Υψηλότερος είναι στην Ελλάδα ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας από την αξιοποίηση της ρομποτικής, ωστόσο η απώλεια θέσεων εργασίας θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημιουργία νέων θέσεων, είτε στην ίδια αλυσίδα αξίας, είτε σε άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας ως αποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΣΕΒ.
Με βάση την έρευνα το ποσοστό των θέσεων εργασίας στη χώρα μας που αντιμετωπίζουν πολύ υψηλή πιθανότητα αυτοματοποίησης ανέρχεται σε 23,4%, (έναντι 14% στον ΟΟΣΑ) ενώ άλλο ένα 35,3% αντιμετωπίζει πιθανότητα σημαντικής αλλαγής.
Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ η Ελλάδα καταλαμβάνει την τέταρτη θέση όσον αφορά το ποσοστό θέσεων που έχουν πιθανότητα άνω του 50% να αυτοματοποιηθούν, πίσω από Σλοβενία, Λιθουανία και Τουρκία. Τονίζεται ωστόσο ότι η αξιοποίηση των ευκαιριών της ρομποτικής δεν αποτελεί επιλογή αλλά αναγκαιότητα για τις επιχειρήσεις και όσοι μείνουν πίσω θα αντιμετωπίσουν σημαντικές πιέσεις παραγωγικότητας/κόστους.
Επί του παρόντος η διείσδυση των ρομπότ στην ελληνική βιομηχανία (σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΕ την οποία επικαλείται ο ΣΕΒ σε έρευνα για την ενσωμάτωση των ρομπότ στη βιομηχανική παραγωγή που δημοσιοποιήθηκε σήμερα) είναι μικρή: συγκεκριμένα στην Ελλάδα λειτουργούσαν το 2016 περίπου 250 βιομηχανικά ρομπότ. Ιδιαίτερα έντονη χρήση ρομποτικών συστημάτων υπάρχει στη βιομηχανία τροφίμων, κυρίως στα τελικά στάδια της παραγωγής (εγκιβωτισμός και παλετοποίηση προϊόντων). Αρκετά ρομποτικά συστήματα χρησιμοποιούνται επίσης στον κλάδο των μεταλλικών κατασκευών για διαδικασίες συγκόλλησης, μεταφορά και διαχείριση υλικών και συναρμολόγηση.
Βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την εγκατάσταση ρομποτικών συστημάτων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, είναι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, ο αβέβαιος χρόνος της επένδυσης, καθώς για την εγκατάσταση ρομποτικών συστημάτων απαιτούνται μεγάλου όγκου παραγωγές που συνήθως δεν υπάρχουν για την μικρή Ελληνική αγορά. Σημαντικός περιορισμός είναι επίσης η έλλειψη γνώσης σε μεγάλο τμήμα της επιχειρηματικής κοινότητας σχετικά με τις αναπτυξιακές δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη ρομποτική, καθώς επίσης και η απουσία μακροπρόθεσμων επενδυτικών σχεδίων.
Τα ρομπότ θα μειώσουν σε σημαντικό βαθμό τις μονότονες επίπονες και επικίνδυνες χειρωνακτικές εργασίες που κάνουν σήμερα οι άνθρωποι, ωστόσο δεν αναμένεται να υπάρξει ολική υποκατάσταση των εργασιών ρουτίνας, καταλήγει η έρευνα.
Δέκα επαγγέλματα που θα έχουν ζήτηση στην Ελλάδα ως το 2030
Καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας εκτιμάται ότι θα εξασφαλίζει στο άμεσο μέλλον η επιλογή σπουδών που είναι προσανατολισμένες στις θετικές επιστήμες και στην τεχνολογία (Science, Technology, Engineering, Mathematics – STEM).
Ωστόσο, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2030 η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν αποκλείεται να κάνει λιγότερο χρήσιμες τις ανθρώπινες γνώσεις σε αντικείμενα STEM, καθώς οι τεχνολογικές αλλαγές πιθανότατα θα είναι εξαιρετικά ταχείες -τα μηχανικά συστήματα θα μαθαίνουν τα πάντα πολύ γρήγορα- και οι ανθρώπινες δυνατότητες μάλλον πεπερασμένες, ενώ και η εκπαίδευση/κατάρτιση θα δυσκολεύεται να προλάβει τις εξελίξεις.
Την ίδια στιγμή, η τεχνολογική γνώση θα συνεχίσει πιθανότατα να απαξιώνεται με εκθετικό ρυθμό στα επόμενα χρόνια. Ήδη σήμερα, με τη σαφώς μικρότερη ταχύτητα τεχνολογικών εξελίξεων, ένα μεγάλο ποσοστό, 41% των CEO (διευθύνοντων συμβούλων) των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών, δεν έχουν πλέον τις γνώσεις, τις ικανότητες και τους πόρους για να εκτελέσουν τις στρατηγικές που έχουν υιοθετηθεί από τις επιχειρήσεις. Σήμερα, ένα στέλεχος χρειάζεται 36 ημέρες για να καλύψει το κενό δεξιοτήτων, που δημιουργείται από την τεχνολογία, χρονικό διάστημα που το 2014 ήταν μόλις τρεις ημέρες, δηλαδή πλέον ο απαιτούμενος χρόνος αναπλήρωσης skills έχει υπερδεκαπλασιαστεί, διότι οι ρυθμοί παραγωγής της γνώσης είναι πλέον εκθετικοί.
Τα παραπάνω επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δρ Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος, κάτοχος της έδρας UNESCO για την Έρευνα του Μέλλοντος, που φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), επικαλούμενος για το μεν πρώτο (τη σταδιακή μείωση της χρησιμότητας των ανθρώπινων γνώσεων STEM) τριετή έρευνα του Millenium Project* με χρονικό ορίζοντα το 2050, δηλαδή περίπου την εποχή που τα σημερινά πρωτάκια θα βρίσκουν την πρώτη τους απασχόληση, για το δε δεύτερο (τη γρήγορη απαξίωση της τεχνολογικής γνώσης) μελέτη του Institute for Business Value (IBV) της IBM.
Πώς άλλαξαν τα «θέλω» της αγοράς
Σύμφωνα με την έρευνα του IBV, το 2016 οι υπεύθυνοι ανθρώπινου δυναμικού, ιεραρχούσαν τις γνώσεις στα STEM, καθώς και τις γνώσεις ψηφιακών δεξιοτήτων, στα σημαντικότερα προσόντα στις προσλήψεις στελεχών. Σήμερα, μετά από μόλις τρία χρόνια, οι ίδιοι υπεύθυνοι θεωρούν πως τα πλέον πολύτιμα προσόντα είναι η συμπεριφορά, η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα στις αλλαγές και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που αλλάζουν πολύ συχνά» επισημαίνει ο επικεφαλής της έδρας UNESCO για την ‘Ερευνα του Μέλλοντος.
Πώς τα soft skills εξομοιώνουν μισθολογικά αποφοίτους ανθρωπιστικών σπουδών
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, προσθέτει, παρουσιάζει έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2017 από την υπηρεσία απογραφής των ΗΠΑ (Census Bureau’s American Community Survey) και αφορά τις μισθολογικές αμοιβές αποφοίτων θετικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Σύμφωνα με την έρευνα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αποφοίτων σε σπουδές STEM φθίνουν μετά την πρώτη θέση εργασίας, ενώ μετά την ηλικία των 40 ετών, οι απόφοιτοι STEM εξομοιώνονται μισθολογικά με εκείνους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτό συμβαίνει διότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους νέους απόφοιτους STEM, οι οποίοι έχουν επικαιροποιημένες γνώσεις, και διότι οι απόφοιτοι κοινωνικών επιστημών φαίνεται ότι τα καταφέρνουν καλύτερα σε κάποιες οριζόντιες δεξιότητες, όπως στην επίλυση προβλημάτων, την κριτική σκέψη και την προσαρμοστικότητα, που είναι απαραίτητες σε ανώτερες και ανώτατες διευθυντικές θέσεις» επισημαίνει ο κ.Χριστοφιλόπουλος.
Δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα για το μέλλον της αγοράς
Σε ενδείξεις και όχι σε βεβαιότητες βασίζονται οι οποιεσδήποτε εκτιμήσεις για το μέλλον της αγοράς εργασίας στα επόμενα χρόνια, όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), Κωνσταντίνος Πουλιάκας.
«Οι άνθρωποι θα προσπαθούν πάντα να ανακαλύψουν ποια είναι τα επαγγέλματα που θα έχουν ζήτηση στο μέλλον και όποιοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν ποια είναι αυτά συνήθως βασίζονται σε αβάσιμες ή μη τεκμηριωμένες, μη επιστημονικές προσεγγίσεις. Γι’ αυτό υπάρχουν ενδείξεις, αλλά όχι ασφαλή συμπεράσματα. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για την πορεία της αγοράς εργασίας, καθώς αυτή εξαρτάται από πολλαπλούς παράγοντες όπως η οικονομική δραστηριότητα, τα εργοδοτικά κίνητρα, αλλά και οι συχνά απροσδόκητες διακυμάνσεις στην καταναλωτική ζήτηση και στις προτιμήσεις των ανθρώπων για νέα προϊόντα και υπηρεσίες» διευκρινίζει.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους προσεγγίζονται τα υπάρχοντα δεδομένα, για να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα και να διαφανούν πιθανές τάσεις. Ο πρώτος είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά η αγορά εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες, από το 1970 ως σήμερα για παράδειγμα. Ο τρόπος αυτός, όπως εξηγεί ο κ. Πουλιάκας, δεν μπορεί ασφαλώς να ζουμάρει σε πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις ή σε απότομες αλλαγές στην οικονομία (πχ, μεγάλες ξένες ή κρατικές επενδύσεις σε έναν συγκεκριμένο κλάδο), που μπορεί να επηρεάσουν και την αγορά εργασίας, αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι αυτή (η αγορά εργασίας) έχει συγκεκριμένη δομή και δεν αλλάζει από χρόνο σε χρόνο.
Τουρισμός, γιατροί και αρχιτέκτονες θα πρωτοστατήσουν σε ζήτηση
«Με βάση λοιπόν αυτή την ανάλυση, τα αποτελέσματα των μελετών του Cedefop για την περίοδο ως το 2030 δείχνουν ότι στην Ελλάδα πιθανώς θα υπάρχει συνεχιζόμενη ανοδική τάση της ζήτησης στα επαγγέλματα των πωλητών και των παρόχων υπηρεσιών (εδώ περιλαμβάνεται και ο τουρισμός), των επαγγελματιών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (γιατροί και επαγγελματίες υγείας, αρχιτέκτονες, χημικοί και φυσικοί, επαγγελματίες εκπαίδευσης, πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών κτλ) και των τεχνικών και βοηθών επαγγελματιών» σημειώνει ο κ. Πουλιάκας.
Οι θέσεις που θα καλύψουν παραδοσιακά επαγγέλματα
Την ίδια στιγμή, προσθέτει, χρειάζεται να αναπληρωθεί στην αγορά εργασίας και το μεγάλο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που γηράσκει και συνταξιοδοτείται. Δηλαδή προκύπτουν θέσεις εργασίας, που προορίζονται να καλύψουν τις λεγόμενες ανάγκες αντικατάστασης.
Αυτές αφορούν κυρίως τον πρωτογενή τομέα (γεωργία, αλιεία, ορυκτά) και τον δευτερογενή τομέα (μεταποίηση) και ιδίως τους επίσης τους εξειδικευμένους τεχνίτες (π.χ. τεχνίτες μονώσεων, μηχανικοί κλιματιστικών και ψυκτικοί, συγκολλητές, επισκευαστές βαρέων μηχανημάτων)
και τους υπάλληλους γραφείων.
Σε κάθε έναν από τους τομείς αυτούς εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να προκύψουν μεταξύ 200.000-300.000 θέσεις εργασίας ως το 2030″, σημαίνει ο κ. Πουλιάκας.
Διευκρινίζει ωστόσο ότι οι επαγγελματικοί αυτοί χώροι, στους οποίους η προβλεπόμενη αύξηση ζήτησης δεν προέρχεται από την οικονομική δυναμική της αγοράς, αλλά από την ανάγκη αντικατάστασης εργαζόμενων που συνταξιοδοτούνται, πιθανώς να είναι πιο ευάλωτοι στην αυτοματοποίηση της εργασίας. Κι αυτό διότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο εργοδότης είναι πιθανότερο να διχαστεί ανάμεσα στην πρόσληψη ενός ανθρώπου για την αντικατάσταση του ατόμου που συνταξιοδοτήθηκε και στην αγορά μιας «έξυπνης» μηχανής (βασισμένης σε προχωρημένη ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη) που θα κάνει τη δουλειά του. Αντίθετα σε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και ιδίως σε όσες εξ αυτών απαιτούν αλληλεπίδραση και επικοινωνία με άλλους ανθρώπους (πχ. επαγγελματίες υγείας), το ρίσκο αυτό είναι πιο περιορισμένο.
10 δυναμικά επαγγέλματα του 2018
Ο δεύτερος τρόπος συγκέντρωσης και ανάλυσης στοιχείων για την πιθανή πορεία της αγοράς εργασίας είναι στην περίπτωση της Ελλάδας ο Μηχανισμός Διάγνωσης Αναγκών Αγοράς Εργασίας, ο οποίος ξεκίνησε το 2015 από το Υπουργείο Εργασίας υπό την ευθύνη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) και υποστηρίχθηκε από τους κοινωνικούς εταίρους και το Cedefop.
Mε βάση τα ευρήματά του, που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διάγνωση αναγκών και τάσεων στην απασχόληση, την ανεργία και την επιχειρηματικότητα το 2018 τα δέκα δυναμικότερα επαγγέλματα στην Ελλάδα ήταν κατά σειρά τα εξής:
καλλιεργητές προσανατολισμένοι στην αγορά,
σχεδιαστές και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών,
απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας,
οδηγοί αυτοκινήτων, μικρών φορτηγών και μοτοσικλετών,
υπάλληλοι γενικών καθηκόντων,
μάγειροι,
επαγγελματίες του κοινωνικού και θρησκευτικού τομέα,
υπάλληλοι καταγραφής υλικών και υπηρεσιών μεταφορών,
μηχανικοί και επισκευαστές μηχανημάτων
και αρχιτέκτονες- τοπογράφοι- πολεοδόμοι- σχεδιαστές.
Σε επίπεδο κλάδων, την πρώτη πεντάδα για το 2018 σχηματίζουν οι
δραστηριότητες εστιατορίων και κινητών μονάδων εστίασης,
η παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, το λιανεμπόριο άλλου οικιακού εξοπλισμού σε ειδικευμένα καταστήματα, η καλλιέργεια μη πολυετών φυτών
και τα ξενοδοχεία κι άλλα καταλύματα.
Τα «θέλω» των εργοδοτών στην Ευρώπη
Αυτά είναι τα κυρίαρχα soft skills που ζητούν οι εργοδότες στην Ευρώπη. Ο τρίτος τρόπος είναι, τέλος, το εργαλείο που δημιούργησε το Cedefop για λογαριασμό της ΕΕ, με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, για τη συγκέντρωση, ταξινόμηση, καταγραφή και ανάλυση των αγγελιών ζήτησης εργασίας στο Διαδίκτυο. Όπως εξήγησε ο κ. Πουλιάκας, από το καλοκαίρι του 2018 ως και σήμερα, έχουν «σαρωθεί» πάνω από 100 εκατ. αγγελίες εργοδοτών στην Ευρώπη, από τις οποίες προκύπτουν τόσο τα περισσότερο ζητούμενα επαγγέλματα, όσο και τα αναγκαία soft skills (οριζόντιες δεξιότητες) αλλά και συγκεκριμένες ψηφιακές δεξιότητες, που αναζητούν οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη. Βάσει των ευρημάτων (συνολικά για την ΕΕ, όχι μόνο για την Ελλάδα), τα πέντε επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι κατά σειρά αυτά των software developers, των βοηθών πωλήσεων λιανικής, των διαχειριστών φορτίων, των systems analysts και των μηχανικών που δεν ταξινομούνται σε ειδικές κατηγορίες. Αντίστοιχα, τα κυριότερα soft skills είναι η προσαρμοστικότητα και η δυνατότητα ομαδικής εργασίας (δείτε τα δέκα πιο ζητούμενα επαγγέλματα και τη λίστα των κυριότερων δεξιοτήτων που ενδιαφέρουν τους εργοδότες.
Είναι η αυτοματοποίηση η πραγματική απειλή;
Στο μεταξύ, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Μάρα Μπρούτζια (Mara Brugia), υποδιευθύντρια του Cedefop, επισημαίνει -σχετικά με τη γενικότερη τάση στην ελληνική αγορά εργασίας για την περίοδο ώς το 2030- ότι βάσει εκτιμήσεων του cedefop (με έτος αφετηρίας το 2016) η απασχόληση στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 6,5%. Σε απόλυτο αριθμό, οι θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν υπολογίζονται σε περισσότερες από 2,6 εκατομμύρια, εκ των οποίων όμως εννέα στις δέκα (ποσοστό 90%) θα καλύψουν ανάγκες αντικατάστασης (π.χ., λόγω συνταξιοδότησης εργαζομένων) και μόνο το 10% θα είναι πραγματικά «νέες». Από το σύνολο των θέσεων εργασίας, το 44% θα αφορά δουλειές που ζητούν μεσαία επαγγελματικά προσόντα, το 39% υψηλά και το 17% χαμηλά. Υπενθυμίζεται ότι σε παλαιότερη συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ίδια είχε επισημάνει ότι «η απειλή της αυτοματοποίησης είναι πολύ μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Βάσει εκτιμήσεων του Cedefop και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), για περίπου 1/4 των θέσεων εργασίας των Ελλήνων εργαζομένων υπάρχει πολύ υψηλή πιθανότητα αυτοματοποίησης στο εγγύς μέλλον. Στον αντίποδα, μόλις το 7% των εργαζομένων σε σκανδιναβικές χώρες (π.χ, Φιλανδία, Σουηδία) εργάζονται σε δουλειές στις οποίες ενδέχεται να αντικατασταθούν από ρομπότ. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει καθυστερήσει, σε σχέση με άλλους κύριους κοινοτικούς εταίρους, σε όρους μετάβασης προς μια ψηφιακή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Το Millenium Project ξεκίνησε το 2002 ως πρωτοβουλία του ΟΗΕ, με στόχο να ανοίξει τη συζήτηση για το μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτή τη στιγμή είναι ανεξάρτητος συμβουλευτικός φορέας με έδρα την Ουάσιγκτον και κόμβους σε 60 χώρες ανά τον πλανήτη.
Το Cedefop είναι ο οργανισμός της ΕΕ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που βοηθά την Κομισιόν, τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, τους εργοδότες και τους συνδικαλιστές στην ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικών στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης και στην προσαρμογή της προσφοράς κατάρτισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.