Στιγμογραφία – Μια Διαμοντέρνα Προσέγγιση της (Ελληνικής) Πόλης με Ψηφιακά Μέσα

Νεοκλής Μαντάς

Περίληψη

Η εργασία ορίζει ως εικόνα της πόλης τη γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από το βίωμά της και θεωρεί ότι διαμορφώνεται καθοριστικά από τις αλλαγές που παρατηρούνται στη ‘δομή του αισθήματος’ της κοινωνίας. Με αυτή την παραδοχή τονίζεται η κειμενική της φύση και η αλλαγή στους τρόπους ανάγνωσής της. Κατά τη νεωτερικότητα, εντοπίζονται τρεις εξελικτικές αλλαγές στους τρόπους ανάγνωσης της αστικής εικόνας (μοντέρνα, μεταμοντέρνα και διαμοντέρνα ανάγνωση), δίνοντας αντίστοιχη έμφαση στο Σχήμα: Χώρος+Λόγος+Μύθος. Με επίκεντρο το σήμερα, ανάμεσα στην κλασσική μαθηματικοποιημένη αντιμετώπιση του χώρου από τον πολεοδομικό σχεδιασμό (μοντερνιστική κληρονομιά) και την ιδιοσυγκρασιακή αποσπασματικότητα των βιωμένων τόπων (μεταμοντέρνος σχετικιστικός ρεαλισμός), αναδύεται μια ψηφιακή ψυχογεωγραφία, η οποία επαυξάνει το αστικό βίωμα με μια μεταιχμιακή ρομαντική διάσταση. Η εργασία επιχειρεί μια πρώτη φαινομενολογική περιγραφή των διυποκειμενικών δομών του αστικού βιώματος που πυροδοτεί η εμπειρία της εικόνας της πόλης μέσα από τη ψυχογεωγραφική μεθοδολογία της Στιγμογραφίας (blog: http://stigmography.tumblr.com/), η οποία παίρνει τη μορφή ενός προσωπικού ιστολογίου στιγμών περιπλάνησης στην πόλη και προσιδιάζει σε μια new-age ψηφιακή flaneurie.

1 Εισαγωγή

Τι είναι η εικόνα της πόλης και πώς αυτή μπορεί να μελετηθεί αποτελεσματικά χωρίς η ανάλυσή της να προβαίνει σε αφοριστικές γενικεύσεις ή ιδιοσυγκρασιακούς κατακερματισμούς;

Η εργασία προσεγγίζει την εικόνα της πόλης ως κείμενο και την ορίζει ως τη γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τη μέθοδο ανάγνωσης που επιλέγει να εξασκήσει. Οι μέθοδοι ανάγνωσης του κειμένου της επιτρέπουν την αντίληψη του αστικού βιώματος και επηρεάζονται καθοριστικά από τις αλλαγές που παρατηρούνται στη ‘δομή του αισθήματος’ της κοινωνίας [‘feeling of structure’, όρος του Raymond Williams (1977)]. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα συντελέστηκαν εξελικτικές αλλαγές στους τρόπους ανάγνωσης του αστικού κειμένου, ώστε να φτάσουμε στη σημερινή ενεστωτική σύνθεση του παλίμψηστου αστικού βιώματος. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να συνοψισθούν ως ‘μεταβάσεις έμφασης’ πάνω στο Σχήμα 1: «Χώρος+Λόγος+Μύθος» (Barthes, 1957/2007; Derrida, 1987; Στεφάνου & Στεφάνου, 1999). Τρεις μέθοδοι ανάγνωσης της αστικής εικόνας αναδύθηκαν: (i) Μοντέρνα Ανάγνωση: θετικιστική προσέγγιση της φυσικής εικόνας της πόλης, με έμφαση στην επιστημονική μελέτη της αντικειμενικής χωρικής δομής της, (ii) Μεταμοντέρνα Ανάγνωση: αναπαραστατική προσέγγιση της ιδιοσυγκρασιακής νοητικής εικόνας της πόλης, με έμφαση στον ρεαλισμό του υποκειμενικού λόγου, (iii) Διαμοντέρνα Ανάγνωση: φαινομενολογική προσέγγιση της διαλεκτικής εικόνας της πόλης, με έμφαση στον ρομαντισμό μιας διυποκειμενικής επιστροφής στο προ-γνωσιακό στάδιο του μύθου και των ποιητικών εικόνων.

Όπως είναι λογικό, οι τρεις τρόποι ανάγνωσης του αστικού κειμένου απαιτούν και τους ανάλογους αναγνώστες που το ‘ενεργοποιούν’. Πώς αυτοί διαβάζουν το αστικό κείμενο; Μα φυσικά με το περπάτημα μέσα στην ίδια την πόλη (DeCerteau, 1980/2011), μια πρακτική που βρίσκει τις ρίζες της στις προμοντέρνες περιηγήσεις σε άγνωστους μακρινούς τόπους και που εισβάλλει στις πόλεις της νεωτερικότητας ως περιπλάνηση φτάνοντας ως το σήμερα. Έτσι, οι δυο τελευταίοι αιώνες ανέδειξαν τρεις αναγνώστες του αστικού κειμένου σε πλήρη αντιστοιχία με τη φυσική, νοητική και διαλεκτική εικόνα της πόλης:

(i) Τον Παρατηρητή Πλάνητα που επιδιώκει μια περιπλάνηση (flâneurie) ως πρακτική αποστασιοποιημένης παρατήρησης στο βιομηχανοποιημένο και ραγδαίως εξελισσόμενο αστικό χώρο. Η μοντέρνα αστική περιπλάνηση έλαβε χώρα στο μεταίχμιο ενός τεχνολογικο-κοινωνικού μετασχηματισμού και χαρακτηρίσθηκε από μια εγγενή διάθεση επιστημολογικής παρατήρησης, εν είδει μιας προσπάθειας υπέρβασης του σοκ που επέφερε η νεωτερική αλλαγή. Σε μια εποχή μηχανικής αναπαραγωγής, η περιπλάνηση καταλήγει σε μια χωρική αναζήτηση, όπου οι τόποι συλλαμβάνονται μέσω τεχνολογικών μέσων. O Πλάνητας σταχυολογεί τις λέξεις του αστικού κειμένου σαν ένας ‘βοτανολόγος του πεζοδρομίου’.

(ii) Τον Καταστασιακό Διαβάτη που επιδίδεται σε μια αστική περιδιάβαση (dérive) χωρίς σαφή προορισμό, η οποία εφορμάται από μια ενδελεχή επιθυμία συνάντησης με το τυχαίο και μια οντολογική πρόθεση αναζήτησης των ορίων της ταυτοτήτάς του στη ρευστή μετανεωτερική εποχή. Η ελευθερία του υποκειμένου και η ψυχολογική διάσταση της αστικής εμπειρίας οδηγούν σε ιδιοσυγκρασιακές ψυχογεωγραφίες παιχνιδίσματος, διατάραξης και συναισθημάτων. Όμως, η ‘κοινωνία του θεάματος’ που περιγράφει ο Debord (1967/2000) κατάφερε να αφομοιώσει την ψυχογεωγραφική διάσταση της περιδιάβασης, φετιχοποιώντας τις εμπειρίες του διαβάτη και δημιουργώντας αποδομημένα σημαίνοντα που αποκτούν νόημα μόνο μέσω εμπορευματικής οικειοποίησης και σειριακής κατανάλωσης. O Διαβάτης οικειοποιείται το αστικό κείμενο χρωματίζοντας κατά το δοκούν -σε σημεία- τη φωνή του, αλλά αδιαφορεί για την (επι)κοινωνία της εμπειρίας του.

(iii) Το Ρομαντικό Στιγμογράφο που αναστοχάζεται φαινομενολογικά πάνω στο βίωμα της διαλεκτικής εικόνας της πόλης, ενώ δεν παραβλέπει τη συνεισφορά της μοντέρνας και μεταμοντέρνας ανάγνωσης της εικόνας της πόλης, ακριβώς όπως δεν καταργεί –μα άρει- τη φυσική στάση έναντι της φαινομενολογικής. Η φαινομενολογική ανάγνωση της διαλεκτικής εικόνας μέσω ποιητικών εικόνων επιχειρεί μια γεφύρωση του χάσματος μοντέρνου αντικειμένου (ο χώρος της πόλης) και μεταμοντέρνου υποκειμένου (ο άνθρωπος της πόλης) με την αναγωγή του αστικού βιώματος σε μια προ-θεωρητική γλώσσα αφύπνισης, αντικατοπτρίζοντας τις θέσεις των Benjamin (1999) και Merleau-Ponty (1945/2016). Αυτός ο διαμοντέρνος νέο-ρομαντισμός διέπεται από μια υποψιασμένη ενσυναισθητική ανάγκη ανίχνευσης νέων μυθικών συστημάτων, που -παρά την μοντέρνα εκκοσμίκευση και τη μεταμοντέρνα αποδόμησή τους- συνεχίζουν να εκφράζονται υπαρξιακά (Dempsey, 2014; Vermeulen & Akker, 2010), μα δεν υπνωτίζουν. Πλέον, η ιδιωτική ψυχογεωγραφική εμπειρία της πόλης επεκτείνεται στη διυποκειμενική περιοχή του βιώματος μέσω ενός ψηφιακού μυθοποιητικού λόγου που πασχίζει να επικοινωνηθεί. O Στιγμογράφος ανασύρει ποιητικές εικόνες –τα διπλότυπα αστραπιαίων διαλεκτικών εικόνων του αστικού του βιώματος- και πασχίζει να τις (επι)κοινωνήσει.

Η εργασία επιχειρεί μια πρώτη φαινομενολογική περιγραφή των διυποκειμενικών δομών των ποιητικών εικόνων που πυροδοτεί το βίωμα της της πόλης μέσα από τη ψυχογεωγραφική πρακτική της Στιγμογραφίας (blog: http://stigmography.tumblr.com/), η οποία παίρνει τη μορφή ενός προσωπικού ιστολογίου στιγμών περιπλάνησης στην πόλη και προσιδιάζει σε μια new-age ψηφιακή flâneurie. Η αναστοχαστική ανάλυση των 200 αστικών στιγμών του ιστολογίου αποκαλύπτει τον ‘ρηγματώδη χρόνο’ (DeCerteau, 1984) που διαφεύγει της όποιας προγραμματικής διαδικασίας σχεδιασμού, ξεσκεπάζει τις ‘ραφές’ της καλειδοσκοπικής εικόνας της διαμοντέρνας πόλης και διανοίγει πέρασμα από τη μεταμοντέρνα ιδιοσυγκρασιακή εμπειρία στο μεταφυσικά οντολογικό βίωμα της διυποκειμενικής ποιητικής φαντασίας. Η πρακτική της Στιγμογραφίας εξασκείται ερευνητικά από τον ίδιο τον συγγραφέα –καιροτικά- εδώ και τέσσερα χρόνια, στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής. Όμως, η φαινομενολογική φύση της ανάλυσης που ακολουθείται απαιτεί μια αποσιώπηση όλων των λοιπών στοιχείων που θα προέβαλαν μια διάθεση ανατομικού θετικισμού σε βάρος της ολιστικής θεώρησης.

2 Στιγμογραφία

Από την περιπλάνηση κατανόησης της νεωτερικής αλλαγής και την περιδιάβαση συνάντησης με το μη αναμενόμενο, έως την υπαρξιακή καταγραφή της αίσθησης ενός αδύνατου πλήρους νοήματος των πραγμάτων κατά την ψηφιακή εποχή του τεχνοκρατισμού, ο Στιγμογράφος συνεχίζει την τραγική κληρονομιά της οδοιπορίας εντός των τειχών της πόλης αναζητώντας κάτι που λείπει. Συνεχίζει να συλλέγει φωτογραφικές στιγμές, εκεί όπου οι ατμόσφαιρες της πόλης συμβαίνουν και εναλλάσσονται, μα πλέον δεν αρκείται στην επιφανειακή κατανάλωσή τους. Απαιτεί έναν αναστοχασμό του βιώματος, μια κατανόηση των διαλεκτικών εικόνων που υποκίνησαν το φωτογραφικό βλέμμα και είναι καταδικασμένος να τις βιώνει εξαίφνης, αφού οι ίδιες εξατμίζονται μόλις το αναδρομικό φως της ανάλυσης ριχτεί πάνω τους (Pile, 2005). Μόνος τρόπος επιστροφής του στην ουσία του καιροτικού βιώματος των φαντασμαγοριών των διαλεκτικών εικόνων αποτελεί η φαινομενολογία της φαντασίας των ποιητικών εικόνων (Bachelard, 1958/2014). Στα χέρια του οι τόποι ξαναζωντανεύουν φρανκενσταϊνικά με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας και ετοιμάζονται να γίνουν το σκηνικό, όπου ο Λόγος θα επικαλεστεί ποιητικές εικόνες.

Στην Πρακτική της Στιγμογραφίας, ο Τόπος και ο Λόγος αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της διάνοιξης του ψυχικού χώρου των αφηγήσεων της διαμοντέρνας πόλης. Εκκινώντας από την ψυχογεωγραφική Εξερευνητική Φάση (φυσική στάση), ο Στιγμογράφος περπατά την πόλη ψάχνωντας με το βλέμμα του συναισθηματικές φαντασμαγορίες και τις απαθανατίζει ψηφιακά (ο φωτογραφημένος Χώρος μετατρέπεται σε Τόπο). Σε δεύτερο χρόνο και εντός μιας ιδιότυπης Αναστοχαστικής Φάσης (φαινομενολογική στάση), ο Στιγμογράφος επισκέπτεται ξανά τον τόπο αναζητώντας τις ποιητικές εικόνες μέσα από μια διαδικασία Λόγου δύο επιπέδων: α) ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ: τη φωτογραφική επεξεργασία χειροποίητου ψηφιακού μοντερνισμού (Kirby, 2009), όπου η αποτυπωμένη πραγματικότητα μπαίνει σε παρένθεση (φαινομενολογική αναγωγή/εποχή) και β) ΜΥΘΟ(ΤΟΠΟ)ΛΟΓΙΑ: οι τρόποι αφήγησης της ανάμνησης της κεραύνιας διαλεκτικής εικόνας, που το φωτογραφικό instantané κλήθηκε να διασώσει, ενώ απουσίαζε από την ίδια τη φωτογραφία και επιχειρήθηκε να επαναφερθεί μέσω της επεξεργασίας (ειδητική αναγωγή). Έτσι, οι φωτογραφημένοι τόποι ανάγονται στο μυθικό χώρο της αφήγησης.

2.1 Εξερευνητική Φάση: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ [συλλογή τόπων]

Ο Στιγμογράφος κατοικεί ποιητικά την όποια πόλη και δεν θεωρεί ούτε στιγμή ότι τη γνωρίζει πραγματικά είτε ως κάτοικος, είτε ως επισκέπτης (Heidegger, 1971). Ορμώμενος από μια βαθιά συμπάθεια προς τη ζωή, περπατά την (κάθε) πόλη χωρίς να παραβλέπει τη φυσική της υπόσταση. Αφήνεται στο χωροχρονικό ρεύμα της καθημερινότητας και όταν το φωτογραφικό του βλέμμα πυροδοτηθεί συλλέγει το αποσπασματικό ψηφιακό αποτύπωμα του αστικού χώρου (τόπος), ενημερώνοντας το προσωπικό του λεξικό τόπων. «Ο τόπος είναι για το χώρο ό,τι οι λέξεις πριν ειπωθούν» (DeCerteau, 1980/2011) και η φωτογράφιση μοιάζει να ‘ακινητοποιεί’ τους χώρους, προετοιμάζοντάς τους για μια επανεκκίνηση μέσω της αφήγησης σε δεύτερο χρόνο.

Η Εξερευνητική Φάση της Στιγμογραφίας ενημερώνει το λεξικό των τόπων, το φυτολόγιο μαρμαρωμένων χώρων. Στις σελίδες του βρίσκονται μαρμαρωμένες διαλεκτικές εικόνες που ελλόχευαν κατά τη φωτογράφιση, αλλά εξατμίστηκαν όταν το φως έπεσε πάνω τους. Τρία τα κεφάλαιά του (Πίνακας 1): (i) Χρονοτόποι, αποσπάσματα χώρων όπου διάγουμε τη ζωή μας κατοικώντας σε υποκειμενικό χρόνο, (ii) Μεταίχμια, αποσπάσματα χώρων που εξόρισαν την παραμονή και θανατώθηκαν πριν την έλευση του φωτογραφικού βλέμματος, (iii) Τοποχρονικές Ατμόσφαιρες, αποσπάσματα χώρων που τους έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα διαμονής και στέκουν ως ενθυμίσεις του υπαρξιακού χρόνου.

2.2 Αναστοχαστική Φάση Ι: ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ [Φαινομενολογική Αναγωγή]

Η Στιγμογραφία δεν σταματά στη φωτογράφιση, αφού οι ψηφιακοί τόποι κρατούνται στον καταγραφικό εξοπλισμό και υπενθυμίζουν το ανικανοποίητο της ρομαντικής της φύσης μπροστά στο φωτογραφικό αποτύπωμα. Ο Στιγμογράφος είναι αναγκασμένος να επιστρέψει στο φωτογραφημένο χώρο και να ανασύρει στοιχεία της διαλεκτικής εικόνας που ο φακός του δεν κατάφερε να διασώσει. Έτσι, η πρώτη φάση του Αναστοχασμού επιχειρεί μια ιδιότυπη φαινομενολογική αναγωγή μέσω μιας φωτογραφικής επεξεργασίας χειροποίητου ψηφιακού μοντερνισμού (Kirby, 2009). Η αποτυπωμένη πραγματικότητα μπαίνει σε παρένθεση (εποχή) και η τεχνική επεξεργασία αρχίζει να εικονοποιεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της φωτογραφικής στιγμής που δεν διήρκησε επαρκώς και χάθηκε.

Οι επεξεργασμένες φωτογραφίες εκλαμβάνονται ως αποτελέσματα μιας προσπάθειας αναστοχασμού εκείνης της στιγμιαίας διαλεκτικής εικόνας, που στην προσπάθειά της να διασωθεί πυροδότησε την απαθανάτισή της, χάνοντας την ουσία της. Η ψηφιακή τεχνολογία της επεξεργασίας δίνει την ψευδαίσθηση μιας ποιητικής επανεπίσκεψης, μιας δεύτερης ευκαιρίας του καιροτικού συμβάντος εντός του αστικού βιώματος. Αυτή η τεχνητή επανεπίσκεψη αμφισβητεί τη φυσική στάση: χρώματα ζωηρεύουν ή ατονούν, νέες φωτοσκιάσεις εμφανίζονται, η φύση εισβάλλει στην πόλη και οι τόποι διασυνδέονται.

Όμως, μια λεπτομερής περιγραφή των τεχνικών βημάτων (συνδυασμός και εφαρμογή εφέ επεξεργασίας) θα φάνταζε αποπροσανατολιστικά ανατομική μπροστά στο ρομαντικά προ-θεωρητικό πρόταγμα της Τοπολογίας. Η υποκειμενική αισθητική του Στιγμογράφου περνά σε δεύτερο πλάνο για την αναζήτηση μιας περιγραφικής δομής των επεξεργασμένων φωτογραφιών. Εντοπίζονται δύο επίπεδα φαινομενολογικής επεξεργασίας (Πίνακας 2): (i) Ρύθμιση Αστικών Υφών (ρυθμίσεις φωτεινότητας και χρώματος των τόπων), (ii) Σύνθεση Διπλών Εκθέσεων (συνθέσεις αστικών εικόνων με τη μέθοδο του κολάζ).

Εικόνα 1 Τοπολογία

Το λεξικό των τόπων μοιάζει να ξεφυλλίζεται και οι τόποι να αποκαλύπτουν το Ρυθμό (ηχόχρωμα) και τη Φόρμα (μνημονική μορφολογία) της επικείμενης αφήγησης. Οι τόποι μοιάζουν έτοιμοι να δεξιωθούν την αφήγησή τους.

2.3 Αναστοχαστική Φάση ΙΙ: ΜΥΘΟ(ΤΟΠΟ)ΛΟΓΙΑ [Ειδητική Αναγωγή]

Τέλος, η Μυθο(τοπο)λογία εκφέρει Λόγο για την Τοπολογία μέσω της αφήγησης. Οι φωτογραφικά επεξεργασμένοι τόποι αρθρώνονται σε μικρές ιστορίες και τόσο η συγγραφή, όσο και η ανάγνωσή τους, διανοίγουν το πέρασμα προς το μυθικό χώρο της αστικής αφήγησης (Πίνακας 3). Οι τόποι μετατρέπονται ξανά σε χώρο και η φαντασμαγορία, που δημιουργείται στο σταυροδρόμι της καθημερινότητας της Πραγματικής Πόλης με τη φαντασία μιας Προσδοκώμενης εκδοχής της, μεταφράζεται ως προσπάθεια διάσωσης της χαμένης διαλεκτικής εικόνας της Πόλης μέσω ποιητικών υπο-εικόνων.


Ποια είναι όμως η ουσιακή δομή της διαλεκτικής εικόνας της πόλης, όταν ο χώρος της διανοίγει αντιθετικές ατραπούς μεταξύ καθημερινότητας, μυσταγωγίας και υπερβατικότητας στο παρόν; Η διαλεκτική εικόνα της πόλης αποκαλύπτεται μπροστά στη πιθανότητα αυτών των αντιθέσεων και μόνο μια γενική ποιητική μεταφορά με φαινομενολογικές τετραμερείς καταβολές και ενδεχόμενες ποιητικές υπο-εικόνες μπορεί να προσεγγίσει την καιροτική της ουσία (Πίνακας 4).

3 Ένας Επίλογος για την Ουσία της Στιγμογραφημένης Πόλης

Η Στιγμογραφία ως νέος τρόπος ανάγνωσης της εικόνας της πόλης αντηχεί μια ανάγκη αλλαγής της προσέγγισης του σύγχρονου αστικού βιώματος, πέρα από τις επιστημονικές βεβαιότητες του μοντερνισμού και τις κατακερματισμένες υποκειμενικότητες του μεταμοντερνισμού. Ενδιαφέρεται για τη συστοιχία πόλης-υποκειμένου ως ολιστικό βιωματικό φαινόμενο και επιθυμεί μια διυποκειμενική ερμηνεία του.

Ο Στιγμογράφος φέρει την πόλη μέσα του, ενώ την ίδια στιγμή η πόλη τον προσκαλεί να την ανακαλύψει. Οι τέσσερις μυθικές εσωτερικές πόλεις καραδοκούν βρισκόμενες σε μια διαρκή διελκυστίνδα επικράτησης και όταν τα οπτικά ερεθίσματα προκρίνουν δράση, ανάμνηση, όνειρα ή αγωνία χρωματίζουν ανάλογα τη διαμοντέρνα διαλεκτική εικόνα της πόλης.

Η Στιγμογραφία και ο Στιγμογράφος δεν πιστεύουν ότι θα βρουν αυτό που ψάχνουν στην πόλη. Έχουν πλήρη επίγνωση της τραγικής κληρονομιάς τους. Καμία flâneurie δεν βρήκε μέλλον σε φυσικές εικόνες, καμιά dérive δεν απέτρεψε τη μονοτονία. Ομοίως, καμία Στιγμογραφία δεν θα διαφυλάξει τη κεραύνια διαλεκτική εικόνα σε ηλεκτρονικούς καιρούς. Στην ακμή του νεοφιλελευθερισμού, ο Στιγμογράφος ενδίδει στον πειρασμό των τεχνολογικών μέσων για να ενθηκεύσει αρχέγονα και αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα στην προσεχώς ολοσχερή ψηφιοποίηση της πόλης. Κι αν δεν τα καταφέρει, τουλάχιστον προσπάθησε.

Παραπομπές
Ξενόγλωσση
Benjamin, W. 1999. The Arcade Project. USA: Harvard University Press.
DeCerteau, M. 1980/2011. The Practice of Everyday Life. Berkeley: University of California Press.
Dempsey, B. 2014. [Re]construction: Metamodern ‘Transcendence’ and the Return of Myth. Διαθέσιμο: http://www.metamodernism.com/2014/10/21/reconstruction-metamodern-transcendence-and-the-return-of-myth/
Derrida, J. 1987. Khôra. Paris: Galilée.
Heidegger, M. 1971. Poetry, Language, Thought. New York: Harper & Row.
Kirby, A. 2009. Digimodernism: How New Technologies Dismantle the Postmodern & Reconfigure our Culture. London: Continuum.
Pile, S. 2005. Real Cities. London: SAGE.
Vermeulen, T. & Akker, R. 2010.‘Notes on Metamodernism’. Journal of Aesthetics & Culture 2(1).
Williams, R. 1977. Marxism & Literature. Oxford: Oxford University Press.
Ελληνόγλωση
Bachelard, G. 1958/2014.Η Ποιητική του Χώρου. Αθήνα: Χατζηνικολή.
Barthes, R. 1957/2007.Μυθολογίες/Μάθημα.Αθήνα: Κέδρος.
Debord, G. 1967/2000. Η Κοινωνία του Θεάματος. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Merleau-Ponty, M. 1945/2016.Φαινομενολογία της Αντίληψης. Αθήνα: Νήσος.
Στεφάνου, I. & Στεφάνου, I. 1999. Η Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.

Comments are closed