Αστικά υδρο-δίκτυα – Η υδάτινη διαχείριση ως (σχεδιαστική) πρόκληση

Φ. Ηλιοπούλου

Περίληψη

Το ελληνικό αστικό τοπίο χαρακτηρίζεται από μια βαθιά δομική, εννοιολογική αντίφαση: από τη μια επιδιώκεται μέσω του εκάστοτε σχεδιασμού τοπιακών διαμορφώσεων η ένταξη του υδάτινου στοιχείου στο αστικό περιβάλλον και από την άλλη, η «εκκωφαντική» απουσία διαχείρισής του αναστέλλει τον ρόλο του ως δυναμικό μέσο ενεργοποίησης τοπιακών μεταμορφώσεων.

Η συνήθης αστική εμπειρία περιλαμβάνει είτε την αλόγιστη κατανάλωση του υδάτινου στοιχείου με τρόπο οικονομικά ασύμφορο είτε την -συχνά- δυσάρεστη επαφή του κοινού μαζί του σε περιόδους έντονης βροχόπτωσης ή σε περιοχές με έντονο ανάγλυφο. Οι ποικίλες αστικές χρήσεις γης, οι οποίες συμβάλλουν σ’ ένα κοκτέιλ τοξικών ουσιών που εισέρχεται στον υδροφόρο ορίζοντα, σε συνδυασμό με τις μη πορώδεις επιφάνειες και την ελλιπή φύτευση εντός του πολεοδομικού ιστού, καθιστούν την διαχείριση του υδάτινου στοιχείου ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αστικής ευθύνης.

Αναδύεται συνεπώς, μια «κοινωνική ανάγκη» για ένα πλαίσιο δημιουργίας και ενίσχυσης του αστικού πρασίνου μέσω ενός συστήματος υδρο-δικτύων, το οποίο αφενός θα προσδιόριζε τον έλεγχο ροής του νερού και αφετέρου θα συνέβαλλε στην επεξεργασία του από βλαβερές ουσίες μέσω της χρήσης φυτευτικών μέσων για το φιλτράρισμα του.

Οι διεθνείς πρακτικές στον τομέα αυτόν εντάσσουν το υδάτινο στοιχείο σε μια γενικότερη φιλοσοφία προστασίας και αξιοποίησης των ιδιοτήτων του με σαφή στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Τα υπό μελέτη έργα κατηγοριοποιούνται σε τρεις προγραμματικές θεματικές (αστικές τυπολογίες) με γνώμονα την κλίμακα τους (πάρκα – πλατείες – οδοί) και δρουν ως καταλύτες αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος, προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον για την συνολική θεώρηση του αστικού χώρου ως τόπου σύγκλισης κοινωνικών, πολιτισμικών και οικολογικών συνιστωσών.

Εισαγωγή

Η συνήθης αστική εμπειρία περιλαμβάνει είτε την αλόγιστη κατανάλωση του υδάτινου στοιχείου με τρόπο οικονομικά ασύμφορο είτε την -συχνά- δυσάρεστη επαφή του κοινού μαζί του σε περιόδους έντονης βροχόπτωσης ή σε περιοχές με έντονο ανάγλυφο. Συνεπώς, η διαχείριση του υδάτινου στοιχείου αποτελεί ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αστικής ευθύνης. Οι σχετικά πρόσφατες πλημμύρες στην Μάνδρα Αττικής επανέφεραν στο προσκήνιο συζητήσεις περί αντιμετώπισης της πηγής προελεύσεως του υδάτινου αυτού όγκου με στόχο να επιλυθεί ένα ζήτημα όχι απλά αστικού σχεδιασμού αλλά τελικά, ανθρώπινης επιβίωσης.

Θεωρητικό πλαίσιο

Η επιστημονική στοιχειοθέτηση της ανάγκης ενασχόλησης με την διαχείριση του υδάτινου στοιχείου προέρχεται από την Αμερικανική Δασική Υπηρεσία που έχει υπολογίσει πόσο αξίζει… ένα δέντρο! Ένα δέντρο ύψους δεκαπέντε μέτρων στην Ουάσινγκτον αποθηκεύει ενάμισι τόνους διοξειδίου του άνθρακα και κατακρατεί εκατόν εικοσιτέσσερα γραμμάρια διοξειδίου του θείου από την ατμόσφαιρα κάθε χρόνο. Για να αφαιρεθεί η ίδια ποσότητα αυτών των ρύπων από την ατμόσφαιρα, θα χρειαζόταν ετήσια δαπάνη πεντέμισι δολαρίων. Αν πολλαπλασιάσει κανείς αυτό το ποσό με τα σχεδόν δύο εκατομμύρια δέντρα της Ουάσινγκτον, τότε το αντίστοιχο όφελος ξεπερνά τα δέκα εκατομμύρια δολάρια. Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα, η πόλη της Ατλάντα στην Georgia, όπου η μείωση των δέντρων από 48% το 1974 σε 26% το 2006 συνετέλεσε στην αύξηση των επιφανειακών υδάτινων απορροών κατά 33% που μεταφράστηκε σε δαπάνες άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων για αντιπλημμυρικά έργα. Αντίστοιχα, στο Παρίσι οι πλημμύρες του 2016 –ακριβώς δέκα χρόνια μετά- κόστισαν άλλο ένα δισεκατομμύριο ευρώ.

Για τι είδους πόλεις λοιπόν σχεδιάζουμε; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το αστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσουμε τα σύγχρονα αλλά και μελλοντικά έργα αρχιτεκτονικής τοπίου και αστικού σχεδιασμού? Είναι σαφές ότι αναφερόμαστε πλέον σε πόλεις ανθεκτικές, δηλαδή σε πόλεις που έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται σε μελλοντικά σοκ και χρόνιες πιέσεις από την κλιματική αλλαγή, τις κοινωνικές αλλαγές (πχ. προσφυγικές ροές) και τις μεταβολές σε υποδομές και οικονομικά μεγέθη. Υπό αυτό το πρίσμα, η πρωτοβουλία «100 Ανθεκτικές Πόλεις» είναι μέρος μιας δέσμευσης εκατό εκατομμυρίων δολαρίων, που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Rockefeller για την προώθηση και την ενίσχυση της αστικής ανθεκτικότητας σε εκατό πόλεις απ’ όλο τον κόσμο, στις οποίες εντάσσονται τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη.

Μεθοδολογία

Αναλογιζόμενος κανείς την άμεση συσχέτιση αστικού πρασίνου και της συμβολής του στον τομέα της υδάτινης διαχείρισης σε αστικά περιβάλλοντα που φέρουν τις προαναφερθείσες χρόνιες πιέσεις,  γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αναδύεται μια «κοινωνική ανάγκη» για ένα πλαίσιο δημιουργίας και ενίσχυσης του αστικού πρασίνου μέσω ενός συστήματος υδρο-δικτύων, το οποίο αφενός, θα προσδιόριζε τον έλεγχο ροής του νερού και αφετέρου, θα συνέβαλλε στην επεξεργασία του από βλαβερές ουσίες μέσω της χρήσης φυτευτικών μέσων για το φιλτράρισμα του. Τα σύγχρονα μέτρα διαχείρισης του υδάτινου περιβάλλοντος συνίστανται στο τρίπτυχο ανάσχεση – διήθηση – διάχυση και ουσιαστικά, συνίσταται στην μείωση της επιφανειακής κυρίως απορροής των υδάτων και στην δημιουργία λιμνών ανάσχεσης, στο φιλτράρισμα των ομβρίων υδάτων και τέλος, στην διάχυση των καθαρών πλέον υδάτων σε αρδευτικά δίκτυα ή σε υπόγειες δεξαμενές συλλογής.

Οι διεθνείς πρακτικές στον τομέα αυτόν «αξιοποιούν» το υδάτινο στοιχείο ως δυναμικό μέσο ενεργοποίησης τοπιακών μεταμορφώσεων, με σαφή στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Τα έργα που θα παρουσιαστούν κατηγοριοποιούνται σε πέντε προγραμματικές θεματικές με γνώμονα την κλίμακα τους και δρουν ως καταλύτες αναβάθμισης του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος. Οι θεματικές αυτές αφορούν οδούς (“Bioswales”), βρόχινους κήπους (Rain gardens), πλατείες (νερού), ποταμούς (αποκατάσταση + τεχνικές βιοτεχνολογίας εδάφους) και τέλος, πάρκα (με βιομηχανικά κατάλοιπα).

Ανάλυση

Που έγκειται συνεπώς, το πρόβλημα? Στις ποικίλες αστικές χρήσεις γης, οι οποίες συμβάλλουν σ’ ένα κοκτέιλ τοξικών ουσιών που εισέρχεται στον υδροφόρο ορίζοντα, σε συνδυασμό με τις μη πορώδεις επιφάνειες και την ελλιπή φύτευση εντός του πολεοδομικού ιστού.

Ως προς την επίλυση του θέματος αυτού, τρεις πολιτείες των Η.Π.Α. έχουν εκπονήσει πιλοτικά προγράμματα διαχείρισης των ομβρίων υδάτων και ένταξης τους σε έργα τοπιακών αστικών διαμορφώσεων. Στην πρώτη πολιτεία, στην Μασαχουσέτη, το 2008 εκπονήθηκε στο Graduate School of Design στο Harvard University μελέτη από διεπιστημονική ομάδα στην οποία συμμετείχε και η υπογράφουσα και η οποία βραβεύτηκε με το «Research Honor Award» στα «Φοιτητικά Βραβεία 2008» της Αμερικανικής Ένωσης Αρχιτεκτόνων Τοπίου (ASLA). Η μελέτη αυτή εξέταζε την εισαγωγή μισού εκατομμυρίου δέντρων στην νότια Βοστώνη με στόχο την μείωση των επιφανειακών υδάτινων απορροών. Η πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη το ανάγλυφο του εδάφους, τις κλιματολογικές συνθήκες και τις κοινωνικές ανάγκες της περιοχής, στηρίχτηκε σ’ ένα σύστημα «ανάσχεσης – διάχυσης» των ομβρίων υδάτων όπου κεντρικό ρόλο κατέχουν τα δέντρα, ως διηθητικό μέσο. Η πρωτοτυπία της μελέτης έγκειται όχι στην εισαγωγή νέων στοιχείων στο αστικό περιβάλλον αλλά στην αξιοποίηση των υφιστάμενων πάρκων, χώρων στάθμευσης και κεντρικών οδικών αρτηριών ως μέσων ανάσχεσης των ομβρίων υδάτων.

Στην δεύτερη πολιτεία, στην Πενσυλβάνια, η πρωτεύουσα της η Φιλαδέλφεια, οραματίστηκε μια πόλη-«σφουγγάρι» και στο πλαίσιο αυτό και σε μικροκλίμακα αστικής οδού, πρότεινε την συλλογή των ομβρίων υδάτων, το φιλτράρισμα τους μέσω κατάλληλων φυτεύσεων και στην συνέχεια, είτε την διάχυση τους προς άρδευση άλλων στοιχείων είτε ακόμα και την υπόγεια αποθήκευση τους. Ο μηχανισμός αυτός επιτυγχάνεται μέσω της εισαγωγής των bioswales δηλαδή, βιο-κοιλοτήτων στο έδαφος ή αλλιώς, οικολογικών βυθίσεων του εδάφους.

Στην τρίτη πολιτεία, το Oregon, στο πλαίσιο του «Προγράμματος Διαχείρισης Ομβρίων Υδάτων» της πόλης του Portland, εκπονήθηκαν έργα που αφορούσαν την μετατροπή τοπικών οδικών αρτηριών σε «πράσινες οδούς», προωθώντας την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού σε οικολογικά θέματα. Στις σημειακές αυτές παρεμβάσεις, μια σειρά από «ζαρντινιέρες» κατάλληλα σχεδιασμένες και με το ενδεδειγμένο σε κάθε περίπτωση φυτικό υλικό, συλλέγουν και φιλτράρουν τις επιφανειακές υδάτινες απορροές, μειώνοντας την ταχύτητα τους και αποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τις φυσικές υδρολογικές λειτουργίες σε αστικό περιβάλλον. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι παρεμβάσεις αυτές αποτέλεσαν πιλοτικές εφαρμογές που υλοποιήθηκαν σε ολόκληρη την πόλη, συμβάλλοντας στην μείωση της απορροής των επιφανειακών υδάτων κατά 70% και με κόστος κάτω των είκοσι χιλιάδων δολαρίων ανά έργο!

Στην επόμενη κατηγορία, αυτή των βρόχινων κήπων, η λειτουργία της ανάσχεσης και διήθησης των ομβρίων υδάτων συνυπάρχει επί ίσοις όροις με την αισθητική απόλαυση αυτών των κήπων, δημιουργώντας εναλλαγές μεταξύ άνυδρων και υγρών τοπίων ανάλογα με το ποσοστό βροχόπτωσης.

Ανάλογη λογική ακολουθείται και στην ακόλουθη κατηγορία, αυτή του σχεδιασμού πλατειών νερού, με χαρακτηριστικότερα τα παραδείγματα δύο υπαίθριων δημόσιων χώρων στην Γαλλία. Στον πρώτο, στην κεντρική πλατεία στο Gondrecourt le Château, η έντονη κλίση μεταξύ βόρειου και νότιου τμήματος της καθιστούσε επιτακτική την διαχείριση των ομβρίων υδάτων. Η ανάπλαση της στηρίχτηκε ακριβώς στην εισαγωγή στοιχείων που ενεργοποιούνται (πχ. καταρράκτης) ή αποκτούν άλλη μορφή (πχ. ρυάκι) όταν πέσουν οι πρώτες σταγόνες. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι ποιότητες του αστικού χώρου δεν αφορούν μόνο οπτικά χαρακτηριστικά αλλά και ηχητικά καθώς το νερό κυλά πάνω σε ανισόπεδες επιφάνειες.  Αντίστοιχο παράδειγμα και η πλατεία του Καθεδρικού ναού (Place de l’Evêché) στο Saint-Pol-de-Léon, όπου η διαμόρφωση του αναγλύφου της με σχιστόλιθους επιτρέπει την ανάσχεση των ομβρίων υδάτων, το φιλτράρισμα τους μέσα από ειδικές φυτικές κοιλότητες και την διάχυση τους στην κρήνη της πλατείας.

Εμμένοντας στην ίδια θεματική ενότητα, αξίζει να εστιάσει κανείς σε δύο τελευταίες πλατείες, εκ των οποίων η πρώτη βρίσκεται στο Tanner Springs Park στο Όρεγκον των ΗΠΑ, και θεωρείται ένα πετυχημένο πάρκο ως προς τον συνδυασμό αρχών οικολογίας, υδάτινης διαχείρισης και κοινωνικής αποδοχής. Το πάρκο δημιουργήθηκε σε πρώην εγκαταλειμμένο βιομηχανικό τοπίο και ο σχεδιασμός του είχε σαφή αναφορά στον υδροβιότοπο που προϋπήρχε, προτού αυτός αποξηρανθεί για την υποδοχή βιομηχανικών χρήσεων (πρώην αποθήκη υλικών σιδηροδρόμου). Με χειρουργική μαεστρία, η αστική επιδερμίδα ενός οικοδομικού τετραγώνου 60Χ60μ. αποφλοιώθηκε, καθιστώντας τμήμα της διαδικασίας συλλογής ομβρίων υδάτων από τους γύρω δρόμους εμφανές ενώ ταυτόχρονα, το υπόλοιπο τμήμα διοχετεύεται σε υδάτινη δεξαμενή δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του δρόμου και στο χαμηλότερο σημείο του πάρκου. Η λίμνη αυτή ορίζεται στη μία πλευρά της από τον «Τοίχο της τέχνης», μήκους εξήντα μέτρων, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από τις ράγες που βρέθηκαν στον χώρο αυτόν, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ζητήματα ένταξης καλλιτεχνικών και περιβαλλοντικών συνιστωσών (ανακύκλωση υλικών) σε έργα αρχιτεκτονικής τοπίου.

Η δεύτερη πλατεία, η πλατεία «Potsdamer» στο Βερολίνο της Γερμανίας, σχεδιάστηκε με γνώμονα την διερεύνηση της αισθητικής ποιότητας του υδάτινου στοιχείου σε αστικό περιβάλλον, με σαφείς αναφορές σε περιβαλλοντικά θέματα μείζονος σημασίας. Η σχεδιαστική πρόταση αφορούσε την συλλογή των ομβρίων υδάτων και την «εκμετάλλευση» τους in situ, με στόχο την δημιουργία ενός υπαίθριου δημόσιου χώρου με ψυχαγωγικές προγραμματικές διαστάσεις αλλά κυρίως, οικολογικά ενταγμένου στο αστικό περιβάλλον του. Περισσότερη από την μισή ποσότητα του συλλεγόμενου νερού χρησιμοποιείται για αρδευτικούς λόγους καθώς και για την υδροδότηση των καναλιών και της λίμνης, ενώ το υπόλοιπο διοχετεύεται στο σύστημα υγιεινής των γειτονικών κτηρίων και στο σύστημα πυρόσβεσης. Η συλλογή των ομβρίων υδάτων γίνεται σε πέντε υπόγειες δεξαμενές οι οποίες τροφοδοτούν το κατάλληλα σχεδιασμένο επίγειο υδρο-δίκτυο των καναλιών και της λίμνης περιοδικά, όπου εκεί κατάλληλα φυτικά υλικά αναλαμβάνουν το φιλτράρισμα του.

Η επόμενη κατηγορία αφορά στην αποκατάσταση των ποταμών ως ευκαιρία αστικής αναγέννησης, όπου ο σχεδιασμός στοχεύει στην δημιουργία χώρων αστικού πρασίνου και κοινωνικής διάδρασης, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας.

Δύο έργα χρήζουν ιδιαίτερης μνείας στον τομέα αυτόν, με το πρώτο να αφορά το ρέμα Cheong-gye-cheon στην Σεούλ της Κορέας, το οποίο μετατράπηκε σε ένα γραμμικό πάρκο μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων στην καρδιά της πόλης. Στις αρχές του 20ου αιώνα το ρέμα αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, ενώ κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, το ρέμα καλύφθηκε και τελικά, το 1976 κατασκευάστηκε κατά μήκος του υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος μήκους έξι χιλιομέτρων. Η αστικοποίηση οδήγησε στην υποβάθμιση του και στη μετατροπή του σε αποδέκτη λυμάτων και απορριμμάτων, με αποτέλεσμα να θεωρείται απαραίτητη η εξυγίανση της περιοχής. Οι αντίστοιχες εργασίες δρομολογήθηκαν σχετικά γρήγορα και το 2003 εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα αποκάλυψης του ποταμού και απομάκρυνσης του αυτοκινητόδρομου, με τις εργασίες να διαρκούν τρία χρόνια και να κοστίζουν ένα δισεκατομμύριο δολάρια.

Το ρέμα διασχίζει την πόλη με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, συναντά τον ποταμό Jung-nang-cheon ο οποίος εκβάλλει στον ποταμό Han και αυτός με τη σειρά του στην Κίτρινη Θάλασσα, καθιστώντας το ρέμα μέρος ενός ευρύτερου υδρολογικού συστήματος. Στο μέσο της διαδρομής του ποταμού διαμορφώθηκαν καθιστικά, σιντριβάνια και καταρράκτες, χώροι αναψυχής και εξέδρες σε άμεση επαφή με το νερό. Κατά μήκος του ποταμού δημιουργήθηκαν σε αρκετά σημεία μικρά έλη και βάλτοι με γηγενείς ιτιές, δημιουργώντας βιότοπους για ψάρια, πουλιά, αμφίβια και έντομα ενώ λίγο πριν τις εκβολές, το ρέμα διαπλατύνεται και οι παρόχθιες ζώνες καλύπτονται από πυκνή βλάστηση.

Στο πλαίσιο της αποκατάστασης έπρεπε να εξασφαλιστεί συνεχής ικανοποιητική παροχή νερού με τεχνικά μέσα, αφού το ρέμα παρουσίαζε περιοδική ροή, μόνο κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αφενός, με εκτροπή των υπόγειων υδάτινων οδών ώστε να τροφοδοτηθεί το ρέμα και αφετέρου, με την καθημερινή άντληση εκατόν είκοσι χιλιάδων τόνων νερού από τον ποταμό Han ώστε να εξασφαλιστεί συνεχής ροή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το έργο είχε σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη για την περιοχή, συμβάλλοντας στην αύξηση της βιοποικιλότητας και στην βελτίωση του μικροκλίματος ενώ παράλληλα, η αξία της γης αυξήθηκε κατά 50% σε ακτίνα πενήντα μέτρων από την παρέμβαση.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το Bishan Park στην Σιγκαπούρη και είναι το πρώτο του είδους του στην συγκεκριμένη περιοχή, συνιστώντας ουσιαστικά ένα έργο ανασχεδιασμού του προϋπάρχοντος πάρκου, το οποίο διασχίζει το ποτάμι Kallang. Το ποτάμι αυτο είναι το μεγαλύτερο της Σιγκαπούρης και διατρέχει το κέντρο του νησιού για δέκα χιλιόμετρα ωστόσο, τις δεκαετίες ’60 και ’70 κατασκευάστηκαν μπετονένια κανάλια εντός του πάρκου και σε μήκος τριών χιλιομέτρων, προς έλεγχο της ροής των υδάτων. Ο νέος σχεδιασμός του πάρκου έγινε πιο φυσικότροπος, με καμπυλόγραμμα σχήματα και ροές, αναπαριστώντας ακριβώς τη ροή του ποταμού. Παράλληλα, το συγκεκριμένο πάρκο δρα ως ένα τεράστιο σφουγγάρι σε περίπτωση πλημμύρας, αποστραγγίζοντας το νερό με φυσικές διαδικασίες. Στην αντιπλημμυρική αυτή προστασία, σημαντική είναι και η συμβολή του υποστρώματος του ποταμού που φέρει κροκάλες για επιβράδυνση της ροής των υδάτων καθώς και οι οφιοειδείς διατάξεις. Στις προγραμματικές δραστηριότητες του πάρκου εντάσσονται παιδικές χαρές κι εστιατόρια, ένα αμφιθέατρο χτισμένο από τα τσιμεντένια τοιχία του παλιού καναλιού και πολλοί υπαίθριοι χώροι για κοινωνικές διαδράσεις. Το πάρκο συνδέεται μέσω γέφυρας με την περιοχή κατοικίας γύρω από αυτό ενώ η άμεση πρόσβαση του χρήστη/επισκέπτη σε αυτό επιτυγχάνεται με την κατασκευή βιο-τεχνολογικών ήπιων πρανών. Σε κάθε περίπτωση, το πάρκο αυτό είναι ένα παράδειγμα εξαιρετικό ως προς τον τρόπο που μπορεί να λειτουργήσει ένα αστικό πάρκο ως οικολογική υποδομή, αντιπλημμυρική ζώνη, ζώνη βιοποικιλότητας, χώρο αθλοπαιδιάς και υποδομή υπεύθυνης χρήσης του νερού στην πόλη.

Η επισκόπηση των διεθνών παραδειγμάτων ολοκληρώνεται με την τελευταία κατηγορία, αυτή των πάρκων, όπου πρώην εγκαταλειμμένα βιομηχανικά τοπία, ήτοι πάρκα με βιομηχανικά κατάλοιπα, ενσωματώνουν κεντρικά στον σχεδιασμό τους την διαχείριση των ομβρίων υδάτων. Σε αυτά ανήκει και το πάρκο Qijiang στην πόλη Zhongshan της Κίνας, το οποίο συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου λόγω του μοναδικού του σχεδίου.

Κατασκευασμένο στην περιοχή που φιλοξενούσε παλιότερα τα κρατικά ναυπηγεία “Guangdong Shipyard”, ενός από τους μεγαλύτερους εργοδότες στην Κίνα την δεκαετία του ’50 με χίλιους πεντακόσιους υπαλλήλους, το πάρκο διατηρεί ακόμα τα κτηριακά κελύφη των εργατικών κατοικιών και κτηρίων σίτισης του συγκροτήματος. Αν και μικρό στην κλίμακα, απεικονίζει την ιστορία πενήντα ετών της σοσιαλιστικής Κίνας. Όταν το ναυπηγείο κήρυξε πτώχευση το 1999, ο δήμαρχος της πόλης άδραξε την μοναδική ευκαιρία δημιουργίας ενός τοποσήματος για την ίδια την πόλη, προσελκύοντας ξένα επενδυτικά κεφάλαια και τουρισμό.

Ο σχεδιαστικός στόχος ήταν η κατασκευή ενός πάρκου βασισμένου σε οικολογικές αρχές, με έμφαση στην αναψυχή και κυρίως, ενός πάρκου – μνημείου που καταγράφει την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά της περιοχής. Αν και η μόλυνση του εδάφους και των υδάτων ήταν δεδομένη λόγω της ύπαρξης του ναυπηγείου, οι κινέζικοι νόμοι δεν απαίτησαν την καταγραφή των ειδών της μόλυνσης και φυσικά ούτε και την διαδικασία καθαρισμού τους, με εξαίρεση την αφαίρεση των επιχρισμάτων στους κτηριακούς όγκους που διατηρήθηκαν.

Η πρόκληση για την αρχιτεκτονική ομάδα ήταν τριπλή: πρώτον, λύση στο θέμα της διακύμανσης του όγκου των υδάτων λογω παλίρροιας, δεύτερον, διατήρηση του υφιστάμενου αριθμού των δέντρων και τρίτον, ενσωμάτωση του βιομηχανικού εξοπλισμού στις προγραμματικές δραστηριότητες του πάρκου. Η πρώτη πρόκληση αντιμετωπίστηκε με τις υφιστάμενες γέφυρες ή με την δημιουργία νέων, οι οποίες καθόριζαν την κυκλοφορία των επισκεπτών, επιτρέποντας στα μη προσβάσιμα επίπεδα την ανάπτυξη ειδικών φυτών χωρίς την «ενοχλητική» ανθρώπινη παρουσία. Για την δεύτερη πρόκληση, οι κανονισμοί επέβαλλαν το πλάτος του ποταμού να αυξηθεί από εξήντα σε ογδόντα μέτρα, με στόχο την αντιμετώπιση πιθανής πλημμύρας – ένα φαινόμενο εξαιρετικά συνηθισμένο για την περιοχή αυτή. Το πρόβλημα ήταν ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αυτόματα το κόψιμο όλων των φίκων κατά μήκος της ακτής του ποταμού, γεγονός αδιανόητο για τους αρχιτέκτονες. Η λύση που επικράτησε ήταν τελικά αυτή της δημιουργίας μιας τάφρου πλάτους είκοσι μέτρων, παράλληλα με το ποτάμι, που θα λειτουργούσε ως μια ενδιάμεση ζώνη προστασίας ανάμεσα στο πάρκο και το ποτάμι, προστατεύοντας έτσι τα υφιστάμενα δέντρα. Η τρίτη πρόκληση ήταν και η πιο πολύπλοκη γιατί αφορούσε άμεσα την αποδοχή ή όχι του πάρκου ως ενός μνημείου διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Συμπεράσματα

Από τα προκείμενα παραδείγματα συνάγεται ότι η διαχείριση του υδάτινου περιβάλλοντος στηρίζεται σε μια διαδικασία «ανάσχεσης – διήθησης – διάχυσης» όπου η επιλογή των φυτικών ειδών είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του εκάστοτε έργου. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή συντελείται εξίσου πετυχημένα και κατά τρόπο «μη σχεδιασμένο»: τα υφιστάμενα δέντρα δρουν ως αστικοί σπόγγοι που απορροφούν τα όμβρια ύδατα και μειώνουν τις επιφανειακές απορροές, συμβάλλοντας στην καλύτερη ποιότητα του υδάτινου περιβάλλοντος και ενισχύοντας θεωρητικά την αστική υδρολογία με έναν πολύτιμο σύμμαχο.

Σε κάθε περίπτωση, τα έργα που παρουσιάστηκαν προσεγγίζουν το τοπίο ως μια διαδικασία κι επαναφέρουν το υδάτινο στοιχείο στο αρχιτεκτονικό -και όχι μόνο- προσκήνιο ως δυναμικό μέσο ενεργοποίησης τοπιακών μεταμορφώσεων που ενσωματώνουν ένα ευέλικτο αστικό πρόγραμμα, την κοινωνική εκπαίδευση και την ευφάνταστη σχεδιαστική δημιουργία.

Παραπομπές
Cantrell, B. E.  and Holzman, J. 2015. Responsive Landscapes: Strategies for Responsive Technologies in Landscape Architecture. London: Routledge.
Hoyer, J., Dickhaut, W., Kronawitter, L., Weber, B. 2011. Water Sensitive Urban Design: Principles and Inspiration for Sustainable Stormwater Management in the City of the Future. Berlin: Jovis.
Prominski, M., Stokman, A., Stimberg, D., Voermane, H., Zeller, S. 2012. River. Space. Design: Planning Strategies, Methods and Projects for Urban Rivers. Berlin: Birkhauser.

Comments are closed