Το Ευπαλίνειο Όρυγμα της Σάμου

τής Αθηνάς Κωνσταντινίδου*

origma

Τη σημασία του υδραγωγείου του Ευπαλίνου στο Πυθαγόρειο της Σάμου έχει περιγράψει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητος Ηρόδοτος: Ἐμήκυνα δὲ περὶ Σαμίων μᾶλλον, ὅτι σφι τρία ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα, ὄρεός τε ὑψηλοῦ ἐς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ὀργυιάς, τούτου ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον, ἀμφίστομον. Ανέφερα πολλά δε για τους Σαμίους, γιατί έχουν κάνει τρία από τα μεγαλύτερα έργα από όλους τους Έλληνες. Σε όρος με ύψος εκατόν πενήντα οργιές, έφτιαξαν υπόγειο όρυγμα που το είχαν αρχίσει ταυτόχρονα από δυο πλευρές.

Ο σύγχρονος μελετητής του μνημείου Herman Kienast στη δημοσίευση του υδραγωγείου αναφέρει ότι «Το υδραγωγείο του Ευπαλίνου είναι ένα μνημείο, το οποίο δεν έχει όμοιό του στην αρχαιολογική επιστήμη». Το τόλμημα του Ευπαλίνου του Μεγαρέα να επιχειρήσει την διάνοιξη σήραγγας συγχρόνως και από τις δύο πλευρές του βουνού και μάλιστα στην ίδια ευθύγραμμη πορεία, θεωρείται μοναδικό για τον τρόπο σύλληψης αλλά και εκτέλεσής του και θαυμάζεται όχι μόνο από τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες, αλλά και από επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι γνωρίζοντας σε βάθος τις δυσκολίες σχεδιασμού και κατασκευής ενός παρόμοιου έργου στη σύγχρονη εποχή είναι σε θέση να αντιληφθούν τη σημασία του.

Το υδραγωγείο του Ευπαλίνου κατασκευάστηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του νερού των Αγιάδων για την ύδρευση της πόλης της Σάμου (σημερινού Πυθαγόρειου).  Αποτελείται από την δεξαμενή στη θέση Αγιάδες, τον προσαγωγό, το κεντρικό τμήμα και τον αστικό αγωγό. Στους Αγιάδες κάτω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη υπάρχει η αρχαϊκή δεξαμενή που έχει σκαφτεί στο βράχο και καλύπτεται από λίθινες πλάκες και δοκούς, οι οποίες φέρονται από 15 λίθινους σπονδυλωτούς πεσσούς. Η δεξαμενή διατηρείται σε άριστη κατάσταση και τροφοδοτεί ακόμη και σήμερα την παρακείμενη σύγχρονη δεξαμενή υδροληψίας. Ο προσαγωγός έχει μήκος 890 m και το πρώτο τμήμα του μήκους 740 m είναι μια ανοιχτή τάφρος, η οποία καλυπτόταν αρχικά με παχιές λίθινες πλάκες και μεταγενέστερα με θολοδομία από αργολιθοδομή, και το τελευταίο υπόγειο τμήμα του που διανοίχτηκε από διαδοχικά φρέατα σε αποστάσεις από 30 έως 50m. Το σημαντικότερο τμήμα του υδραγωγείου είναι το κεντρικό: το αμφίστομο όρυγμα συνολικού μήκους 1036 m, το οποίο διανοίχτηκε από τις δυο πλευρές του βουνού της ακρόπολης της αρχαίας Σάμου στο σκληρό ασβεστολιθικό βράχο με δυο υπόγειες σήραγγες, οι οποίες συναντηθήκαν ενδιαμέσως κάτω από την κορυφή του βουνού. Οι σήραγγες έχουν τυπική διατομή περίπου 1.80Χ1.80m και στη μια πλευρά τους υπάρχει τάφρος μέσου πλάτους ίσου περίπου με το 1/3 του πλάτους της σήραγγας και κυμαινόμενου βάθους από 4 έως 8.5m. Τμήματα της τάφρου είναι ανοιχτά και φτάνουν μέχρι τον κεκλιμμένο πυθμένα, στον οποίο υπάρχει ο πήλινος αγωγός του νερού, ενώ άλλα φτάνουν σε μικρότερο βάθος και είναι επιχωσμένα από την αρχαιότητα. Κάτω από αυτά τα επιχωσμένα τμήματα, υπάρχουν άλλες σήραγγες που συνδέουν τα ανοιχτά τμήματα και στον πυθμένα τους συνεχίζεται η πορεία του αγωγού.

Ο H. Kienast εκτιμά ότι το υδραγωγείο λειτούργησε για 1100 χρόνια. Τον 7ο αι. η ιστορία του αριστουργήματος του Ευπαλίνου έφτασε στο τέλος της με μια ασήμαντη νέα χρήση οι κάτοικοι κατέφυγαν και διέμειναν σε αυτό, και διαμόρφωσαν μια δεξαμενή, που υπάρχει και σήμερα.

Η αναφορά του Ηροδότου στο υδραγωγείο του Ευπαλίνου κέντρισε το ενδιαφέρον των περιηγητών του 18ου  και του 19ου αι. οι οποίοι το αναζήτησαν μάταια. Η τιμή της ανακάλυψης ανήκει στο Γάλλο αρχαιολόγο V. Guérin, ο οποίος ανακάλυψε το όρυγμα. Με την ανακάλυψη και τον πρώτο καθαρισμό με φροντίδα του ηγεμόνα της Σάμου Κ. Αδοσίδη έγιναν εκτεταμένα έργα στερέωσης στο όρυγμα και τα φρεατοστόμια και διαμορφώθηκε το 1883 το κτίριο εισόδου στο νότιο στόμιο. Η ανασκαφή του μνημείου έγινε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (DAI) από το 1971 μέχρι το 1973 με υπεύθυνο τον Διευθυντή του DAI U. Jenzen. Δικαίως ο H. Kienast κατατάσσει την ανασκαφή στα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα της αρχαιολογικής έρευνας. Προκειμένου να γίνει επισκέψιμο το μνημείο έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια από την αρχαιολογική υπηρεσία διάφορες επεμβάσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν κυρίως στην ασφάλεια και την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Το επισκέψιμο τμήμα του μνημείου περιοριζόταν για λόγους ασφαλείας σε απόσταση περίπου 120 m από το νότιο στόμιο. Σήμερα λόγω της σημασίας του μνημείου είναι αυτονόητη η ανάγκη συντήρησης, προστασίας και ανάδειξης του μνημείου, έτσι ώστε να διατηρηθεί και να είναι επισκέψιμο. Μετά από αυτοψία επιστημόνων της Εγνατία Οδός ΑΕ, ετοιμάστηκε εμπεριστατωμένη έκθεση για τις απαιτούμενες μελέτες για τη θεραπεία, διάσωση και ανάδειξη του έργου. Το έργο βρίσκεται υπό αναστήλωση και αναμένεται να ανοίξει για το κοινό το 2016, όπου οι επισκέπτες θα μπορούν να διασχίσουν όλο το μήκος του αμφίστομου ορύγματος.

*Η Αθήνα Κωνσταντινίδου, διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός, υποψήφια διδάκτωρ ΑΠΘ, MSc UCL

Comments are closed