Πρωτόκολλα: προβλεπόμενο και απρόβλεπτο στον δημόσιο χώρο

Β. Α.Πορτοκάλης. Ξ. Στούμπου

Περίληψη

Ο δημόσιος χώρος της πόλης είναι πλέον λειτουργικά και συμβολικά αποφορτισμένος, όντας  καταμερισμένος σε μονολειτουργικούς εξειδικευμένους και ολοένα πιο ελεγχόμενους θύλακες. Σύγχρονες πρακτικές ιδιωτικοποίησης, εμπορευματοποίησης και ελέγχου με εμμονές ασφάλειας και αποδοτικότητας εισάγουν την λογική διαχείρισης και βελτιστοποίησης διαδικασιών (process management).  Εάν ο δημόσιος χώρος χαρακτηρίζεται από τις θεμελιώδεις αρχές της αντιπαράθεσης ετεροτήτων, της απρόβλεπτης δράσης και της ισότητας πρόσβασης τότε η αντιμετώπισή του ως άθροισμα επιμέρους εξειδικευμένων διαδικασιών σε επιμέρους εξειδικευμένους χώρους τείνει να αναιρέσει τον χαρακτήρα του.

Όταν η βελτιστοποίηση διαδικασιών αφήνει τους χώρους παραγωγής και μεταγράφεται στον δημόσιο χώρο και κατά συνέπεια αφορά πληθώρα ενεργών χρηστών, προϋποθέτει την διαχείριση ροών μέσω ‘πρωτοκόλλων χρήσης’. Τα πρωτόκολλα αυτά αποτελούνται αφενός από την εσωτερικευμένη γνώση της αλληλουχίας των απαιτούμενων βημάτων από τους εμπλεκόμενους και αφετέρου από στοιχεία του χώρου που ενεργοποιούν την προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά· Ένα άυλο κανονιστικό πλαίσιο όπως το συναντάμε στα πρωτόκολλα επικοινωνίας της διπλωματίας ή της πληροφορικής με ένα δομημένο χωρικό ανάλογο, ικανό να διαχειριστεί ροές, όπως στις σύγχρονες υποδομές logistics.

Θεωρώντας την πρωτοκολλοποίηση ως έναν βασικό μηχανισμό απονοηματοδότησης του δημόσιου χώρου η παρούσα εισήγηση εξετάζει τα χαρακτηριστικά των πρωτοκόλλων και το αποτύπωμά τους στον χώρο της πόλης, αναλύοντας τη διαδικασία σχεδιασμού που τα διέπει. Σκιαγραφεί επιπλέον δύο τύπους πρωτοκόλλων, συνειδητά και μη-συνειδητά, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτά συμπλέκονται στην παραγωγή νέων χωρικών μοντέλων. Τέλος αναλύει τους μηχανισμούς εφαρμογής πρωτοκόλλων στο χώρο, μέσω εκ νέου ορισμού και μέσω μετάλλαξης.

Η ύπαρξη πρωτοκόλλων χρήσης στο χώρο επιβάλλει μία ξεκάθαρη οριοθέτηση του πεδίου ισχύος τους, που με τη σειρά της απαιτεί μία ολοένα εντονότερη υλοποίηση του ορίου, καθιστώντας τις επιμέρους χρήσεις στον αστικό χώρο φαινομενικά ασυμβίβαστες, ενισχύοντας τους αυστηρούς διαχωρισμούς. Οι κανονικοποιημένοι αυτοί χώροι, απελευθερωμένοι πλέον από τριβές και παρεμβολές, αναγκαία συνθήκη για την επιδιωκόμενη βελτιστοποίηση, διευκολύνουν τους χρήστες, καθιστώντας αυτή τη δομή οργάνωσης εύκολα αποδεκτή εάν όχι ελκυστική. Ωστόσο η απουσία τριβής περιορίζει τις απρόβλεπτες ‘συγκρούσεις’ ετεροτήτων, αναιρώντας την πολιτική διάσταση του δημοσίου χώρου, αποδυναμώνοντάς τον.

1          Εισαγωγή

Δημόσιος χώρος, public space, espace public, öffentlicher Raum κ.ο.κ. Η διαδεδομένη χρήση του ενικού αριθμού προσδίδει μια αφαιρετική γενίκευση και μια υποτιθέμενη ενότητα στον όρο. Η διαχρονική δυσκολία ορισμού του ‘δημόσιου χώρου’ αποδεικνύει το αντίθετο. Ως υποκατάστατο ορισμού θα αποδεχτούμε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή για το άθροισμα δημόσιων χώρων της πόλης, που απαρτίζεται από τρεις βασικές προϋποθέσεις: την ισότητα πρόσβασης, την αντιπαράθεση ετεροτήτων και την απρόβλεπτη δράση. Με την ύπαρξη ελεύθερης, μη-αποκλειστικής πρόσβασης διασφαλίζεται η ετερογένεια των υποκειμένων και κατ’ επέκταση των συμφερόντων τους, των οποίων οι απρόσμενοι συνδυασμοί και οι, έστω καιροσκοπικές, συμπράξεις αποτελούν την δυνητική δημιουργική δυναμική των δημόσιων χώρων και άρα συνιστούν παραγωγικό κεφάλαιο της πόλης. Η προοπτική ανανέωσης ιεραρχιών και κανόνων και υπέρβασης παγιωμένων status quo, κάνει τον δημόσιο χώρο να μεταβολίζει τις κοινωνικές σχέσεις στην πόλη, δίνοντας την δυνατότητα και στο πλέον απροσδόκητο να αναδυθεί. Είναι οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη του πολιτικού χώρου της συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης (Siebel 2015).

Η εξασφάλιση των αναγκαίων αυτών συνθηκών, βέβαια, δεν προεξοφλεί αυτεπάγγελτα την ανάπτυξη ενός πολύπλευρου δημόσιου χώρου. Πολλές λειτουργίες που θα συγκατέλεγε κανείς στον δημόσιο βίο, πλέον έχουν αποσυρθεί σε πλήρως εξειδικευμένους, αποδοτικότερους χώρους, αφήνοντας τον παραδοσιακό δημόσιο χώρο ως το μετέωρο ενδιάμεσο: η μετακίνηση με το μετρό, οι αγορές στο σουπερμάρκετ, τα ψώνια στο mall, η διάσχιση μιας οποιασδήποτε διασταύρωσης ή η οδήγηση, είναι κάποιες από αυτές τις καθημερινές δραστηριότητες, σημαντικής χωρικής και χρονικής έκτασης.

Εάν οι δραστηριότητες αυτές είναι κομμάτι του δημόσιου βίου, θα περίμενε κανείς να έχουν τη δυναμική να οργανώνουν τόπους δημοσίου αισθήματος. Ωστόσο ο διαδεδομένος ειδολογικός σχεδιασμός τους ως χώροι προκαθορισμένων διαδικασιών μοιάζει να παράγει χώρους άνευ νοήματος. Η παρούσα αναζήτηση εξετάζει τους μηχανισμούς ελέγχου και πρόβλεψης συμπεριφοράς, τους οποίους θα ονομάσουμε πρωτόκολλα χρήσης, τα χαρακτηριστικά και το εύρος εφαρμογής τους, καθώς και το συγκεκριμένο χωρικό και κοινωνικό αποτύπωμα που αυτά επιφέρουν στον χώρο της σύγχρονης πόλης.

2          Προβλεπόμενο

Η ιστορία των πόλεων είναι ανέκαθεν μια ιστορία εξορθολογισμού· καθημερινές πρακτικές και λειτουργίες, διανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, το σύνολο του αστικού βίου, είναι προϊόν καθώς και καταλύτης ενός αέναου εξορθολογισμού, συνυφασμένου εξαρχής με την πρόοδο και τον εκπολιτισμό. Η απροσδιοριστία και το πολυλειτουργικό του δημόσιου χώρου δίνουν αργά ή γρήγορα τη θέση τους στο συγκεκριμένο και το (μονο)λειτουργικό, οι διαπροσωπικές σχέσεις μετατρέπονται σε απρόσωπες συναλλαγές, δημιουργώντας σταδιακά μία συμπαγή δομή με προκαθορισμένη συσχέτιση λειτουργιών σε εξειδικευμένους χώρους (Siebel 2015).

Ο εμβληματικός λειτουργισμός του Μοντέρνου μπορεί έτσι να ιδωθεί ως μία φορμαλιστική έξαρση του πνεύματος του εξορθολογισμού: από την ξεχωριστή κουζίνα στην Κουζίνα της Φρανκφούρτης και από την οργάνωση χρήσεων στην Ville Radieuse, η αρχιτεκτονική θα αναχθεί εν πολλοίς σε μία μαθηματική εξίσωση μέγιστης αποδοτικότητας και θα αυτοπροσδιοριστεί ως τεχνικό πρόβλημα, με την πεποίθηση (ή την προσδοκία) ότι παράγει το καθολικά αποδεκτό βέλτιστο (Vossoughian 2014).

Στη σύγχρονη συνθήκη, οι έννοιες της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας δεν αποτελούν παρελθόν. Μπορεί ο φονξιοναλισμός να αμφισβητήθηκε ηχηρά στην αρχιτεκτονική δημιουργία, ωστόσο η αντιμετώπιση του αστικού χώρου σε μεγάλο βαθμό παραμένει στην κοινή αντίληψη ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα. Με την εδραίωση της αγοραίας λογικής στο πλαίσιο της γενίκευσης του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης οικονομίας, το δόγμα της αποδοτικότητας παραμένει στο προσκήνιο. Στη λειτουργική αποδοτικότητα θα προστεθεί η οικονομική αποδοτικότητα, μετατοπίζοντας τη στοχοθέτηση από τη λειτουργία στην κερδοφορία, ως τον μοναδικό και καθολικό δείκτη επιτυχίας. Για τον χώρο της πόλης η υποταγή ολοένα και περισσότερων τμημάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας στην αδιαπραγμάτευτη λογική της κερδοφορίας σημαίνει ότι πολλές πτυχές και χώροι του δημόσιου βίου θα περιέλθουν στο στόχαστρο λογικών ιδιωτικοποίησης.

Η παραγωγή του σύγχρονου αστικού χώρου, ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της λειτουργιστικής παρακαταθήκης του Μοντέρνου για την πόλη-μηχανή, αλλά και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας του δόγματος της (οικονομικής) αποδοτικότητας, βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε υπερ-αφαιρετικές πρακτικές όπως η διαχείριση διαδικασιών, προερχόμενη από την διοίκηση επιχειρήσεων. Οι παραγόμενοι χώροι είναι εξ’ ορισμού αφαιρετικοί, όντας προϊόντα ενός αμιγώς νεο-λειτουργικού σχεδιασμού. Κατ’ επέκταση, η μορφή χάνει αναπόφευκτα οποιαδήποτε νοηματοδότηση. Θα λέγαμε ότι από το ‘form follows function’ περνάμε στο ‘function follows process’ με την μορφή να εκπίπτει σε ματαιότητα μπροστά στην άβυσσο των οικονομοτεχνικών επιταγών (Lyster 2016). Αυτές οι επιταγές προωθούνται ως τεχνοκρατικές αλήθειες με όχημα τα παγκόσμια πρότυπα, τις τεχνικές προδιαγραφές και τις βέλτιστες πρακτικές κανονικοποιώντας χώρους και δραστηριότητες στα αστικά κέντρα ανά τον κόσμο (Easterling 2016). Η παγκόσμια εφαρμογή αφαιρετικών προτύπων, πρακτικών και μοντέλων απαξιώνει εξ’ ορισμού τη σημασία των συμφραζόμενων· οι σχέσεις εξάρτησης μοιάζουν ισχυρότερες με το πρότυπο παρά με την άμεση περιοχή εφαρμογής, ευνοώντας τη δημιουργία ενός πλήρως αφαιρετικού δικτύου, παρά την εγγραφή στην επιτόπια πραγματικότητα. Αυτή η απάρνηση της τοπικότητας καθιστά τους εν λόγο χώρους de facto μη-τόπους (Αugé, 1995). Δεδομένου ότι αυτοί οι χώροι απευθύνονται σε ετερογενή πλήθη, ο μοναδικός τρόπος αυτά να γίνουν διαχειρίσιμα, είναι ως μέρος ή καλύτερα ως περιεχόμενο μιας διαδικασίας, η οποία είναι αντικείμενο σχεδιασμού και συνεπώς υπόκειται σε λογικές βελτιστοποίησης. Όπως παρατηρεί ο Lefebvre (1991, 313), αφαιρετικοί χώροι απαιτούν αφαιρετικές χωρικές πρακτικές, άρα αφαιρετικές συμπεριφορές. Οι δομές αυτές είναι χώροι ελεγχόμενης συμπεριφοράς – χώροι προβλέψιμοι με συμπεριφορές προβλεπόμενες: μια συσχέτιση δομημένου περιβάλλοντος και συμπεριφοράς που αποτυπώνεται σε αυτό που θα ονομάσουμε ‘πρωτόκολλα χρήσης’.

 

3          Πρωτόκολλα χρήσης

Η Arendt (1998, 63) παρατηρεί ότι η λέξη norm (κανόνας) ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη νόμος>νέμειν, η οποία έχει άμεσες χωρικές αναφορές (διανέμω, κατανέμω χώρο). Συνεπώς, ο χώρος διαμορφώνει τις συνθήκες ενεργοποίησης συγκεκριμένων εσωτερικευμένων κανόνων. Η εφαρμογή των εντοπισμένων κανόνων, σε ό,τι αφορά τη δημόσια ζωή, υποστηρίζεται από έναν συνδυασμό άτυπου κοινωνικού ελέγχου και αστυνόμευσης, διαμορφώνοντας έτσι μία στιβαρή δομή που ορίζει τι επιτρέπεται πού και σε τι βαθμό. Θεμελιώδη εργαλεία αυτής της βασικής κοινωνικής διαδικασίας αποτελούν οι κοινωνικές συμβάσεις (conventions) ως μηχανισμοί συντονισμού και οι κοινωνικοί κανόνες (social norms) ως μηχανισμοί απόδοσης ευθυνών (Southwood & Eriksson 2011). H διαμόρφωση και λειτουργία τους είναι θεμελιακά αυθόρμητες κοινωνικές διαδικασίες που υπάρχουν χωρίς να γίνονται αντιληπτές ως συντεταγμένοι μηχανισμοί καθώς δεν αποτελούν προϊόν σχεδιασμού.

Βασισμένα μεν στον μηχανισμό του εντοπισμένου κανόνα, τα πρωτόκολλα χρήσης, αντίθετα, είναι σχεδιασμένες διαδικασίες διαχείρισης ανθρώπινων ροών. Πρόκειται για αλυσιδωτές φόρμουλες προβλέψιμης και προβλεπόμενης συμπεριφοράς, αποτελούμενες από κανονισμoύς λειτουργίας (rules), νόμους αλλά και αφομοιωμένους κοινωνικούς κανόνες και συμβάσεις, ενώ η εφαρμογή τους διασφαλίζεται μέσω αυστηρής επιτήρησης και ελέγχου. Βασίζονται στην συνειδητή γνώση και αποδοχή κανονισμών και κανόνων και της βασικής τους αλληλουχίας από όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά και στην μη συνειδητή αποδοχή κανόνων που επιβάλλει ο χώρος. Η λειτουργία τους έγκειται στην αλληλοϋποστήριξη ενός άυλου κανονιστικού πλαισίου – κώδικα και ενός χωρικού αναλόγου που ενεργοποιεί τις εκάστοτε συμπεριφορές. Αμφότερα σκέλη αποτελούν αντικείμενα του ίδιου σχεδιασμού, με στόχο την βελτιστοποίηση της διαδικασίας. Από την λογική της ουράς αναμονής, για παράδειγμα, ως συνήθης κοινωνική πρακτική, περνάμε στην ενσωμάτωση αυτού του κανόνα στον σχεδιασμό, με θεσμοθέτηση ειδικού χώρου, μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας και μάλιστα με τρόπο που τον καθιστά βέλτιστα διαχειρίσιμο (queuing).

Μέσω των πρωτοκόλλων επιτυγχάνεται η αποκήρυξη της ταυτότητας του ατόμου προς όφελος της κατασκευής μιας μονοδιάστατης συλλογικής ταυτότητας χρήσης (οδηγός, επιβάτης, καταναλωτής) στη λογική του μέσου χρήστη, αναιρώντας τις όποιες κοινωνικές σχέσεις (Augé 1995, 149). Η επίκληση στην εκάστοτε ταυτότητα χρήστη έχει ως αποτέλεσμα η κίνηση στον χώρο να υποκινείται από αυστηρά λειτουργικά και αποσπασματικά κριτήρια και ταυτόχρονα να εξαιρεί οτιδήποτε άλλο, επιτυγχάνοντας την μέγιστη συμμόρφωση με τα ελάχιστα μέσα.

Τα χωρικά ανάλογα επιτελούν πολυεπίπεδη λειτουργία. Αρχικά, ως σηματοδότες που σκοπό έχουν την ενεργοποίηση των προβλεπόμενων συμπεριφορών και στη συνέχεια, ως στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος, που θέτουν και υπενθυμίζουν διαρκώς ποιο είναι το προβλεπόμενο πλαίσιο λειτουργίας. Όπως γράφει ο Augé (1995, 96), „η σχέση μεταξύ ατόμου και χωρικού περίγυρου, στην περίπτωση των μη-τόπων, εδραιώνεται με την διαμεσολάβηση λέξεων και κειμένων“, επισημαίνοντας πως αυτοί „προσδιορίζονται εν μέρει από αυτές τις γλωσσικές σημάνσεις, τις οδηγίες χρήσης τους“.

Στο πλαίσιο εφαρμογής των πρωτοκόλλων, η αλληλουχία βημάτων στον χώρο είναι νοητικά καταγεγραμμένη και εμπεδωμένη ως ενσωματωμένος κανόνας, από την πρώτη κιόλας επαφή με τον χώρο. Με βάση αυτήν συντάσσεται το πρόγραμμα αποφάσεων, δηλαδή η αλληλουχία των βημάτων που πρέπει να εκτελέσει κανείς για να επιτύχει τον χωρικό στόχο. Στο χωρικό ανάλογο εντάσσονται επομένως, όλες εκείνες οι χωρικές παράμετροι, που συμβάλλουν στην επίτευξη του εκάστοτε χωρικού στόχου, με τον βέλτιστο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Η ίδια η διάρθρωση των χώρων, τα δάπεδα, οι φυγές, η σηματοδότηση ακόμη και ο ήχος ή ο φωτισμός είναι αναπόφευκτα μέρος αυτού του χωρικού αναλόγου καθώς εντάσσονται στην ίδια ενιαία διαδικασία σχεδιασμού.

 

4          Χαρακτηριστικά

— Τα πρωτόκολλα είναι δυαδικά.

Η αμεσότητα της σχέσης με τον δημόσιο χώρο δημιουργεί μια εγγενή σύγχυση ως προς τα όρια του συστήματος. Το πεδίο ισχύος του συστήματος σηματοδοτείται με ποικίλες αλλά ξεκάθαρες σχεδιαστικές μεθόδους, όπως η χρήση δαπέδου ή πιο στιβαρούς συμβολισμούς, όπως πύλες και κτιριακές δομές, πάντα για να διασφαλιστεί η λειτουργία on-off ως προς την ενεργοποίηση των πρωτοκόλλων χρήσης.

— Τα πρωτόκολλα είναι παγκόσμια.

Ελλείψει τοποσήμων, τα πρωτόκολλα εξοπλίζουν τους χώρους της αφαίρεσης με πινακίδες σήμανσης, εισάγοντας το σχεδιασμένο wayfinding. Ένας χώρος δίχως νοήματα γίνεται κατανοητός μόνον μέσα από την παγκόσμια αναγνωρίσιμη και χρηστική γλώσσα των πινακίδων. Η διαμεσολάβηση του κειμένου και των τυπογραφικών συμβόλων είναι η γλώσσα που μιλούν τα πρωτόκολλα και την οποία καταλαβαίνει μια διαρκώς διευρυνόμενη παγκόσμια ομάδα αναφοράς: από την „παγκόσμια“ ή „κινητική ελίτ“ στην „γενιά easyjet“.

— Τα πρωτόκολλα κανονικοποιούν πλεονάζοντες χώρους.

Σύμφωνα με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, οι χώροι των ροών αντιμετωπίζονται ως εσωστρεφή κλειστά συστήματα, με αυστηρή οριοθέτηση του πεδίου τους. Προκειμένου να φιλοξενήσουν τον κατά χρόνους αυξημένο φόρτο, σχεδιάζονται με βάση την ώρα αιχμής. Κατ’ αντιστοιχία η εμβέλεια ισχύος του πρωτοκόλλου που τους διέπει διαστέλλεται πολύ πέρα από το λειτουργικά αναγκαίο, εκτεινόμενη σε όλη την διαθέσιμη έκταση.

— Τα πρωτόκολλα είναι εσωστρεφή.

Οι χώροι των ροών λειτουργούν ως all inclusive προορισμοί. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αστική λογική, δεν αποζητούν ούτε δημιουργούν δικτυώσεις με το άμεσο περιβάλλον τους, αντίθετα τις αποτρέπουν. Τα μόνα ερεθίσματα που συναντά κανείς εντός αυτών των χώρων, είναι αυτά που το σύστημα προβλέπει και προσφέρει στο εσωτερικό του.

— Τα πρωτόκολλα είναι απρόσωπα.

Τα πρωτόκολλα αναιρούν την αναγκαιότητα επικοινωνίας μέσω της ενσωματωμένης γνώσης της αλληλουχίας των βημάτων που απαιτούνται για την ορθή χρήση του εκάστοτε χώρου. Πρόκειται για απρόσωπους μηχανισμούς λειτουργίας που βασίζονται στην επίκληση της εκάστοτε συμβατής συλλογικής ταυτότητας χρήσης: καταναλωτής, επιβάτης, οδηγός.

— Τα πρωτόκολλα παράγουν διαχωρισμούς.

Βασική αρχή των πρωτοκόλλων είναι η αρχή της ασυμβατότητας: η βέλτιστη λειτουργία ενός συστήματος θεωρείται εξ’ ορισμού ασύμβατη με την βέλτιστη λειτουργία ενός άλλου, και βέβαια κάθε αλληλοδιείσδυση διακινδυνεύει την αποτελεσματικότητα. Η αρχή της ασυμβατότητας προάγει τον διαχωρισμό, όπου κάθε συνέργεια είναι συμπλοκή και συνεπώς εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους παρά ευκαιρίες.

 

5          Μηχανισμοί

Διακρίνουμε δύο τύπους πρωτοκόλλων: συνειδητά και μη-συνειδητά. Τα πρώτα οργανώνονται ως προβλεπόμενη αλληλουχία και απαιτούν τη γνώση αυτής από τους χρήστες. Τα χωρικά ανάλογα εδώ πρέπει να είναι σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενεργοποιούν την ταχύτερη δυνατή ανάκληση αυτής της γνώσης. Τα δεύτερα, τα μη-συνειδητά, σχεδιάζονται και ενεργούν ως προβλέψιμες πιθανότητες αλληλουχίας, που με τη σειρά τους βασίζονται στην επιθυμία – εδώ συνήθως – του πελάτη. Για να κατευθυνθεί εκείνος, τα χωρικά ανάλογα καλούνται να εγείρουν το ενδιαφέρον και την επιθυμία υποσυνείδητα, ώστε να επιτευχθεί η φαινομενικά αδύνατη σύζευξη πρόβλεψης συμπεριφοράς και ατομικής ελευθερίας επιλογής, με την τελευταία να αποτελεί αναγκαστικά ψευδαίσθηση.

Οι δύο τύποι πρωτοκόλλων χρήσης έχουν διαφορετική διάρθρωση· τα μεν συνειδητά συρρικνώνουν τον χρόνο με έμφαση πάντα στη λειτουργική απόδοση, δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο, τα μη-συνειδητά διαστέλλουν τον χρόνο με απώτερο στόχο την επικερδή λειτουργία, δηλαδή τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία που είναι ανάλογη της μέγιστης δυνατής έκθεσης του υποψήφιου πελάτη στα είδη προς κατανάλωση. Η στρατηγική συνέργεια των δύο αυτών τύπων, συστολής και διαστολής του χρόνου, επιτρέπει την απόλυτη διακυβέρνηση χρόνου και κινητικότητας (Salter 2008, 10), με εμβληματικότερο ίσως παράδειγμα το ‘aeromall’, δηλαδή ουσιαστικά κάθε μεγάλο σύγχρονο αεροδρόμιο (Leong 2001). Εδώ η επιτάχυνση διαδικασιών εξοικονομεί χρόνο που θα διατεθεί έπειτα ελεγχόμενα για σπατάλη, με τις ροές να βρίσκονται σε συνεχή ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και άνεσης.

Παρά τη διαφορετική στοχοθέτηση, του λειτουργικού έναντι του επικερδούς, κοινός στόχος συνειδητών και μη-συνειδητών πρωτοκόλλων παραμένει ο σχεδιασμός κινήσεων και συμπεριφορών με θεμελιώδη τη συνδρομή του δομημένου χώρου.  Ως ικανά σχήματα επιβολής ελέγχου, η εφαρμογή τους αφορά σε διαρκώς περισσότερους χώρους και επιτυγχάνεται κυρίως μέσω των μηχανισμών ορισμού και μετάλλαξης.

Η επιβολή μέσω ορισμού μπορεί εκ πρώτης όψης να μοιάζει τετριμμένη, παραμένει όμως εντυπωσιακό εργαλείο κανονικοποίησης και του πλέον απόμακρου και απροσδόκητου σημείου στον κόσμο. Η απλή αναπαραγωγή ενός τύπου στον χώρο αρκεί, για να εφαρμόζονται αυτόματα οι προδιαγεγραμμένοι κανόνες και συμπεριφορές. Δεν νοείται λ.χ. δρόμος μη-δρόμος.

Η επιβολή μέσω μετάλλαξης ξεκινάει από την αυτονόμηση του χωρικού αναλόγου, το οποίο στην συνέχεια θα διεισδύσει σε άλλα, συγγενικά ή ξένα, προγράμματα, μεταλλάσσοντάς τα. Αυτά με τη σειρά τους θα κληρονομήσουν τα μορφολογικά και συμβολικά χαρακτηριστικά του αρχικού χωρικού αναλόγου και μαζί του τους κανόνες και τις συμπεριφορές που πυροδοτεί. Για παράδειγμα, σύμβολα ρύθμισης κυκλοφορίας, από την διαγράμμιση έως τις φωτεινές ενδείξεις, έχουν αποσπαστεί από το οδικό περιβάλλον και καθοδηγούν κάθε είδους κίνηση σε κάθε είδους συμφραζόμενα.

6          Αποτύπωμα

Ως διττά συστήματα άυλου και υλικού, το αποτύπωμα των πρωτοκόλλων στην πόλη είναι χωρικό και κοινωνικό. Αφενός, η εσωστρέφεια, ο σαφής διαχωρισμός και η δυαδικότητα, εξασφαλίζουν την εξειδικευμένη στοχοπροσήλωση των χώρων των ροών, την κλειστότητα του συστήματος και την παγκόσμια αναφορά του, συνοδευόμενοι πάντοτε από τον έλεγχο που τους αρμόζει. Για να επιτευχθούν αυτά τα χαρακτηριστικά, η καθαρή υλοποίηση του εκάστοτε ορίου είναι απαραίτητη, οργανώνοντας τον σύγχρονο αστικό χώρο σε απομονωμένους θύλακες. Αφετέρου, η επιχειρούμενη μονοκαλλιέργεια ενός προφίλ χρήστη, με συγκεκριμένο ρόλο, προβλεπόμενης ή έστω προβλέψιμης συμπεριφοράς, μειώνει στο ελάχιστο την τριβή μεταξύ ετερόκλητων διεκδικήσεων, δηλαδή αναιρεί την πολιτική διάσταση του χώρου. Τα πρωτόκολλα μέσω των χώρων που ελέγχουν, εν τέλει, ρυθμίζουν την αναγκαιότητα επικοινωνίας μεταξύ ετέρων, προσφέροντας τη μέγιστη διευκόλυνση στους χρήστες. Διασφαλίζεται ότι κανείς ποτέ δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει κάποια μη αναμενόμενη περίσταση, κάποιο απρόοπτο και γι’ αυτό απειλητικό γεγονός.

Πρόκειται για έναν α-πολιτικό χώρο απελευθερωμένο από διαφωνίες και παραφωνίες καθώς η πάγια μετά-πολιτική τακτική της αρχιτεκτονικής του νεοφιλελευθερισμού είναι η ‘εξομάλυνση των πάντων’: „Τίποτα δεν πρέπει να καταπιέζεται, άλλα τα πάντα πρέπει να συμμορφώνονται. Η δυνατότητα και μόνο για διαφωνία εξομαλύνεται εκτός ύπαρξης“ (Spencer 2016, 56).  Ακριβώς αυτό το στοιχείο της διευκόλυνσης, όπου όλα είναι ρυθμισμένα, εύκολα, άνετα και ασφαλή, είναι που κάνει όλους αυτούς τους χώρους, θελκτικούς για ένα ευρύ κοινό και επομένως τους καθιστά δύσκολα αμφισβητήσιμους. Ταυτόχρονα όμως, η απουσία της αμφισημίας δεν τους επιτρέπει να παραλάβουν καμία κοινωνική και συλλογική νοηματοδότηση, καθιστώντας τους εν τέλει, στο πνεύμα του Augé, μη-δημόσιους μη-τόπους. Με δεδομένη την μεταξύ τους πανομοιοτυπία σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτοί φαίνονται πολύ περισσότερο οικείοι στον χρήστη-επιβάτη-καταναλωτή από την άλλη άκρη της γης, παρά στον γείτονά τους. O Castells (2010, 448) περιγράφει το χωρικό-κοινωνικό αποτύπωμα των χώρων των ροών με παρόμοιο τρόπο: Η παγκόσμια αίσθηση οικειότητας, αντιπαραβάλλεται σε μια τοπική αμηχανία και αποκλειστικότητα.

Παραπομπές
Arendt, Hannah. 1998. The Human Condition. 2η έκδοση. Chicago: University of Chicago Press.
Augé, Marc. 1995. Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity. London, New York: Verso.
Castells, Manuel. 2010. The Information Age: Economy, Society, and Culture: The Rise of the Network Society. 2η έκδοση, τόμος 1. Chichester, Malden: Wiley-Blackwell.
Easterling, Keller. 2016. Extrastatecraft: The Power of Infrastructure Space. London, New York: Verso.
Leong, Sze Tsung. 2001. ‘And Then There Was Shopping’. Στο Harvard Design School Guide to Shopping, επιμέλεια Rem Koolhaas et al., 128–55. Köln: Taschen.
Lyster, Clare. 2016. Learning from Logistics: How Networks Change Our Cities. Basel, Berlin: Birkhäuser.
Siebel, Walter. 2015. Die Kultur Der Stadt. Edition Suhrkamp 2698. Berlin: Suhrkamp.
Southwood, Nicholas, και Lina Eriksson. 2011. ‘Norms and Conventions’. Philosophical Explorations 14, τεύχος 2: 195–217. https://doi.org/10.1080/13869795.2011.569748.
Spencer, Douglas. 2016. The Architecture of Neoliberalism: How Contemporary Architecture Became an Instrument of Control and Compliance. New York: Bloomsbury Academic.
Vossoughian, Nader. 2014. ‘Standardization Reconsidered: Normierung in and after Ernst Neufert’s Bauentwurfslehre (1936)’. Grey Room 54 (January): 34–55. https://doi.org/10.1162/GREY_a_00125.
Πορτοκάλης, Βαλέριαν, και Ξένια Στούμπου. 2018. ‘Πρωτόκολλα. Προβλεπόμενο και απρόβλεπτο στον δημόσιο χώρο’. Ερευνητική εργασία, Αθήνα: Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

Comments are closed