Υβριδικές γέφυρες ως ορόσημα-τοπόσημα στο δημόσιο χώρο της πόλης

I. Συμεωνίδου

Περίληψη

Η έρευνα επικεντρώνεται στις γέφυρες, ως αρχιτεκτονικές χειρονομίες που αποσκοπούν στη σύνδεση των δύο πλευρών ενός φυσικού ή τεχνητού εμποδίου. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα εργασία διερευνά τα χαρακτηριστικά, το σχεδιασμό και την τυπολογία μιας υβριδικής μορφής γέφυρας που, πέραν της χρήσης της ως πέρασμα, φιλοξενεί διαφορετικές χρήσεις και προσφέρει εμπειρίες “κατοίκησης” που σχετίζονται με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Μια υβριδική γέφυρα έχει πολλαπλή λειτουργία στοχεύοντας στην επαυξημένη χρήση του υπάρχοντος αστικού ή προαστιακού τοπίου. Συνεπώς διευρύνοντας την έννοια της συνδεσιμότητας περιλαμβάνοντας την κίνηση και την κατοίκηση, το υβριδικό αυτό πρόγραμμα έχει άμεση επίδραση στο σχεδιασμό και τις τυπολογίες των γεφυρών. Η έρευνα παρουσιάζει πορίσματα σχετικά με τη μορφολογία και τις χρήσεις που απαντώνται σε γέφυρες αυτού του είδους, και η προβληματική επεκτείνεται περαιτέρω στα πλαίσια ενός πανεπιστημιακού μαθήματος σχεδιασμού που πραγματεύεται το εν λόγω θέμα.

1 Εισαγωγή

Ο όρος γέφυρα περιγράφει μια αρχιτεκτονική κατασκευή και πολύ συχνά επίσης μια έννοια, η οποία αναφέρεται στη ζεύξη δυο ή περισσοτέρων σημείων, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται κάποιο εμπόδιο ή μεγάλο άνοιγμα. Γέφυρες συναντώνται συχνά πάνω από ποτάμια, κοιλάδες ή γκρεμούς, για να συνδεθούν η μια πλευρά με την άλλη, επιτρέποντας τη διέλευση πάνω από αυτά. Στη σημερινή εποχή συναντάμε συχνά γέφυρες που συνδέουν κτίρια ή διέρχονται πάνω από αυτοκινητοδρόμους, για να παρέχουν την ασφαλή διέλευση των πεζών. Η έρευνα αυτή εστιάζει στη γέφυρα της οποίας ο ρόλος είναι να συνδέσει δυο περιοχές, επιτρέποντας τη μετάβαση από τη μια θέση στην άλλη, αλλά και στη γέφυρα ως κτίριο που συχνά «κατοικείται» και εμφανίζει παρουσιάζει υβριδικό χαρακτήρα φιλοξενώντας διαφορετικές λειτουργίες ανάλογα με τη θέση και το πλαίσιο.

Η γέφυρα αποτελεί μια από τις παλαιότερες υποδομές, καθότι είναι γνωστό ότι κατασκευάζονταν ήδη κατά τους αρχαίους και ρωμαϊκούς χρόνους (Ryall, Parke, and Harding 2000). Ωστόσο με την πάροδο των χρόνων, η ανάπτυξη της μορφής τους και του υλικού τους εξευγενίσθηκε. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κυρίως απλές μεταλλικές κατασκευές, ενώ οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που κατέκτησαν την κατασκευή των τόξων, θεωρούνται οι πρωτοπόροι των γεφυρών, καθώς η ρωμαϊκή καμάρα αποτελεί από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας. Oι πρώτες κατοικημένες γέφυρες, εμφανίστηκαν μετά το Μεσαίωνα, με γνωστότερο παράδειγμα το Ponte Vecchio στη Φλωρεντία και τη γέφυρα του Λονδίνου που ενσωμάτωναν εμπορικές χρήσεις. (Chen and Duan 2014). Αυτού του είδους οι υβριδικές γέφυρες δεν απαντώνται συχνά ως αρχιτεκτονικό είδος από τον 19ο αιώνα και έκτοτε, αποτελούν ωστόσο ένα ιδιαίτερο πεδίο αστικού σχεδιασμού που συνδυάζει την κατοίκηση με την κίνηση και ως εκ τούτου ένα υβριδικό αρχιτεκτονικό αρχέτυπο που ενθαρρύνει την έρευνα και τον σχεδιαστικό πειραματισμό, λειτουργώντας ως ορόσημο-τοκόσημο.

1.1 Περί τυπολογίας και αισθητικής των γεφυρών

Οι γέφυρες εμπίπτουν κυρίως σε 3 γενικές τυπολογίες, ανάλογα με τη μορφή και τη δομική τους αρχή, μπορούμε να διακρίνουμε γέφυρες-δοκούς, τόξα και αναρτήσεις (Gade 1972; Ryall, Parke, and Harding 2000). Συχνά απαντώνται συνδυασμοί των παραπάνω με καλώδια, προβόλους και αψίδες, με σταθερά και κινητά τμήματα (Fernandez Troyano 2003). Δεν υπάρχει σαφές πρότυπο για την αισθητική αξία των γεφυρών, καθώς οι ποιότητες αφορούν το σχήμα και τις αναλογίες, το χρώμα και την υφή.
Ο Henry Tyrrell στην πραγματεία του “Artistic bridge design” (1912) παρέχει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την αισθητική των γεφυρών, ισχυρίζεται ότι οι γέφυρες θεωρούνται εύσχημες όταν πληρούν τα ακόλουθες κριτήρια (Tyrrell 1912):

1. Ένταξη στο περιβάλλον

2. Οικονομική χρήση του υλικού

3. Έκθεση του σκοπού και κατασκευής

4. Ευχάριστο περίγραμμα και αναλογίες

5. Κατάλληλη αλλά περιορισμένη χρήση διακοσμητικών στοιχείων

1.2 Η γέφυρα ως κτίριο γοήτρου

Η επίδραση των γεφυρών στην κοινωνία, την κουλτούρα και την οικονομία είχε ανέκαθεν μεγάλη σημασία, καθώς οι γέφυρες επέτρεψαν τα ταξίδια και τη σύνδεση και επομένως την ανταλλαγή προϊόντων και πολιτισμού. Οι γέφυρες λειτουργούσαν πάντα ορόσημα και ως κόμβοι για το εμπόριο και τις μεταφορές, επαναπροσδιορίζοντας την περιοχή γύρω τους, διευρύνοντας το δημόσιο χώρο και συμβάλλοντας στην ταυτότητα του τόπου. Οι γέφυρες είναι εικονικές και αναγνωρίσιμες κατασκευές και σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν σύγχρονα μνημεία λόγω των αρχιτεκτονικών τους ιδιαιτεροτήτων. Στην αναζήτηση ενός μοναδικού σχεδίου, συχνά αναφερόμαστε στη διαδικασία σχεδιασμού η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνολογία της εποχής. “Ο Πύργος του Άιφελ και η Γέφυρα του Μπρούκλιν έγιναν μεγάλα σύμβολα της εποχής τους, επειδή το ευρύ κοινό αναγνώριζε στις νέες μορφές τους έναν τεχνολογικό κόσμο έκπληξης και έκκλησης” (Billington 1985). Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη καινοτόμων και γεωμετρικά σύνθετων αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων που οφείλονται τη διάχυση του ψηφιακού σχεδιασμού. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, ενώ οι διαφορετικές τυπολογίες των γεφυρών εξελίχθηκαν, η τεχνολογία και το αρχιτεκτονικό στυλ της εποχής ήταν εμφανές στο σχεδιασμό. Η ψηφιακή εποχή δεν θα αποτελούσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Τα ψηφιακά μέσα σχεδιασμού έχουν αντίκτυπο τόσο στο αρχιτεκτονικό στυλ όσο και στη διαδικασία σχεδιασμού. Με τη χρήση αλγορίθμων μπορούμε να προσομοιώνουμε την κυκλοφορία και τη ροή των πεζών πάνω από μια γέφυρα και να καθοδηγούμε τη γεωμετρία αναλόγως ώστε να καταστεί δυνατή η καλύτερη συνδεσιμότητα και να διευκολύνουμε την κίνηση μέσω της γέφυρας. Στόχος είναι η διερεύνηση όχι μόνο αρχιτεκτονικών-αισθητικών κριτηρίων σχεδιασμού, αλλά και η μελέτη ως προς την ενεργειακή απόδοση, τη στατική λειτουργία σε ένα πρώιμο στάδιο της διαδικασίας σχεδιασμού λαμβάνοντας υπόψη τις δομικές απαιτήσεις, την τοπολογία και την αισθητική.

Η χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών έχουν επηρεάσει ολόκληρη τη «μόδα» στην αρχιτεκτονική, ειδικά στα κτίρια «γοήτρου» όπως οι γέφυρες παρατηρούνται συχνά ομαλές οργανικές μορφές, οι οποίες είναι τοπολογικώς βελτιστοποιημένες ως προς τα κριτήρια κατασκευής και τις επιθυμητές δομικές και περιβαλλοντικές επιδόσεις. Όσον αφορά τον αντίκτυπο των ψηφιακών μέσων στην αρχιτεκτονική μορφολογία, ο Patrick Schumacher στο διάσημο μανιφέστο του Παραμετρισμού δηλώνει ότι «υπάρχει μια παγκόσμια σύγκλιση στην πρόσφατη πρωτοποριακή αρχιτεκτονική που δικαιολογεί την έκφραση ενός νέου στυλ: του παραμετρικού» (Schumacher 2009). Αυτό το «στυλ» είναι εμφανές σε μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής για πάνω από 15 χρόνια, ωστόσο η συνεχής ανάπτυξη των εργαλείων ψηφιακού σχεδιασμού έχει επιταχύνει τη συσσώρευση της δεξιοτεχνίας, ανάλυσης και βελτίωσης του σχεδιασμού. Ο Schumacher εξηγεί ότι αισθητικά η σφραγίδα αυτού του νέου στυλ είναι «η κομψότητα της διατεταγμένης πολυπλοκότητας και η αίσθηση της ομαλής ρευστότητας, κατ’ αναλογία με τα φυσικά συστήματα». Μέσα σε αυτή την κουλτούρα των ψηφιακών εξερευνήσεων της «συνεχούς διαφοροποίησης, της εκδοχής, επανάληψης και προσαρμογής» και την πρόθεση για μοναδικότητα και γόητρο, το στούντιο σχεδιασμού “Η κατοικήσιμη γέφυρα” στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ενθάρρυνε τον πειραματισμό με ψηφιακά μέσα και αλγόριθμους, με στόχο την δημιουργική συνύπαρξη της αισθητικής, λειτουργικότητας και ενσωμάτωσης στο αστικό περιβάλλον.

2 Σχεδιάζοντας την υβριδική γέφυρα

Οι σχεδιαστικές αρχές του Tyrell παρά το γεγονός ό,τι διατυπώθηκαν πριν από έναν αιώνα, έχοντας εντελώς διαφορετικές τεχνολογικές αναφορές, εξακολουθούν να αποτελούν κεντρικό άξονα στο σχεδιασμό μιας γέφυρας. Έτσι μεταξύ των στόχων ενός σχεδιασμού είναι η ενσωμάτωση στο περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις εκάστοτε αισθητικές απαιτήσεις για αναλογίες, ραδινότητα, διαφάνεια και αρμονία.

Όσον αφορά το βασικό ρόλο της γέφυρας, την σύνδεση, η μορφή της πρέπει να επιτρέπει την ομαλή μετάβαση της κυκλοφορίας από τη μία πλευρά στην άλλη, διαφοροποιώντας τον σχεδιασμό ώστε να εξυπηρετεί τις ροές πεζών, τα οχήματα ή τις υβριδικές ροές, επιτρέποντας την ασφάλεια της μεταφοράς και επικοινωνίας και τον προσανατολισμό. Ο διπλός ρόλος της υβριδικής γέφυρας να φιλοξενήσει πρόσθετες λειτουργίες αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Η «κατοίκηση» της γέφυρας δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τον πρωταρχικό της ρόλο στη σύνδεση, αλλά αντίθετα θα πρέπει να ενισχύσει αυτήν την κύρια λειτουργία προσφέροντας αυξημένες δυνατότητες χρήσης του χώρου, επιτρέποντας τη συνύπαρξη ροών και κινήσεων διαφορετικών ταχυτήτων. Η ανάμειξη χρήσεων και λειτουργιών μέσα σε ένα αστικό-αρχιτεκτονικό πλαίσιο είναι ένας από τους κύριους σχεδιαστικούς στόχους αυτής της μελέτης.

Εικόνα 1 Άποψη της υβριδικής γέφυρας που συνδέει το νησί Saint Louis, την προϋπάρχουσα γέφυρα Pont de Sully και την Boulevard Henri IV στο ποταμό Σηκουάνα, στο Παρίσι. Φοιτητική εργασία των Δ. Τζώνη και Μ. Καλαμά.

2.2 Έρευνα και σχεδιαστικός πειραματισμός

Η αρχική φάση του στούντιο σχεδιασμού αφορούσε την μελέτη και την ανάλυση των επιλεγμένων κατοικήσιμων γεφυρών υπό τη μορφή μελετών περίπτωσης, με στόχο την εξοικείωση των φοιτητών με το θέμα. Βασισμένοι σε αυτές τις γνώσεις ξεκίνησαν το σχεδιαστικό τους πειραματισμό, αρχικά με τοπολογικούς μετασχηματισμούς και διαφορετικά σχήματα σύνδεσης και τελικά εμπλουτίζοντας τις ιδέες τους με ιεραρχικά επίπεδα λεπτομέρειας, εξετάζοντας έννοιες διατρητότητας, σταθερότητας, εγγύτητας και προσαρμογής στο περιβάλλον. Οι φοιτητές διερεύνησαν πολλαπλές παραλλαγές του τρισδιάστατου σχεδίου, κατανοώντας την αμοιβαιότητα μεταξύ της μορφής και της λειτουργίας και αμφισβητώντας τις συνήθεις τυπολογικές αναφορές στο σχεδιασμό της γέφυρας, στοχεύοντας στην επίλυση του πάντα επίκαιρου αιτήματος για σταθερότητα-ευχρηστία-ομορφιά, επανεξετάζοντας το Βιτρουβιανό πρότυπο «firmitas-utilitas-venustas» με τη χρήση ψηφιακών μέσων.

Οι φοιτητές επέλεξαν να εργαστούν σε διαφορετικές τοποθεσίες ανα ομάδα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα διαφορετικά υβριδικά προγράμματα και μορφολογίες με βάση τη περιοχή επέμβασης. Οι επιλεγμένοι χώροι ήταν ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Άμστερνταμ, η Γένοβα, η Φρανκφούρτη, το Παρίσι. Στα έργα των φοιτητών εντοπίζονται υβριδικά προγράμματα που περιλάμβαναν υπαίθρια ή κλειστή οδογέφυρα και μονάδες κατοίκησης, χώρους αναψυχής, γκαλερί, μουσεία, αθλητικές εγκαταστάσεις και βιβλιοθήκες. Κάθε μια από τις παραπάνω χρήσεις καθορίζει μια μορφογενετική στρατηγική, που αντιστοιχεί τόσο στην τοποθεσία όσο και στο πρόγραμμα.

Εικόνα 2 Απεικόνιση των χρήσεων και φωτορεαλιστική απεικόνιση της υβριδικής γέφυρας στη Στοκχόλμη. Η γέφυρα περιλαμβάνει θερμοκήπια και εστιατόρια που αξιοποιούν τα καλλιεργούμενα προϊόντα, ενώ στην κάτω στάθμη γίνεται ενοικίαση σκαφών. Φοιτητική εργασία των Π. Ζαχαριάδου και Μ. Ζήση.

Ο στόχος ήταν οι φοιτητές να απελευθερωθούν από την συμβατική σχεδιαστική ερμηνεία της γέφυρας διερευνώντας ποικίλες δυνατότητες κατοίκησης, μικτές χρήσεις και ακόμη και αντισυμβατικά σενάρια. Η προβληματική για το σχεδιασμό γέφυρας έχει ισχυρό δομικό-στατικό χαρακτήρα και απαιτεί διεξοδική μηχανική ανάλυση για να ελαχιστοποιηθεί η στρέψη και η παραμόρφωση. Ωστόσο, στο πλαίσιο του στούντιο σχεδιασμού, η έρευνα στοχεύει κυρίως σε εννοιολογικό σχεδιασμό και αρχιτεκτονική με επίκεντρο τις μορφολογικές και γεωμετρικές ιδιότητες, τη μορφή σε σχέση με τη λειτουργία και τον τόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, το στούντιο συχνά διερεύνησε ακραία ή και ουτοπικά σχέδια που θα δημιουργούσαν ένα ισχυρό ορόσημο και θα συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη μιας νέας ταυτότητας τόπου. Ο Mark Foster Gage ισχυρίζεται ότι η γενιά μας είναι η πρώτη που ορίζεται από «δημιουργικές δυνάμεις και ελευθερίες που δεν έχουν βιώσει οι προηγούμενες γενιές», υποστηρίζει τον ανοιχτό πειραματισμό που δεν περιέχεται σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή αναγκάζει τη συνοχή σε συγκεκριμένα πρότυπα. Ισχυρίζεται ότι οι νέες ιδέες «θα πρέπει να είναι ελεύθερες να επιταχύνουν χωρίς περιορισμούς σε πρωτόγνωρες και απροσδόκητες νέες κατευθύνσεις» (Gage 2011). Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι φοιτητές ενθαρρύνθηκαν να εξερευνήσουν νέες μεθόδους, να συμμετάσχουν σε δημιουργικές διερευνήσεις μακριά από περιορισμούς που θα έθεταν σε κίνδυνο την εφευρετικότητα και τη φαντασία τους.

3 Συμπεράσματα

Η πλειοψηφία των προτάσεων των φοιτητών παρουσιάζει έντονο αστικό χαρακτήρα, οι γέφυρες λειτουργούν ως μεταβατικές περιοχές αλλά και ως σημεία συνάντησης, εξυπηρετούν διαφορετικές ταχύτητες οχημάτων και ανθρώπων που διασχίζουν, σταματούν και βιώνουν το χώρο. Νέα σενάρια κατοίκησης που περιλαμβάνουν από εμπορικές χρήσεις μέχρι πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, αθλητικές δραστηριότητες, δημιουργούν υβριδικές συνθήκες και προγράμματα. Στην πλειοψηφία τους δεν ακολουθούν τις βασικές τυπολογίες γέφυρας που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά αντιπροσωπεύουν την εποχή του ψηφιακού σχεδιασμού και παραγωγής. Είναι σαφές ότι το σχεδιαστικό ύφος και η τεχνολογία επηρεάζουν ο ένας τον άλλον αμοιβαία. Ο Mario Carpo εύστοχα εκφράζει αυτή τη σχέση αλληλεξάρτησης λέγοντας ότι «όλα τα εργαλεία τροφοδοτούν τις ενέργειες των χρηστών τους, και τα ψηφιακά εργαλεία δεν αποτελούν εξαίρεση […] τα κατασκευασμένα αντικείμενα μπορούν εύκολα να αποκαλύψουν την γενεαλογία τους (software) σε έναν εκπαιδευμένο παρατηρητή» (Carpo 2011). Ταυτόχρονα, η σύγχρονη αισθητική συνεχίζει να ωθεί τα τεχνολογικά όρια που ενθαρρύνουν τη χρήση και την ανάπτυξη νέων μέσων σχεδιασμού, ενώ τα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική οδηγούν σε μορφολογικό πειραματισμό, με αποτέλεσμα έναν ατέρμονο βρόχο ανατροφοδότησης μεταξύ τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής έκφρασης, δημιουργώντας νέες ιδέες και καινοτομία στο σχεδιασμό.

Η εισήγηση παρουσίασε μέρος της τρέχουσας έρευνας σχετικά με αρχιτεκτονική υβριδικών γεφυρών, εστιάζοντας στο διπλό ρόλο της συνδεσιμότητας και κατοίκησης. Στα έργα που παρουσιάστηκαν, οι φοιτητές πειραματίστηκαν με αστικά σενάρια που συνδέουν τις δύο πλευρές μιας πόλης, επιτρέποντας διαφορετικές ιεραρχίες κυκλοφορίας, απομονώνοντας την κυκλοφορία των πεζών από τα αυτοκίνητα, επιτρέποντας εναλλακτικές μορφές μετακίνησης όπως ποδηλασία, skateboarding κ.ά. Η σύνδεση ομοιογενών ή ετερογενών περιοχών μέσω μιας ισχυρής αρχιτεκτονικής χειρονομίας στοχεύει στη δημιουργία νέων πόλων ενδιαφέροντος και επιτρέπει την αστική εναλλαγή. Όσον αφορά την κατοίκηση, τα διαφορετικά σενάρια που χρησιμοποίησαν οι φοιτητές δημιούργησαν μη συμβατικές χωρικές συνθήκες. Οι έννοιες της κατοικημένης γέφυρας που παρουσιάστηκαν περιλάμβαναν κυρίως δημόσιους χώρους, όπως ανοιχτοί χώροι συναυλιών, μουσεία και γκαλερί, εστιατόρια, δημόσιες πλατείες με καθορισμένο χώρο για skateboard και γκράφιτι και αθλητικούς χώρους. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς οι έννοιες της συνδεσιμότητας και της κατοίκησης συνδυάζονται μεταξύ τους οδηγώντας σε νέα υβριδικά αρχιτεκτονικά παραδείγματα. Μια γέφυρα συνδέει τόπους, αλλά γίνεται κι από μόνη της τόπος. Οι άνθρωποι μπορούν να περάσουν χωρίς να σταματήσουν, υπογραμμίζοντας την πτυχή της συνδεσιμότητας ή να επισκεφθούν τη γέφυρα για να εκτελέσουν μια συγκεκριμένη δραστηριότητα που γίνεται εκεί, υπογραμμίζοντας την έννοια της κατοίκησης. Ωστόσο, αυτό που αποδεικνύεται πιο ενδιαφέρον είναι η υβριδική λειτουργία αυτών, ένα σενάριο μικτών ταχυτήτων και ροών. Αναδυόμενες συμπεριφορές χρηστών δύναται να εμφανιστούν όταν κατά μήκος του πεζόδρομου που διασχίζει τη γέφυρα λαμβάνουν χώρα δραστηριότητες που μπορούν να μεταβάλλουν τις ροές των επισκεπτών. Η δραστηριότητα μετάβασης από το ένα άκρο στο άλλο, ανεξάρτητα από το μέσο (πεζοί, ποδήλατο, αυτοκίνητο), εμπλουτίζεται με ποικίλα πολιτιστικά ερεθίσματα που είναι εγγενή στη σύγχρονη αστική ζωή. Το στούντιο σχεδιασμού «Κατοικήσιμη γέφυρα» αποσκοπούσε να ανταποκριθεί διατυπώνοντας μια σχεδιαστική πρόθεση ως προς αυτές τις προσωρινές καταλήψεις μιας γέφυρας που είναι το αποτέλεσμα της διαφορετικής κίνησης και ταχύτητας του χρήστη, ενσωματώνοντας πρόγραμμα, λειτουργία και αισθητική με τη χρήση ψηφιακών μέσων. Η πρόκληση της ανάμειξης διαφορετικών λειτουργιών και ταυτόχρονα της προσαρμογής στο περιβάλλον οδήγησε σε απρόβλεπτες και συχνά ευφυείς σχεδιαστικές λύσεις που διευρύνουν τα όρια της αρχιτεκτονικής έρευνας δια του σχεδιασμού, διερευνώντας νέες υβριδικές τυπολογίες γέφυρας ως αποτέλεσμα πολλαπλών αλληλεξαρτώμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων παραμέτρων σχεδιασμού.

Ανοιχτό αξονομετρικό όπου παρουσιάζονται οι χρήσεις και εξωτερική φωτορεαλιστική απεικόνισης της υβριδικής γέφυρας στη Γένοβα. Φοιτητική εργασία των Χ. Γεωργούλη και Β. Καραγιάννη.

Παραπομπές
Billington, D. 1985. The Tower and the Bridge: The New Art of Structural Engineering. Princeton University Press.
Carpo, M. 2011. The Alphabet and the Algorithm. 1 edition. Cambridge, Mass: The MIT Press.
Chen, W., and Duan. L. 2014. Bridge Engineering Handbook, Second Edition: Construction and Maintenance. CRC Press.
Fernandez Troyano, L. 2003. Bridge Engineering: A Global Perspective. Thomas Telford.
Gade, D. W. 1972. “Bridge Types in the Central Andes.” Annals of the Association of American Geographers 62 (1): 94–109
Gage, Mark Foster. 2011. “Project Mayhem.” Fulcrum, June 8, 2011, Bedford Press edition..
Ryall, M. J., G.. Parke, and J. E. Harding. 2000. The Manual of Bridge Engineering. Thomas Telford.
Schumacher, P. 2009. “Parametricism: A New Global Style for Architecture and Urban Design.” Architectural Design 79 (4): 14–23.
Tyrrell, H. 1912. Artistic Bridge Design: A Systematic Treatise on the Design of Modern Bridges According to Aesthetic Principles. Fb&c Limited.

Comments are closed