκτά ωστόσο νόημα και περιεχόμενο, ζώντας συμβιωτικά με έναν «χώρο του έξω». Αναφέρομαι στον τόπο της κοινωνικής συμβίωσης, της επαφής με τα στοιχεία της φύσης και του τεχνητού πολιτισμού. Θα έλεγε κανείς ότι ο «χώρος του μέσα» και ο «χώρος του έξω», παραπέμπει στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο αντίστοιχα.
O Sennett στο βιβλίο του “Η τυραννία της οικειότητας”, αναφέρεται στην διάκριση μεταξύ δημοσίου – ιδιωτικού, ως μια ύστατη προσπάθεια της κοινωνίας να βρει «εικόνες και εμπειρίες οι οποίες θα εξέφραζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτή την αντίθεση, έτσι ώστε να δώσουν στην επιδίωξη της ευτυχίας μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή» (Sennett 1999: 123)
Η θεωρητικός Elizabeth Grosz εντοπίζει στην διάκριση αυτή, εκτός των άλλων και μια έμφυλη διάκριση η οποία αντιστοιχεί σε ανάλογα δίπολα όπως το άνδρας – γυναίκα. Για τον λόγο αυτό θεωρεί κρίσιμη την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου χώρου (in-between). Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο ενδιάμεσος χώρος σχηματίζεται από επανατοποθετήσεις και αλλαγές που προκύπτουν από ανασχηματισμούς ή νέες διατάξεις, επιχειρεί να φανερώσει τον εαυτό του για να διευκολύνει τις αλλαγές ταυτοτήτων που τον συγκροτούν» (Grosz 2001: 93).
Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος, γίνεται το πεδίο έκφρασης και διαπραγμάτευσης της εσωτερικής πάλης του υποκειμένου μεταξύ του «χώρου του μέσα» και του «χώρου του έξω».
3 Οι Καμπίνες Περιέργειας (Wunderkammer) και η Πόλη ως Σκηνή
Παρόλο που οι πρώτες καταγραφές συλλεκτικής πρακτικής εντοπίζονται ήδη από την αρχαιότητα, εντατικοποιούνται την περίοδο της Αναγέννησης. Τότε παρατηρείται μια πρώτη συστηματική κατηγοριοποίηση της ύλης και των αντικειμένων υπό την μορφή χωρικής κατασκευής. Σταδιακά, τα όρια της γνώσης διευρύνονται κυρίως μέσα από τις πρακτικές του ταξιδιού και του περιηγητισμού.
Οι Καμπίνες Περιέργειας ξεπροβάλλουν και οργανώνονται χρονικά μεταξύ 16ου και 18ου αιώνα στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Οι συλλογές εμφανίζονται υπό την μορφή ανεξάρτητων δωματίων ή ως συνέχεια του σπιτιού του υποκειμένου (Bredekamp 1995).
Οι συλλέκτες τέρπονται από το υβριδικό και το τερατώδες, αναζητώντας κάθε είδους αντικείμενα του φυσικού και ζωικού βασιλείου, αρχαίοτητες, έργα τέχνης, χάρτες καθώς και προϊόντα του τεχνητού πολιτισμού.
Τα αντικείμενα συσσωρεύονται στα δωμάτια, ενώ η χαοτική κατανομή τους φανερώνει την απουσία μιας συγκροτημένης σκέψης γύρω από την διευθέτηση σε επιμέρους ζώνες. Το υποκείμενο στην περίπτωση των συλλογών αυτών, έχει την απόλυτη ελευθερία ταξινόμησης αλλά και νοηματοδότησης τους.
Η περίπτωση των Δωματίων Περιέργειας, διαπραγματεύεται με τρόπο σύνθετο, την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του «χώρου του μέσα» και του «χώρου του έξω» όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Η υβριδική και περίεργη φύση τους, προκύπτει από την συσσώρευση επιμέρους αντικειμένων από τον «χώρο του έξω», ενώ η νοηματοδότηση και η εννοιολόγηση τους γίνεται μέσω ενός προσωπικού συστήματος που επινοεί το υποκείμενο στον «χώρο του μέσα».
Όπως παρατηρεί ο Χαμηλάκης, οι συλλέκτες ως άλλοι αρχειοθέτες επιδίδονται σε ερμηνείες των αντικειμένων, προσθέτοντας στοιχεία μυθοπλασίας, μετατρέποντας πολλές φορές απλά αντικείμενα, σε σπάνια ή εξωπραγματικά. Ενώ για το την εμπειρία των χώρων αυτών προσθέτει « ήταν θορυβώδης τόποι, όπου άνθρωποι κουβέντιαζαν και φιλονικούσαν, μέσα σ΄ ένα οπτικό και λεκτικό πανδαιμόνιο» (Χαμηλάκης 2015: 69).
Τα κίνητρα των συλλεκτών φυσικά δεν είναι αμελητέα ή προφανή, ενώ συμβαδίζουν με μία κοσμοπολίτικη στάση ζωής που προσπαθεί να υιοθετήσει ο αστός της εποχής, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ προσωπικής και συλλογικής επιθυμίας. Καθίσταται έτσι ένας «ηθοποιός, εκτελεστής», ένας «δημόσιος ηθοποιός», ο οποίος παριστάνει συναισθήματα, περνάει καλά, δέχεται με ευχαρίστηση την συντροφιά των ομοίων του σε ένα πλαίσιο ανοχής και ατομικής ελευθερίας (Sennett 1999: 143). Και ενώ η εικόνα του ανθρώπου ως ηθοποιού φαντάζει ως ένα κατασκεύασμα που υπακούει σε κοινωνικά προστάγματα, κρύβει τα ψήγματα για μια αποδέσμευση από τα συλλογικά και θρησκευτικά συλλογικά πιστεύω, ενώ παράλληλα δίνει την υπόσχεση για μια ελεύθερη, παιγνιώδη και ουσιώδη κοινωνική επαφή (Sennett 1999).
Η σκηνοθετημένη αυτή εμπειρία του κόσμου κατά τον Sennett, προσεγγίζει μόνο σε επίπεδο αναπαράστασης το βίωμα του χώρου. Παρατηρούμε όμως ότι παράλληλα έδωσε την ευκαιρία για μια σωματοποιημένη σχέση με τον χώρο και τα αντικείμενα, μια συμβολική αλλά και υπερβατική σχέση με αυτά.
Στο πέρασμα του αιώνα, την εμφάνιση της κάνει η φιγούρα του flaneur (πλάνητα). Αρχικά, εντοπίζεται από τον Baudelaire ο οποίος αντιλαμβάνεται τον πλάνητα ως έναν «βοτανολόγο του πεζοδρομίου», ένα πρόσωπο που τριγυρίζει στην πόλη με απόλυτη ελευθερία κινήσεων και με μια έμφυτη επιθυμία να την οσμιστεί και να την κατανοήσει. Ο Benjamin στο γνωστό έργο του The Arcades Project, φαντάζεται τον πλάνητα ένα με το πλήθος, περιπλανώμενο στους δρόμους της πόλης, ικανό να συλλέγει και να ερμηνεύει τους ήχους και τις εικόνες της, ανάμεσα στα κτήρια και μέσα σε χώρους – κατώφλια.
Ο πλάνητας συλλέγει στιγμές, οι οποίες καταγράφονται ως επιμέρους κουκκίδες και ίχνη σε έναν νοητικό χάρτη, ο οποίος ανήκει στον «χώρο του μέσα» και τροφοδοτείτε από τον «χώρο του έξω».
Το μοντέλο του πλάνητα έρχεται να αλλάξει σημαντικά η έλευση του Μοντέρνου Κινήματος, εντάσσοντας τον σε ένα φονξιοναλιστικό πλαίσιο δράσης όπως αυτό ορίζεται από την σύγχρονη πολεοδομία. Ως απάντηση στο κλίμα αυτό, την εμφάνιση τους κάνουν οι Σιτουονιστές το 1957 με πρωτεργάτη των Guy Debord. Προτείνουν μέσω της θεωρίας του derive μια περιπατητική διεκδίκηση της πόλης, η οποία προκύπτει μέσα από την διέλευση από επιμέρους αστικές ατμόσφαιρες, προϋποθέτει μια παιγνιώδη – δημιουργική διάθεση αλλά και ενσυναίσθηση σε σχέση με τα ψυχογεωγραφικά χαρακτηριστικά της πόλης.
4 Ο Χρήστης ως Συλλέκτης και ο Δημόσιος Χώρος ως Συλλογή
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε και ερμηνεύτηκε, η πολύπαθη φιγούρα του πλάνητα αποτυπώνει με τρόπο συστηματικό την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική αλλά και πολεοδομική συνθήκη κάθε εποχής. Ο πλάνητας μελετήθηκε -εξαντλήθηκε ενδεχομένως- προσπαθώντας να χωρέσει σε πλαίσια και καλούπια.
Ως εκ τούτου, προτείνεται α) μια αναθεωρημένη εκδοχή του πλάνητα, η οποία αντλεί στοιχεία από την έως τώρα ιστοριογραφική μελέτη της φιγούρας αυτής, β) η σύγχρονη αντιμετώπιση του δημοσίου χώρου της πόλης ως μια ανοιχτή συλλογή καταγραφών, ως μια «ενδιάμεση» -μεσολαβητική- συνθήκη μεταξύ του «χώρου του μέσα» και του «χώρου του έξω».
Η εργασία εξετάζει με την μέθοδο της αναλογίας τον δημόσιο χώρο της πόλης ως μια Δημόσια Καμπίνα Περιέργειας και τον χρήστη ως συλλέκτη της.
4.1 Ο Χρήστης ως Συλλέκτης
Στις Καμπίνες Περιέργειας εντοπίσαμε τον συλλέκτη. Ο συλλέκτης προσπαθεί με βάση τις επιθύμιες του να ανασυνθέσει με την μορφή μικρογραφίας την δική του εικόνα για τον κόσμο. Η συλλογή εμπλουτίζεται διαρκώς με κάθε τι σπάνιο, υβριδικό και αξιοπερίεργο, ενώ ο ίδιος δεν διστάζει να αξιοποιήσει κάθε μέσο στην αναζήτηση των αντικειμένων εκείνων που εξάπτουν την φαντασία και ικανοποιούν την περιέργεια του. Το ταξίδι και η περιήγηση είναι τα βασικά εργαλεία του προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Η χαοτική δομή της Καμπίνας συμβαδίζει με την εξίσου χαώδη οργάνωση του ψυχικού του κόσμου.
Δεν θα ήταν αυθαίρετο να παρομοιάσουμε τον εμμονικό συλλέκτη με τον χρήστη του δημοσίου χώρου. Ο σύγχρονος συλλέκτης, περιτριγυρίζει την πόλη ως άλλος/η flaneur/ flaneuse συλλέγοντας καταγραφές, εμπειρίες, ήχους, στιγμές, οπτικά ή απτικά ερεθίσματα, τα οποία «αρχειοθετεί» σε μια νοητική κατασκευή εντός του εγκεφάλου. Ως άλλος video gamer αναζητά με επιμονή τρόπους να ξεκλειδώσει την επόμενη πίστα σε ένα παιχνίδι χωρίς τερματισμό. Η πορεία αυτή περιλαμβάνει περπάτημα, τρέξιμο, αναζήτηση σε χάρτη, στιγμιαίους αποπροσανατολισμούς, παύσεις, αλλαγές πορείας, εφεύρεση διόδων και κρυφών διαδρομών. Ταυτίζεται με αυτό που ο De Certeau χαρακτήρισε ως «ρητορική του περπατήματος» και περιλαμβάνει τις τακτικές, τις «μικροβιακές πρακτικές» και τα στρατηγήματα τις καθημερινής ζωής, που ξεπροβάλλουν ως απάντηση των χρηστών σε ένα σύστημα που βιώνεται αποκλειστικά με όρους κατανάλωσης. Για τον ίδιο, ο άνθρωπος που περπατά στην πόλη δημιουργεί ένα «αφήγημα βημάτων» το οποίο είναι ξεχωριστό και μοναδιαίο. «Τα βήματα διαπλέκονται πλάθοντας χώρους, υφαίνοντας τόπους» (De Certeau 2010: 253). Οι «τόποι» αυτοί εμπλουτίζονται με μύθους και ιστορίες, -αναπόσπαστο κομμάτι της οδοιπορικής ρητορικής- επαναφέροντας το δικαίωμα στο υποκείμενο να ερμηνεύει και να εξηγεί με βάση ένα δικό του λεξιλόγιο, τις αστικές του περιπέτειες.
Οι περιπέτειες αυτές βιώνονται φυσικά, καταγράφονται ψηφιακά και ερμηνεύονται νοητικά. Ο χρήστης είναι οπλισμένος πλέον, με ένα ψηφιακό εργαλείο –το έξυπνο τηλέφωνο του-, που διαθέτει φωτογραφική μηχανή, υπηρεσίες τοποθεσίας και εργαλεία αρχειοθέτησης. Το υβριδικό αυτό μοντέλο χρήστη-συλλέκτη, αντικαθιστά το μοντέλο του πλάνητα και ανοίγεται μπροστά σε μια επαυξημένη εμπειρία του δημοσίου χώρου.
4.2 Σύγχρονη Πόλη: Μια Δημόσια Καμπίνα Περιέργειας
Οι Καμπίνες Περιέργειας εμφανίστηκαν, όπως είδαμε παραπάνω με την μορφή ανεξάρτητων δωματίων ή ως προέκταση ενός προϋπάρχοντος χώρου. Μορφολογικά οργανώνονται με επιμέρους ερμάρια και προθήκες μέσα στα οποία τοποθετούνται κάθε λογής αντικείμενα με τρόπο ασφυκτικό. Επιδίωξη είναι η πλήρης κάλυψη των ελεύθερων επιφανειών, εξαιρουμένης μιας επιφάνειας κίνησης. Προϊόντα του φυσικού και ζωικού βασιλείου, έρχονται να γειτνιάσουν με σπουδαία έργα τέχνης, αρχαιότητες, χάρτες κτλ. δημιουργώντας επιμέρους παράλογες ιστορίες.
Οι Καμπίνες Περιέργειας ήταν χώροι πολύβουοι και συνωστισμένοι, χώροι μιας γνήσιας κοινωνικής συνύπαρξης, ανταλλαγής θέσεων, σύγκρουσης συμφερόντων και διαλόγου. Το οπτικό και λεκτικό αυτό βίωμα, «έμελλε να αλλάξει ριζικά με την έλευση της εποχής του ‘διαφωτισμένου’ λόγου, εποχής που αντικατέστησε το χάος και το πανδαιμόνιο της αίθουσας των παράξενων αντικειμένων με την εύτακτη επίδειξη του οργανωμένου μουσείου» (Χαμηλάκης 2015: 69).
Αντίστοιχα λοιπόν μπορούμε να φανταστούμε τον δημόσιο χώρο της πόλης, ως μια ανοιχτή – διευρυμένη καμπίνα περιέργειας η οποία συγκροτείται μορφολογικά από κάποια γενικεύσιμα χαρακτηριστικά και εννοιολογικά από τα επιμέρους ίχνη των χρηστών της. Στην μορφολογική ανάλυση της, αξιοποιούμε την περιγραφή του Lynch για την Εικόνα της Πόλης όπως αυτή συγκροτείται από τα μονοπάτια, τα όρια, τις περιοχές, τους κόμβους και τα τοπόσημα. Για τον ίδιο, η εικόνα αυτή «είναι μοναδική για το κάθε άτομο» (Lynch 1960: 46). Το υποκείμενο καδράρει την πόλη και εστιάζει σε σημεία ενδιαφέροντος, με βάση ένα προσωπικό σύστημα ανάγνωσης. Τα κτήρια, οι υποδομές, τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, τα μνημεία είναι τα άλλοτε naturalia, artificialia, scientifica και exotica των Δωματίων Περιέργειας. Η ελεύθερη αστική επιφάνεια και τα δίκτυα, αντιστοιχούν στον ενδιάμεσο χώρο των Δωματίων, εκεί όπου δια του λόγου τα αντικείμενα αποκτούσαν μυθικές, φανταστικές και εξωπραγματικές ιδιότητες.
Στην ελληνική πόλη θα έλεγε κανείς ότι τα αξιοπερίεργα, τα σπάνια και τα μοναδικά προς συλλογή ερεθίσματα, πληθαίνουν μαζί με τον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό χώρων που τελούν υπό εγκατάλειψη. Τα ερείπια, τα νέο-ερείπια και εγκαταλελειμμένοι βιομηχανικοί χώροι, γίνονται το πεδίο διαπραγμάτευσης της σωματικότητας του χρήστη, ο οποίος μέσα από την παραβατική αυτή συμπεριφορά του, αναζητά την ικανοποίηση της επιθυμίας και της έμφυτης περιέργειας του.
Τέλος, η πόλη ανασυστήνετε ως μια ελευθέρα αναγνώσιμη και προσβάσιμη ψηφιακή συλλογή, η οποία προκύπτει από τις διαδικτυακές καταγραφές των χρηστών, όπως αυτές συστηματικά αποτυπώνονται στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
5 Συμπεράσματα
Η εισήγηση αυτή επιχείρησε μέσα από μια αναλογία να φανταστεί και να επανεξετάσει τον δημόσιο χώρο της πόλης, ως έναν «ενδιάμεσο» τόπο διαπραγμάτευσης της ιδιωτικής επιθυμίας του χρήστη. Ο τελευταίος, ως άλλος συλλέκτης περιδιαβαίνει την πόλη και συγκεντρώνει με τρόπο συστηματικό και απολύτως προσωπικό, καταγραφές, ερεθίσματα και εμπειρίες. Η πόλη ως δημόσια Καμπίνα Περιέργειας, ξεπροβάλλει όχι ως μια γκροτέσκα φαντασίωση μιας άλλης εποχής αλλά ως ευκαιρία μιας ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευση της. Ο χρήστης ως μονάδα σχεδιασμού δεν εμφανίζεται εδώ μόνο ως μια φιγούρα με ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά που υπακούει σε ένα συγκεκριμένο modulor, αλλά ως μια δυναμική και συνεχώς μεταβλητή παράμετρος σχεδιασμού.
Ο δημόσιος χώρος καλείται όσο ποτέ άλλοτε να ανταποκριθεί σχεδιαστικά και εννοιολογικά στην σύνθετη διαδικασία διαπραγμάτευσης της ιδιωτικής επιθυμίας του ατόμου, δίνοντας πρωτίστως έμφαση στις δυνατότητες του χώρου να διανοίγει περάσματα σε έναν άλλο κόσμο.