Πετρέλαιο για το Περιβάλλον

του Νίκου Ζαφειρίου*

Σε μερικούς μήνες, στις 11 Δεκεμβρίου 2015 εκπρόσωποι από 196 κράτη μέλη των Ηνωμένων εθνών, θα βρεθούν στο Παρίσι για την 21η διάσκεψη των μερών (Conference of the Parties – COP 21) για την κλιματική αλλαγή, με στόχο να θέσουν σαφείς και δεσμευτικούς στόχους για τον περιορισμό των αερίων του Θερμοκηπίου.
Η συνδιάσκεψη αυτή, θα πραγματοποιηθεί ακριβώς ένα χρόνο μετά από την συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2014 στη Λίμα του Περού, η οποία πραγματοποιήθηκε στον απόηχο των κοινών δηλώσεων της Αμερικής και της Κίνας, όπου με κοινή ανακοίνωση οι κυβερνήσεις των δυο χωρών που παράγουν το ένα τρίτο των αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως, για πρώτη φορά δεσμεύτηκαν να μειώσουν σε δεδομένο χρονικό ορίζοντα τις εκπομπές τους και να μεταβάλουν το ενεργειακό τους μείγμα περιορίζοντας έτσι τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα.
Η τελική έκβαση όμως των εργασιών της συνδιάσκεψης και μάλιστα υπό τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε στην αγορά ενέργειας λόγω της μεγάλης πτώσης στις τιμές του πετρελαίου κατάφερε περισσότερο να αναδείξει τις διαφορές μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών χωρίς ουσιαστικά να παραχθούν αποτελέσματα σε αριθμούς και δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα.
Έτσι, αν και ορισμένα ακανθώδη ζητήματα παραμένουν για να συζητηθούν στην συνδιάσκεψη του Παρισιού, αυτή τη φορά νέα δεδομένα δημιουργούνται στις διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή από έναν τομέα που μάλλον δεν θα περίμενε κανείς: Διαμέσου των διευθυντών τους, έξι ενεργειακοί κολοσσοί, η BP Plc, Eni SpA, Royal Dutch Shell Plc, Total SA and BG Group Plc σε ανοικτή κοινή επιστολή που απηύθυναν προς την Γενική Γραμματέα των Ηνωμένων εθνών σε θέματα κλιματικής αλλαγής, καλούν τις κυβερνήσεις των κρατών να προχωρήσουν στην δημιουργία μηχανισμών κοστολόγησης των εκπομπών άνθρακα σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο όπου δεν υφίστανται και την σύσταση ενός διεθνούς πλαισίου που θα διασυνδέει σε διεθνές επίπεδο τα συστήματα αυτά. Στην επιστολή αυτή οι εταιρίες θέτουν στη διάθεση του οργανισμού την τεχνογνωσία που διαθέτουν υπογραμμίζοντας το ενδιαφέρον τους να εφαρμόσουν τους κανόνες και να αναπτύξουν τεχνολογίες στην κατεύθυνση της μείωσης του ανθρακικού τους αποτυπώματος. Η κίνηση αυτή, αν και δεν βρήκε συμμάχους στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ενισχύει μια δυναμική που παρατηρήθηκε στα μέσα Μαΐου στην σύνοδο Business and Climate Summit που έλαβε χώρα στο Παρίσι, όπου 60 και πλέον εταιρίες, ανάμεσα τους και η Airbus, Nestle και Siemens, συμφώνησαν ότι επιβάλλεται η δημιουργία ενός λειτουργικού και εύρωστου πλαισίου με σαφείς και δεσμευτικούς στόχους, ως αποτέλεσμα των εργασιών της διάσκεψης του Παρισιού δεδομένου ότι το κόστος του άνθρακα αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων.
Η κίνηση αυτή των μεγάλων ενεργειακών κολοσσών φυσικά χαιρετήθηκε από την Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών όπως εκπροσωπείτε από την σε θέματα κλιματικής αλλαγής από την Christiana Figueres, αλλά ενδεχομένως δεν θα πρέπει να εκπλήσσει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η μη κυβερνητική οργάνωση CDP (Carbon Disclosure Project) με έδρα το Λονδίνο, σε έκθεση που δημοσιεύει και επικαλείται και η Παγκόσμια Τράπεζα, διαπιστώνει ότι το κόστος των εκπομπών άνθρακα λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν στην χάραξη στρατηγικής περισσότερων από 150 εταιριών διεθνώς και χρησιμοποιείται εκτενώς για την λήψη αποφάσεων. Σε ένα διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον δε, όπου σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας λειτουργούν περισσότερα από 40 εθνικά συστήματα κοστολόγησης των εκπομπών άνθρακα και καθώς πλησιάζουμε προς την διάσκεψη του Παρισιού αναμένονται να ολοκληρωθούν περισσότερα, οι εταιρίες έντασης άνθρακα αναμένουν να έρθουν αντιμέτωπες με ένα επιχειρηματικό περιβάλλον περισσότερο περίπλοκο. Μια τέτοια εξέλιξη θα εισήγαγε φυσικά μεγαλύτερο ρίσκο για τον κλάδο της ενέργειας ο οποίος ευθύνεται για τα δύο τρίτα των εκπομπών του θερμοκηπίου και έχει βρεθεί ήδη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση μετά από την βύθιση των τιμών του αργού όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 2014.
Επιπρόσθετα, τη δεδομένη χρονική στιγμή σύμφωνα με την IEA (International Energy Agency), διαπιστώνεται για πρώτη φορά σε περίοδο εκτός κρίσης μια δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου διαφαίνεται ότι οι παγκόσμιοι ρυθμοί ανάπτυξης αρχίζουν να δείχνουν σημάδια αποσύνδεσης από τους ρυθμούς αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου, με τους τελευταίους να παραμένουν σταθεροί για το 2014, ενώ η παγκόσμια οικονομία παρουσίασε αύξηση της τάξεως του 3%. Μια ένδειξη, η οποία μαρτυρά ενδεχομένως μια μεταστροφή σε καύσιμα με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε άνθρακα και μια ενδεχόμενη αύξηση της απόδοσης των χρησιμοποιούμενων τεχνολογιών. Όλες οι παραπάνω εξελίξεις φυσικά, συντελούνται σε μια χρονική συγκυρία όπου η σύνοδος των G7 στην Γερμανία για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια αναφέρεται σε συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα και όχι απλώς σε ευχολόγια και παραδοχές.
Γεννάται λοιπόν εύλογα το ερώτημα αν αυτή η μεταστροφή της Βιομηχανίας και των ηγετών των κρατών, σηματοδοτεί πραγματικά μια νέα εποχή όπου μπορούμε τελικά να περιμένουμε μια σημαντική εξέλιξη αυτή τη φορά στην συνάντηση του Παρισιού. Πιθανόν. Ήδη μέχρι τα μέσα Μαΐου του τρέχοντος έτους σύμφωνα με το World Resource Institute, οι χώρες που ευθύνονται για το 32% περίπου των συνολικών εκπομπών αερίων του Θερμοκηπίου έχουν καταθέσει προτάσεις υπό την μορφή των INDC’s (Intended National Determineded Contributions), ενώ άλλες χώρες όπως η Κίνα έχουν παρουσιάσει δεδομένα και προτάσεις με λιγότερο δεσμευτικό χαρακτήρα. Στην τελευταία δε συνάντηση στη Βόνη της Γερμανίας στις αρχές του μήνα όπου έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη του τελικού κειμένου εργασίας της διάσκεψης, διαπιστώθηκε ότι παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες καθώς πλησιάζουμε στον Δεκέμβριο πρέπει να ενταθούν, ομολογήθηκε ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος.
Σε κάθε περίπτωση όμως όσο προχωράμε σε ένα κοινό σκοπό για την κλιματική αλλαγή, θα διαπιστώνουμε μεγάλες ανομοιομορφίες και αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ του Δυτικού κόσμου και των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Η εξάρτηση των χωρών αυτών από τα ορυκτά καύσιμα και οι αυξημένες ανάγκες τους σε ενέργεια καθιστούν την μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων εξαιρετικά δύσκολη. Βασικά παραδείγματα στην μεγάλη εικόνα που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αμελήσουμε αποτελούν η περίπτωση της Κίνας με κατά κεφαλήν εισόδημα που αναλογεί μόλις στο ένα τέταρτο αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών αφήνοντας ακόμα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στην Ασιατική οικονομία, και το ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση ακόμα στην ηλεκτρική ενέργεια Παραδείγματα τα οποία συνθέτουν έναν ρεαλισμό ο οποίος μάλλον δεν μπορεί εύκολα να αποδοθεί ακόμα και από κινήσεις η οποίες είναι ιστορικές κατά την γνώμη μου, όπως η επιστολή των πετρελαϊκών κολοσσών παραπάνω.
Παρόλα αυτά ένα είναι σίγουρο, οι ισορροπίες αλλάζουν. Οι μεγάλες οικονομίες θα πρέπει πλέον να ανταγωνιστούν σε ένα περιβάλλον που εισάγει νέους κανόνες και άλλες πηγές ρίσκου. Καθώς λοιπόν η ασυμμετρία που εντοπίζεται παραδοσιακά στην παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας και αγαθών μειώνεται, οι μεγάλες παραγωγικές δυνάμεις θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Ίσως την εποχή του φτηνού πετρελαίου το περιβάλλον να είναι ο μεγάλος κερδισμένος.

Zafeiriou*Ο Νίκος Ζαφειρίου, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στην Κοζάνη. Το 2014 έλαβε το Μεταπτυχιακό του τίτλο από το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος στη Διαχείριση Ενέργειας ολοκληρώνοντας την Διπλωματική του Εργασία με θέμα Electricity and Carbon Derivatives. Εργάζεται στο τμήμα Ενέργειας της εταιρίας Σαμαράς και Συνεργάτες Σύμβουλοι Μηχανικοί, ενώ είναι μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας και Περιβάλλοντος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/ Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας.

 

 

Τα επώνυμα άρθρα απηχούν τις γνώμες και τις απόψεις των συντακτών τους και όχι υποχρεωτικά τις θέσεις του ΤΕΕ/ΤΚΜ

Comments are closed