Ανασύνταξη του αστικού τοπίου – Προοπτική βιωσιμότητας για τη σύγχρονη ελληνική πόλη

Μ. Ανανιάδου-Τζημοπούλου

Περίληψη

Η Αρχιτεκτονική Αστικού Τοπίου ασχολείται με το σχεδιασμό και τη μεταμόρφωση του τοπίου της πόλης από τη δεκαετία του ’70. Ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο παρουσιάζουν έκτοτε ενδιαφέρον, έρευνες και μελέτες, έργα για το έλλειμμα δημόσιων, ελεύθερων, πράσινων ή αστικών, όπως κατά καιρούς σηματοδοτήθηκαν, χώρων, αλλά και για την αξία ανασχεδιασμού τους, κρίσιμα υπολειπόμενων ως προς τα διεθνή και ελληνικά πρότυπα.

Πρόδρομα εστιάζουν στη σημασία πράσινων υποδομών και την ανάδειξη νέων και εμπνευσμένων στρατηγικών σχεδιασμού του τοπίου της πόλης, για την ποιότητα και οικολογία του χώρου, την κοινωνία και τα βιώματα.

Κατόπιν σύντομης αναδρομής, θεωρητικά και βιβλιογραφικά, το άρθρο πρωτότυπα αναφέρεται στις περιπτώσεις, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Δράμα, Βέροια, Έδεσσα.

Συσχετίζεται η εξέλιξη της κοινωνικο – οικολογικής και αντιληπτικής προσέγγισης τους, με σύγχρονες αναζητήσεις στο πεδίο του σχεδιασμού του χώρου της πόλης, όπως της βιωσιμότητας και αειφορίας (sustainability) ή της ανανεωσιμότητας και προσαρμοστικότητας (resilience).

1. Εισαγωγή

Η συμβολή της Αρχιτεκτονικής Τοπίου στην ανασύνταξη του χώρου της πόλης βρίσκεται στο επίκεντρο των σύγχρονων αναζητήσεων για τη βελτίωση της αστικής εικόνας και ποιότητας ζωής αλλά και την προοπτική βιωσιμότητας και αειφορίας ή προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας.

Η θεωρητική συζήτηση σχεδιασμού, στρατηγικού, πολεοδομικού, αστικού, αρχιτεκτονικού και αρχιτεκτονικής τοπίου, επικεντρώνεται στις πράσινες υποδομές ή δίκτυα, τους μεγάλους υπολειμματικούς χώρους και τους δημόσιους ή πράσινους κατά τον πολεοδομικό χαρακτηρισμό τους ως μη δομήσιμων.

Τα παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο είναι λιγοστά, ως παρεμβάσεις συνήθως και όχι ως ανασχεδιασμος του χώρου της πόλης. Σε αυτό επικεντρώνεται η εισήγηση. Την ανασύνταξη δηλαδή του ίδιου του τοπίου. Χρησιμοποιεί ως εργαλείο την κοινωνικο-οικολογική και αντιληπτική προσέγγιση σχεδιασμού τοπίου και τονίζει την αξία εφαρμοσιμότητας της στο μετασχηματισμό της σύγχρονης ελληνικής πόλης.

2. Η μελέτη ή έργο σχεδιασμού αστικού τοπίου

Η αρχιτεκτονική τοπίου, επιστήμη, τέχνη και τεχνική που ασχολείται με τη μελέτη και τα έργα σχεδιασμού τοπίου, φυσικού και ανθρωπογενούς, από τη δεκαετία του ’70 ήδη διακρίνεται σε αρχιτεκτονική του αστικού τοπίου (Μπούρας, Φιλιππίδης, 2013 και Turner, 1966). Επεκτείνεται σε τομείς πολεοδομικού σχεδιασμού και μεγάλης κλίμακας δημόσια έργα, υποδομές, μεταβιομηχανικά ανακτώμενες τοποθεσίες, οριακά εγκαταλελειμμένους ή ενδιάμεσους χώρους. Τα σκωριοτοπία ή brownfields, αποτελούν σημαντικά έργα ανασχεδιασμού τοπίου των πόλεων, όπως: Park Sausset, M., C. Corajoud, Bois le Roi, G. Vexlard, Duisbourg Nord Steelworks Park, P. Latz, Fresh Kills και Highline, J. Corner.Η μελέτη ή έργο σχεδιασμού αστικού τοπίου αποτελεί διερεύνηση της διαχρονικής του εξέλιξης, της σημερινής μορφής και των προοπτικών της. Η έμφαση που τη δεκαετία του ’80 δόθηκε στα περιβαλλοντικά ζητήματα (Girardet, 2004) και την αειφορική ανάπτυξη, η εξέλιξη τη δεκαετία του ’90 στην αναζήτηση της ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας των πόλεων, είναι απότοκες του οικολογικού σχεδιασμού και του σχεδιασμού τοπίου.

Το τοπίο, όχι μόνο από την αρχιτεκτονική τοπίου αλλά και από άλλες πειθαρχίες, χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατανόηση, ερμηνεία και προοπτική του χώρου της πόλης (Masbougni, 2001). Η αρχιτεκτονική τοπίου οδηγεί σε διαδικασίες ανοιχτές στον χρόνο και εξυπακούονται στα έργα της όροι και όρια χρονικότητας (Τρατσέλα, 2011) όπως ανάδυση, ροή, ποικιλότητα, μετάλλαξη, μεταμόρφωση, προσαρμογή.

Η κοινωνικο-οικολογική και αντιληπτική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τοπίου, ευρύτατα καθιερωμένη ως σύνθετη και σφαιρική, προτάθηκε κατά Ανανιάδου-Τζημοπούλου το 1982, ανεξάρτητη κλίμακας και είδους χώρου ή περιβάλλοντος. Γίνεται με πρόθεση τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του τοπίου συνολικά, του δυναμικού και της ικανοχωρητικότητας του για μια νέα διαμόρφωση και πρόταση ανασύνταξης του χώρου της πόλης. Επιδιώκει νέο τοπίο, του οποίου οι αρχές οργάνωσης προκύπτουν από συνειδητούς συσχετισμούς ανάμεσα σε προϋπάρχοντα και επιθυμητά, με φανερές τις σχεδιαστικές προθέσεις στο χώρο, με δεσμά στην ιστορία, φυσική και πολιτισμική. Πέραν των αστικών παρεμβάσεων (Ananiadou-Tzimopoulou, Bourlidou, 2017, Ανανιάδου-Τζημοπούλου, 2018) οι εφαρμογές στο ελληνικό περιβάλλον είναι λιγοστές, δείγματα νέων σχεδιασμών του χώρου της πόλης (Πυθαγόρας ΑΠΘ, 2007).

3. Κριτική παρουσίαση των περιπτώσεων εφαρμογής

Οι μελέτες έργων σχεδιασμού αστικού τοπίου που παρουσιάζονται, αφορούν στη Θεσσαλονίκη (ΟΡΘΕ, 2004), τις Σέρρες (Δήμος Σερρών, 2010), τη Δράμα (ΥΧΟΠ, 1982), τη Βέροια (Δήμος Βέροιας, 2010), την Έδεσσα (Δήμος Έδεσσας, 2014), τη Σιάτιστα (ΑΠΘ, 2005), όλες πόλεις στη Β. Ελλάδα.

Προσεγγίζουν τον χώρο της πόλης με κριτήρια κοινωνικο-οικολογικά και αντιληπτικά, χρησιμοποιούν υπόβαθρα και επεξεργασμένα σχέδια όπως, χάρτες Γενικής Χρήσεως, κλ. 1:50.000, ΓΥΣ, Διαγράμματα Πόλεων κλ. 1:10.000, ΓΥΣ, Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια Δήμων κλ. 1:5.000, Ορθοφωτοχάρτες του Υπουργείου Γεωργίας, κλ.1:5000, Αεροφωτογραφίες, ΓΥΣ, Google Earth και πρωτογενή στοιχεία από πηγές, έρευνα πεδίου, επιτόπια παρατήρηση, σκίτσα, φωτογραφίες.

3.1     Θεσσαλονίκη

Τοπίο έντονης μετάβασης, αμφιθεατρικά εξελισσόμενο από τις υπωρείες ΝΔ του όρους Χορτιάτη προς το μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, στα όρια μετασχηματισμού του παράλιου οριογραμμένου με το πεδινό και δελταϊκό της λεκάνης απορροής του Αξιού.

Χαρακτηρίζεται από δύο συστήματα, μορφολογικά διαφοροποιούμενα, σε μια ευδιάκριτα ισχυρή σύνθεση: Καμπυλόμορφα, ογκηρά, κυματοειδή και ρηγματώδη (λοφώδης και ορεινός όγκος, ισοϋψείς ως χερσαίες και υδάτινες εγγραφές, ρέματα), από Β και ΒΑ προς Ν, μετεξελίσσονται προς γραμμικά, ορθογώνια, πλεγματικά, προσανατολισμένα και γεωμετρικά (κανάλια, τάφροι, αναχώματα, δίκτυα, ομοιότυπος αγρών και οικισμών).

Στον ορθογωνικό ομοιότυπο προσανατολισμένο κατά τις ισοϋψείς, στο καμπυλόμορφο και κυματοειδές Α-Δ, το ροϊκό Β-Ν, αρθρώνεται και ο ιστός της πόλης. Εγγράφονται δυνατές προοπτικές, κατευθύνσεις, απόψεις και ανοίγματα, δηλώνονται περιορισμοί και όρια, είσοδοι και οριοθετήσεις, φανερώνονται οι γραμμικά καμπυλόμορφες και οι διάκεντρες τάσεις ανάπτυξης της πόλης, στο πεταλοειδές της περί την θάλασσα ανάπτυγμα και η αίσθηση εκτεταμένου και όχι αχανούς, σαφώς προσανατολισμένου, χώρου.

Η ικανοχωρητικότητα και η καταλληλότητα του τοπίου προς διαμόρφωση καθορίζονται από τη σχέση των δύο συστημάτων, την οριακά – εύθραυστη ισορροπία τους και τη μοναδικότητα τοπίου της φύσης, πολιτισμικό και του νερού. Η κρυμμένη του διάσταση (Σχ. 1) εμπνέει μεγάλες χειρονομίες τόσο στο επίπεδο ανασύνταξης και διαμόρφωσης του ελεύθερου χώρου της πόλης, των οριοθετήσεων και επεκτάσεων, όσο και στο ευρύτερο περιαστικό ή και φυσικό τοπίο. Για την αναβάθμιση του αστικού τοπίου (Σχ. 2) προτείνονται:

Δίκτυα πρασίνου, και φυσικές συνέχειες χώρων. Επάνω τους αρθρώνονται:

Τμήματα φύσης από την περίμετρο με αποκαταστημένες τοποθεσίες του περιφερειακού, των κόμβων, ανισόπεδων, τεχνικών έργων, ρεμάτων κ.α.

Όλα τα στρατόπεδα και ίχνη ρεμάτων, εγκαταλειμμένων τοποθεσιών, λαχανόκηπων, παλιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της έκθεσης.

Διαμορφωμένοι χώροι πρασίνου και ελεύθεροι μικτών ή ειδικών χρήσεων, μουσεία, αθλοπαιδιές, campuses, παλιά νεκροταφεία.

Σχ. 1 Θεσσαλονίκη. Εικόνα του τοπίου

Σχ. 2 Θεσσαλονίκη. Πρόταση ανασύνταξης τοπίου

3.2 Σέρρες

Τοπίο οριακό, ήπιας μετάβασης από τους πρόποδες του Μενοίκιου στην πεδιάδα του Στρυμόνα. Αναπτύσσεται φυγόκεντρα, ακτινωτά και καμπυλόμορφα, κατά τις ισοϋψείς, με αναφορά την παλιά πόλη (Ανανιάδου-Τζημοπούλου και Τζιμοπούλου, 2006).
Σε ΝΔ ακτινωτή προς την πεδιάδα έκθεση, η πόλη επεκτείνεται αμφιθεατρικά μεταξύ ρεμάτων, από ασφαλή υψόμετρα προς ήπιες κλίσεις, μεταξύ 150 και 25μ., με σαφή υπέρβαση των φυσικών εμποδίων και φανερά ή όχι τα ίχνη τους, με το βασικό δίκτυο κατά τις ισοϋψείς, ιστορικά παράλληλα προς τα κάτω εξελισσόμενο και διαπλεκόμενο με εγκάρσιες κατευθύνσεις που τα ρέματα, παλιά και υπάρχοντα, διαγράφουν, τεταρτοκυκλικά και φυγόκεντρα προς την πεδιάδα (Σχ.3). Για την αναβάθμιση του αστικού τοπίου (Σχ.4) προτείνεται με συγκεκριμένους χειρισμούς:

Συνέχεια του ελεύθερου χώρου της πόλης. Ισόρροπη κατανομή και μελλοντικά

Κεντρική συνθετική ιδέα, στηριγμένη στην ιδιαιτερότητα του τοπίου

Πλεγματική δομή και διείσδυση του φυσικού περιβάλλοντος

Οικολογική αποκατάσταση και προστασία, απόλαυση τοπίου των ορίων Β.

Τονισμός των φυγοκεντρικών προοπτικών Ν και ΝΔ, απεγκλωβισμός της πόλης από την περιφερειακή της οριοθέτηση.

Ενίσχυση της φυγόκεντρης και κεντρομόλας σχέσης στον ιστό της πόλης.

Σχ. 3 Σέρρες. Εικόνα του τοπίου

Σχ. 4 Σέρρες. Αναβάθμιση αστικού τοπίου

3.3     Δράμα

Η πόλη εγγράφεται και μετεξελίσσεται σε ένα έντονα φυσικό τοπίο χαρακτηρισμένο από νερά (Ύδωρ-Ύδραμα -Δράμα). Αναπτύσσεται περίκεντρα γύρω από την παλιά πόλη και τον μεγάλο υγρότοπο. Επεκτείνεται σε βάρος των φυσικών πηγών. Τον Ν, ΝΔ προσανατολισμό της πόλης τονίζουν τα διασωθέντα νερά και η κίνησή τους από το κεντρικό πάρκο των πηγών της Αγίας βαρβάρας προς την πεδιάδα και τον Αγγίτη ποταμό. Ορεινοί όγκοι πλαισιώνουν τον ορίζοντα Βόρεια.  Στην περίκεντρη ανάπτυξη της πόλης γύρω από την παλιά περιαστική (Σχ.5), σήμερα αστική (Σχ.6) περιοχή των πηγών της Αγίας Βαρβάρας, εγγράφονται δυνατές προοπτικές, κατευθύνσεις, απόψεις, ανοίγματα και στροφές, δηλώνονται περιορισμοί και όρια, είσοδοι και οριοθετήσεις.

Η φυσιογνωμία του τοπίου καθορίζεται από την αίσθηση του έντονα φυσικού περιβάλλοντος χώρου, Φαλακρό ΒΑ και καλλιεργήσιμη πεδιάδα του Αγγίτη Ν, κυρίως όμως  από το κεντρικό και ΝΔ ρέον στοιχείο νερού, με τις πηγές και τις λίμνες, στο πάρκο της Αγίας Βαρβάρας. Το έργο με σεβασμό στα οικολογικά χαρακτηριστικά και την ιστορία της τοποθεσίας, συνιστά εφαρμογή νέου μοντέλου ανασύνταξης αστικών χώρων  με την μελέτη Αρχιτεκτονικής Τοπίου που για πρώτη φορά εμφανίζεται στον ελληνικό χώρο το 1982. Για την αναβάθμιση αστικού τοπίου (Σχ.7)

Το αστικό τοπίο με τις επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή των πηγών της Αγίας Βαρβάρας, περιέσωσε χαρακτηριστικά και ανέδειξε ταυτότητα και φυσιογνωμία της πόλης νερών.

Ωστόσο η ιδέα του πλέγματος αστικών υπαίθριων χώρων, αρθρωμένων στο ήδη υπάρχον υγροτοπικό πάρκο πρέπει να διευρυνθεί με προοπτική:

Τη συνέχιση του έργου διαμόρφωσης των πηγών νότια, σε συνδιασμό με την είσοδο της πόλης, την περιοχή των λαχανόκηπων και τα ρέματα Αγίας Βαρβάρας και Ξηροποτάμου.

Την ενίσχυση της κεντρομόλας σχέσης του αστικού ιστού με τον πυρήνα της Παλιάς Πόλης και τον αστικό υγρότοπο.

Τη συνέχεια του ελεύθερου χώρου της πόλης και την επέκτασή του προς το φυσικό περιβάλλον.

Σχ. 5 Δράμα. Περιαστικός πυρήνας Αγ. Βαρβάρα 1940

Σχ. 6 Δράμα. Αστικός πυρήνας Αγ. Βαρβάρα 1982

Σχ. 7 Δράμα. Αναβάθμιση αστικού τοπίου

3.4     Σιάτιστα

Τοπίο άγονο, βραχώδες στη νότια πλευρά του όρους Βέλια ή Σινιάτσικο, με εγγεγραμμένο, μεταξύ διαφόρων υψωμάτων, τον οικισμό σε δύο συνοικίες ως ανεξάρτητες ενότητες, τη Γεράνεια, χαμηλότερα και τη Χώρα, υψηλότερα. Μεταξύ οικισμού και φυσικού περιβάλλοντος παρεμβάλλεται τυπικός ομοιότυπος γεωργικών εκτάσεων ως συνέχεια της οργανικής ανάπτυξης της πόλης στο ανάγλυφο, σε σύνδεση με τη χαρακτηριστική δομή του οικιστικού ομοιότυπου.

Ο παραδοσιακός χαρακτήρας, ιστού και κτισμάτων κατάφερε να διατηρηθεί με ελάχιστες διαφοροποιήσεις στο πέρασμα των χρόνων. (Σχ. 8)

Για την αναβάθμιση (Σχ. 9) του αστικού τοπίου (Παπαπέτρου, 2005) προτείνονται:

Διατήρηση των ορίων των συνοικιών.

Επέκταση του οικισμού ορεογραφικά με προστασία και αποκατάσταση του περιαστικού γεωργικού τοπίου.

Ανάκτηση εγκαταλειμμένων και υποβαθμισμένων υπαίθριων χώρων.

Αποσυμφόρηση του μοναδικού σήμερα δρόμου

Αποκατάσταση συνέχειας των παραδοσιακών αστικών πυρήνων, μέσω των πλατειών στον κεντρικό δρόμο.

Αειφορική προοπτική οικοσυστήματων και τοποθεσίων.

Σχ. 8 Σιάτιστα. Εικόνα του τοπίου

Σχ. 9 Σιάτιστα. Πρόταση αρχιτεκτονικής τοπίου για την πόλη και επέκταση

3.5     Βέροια

Δύο χαρακτηριστικές ή ομοιογενείς ενότητες τοπίου προσδιορίζονται στο Σχέδιο αναβάθμισης αστικού τοπίου (Δήμος Βέροιας, 2010). Η δυτική με τον Τριπόταμο και η ανατολική παρειά του παλαιότερου αναπτύγματος της πόλης.

Αναδεικνύεται κεντρική συνθετική ιδέα  (Σχ.10) και προβάλλεται εικόνα κλειδί για την κατανόηση του κρυμμένου τοπιακού χαρακτήρα, ενώ συσχετίζονται οι δύο ταυτόχρονα οριακές ιδιαιτερότητες της πόλης προς το ευρύτερο περιβάλλον.

Σχεδιάζεται (Σχ.11) και υλοποιείται δίκτυο, σύγχρονος αστικός ιστός ως χώρος ενιαίος, συνεχής, με μη ορατές οριοθετήσεις, με κεντρικές εξυπηρετήσεις, προσβάσεις, διανομές κινήσεων, διευρύνσεων και αναδιαμορφώσεων, των ιστορικής σημασίας τοποθεσιών και δημόσιων χώρων, οι πλατείες και πάρκα Ελιάς, Τείχους, Αγ. Αντωνίου, Θεολόγου κ.α.

Σχ. 10 Βέροια. Κεντρική συνθετική ιδέα

3.6     Έδεσσα

Ο σχεδιασμός τοπίου για την αειφόρο προοπτική της Έδεσσας (ΑΠΘ, 2010) προτείνει, κατόπιν ανάλυσης τοπίου την ανάδειξη του φυσικού δυναμικού με την αναδιοργάνωση δικτύων υποδομών, αστικών υπαίθριων χώρων και διαμορφώσεις τοποθεσιών, ώστε η πόλη (Σχ.12) να αποκτήσει ανανεωμένη οικολογική και πολιτισμική ταυτότητα (Τσαλικίδης, 2010).

Οι σχεδιαστικές προτάσεις κατά Harvard/ΑΠΘ (Schwartz, Πολλάλης, 2010) αφορούν στα εξής έργα διαμόρφωσης τοπίου (Σχ. 13):

Κοιλάδα και καταρράκτες Άγρα. Παλιός υδροηλεκτρικός σταθμός.

Ανάκτηση του φράγματος. Φαράγγι.

Δίκτυο, ιστορικό κέντρο. Πάρκο στο φρύδι. Καταρράκτες

Γεωργική κοιλάδα/ οπωρώνες, κερασιές.

Χωριό δορυφόρος αντί οικιστικής επέκτασης

Κατ’ επέκταση, το έργο δίκτυο μπλε και πράσινων διαδρομών (Tsalikidis, Papapetrou, Gkoutziamanis, 2018), μέρος του ευρύτερου σχεδίου (Δήμος Έδεσσας, 2014) υλοποιεί προοπτικές βιωσιμότητας και αναπροσαρμογής του αστικού τοπίου.

Σχ. 12 Έδεσσα. Σχεδιασμός αστικού τοπίου

Σχ. 13 Έδεσσα. Προτεινόμενα έργα τοπίου

4. Συγκριτική διερεύνηση, συμπεράσματα

Η συγκριτική διερεύνηση των μελετών, έργων αρχιτεκτονικής τοπίου σύγχρονων ελληνικών πόλεων καθίσταται δυνατή μέσω της κοινής τους προσέγγισης.  Οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα.

Ανεξαρτήτως πληθυσμιακού μεγέθους (κατά τον χρόνο μελέτης: Θεσσαλονίκη 1057825, Σέρρες 54566, Δράμα 43485, Σιάτιστα 6547, Βέροια 43.158, Έδεσσα 18.229), ανεξαρτήτως φυσικού περιβάλλοντος (παραθαλάσσιο, πεδινό, ορεινό, ποτάμιο), διαπιστώνεται ότι:

Η ανάπτυξη των πόλεων καταχρηστικά συνήθως σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, έχει οδηγήσει σε υπερδομημένα αστικά τοπία, δύσκολα αναγνώσιμα, φυσικά και πολιτισμικά, στα όρια απώλειας της πλεονεκτικής τους ιδιαιτερότητας και ικανοχωρητικότητας.

Οι αστικοί υπαίθριοι χώροι είναι ελάχιστοι, άνισα κατανεμημένοι με συνήθως αποσπασματική αντιμετώπισή, σε ανασχεδιασμούς και αναπλάσεις.

Η ιδιαιτερότητα του αστικού τοπίου, κρυμμένη συνήθως, δυνάμει προς αποκάλυψη ή ανάδειξη, επιτρέπει και επιβάλλει το χειρισμό και ανασύνταξη του αστικού χώρου.

4.1     Προοπτική βιωσιμότητας και προσαρμοστικότητας για τη σύγχρονη ελληνική πόλη αποτελούν:

Η άμεση και ουσιαστική αλλαγή πολιτικής διαχείρισης του αστικού χώρου, η διασφάλιση νέου και ο ανασχεδιασμός του συνολικά

Ο επαναπροσδιορισμός της πόλης ως προς τα φυσικά της όρια, τις συνέχειες και επεκτάσεις.

Η ανασύνταξη του αστικού τοπίου επιτυγχάνεται μέσα από τις εγκαταλελειμμένες και υποβαθμισμένες σήμερα τοποθεσίες, τα στρατοπέδα, ρέματα, λατομεία, τις χωματερές, περιοχές πρώην βιομηχανικών ή εκθεσιακών εγκαταστάσεων, τους κακοποιημένους υγροτόπους. Σε συνδέσμους και δίκτυα αρθρωμένοι, κατάλληλα σχεδιασμένοι, αποτελούν υποθήκη αστικής βιωσιμότητας αλλά και περιβαλλοντικής αναβάθμισης, βελτίωσης του μικροκλίματος, μείωσης της ατμοσφαιρικής και ρύπανσης των υδάτων, προοπτική αντιμετώπισης των κατ’ όνομα κρίσεων και κλιματικής αλλαγής.

Η περιβαλλοντική αναβάθμιση, αειφορία και προσαρμοστικότητα, βρίσκουν εφαρμογή στο σχεδιασμό του χώρου των πόλεων με τα έργα της αρχιτεκτονικής τοπίου, κατά τις σύγχρονες τάσεις στην κατεύθυνση της κοινωνικό-οικολογικής και αντιληπτικής ανάγνωσης του τοπίου που οραματίζεται και σχεδιάζει αστικά δίκτυα ζωής και υποδομών, ποιοτικά αστικά περιβάλλοντα, ως έργα τέχνης και πολιτισμού, έργα της κοινωνίας και της οικολογίας.

Βιβλιογραφία
Ananiadou – Tzimopoulou, M., Bourlidou, 2017. A., Urban Landscape Architecture in the Reshaping of the Contemporary Cityscape, 10P Conference Series: Mater. Sci. Eng. 245042050
Girardet, H., 2004. Cities People Planet – Liveable Cities for a Sustainable World, Wiley – Academy, Chinchester
Masbougni, A., (ed.), 2001. Penser la ville par le paysage, Projet Urbain, Editions de la Villette, Paris
Tsalikidis I., Papapetrou Ph., Gkoutziamanis M., 2018. Blue and Green Corridors in Edessa, Landscape Architecture as a common ground, IFLA Europe Exhibition of Landscape Architecture, Projects in Europe, Krakow-London
Turner, T., 1966. City as landscape: A post – modern view of design and planning, E and FN Spoon – Chapman and Hall, London
Ανανιάδου- Τζημοπούλου, Μ.  και Τζιμοπούλου Σ, 2005. Σέρρες. Αστική Αναβάθμιση μέσα από την Αρχιτεκτονική, ή Τέχνη του, Τοπίου, Δώρο, Τιμητικός Τόμος στον καθηγητή Ν. Νικονάνο, ΠΣ, ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων και 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκη
Ανανιάδου-Τζημοπούλου Μ., 2018. Αρχιτεκτονική Τοπίου, Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Αρχιτεκτονική αστικού τοπίου, Κριτική και Θεωρία, Σύγχρονες Τάσεις Σχεδιασμού Τοπίου, Τόμος Β’, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη
ΑΠΘ, Τσαλικίδης Ι., Schwartz M., Πολλάλης, Σπ., 2010. Σχεδιασμός τοπίου για την αειφόρο προοπτική της Έδεσσας, ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ & Harvard Graduate School of design, Θεσσαλονίκη
Δήμος Βέροιας, ΑΠΘ, 2010. Ολοκληρωμένο σχέδιο αναβάθμισης αστικού τοπίου στη Βέροια, Θεσσαλονίκη
Δήμος Έδεσσας, ΑΠΘ, 2014. Σχέδιο ανάδειξης του δήμου Έδεσσας σε υπερτοπικό πόλο οικο-πολιτιστικού τουρισμού και αναψυχής, Θεσσαλονίκη
Δήμος Σερρών, ΑΠΘ, 2000. Αναβάθμιση της πόλης των Σερρών: Πρόγραμμα Πρότυπων Ερευνητικών μελετών και πιλοτικό πρόγραμμα υλοποίησης, Θεσσαλονίκη
Μπουρας, Χ., Φιλιππίδης, Δ., (εκδ), 2013. Αρχιτεκτονική, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα
ΟΡΘΕ, ΑΠΘ, 2004. Στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο για το πράσινο στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη
Παπαπέτρου Φ., 2005. Αναβάθμιση τοπίου των ελληνικών πόλεων. Σιάτιστα Κοζάνης, Μεταπτυχιακή Διατριβή, ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
Πυθαγόρας, ΑΠΘ, 2007. Συγκριτική Έρευνα αρχιτεκτονικής τοπίου σε σύγχρονες ελληνικές πόλεις: Μεταμορφώσεις και Αναβάθμιση περιβάλλοντος
Τρατσέλα, Μ., 2011. Αρχιτεκτονική του τοπίου της Θεσσαλονίκης. Ο ρόλος της χρονικότητας στο σχεδιασμό του τοπίου, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, ΠΣ, ΑΠΘ
ΥΧΩΠ, ΕΠΑ, 1982-84. Ειδική Χωροταξική μελέτη τοποθεσίας Αγ. Βαρβάρας Δήμου Δράμας, Θεσσαλονίκη

Comments are closed