Μετασχηματισμός του Κοιμητηρίου «Ταξιαρχών» του Βόλου σε ένα Πάρκο Μνήμης και Ιστορίας
Μιχάλης Πολυμενίδης 1 , Γιάννης Πολυμενίδης 2
1 Αρχιτέκτων μηχανικός, e-mail: micplm@yahoo.com
2 Αγρ. & Τοπογράφος μηχανικός, Υπ. Διδάκτωρ Πολεοδομίας, Χωροταξίας Π.Θ.,
Μ.Δ.Ε. Πολεοδομίας – Χωροταξίας Π.Θ. e-mail: , polym60@gmail.com
Περίληψη
Αν και τα περισσότερα κοιμητήρια, στον διεθνή χώρο, είναι ιδιόκτητα, καταλαμβάνουν ωστόσο κοινοτικό χώρο· στην χώρα μας ειδικότερα αναπτύσσονται θεσμικά σε αποκλειστικά δημόσιο χώρο. Πολλά καταλήγουν ενταγμένα στον αστικό ιστό της πόλης (μετά από επέκταση αυτής) και επηρεάζονται από την ανάγκη για πράσινο δημόσιο χώρο, γεγονός που οδηγεί στην αλλαγή του αρχικού χαρακτήρα τους.
Η αλλαγή αυτή οδηγεί σε πολιτιστικές συναντήσεις και δίνει στα κοιμητήρια νέες λειτουργίες και έννοιες, διάφορες του αρχικού χαρακτήρα τους ως τόποι πένθους. Δίνεται η δυνατότητα στα καλλιτεχνικά αντικείμενα (γλυπτά, αρχιτεκτονικές συνθέσεις) που έχουν κατασκευαστεί εντός των κοιμητηρίων, μέσα στο πνεύμα του θανάτου, να επαναπροσδιοριστούν μέσα στον δημόσιο χώρο και να αντιμετωπίζονται ως έργα τέχνης.
Το κοιμητήριο των “Ταξιαρχών”, στην Ν. Ιωνία, έχει διαμορφώσει λόγω γεωγραφικής θέσης και κοινωνικής σύνθεσης, αλλά και από παράδοση, έναν συγκεκριμένο ρόλο στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος του Βόλου και της Ν. Ιωνίας. Ο ρόλος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κεντρική περιοχή πολιτισμού και ιστορικού χαρακτήρα». Είναι λοιπόν ανάγκη ο ρόλος αυτός να παραμείνει ο ίδιος και στο μέλλον, εμπλουτισμένος με τέτοιες χρήσεις, έτσι ώστε να μη χαθεί η έννοια της ιστορικής µνήµης του κοιμητηρίου.
Σκοπός είναι η ανάπλαση του με τον απαραίτητο σεβασμό που αρμόζει σε ένα χώρο ιστορικής μνήμης, ένα σύγχρονο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο φιλοξενεί γλυπτά γνωστών καλλιτεχνών και μεταλλοτεχνητών. Η ανάπλαση του στοχεύει στην δημιουργία ενός πυρήνα μνήμης για τις μετέπειτα γενιές.
1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με έναν ορισμό, ο δημόσιος χώρος θεωρείται ως χώρος για το κοινό, το οποίο δημιουργεί δημόσια χρήση και ενεργητική ή παθητική κοινωνική συμπεριφορά και όπου οι άνθρωποι υπόκεινται στους γενικούς κανονισμούς που διέπουν τη χρήση του χώρου (Mehta 2013).
Οι δημόσιοι χώροι πρασίνου μπορούν να θεωρηθούν ως δημόσιο αγαθό, το οποίο προσφέρει μια σειρά από περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολιτιστικά οφέλη (Kjøller 2012).
Οι δημόσιοι χώροι είναι κοινόχρηστοι χώροι όπου μπορούν να συναντηθούν άνθρωποι με διαφορετικό υπόβαθρο και κοσμοθεωρίες. Το γεγονός ότι διαφορετικές πολιτιστικές και εθνοτικές ομάδες έχουν διαφορετικές παραδόσεις για τη χρήση δημόσιων χώρων παρέχει επιλογές για την προβολή της διαφορετικότητας, την πολιτιστική ανταλλαγή και αλληλεπίδραση (Swensen, Nordh and Brendalsmo 2016).
Η αστικοποίηση και η αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις σήμερα οδηγούν στην αυξανόμενη ανάγκη χρήσης του δημόσιου χώρου και συνεπώς την ανάγκη για επαύξηση αυτού. Από την αρχή της χιλιετίας ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων στον δυτικό κόσμο επέλεξαν να ζουν κοντά στα κέντρα των πόλεων. Ως αποτέλεσμα, έχει αυξηθεί η πίεση στους δημόσιους χώρους τόσο από την εντατική χρήση όσο και από τις αλλαγές των χρήσεων, με αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των χώρων πράσινων περιοχών (Halvorsen Thorèn 2010).
Αν και τα περισσότερα κοιμητήρια, στον διεθνή χώρο, είναι ιδιόκτητα, καταλαμβάνουν κοινοτικό χώρο. Τόσο περισσότερο στην χώρα μας, που είναι αποκλειστικά δημόσιος χώρος. Είναι εξ’ ορισμού δημόσιος χώρος, αφού είναι ανοιχτά στο κοινό και εξυπηρετούν σκοπούς της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας (Kjøller 2012). Τα κοιμητήρια, έχουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου και μπορούν να ικανοποιήσουν μέρος των απαιτήσεων μιας πόλης, σε πράσινο-δημόσιο χώρο.
2 Το κοιμητήριο ως δημόσιος χώρος
Τα κοιμητήρια αντιπροσωπεύουν μια ουσιαστική χρήση γης για τους οικισμούς (Coutts 2011) και συνεπώς περιλαμβάνονται στην υποδομή των ανθρώπινων οικισμών. Γενικά, εξετάζονται μέσα από δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: ως δημόσιος πόρος (Kjøller 2012) και ως προβληματική χρήση γης. Η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης τους καθορίζει την ενίσχυση της αξίας χρήσης τους και τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων (Johnson 2001).
Αποτελούν μέρος της αστικής πράσινης δομής, είναι ανοιχτοί χώροι που είναι προσβάσιμοι στο κοινό. Θα μπορούσαν επίσης να συμβάλλουν στην διατήρηση της φύσης, καθώς θεωρούνται χώροι πρασίνου με εξειδικευμένη χρήση (Attwell 2000).
Το κοιμητήριο, εκτός από ένα στατικό τοπίο, που αποτελείται από επιτύμβιες στήλες, κήπους και παγκάκια, είναι συγχρόνως και ένας δυναμικός χώρος, με διαφορετικές απόψεις και δραστηριότητες, μερικές από τις οποίες, είναι αντιφατικές (Hockey, J. Komaromy, C. Woodthorpe, K. 2010). Δηλαδή ερμηνεύεται ως «τοπίο πολλαπλών τοπίων» λόγω της διαφορετικής άποψης και ερμηνείας των χρηστών (Kjøller 2012). Ως χώρος, μπορεί να λειτουργήσει είτε ως φραγμός είτε ως υποστηρικτής της αλληλεπίδρασης. Υπάρχουν υποκειμενικές ανάγκες όλων των πενθούντων που επισκέπτονται συγγενικά-φιλικά μνήματα και υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που συνδέονται με τους πράσινους-δημόσιους χώρους, μέσα ή κοντά στα κέντρα των πόλεων. Όπου τα κοιμητήρια θεωρούνται πράσινοι, αστικοί, δημόσιοι χώροι, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πολιτιστικές συναντήσεις και να τους δώσει νέες λειτουργίες και έννοιες και να τους επιτρέψει να μεταβληθούν σε άλλο περιβάλλον από ότι ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκαν ως τόποι πένθους. (Swensen, Nordh και Brendalsmo 2016).
3 Το κοιμητήριο ως πάρκο μνήμης και ιστορίας
Ο Worpole χαρακτηρίζει τους χώρους ταφής ως τοπία με νόημα. Ο άνθρωπος που βιώνει τη χωρική εμπειρία σε ένα κοιμητήριο έρχεται σε επαφή με ανάμεικτα συναισθήματα και σκέψεις. Τα τοπία των νεκρών είναι ταυτόχρονα και τοπία που απευθύνονται στους ζωντανούς, ενώ υπενθυμίζουν στον άνθρωπο την φθαρτότητα του. Είναι αυτή η ταύτιση ζωής και θανάτου που δίνει στο χώρο ταφής την ιδιαίτερη και αξιοπρόσεκτη φύση του και τη συναισθηματική του δύναμη (Worpole 2003) (Γναφάκη 2016).
Εξαιτίας της παραπάνω ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης, το κοιμητήριο συνιστά ένα πολύ σημαντικό τοπίο μνήμης. Αυτό συμβαίνει διότι όλη η ανθρώπινη μνήμη βρίσκεται κυριολεκτικά θαμμένη μέσα στο τοπίο και ο άνθρωπος τη βιώνει και την ανακαλύπτει κινούμενος μέσα σε αυτό. Ο Miralles αντιμετωπίζει το κοιμητήριο σαν ένα ”κοινωνικό τοπίο”. Επιδιώκει μέσα σε αυτό, να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις, μεταβάλλοντας το ρόλο του κοιμητηρίου και μετατρέποντάς το σε πάρκο. Αν και πρόκειται για τοπίο μνήμης, το κοιμητήριο του Miralles είναι στην πραγματικότητα ένα τοπίο κοινωνικών συναναστροφών και συμφιλίωσης με την πραγματικότητα. Δεν είναι ένα μνημείο για το θάνατο, αλλά αντίθετα ένα πάρκο για τη ζωή (Γναφάκη 2016).
Τα ταφικά μνημεία αποκαλύπτουν τις πολιτιστικές απόψεις και αξίες της εκάστοτε κοινωνίας και αποτελούν σημαντική πηγή για την μελέτη της κοινωνικής και πολιτιστικής ιστορίας. Αποτελούν φορείς μνήμης και συνιστούν ισχυρούς δείκτες μιας μεταθανάτιας ταυτότητας, με σημαντική πολιτισμική αναφορά (Αντζουλάτου-Ρετσίλα 2004).
Συγχρόνως, είναι γεμάτα από ονόματα, βιογραφικά στοιχεία, εικόνες και επιτύμβιες στήλες, υποστηρίζοντας περαιτέρω την ιδέα ότι λειτουργούν πραγματικά σαν πέτρινες βιβλιοθήκες (Worpole 2003).
4 Επανένταξη του κοιμητηρίου στον αστικό ιστό – Μελέτη περίπτωσης : το κοιμητήριο «Ταξιαρχών» στον Βόλο
Πολλά κοιμητήρια, είναι ενταγμένα στον αστικό ιστό της πόλης, (μετά από επέκταση αυτής) και επηρεάζονται από την ανάγκη για πράσινο δημόσιο χώρο, η οποία τελικά επηρεάζει και τον χαρακτήρα τους. Δηλαδή, ενώ ή αρχική ίδρυση τους, έγινε για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά θρησκευτικούς σκοπούς, στην συνέχεια προκύπτει η ανάγκη αξιοποίησης των δυνατοτήτων τους, για την κάλυψη αναγκών για περισσότερους δημόσιους χώρους (Swensen, Nordh και Brendalsmo 2016).
Ο 19ος αιώνας, ήταν ορόσημο στην χωρική σχέση του κοιμητηρίου και της πόλης. Για λόγους υγιεινής και ασφάλειας, στα πλαίσια εξωραισμού των πόλεων, εκτοπίστηκαν έξω από τον αστικό ιστό. Στην Αγγλία, στην Βικτοριανή εποχή, δημιουργήθηκαν προαστιαές νεκροπόλεις, για να επιλύσουν τα προβλήματα υγείας των πόλεων. Βέβαια η εξέλιξη των πόλεων και η εκρηκτική, κυρίως µεταπολεµικά, ανάπτυξη και επέκταση τους, µετέτρεψε τα περιφερειακά νεκροταφεία σε εσωτερικούς, κεντρικούς πολλές φορές, θύλακες πρασίνου (Κουμαριανού 2008). Λόγω της επέκτασης της πόλης του Λονδίνου, η Βικτοριανή νεκρόπολη, που βρισκόταν κάποτε στα προάστια, έγινε αναπόσπαστο τμήμα του αστικού ιστού (Amadei 2006). Αντίστοιχα το Père-Lachaise, όταν πρωτολειτούργησε βρισκόταν στην ύπαιθρο, ενώ σήμερα είναι μέρος του αστικού ιστού του 11ου διαμερίσματος του Παρισιού (Worpole 2003).
Αντίστοιχη περίπτωση, είναι το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», στη Ν.Ιωνία του Βόλου. Ιδρύθηκε, στη σημερινή του θέση, τον Ιούλιο του 1882, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους (1880). Σύμφωνα με το ρεύμα που ακολουθήθηκε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα, χωροθετήθηκε εκτός αστικού ιστπύ, για λόγους υγιεινής και ασφάλειας της πόλης.
Στις εικόνες 1-5, παρουσιάζεται η πορεία της πόλης του Βόλου, από την ίδρυση του κοιμητηρίου, μέχρι σήμερα. Από περιφερειακή χρήση, χωροθετημένο σε υποβαθμισμένη σχετικά περιοχή, εκτός του θεσμοθετημένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης (1882, εικόνα.1), στην εγκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας – δημιουργία Ν.Ιωνίας – πλησίον του κοιμητηρίου (1923-1929, εικόνα.2), στην ενδιάμεση αναθεώρηση και επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου (1930, εικόνα.3), στην επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου του Βόλου και της Ν.Ιωνίας και την επανένταξη του κοιμητηρίου στον αστικό ιστό (1956, εικόνα.4), στην σημερινή κατάσταση, όπου είναι πλήρως ενταγμένο στην πόλη, ανενεργό όμως από τις αρχές του 21ου αιώνα, μετά από σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε, ως ασύμβατη χρήση γης (σήμερα, εικόνα.5).
(πηγή: Δήμος Βόλου- επεξεργασία του συγγραφέα)
5 Μετασχηματισμός του κοιμητηρίου «Ταξιαρχών» σε ένα πάρκο μνήμης και ιστορίας, στον αστικό ιστό της πόλης του Βόλου
5.1 Ιστορικά στοιχεία του κοιμητηρίου «Ταξιαρχών»
Το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1882. Το παλαιότερο μνημείο που υπάρχει – και που είναι μεταφορά από παλαιότερο κοιμητήριο – είναι με ημερομηνία ταφής την 21η Αυγούστου 1873.
Μέσα στο κοιμητήριο, βρίσκεται το Βρετανικό κοιμητήριο το οποίο κατασκευάστηκε στη µνήµη των 17 Βρετανών ναυτικών, που σκοτώθηκαν από έκρηξη του H.M.S. DEVONSHIRE στις 26-7-1929.
Στο κοιμητήριο, υπάρχει ποικιλία τύπων μνημείων, ενώ πολλοί γλύπτες και μαρμαροτεχνίτες, από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, έχουν «δημιουργήσει». Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς είναι: Γιαννούλης Χαλεπάς, αδελφοί Κοτζαμάνη, Νικόλας (Νικόλαος Παυλόπουλος), Ιωάννης Βιτσάρης, Γεώργιος Βρούτος, Ιωάννης Λαμπαδίτης, Ιωάννης Χαλδούπης, Π. Κόκκινος (Γιασιράνη-Κυρίτση 1996).
5.2 Μετασχηματισμός του κοιμητηρίου
Ο μετασχηματισμός του κοιμητηρίου “Ταξιαρχών”, ακολουθεί τρεις βασικούς κανόνες : το κοιμητήριο είναι ένας ιερός χώρος – είναι ένας χώρος μνήμης – και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο πολιτισμού (ΦΕΚ.506/1996).
Το κοιμητήριο έχει διαμορφώσει λόγω γεωγραφικής θέσης και κοινωνικής σύνθεσης, αλλά και από παράδοση, έναν συγκεκριμένο ρόλο στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος του Βόλου. Ο ρόλος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κεντρική περιοχή πολιτισμού και ιστορικού χαρακτήρα», ο οποίος παραμένει και στο μέλλον, εμπλουτισμένος με τέτοιες χρήσεις, έτσι ώστε να μη χαθεί η έννοια της ιστορικής µνήµης του κοιμητηρίου.
Επιχειρείται να ενισχυθεί το ίχνος ρυμοτομικού σχεδίου του 1935 (το οποίο είχε καταστρατηγηθεί με τις άναρχες ταφές), να δημιουργηθούν νέα σημεία στάσης και ενδιαφέροντος, κήποι, πλατείες και εκθεσιακοί χώροι, καθώς και να συμπληρωθεί το δίκτυο διαδρομών.
Το γενικό σχέδιο, χωρίζεται κατά κάποιο τρόπο σε δύο ζώνες. Αυτή του δυτικού τμήματος, με την μεγάλη πυκνότητα μνημάτων, στο οποίο η επέμβαση είναι ήπια και συνιστάται στην αποσαφήνιση των ορίων, τον καθαρισμό του χώρου, την συμπλήρωση σε φωτισμό και αστικό εξοπλισμό και αυτή του ανατολικού τμήματος, όπου προτείνονται μεγαλύτερες επεμβάσεις με νέες χρήσεις και κατασκευές και εκτενή δενδροφύτευση (εικόνα 7).
Στα υφιστάμενα κτίρια, δίνονται νέες χρήσεις, όπως γραφεία φύλαξης και ενημέρωσης, εργαστήριο, πωλητήριο, εκθετήριο. Τα υλικά που προτείνονται, προσαρμόζονται στον περιβάλλοντα χώρο και προσπαθούν να μαρτυρήσουν το πέρασμα του χρόνου των μνημείων.
Δημιουργούνται διαδρομές, με σημεία στάσεις τρεις πλατείες : την υφιστάμενη πλατεία του ιερού ναού, την πλατεία μνήμης που προβλέπονταν από το ρυμοτομικό του 1935 και η οποία ανασυστήνεται και τέλος ένας κήπος μνήμης στο ανατολικό τμήμα. Στο ανατολικό τμήμα, προτείνεται εξωτερική επέκταση υφιστάμενου οστεοφυλακίου, η οποία ενσωματώνει και ένα υπερυψωμένο παρατηρητήριο. Στις θέσεις των παλαιών χωνευτηρίων τοποθετούνται ψηλές στήλες-οβελίσκοι μνήμης. Με όλες τις επεμβάσεις κατά κάποιο τρόπο το αστικό τοπίο εισβάλει στον χώρο του κοιμητηρίου, διαντιδρά με τις χαράξεις και τα ίχνη του και σύντομα αφομοιώνεται σε αυτό συνεχίζοντας στις διαδρομές που οδηγούν στο κυρίως σώμα του. Ανακατασκευάζεται μια δευτερεύουσα είσοδος, από την οποία το ελεύθερο οπτικό πεδίο του επισκέπτη, του επιτρέπει να παρατηρήσει τις διαδρομές που φεύγουν και οδηγούν στο εσωτερικό του.
Το σύνολο ολοκληρώνεται με υπόσκαφο αμφιθέατρο και κλειστό εκθεσιακό χώρο. Η εκσκαφή στον χώρο του κοιμητηρίου, είναι μια διαδικασία «εξόρυξης νοήματος», για την αποκάλυψη των διάφορων στρωμάτων που υπάρχουν στο έδαφος, ως τμήματα του παρελθόντος χρόνου. Η βύθιση όλου του χώρου, επιτυγχάνει την ενίσχυση, το «ρίζωμα» της μνήμης του τοπίου. Συγχρόνως, ο επισκέπτης, καθώς βυθίζεται απομονώνεται από το εξωτερικό περιβάλλον, τοπικά και χρονικά και ανακαλύπτει μια διαφορετική οπτική ενός «άλλου κόσμου».
Ο υπόσκαφος εκθεσιακός χώρος, ουσιαστικά λειτουργεί σαν προθήκη για μία ξύλινη ιππήλατη άμαξα-νεκροφόρα του περασμένου αιώνα (1895) και πλαισιώνεται με οθόνες διαδραστικού περιεχομένου και πληροφοριών για το κοιμητήριο και τα μνημεία του.
6 Συμπεράσματα
Μελέτες περιπτώσεων έδειξαν ότι η επαναφορά του κοιμητηρίου στον αστικό πυρήνα, παρέχοντας λειτουργικό και προσιτό δημόσιο ανοιχτό χώρο, έχει πολλά οφέλη για την κοινότητα (Harnik 2010). Υπάρχει ανάγκη οι μελετητές να γνωρίζουν τα σημαντικά κοινωνικά, οικονομικά και φυσικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει η λειτουργία του κοιμητηρίου, όταν χωροθετείται κατάλληλα μέσα από ολοκληρωμένες μελέτες.
Επιπλέον, αυτά τα οφέλη είναι πιο εμφανή στις κοινότητες που αναγνωρίζουν και αποδέχονται τη λειτουργία των κοιμητηρίων ως ανοιχτό δημόσιο χώρο (Harnik 2010).
Εξαιτίας της ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας, το κοιμητήριο συνιστά ένα ιδιαίτερα σημαντικό τοπίο μνήμης. Αυτό συμβαίνει διότι όλη η ανθρώπινη μνήμη βρίσκεται κυριολεκτικά θαμμένη μέσα στο τοπίο και ο άνθρωπος τη βιώνει και την ανακαλύπτει κινούμενος μέσα σε αυτό.
Αν και πρόκειται για τοπίο μνήμης, μπορεί να μεταβληθεί στην πραγματικότητα σε ένα τοπίο κοινωνικών συναναστροφών και συμφιλίωσης με την πραγματικότητα. Δεν είναι ένα μνημείο για το θάνατο, αλλά αντίθετα ένα πάρκο για τη ζωή.
Όλα αυτά, μετασχηματίζουν το κοιμητήριο σε δημόσιο χώρο μέσα στο αστικό ιστό, οι ανάγκες του οποίου είναι αυξημένες σήμερα, λόγω της αστικοποίησης και της αύξησης του πληθυσμού.