Αστυακό Επιστημικό Τοπίο: Πολιτικές, Επιστημονικές, γενικές Πολιτισμικές επιρροές

Κ. Μωραΐτης

Περίληψη

Η πόλη, ως άμεση κοινωνική παραγωγή, αλλά και εμπρόθετος σχεδιασμός και κατασκευή, αποτελεί μάλλον το συνολικότερο, συνταρακτικότερο παράγωγο των νεωτερικών και σύγχρονων κοινωνιών. Συγκεφαλαιώνει σημαντικές πολιτικές κατευθύνσεις, οικονομικές μεταλλαγές, ιδεολογήματα, επιλογές κοινωνικών ηθών, ενώ μπορεί να συνδέεται επιπλέον με σημαντικές επιστημολογικές προτάσεις. Αποδίδει εντέλει, πληρέστερα από οποιανδήποτε άλλη συγκρότηση πολιτισμού, τον χώρο προς τον οποίο η γνώση κατευθύνεται προκειμένου να υλοποιηθεί, αλλά επιπλέον, με ουσιαστικό τρόπο, το κύριο ‘επιστημικό πεδίο’ από το οποίο η γνώση αυτή αναδύεται. Ο ισχυρισμός μας παραπέμπει στη σχέση της πολιτισμικής εκφοράς με το υλικό υπόβαθρο, φυσικό ή ανθρωπογενές, με το φυσικό ή δομημένο αστυακό τοπίο συνολικά. Αποκτά εντούτοις ιδιαίτερη ένταση, όταν απευθύνεται στην περιοχή του Δημόσιου Αστυακού Χώρου ειδικότερα.

Λέξεις κλειδιά Επιστημικό τοπίο, επιστημολογική ρήξη – rupture épistémologique, επιστημολογική τομή – coupure épistémologique, μετατόπιση παραδείγματος – paradigm shift, κοινωνική δυναμική της πόλης.

1       Αστυακό Πολιτισμικό Τοπίο

Κατ΄ αρχάς ο όρος ‘αστυακός’, ‘ο αναφερόμενος στην πόλη’, στο άστυ, αποφασισμένος να διαφοροποιηθεί από τον όρο ‘αστικός’ που απευθύνεται στην αστική οικονομική και πολιτική τάξη (Πολυχρονόπουλος 2017). Στη συνέχεια ο όρος ‘δημόσιος’… τι αντιπροσωπεύει; Υλικό ιδιοκτησιακό καταμερισμό που διαφοροποιεί περιοχές δημόσιες από άλλες ιδιωτικές, αν οι τελευταίες μπορούν να υπάρξουν απομονωμένες… ή αναφέρεται επίσης σε προσδιορισμούς υπερατομικού ήθους με χαρακτήρα εντέλει πολιτικό; Διαθέτει συνολικά η πολιτισμική παραγωγή, υλικών αντικειμένων, κατασκευών κάθε είδους, εκφραστικών πρακτικών, όπως και ιδεολογημάτων και επιστημονικών προσεγγίσεων, η παραγωγή γνώσης και η εφαρμογή της συνολικά, χαρακτηριστικά δημόσια; Αποδίδεται στην πόλη και ενισχύεται ταυτόχρονα από αυτήν;

Επιπλέον, μια ακόμη διερεύνηση σημασίας. Τι ακριβώς περιγράφει ο όρος ‘χώρος’; Την έκταση του υλικού υποβάθρου; Συνθήκες ‘εποπτείας’, αντίστοιχες με την υποθετική σταθερότητα του εδάφους; Παραπέμπει ταυτόχρονα σε ‘χώρους’ νοητικής προσέγγισης, συσχετισμένους με την παραγωγή γνώσης; Αποδίδει τότε ο ‘δημόσιος χώρος’, καθ’ ημάς το ‘δημόσιο τοπίο’ της πόλης, το ‘δημόσιο αστυακό τοπίο’, το ‘αστυακό πολιτισμικό τοπίο’, τον συγκερασμό όλων των μερών της πολιτισμικής παραγωγής που η διακήρυξη του συνεδρίου περιγράφει, κατακερματισμένα, με τις επιμέρους θεματικές του.

2        Η πόλη ως ευρύτατο ‘Επιστημικό’ πεδίο

Στην ιστορική πολιτισμική επισκόπηση που επιχειρεί ο Michel Foucault (Foucault 1966) εισάγει τους όρους ‘épistème’ και ‘epistémique’ που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε στους ελληνικούς ‘προ-επιστήμη’ και ‘επιστημικός’. Περιγράφεται με αυτούς, όχι μια περιορισμένη επιστημονική συνθήκη, αλλά γενικότερα το πεδίο του πολιτισμού, το σύνολο των κοινωνικών συσχετισμών, απ’ όπου σε κάθε ιστορική περίοδο η γνώση αναδύεται.

Αυτή ακριβώς είναι η πρόθεση της εισήγησής μας. Να παρουσιάσει μεθοδολογικά την κοινωνική δυναμική της πόλης ως πεδίο ‘επιστημικό’ ή, παραφράζοντας τον Michel Foucault, ως συνολικό ‘επιστημικό τοπίο’. Να μιλήσει, προσαρμόζοντας την ορολογία των Kuhn, Bachelard ή Althusser για ‘μετατοπίσεις παραδειγμάτων’ σε αυτό το τοπίο της πόλης, για ‘ρίξεις’ ή ‘τομές’ που παράγονται από εκφραστικούς, ιδεολογικούς, επιστημονικούς συσχετισμούς και πολιτικές προθέσεις που συνεπιδρούν, συναντούν το προϋπάρχον φυσικό υπόβαθρο, τις κάθε λογής κατασκευαστικές παρεμβάσεις και αποδίδουν, ακολουθώντας τις ιστορικές μεταβολές, την ‘ταυτότητα’ των κοινωνιών.

Ας συσχετίσουμε τις πρώτες Αναγεννησιακές αστυακές αναπλάσεις με την εδραίωση της προοπτικής, κύρια όμως με την ανάδυση μιας ενεργούς νέας τάξης παραγωγών και χρηματιστών. Την εποχή του Baroque, με τη χρήση της οπτικής προς χάριν χωρικού ελέγχου, αντίστοιχου με τις απαιτήσεις των καθολικών βασιλείων και της αντιμεταρρύθμισης. Ας συνεχίσουμε, αγγίζοντας τη νεωτερική εξέλιξη της πόλης, συσχετίζοντάς την με την ‘επανάσταση’ των μηχανών και τις ταυτόχρονες πολιτικές επαναστάσειες (Μωραΐτης 2012α, 2015). Μπορούμε ίσως να αντιμετωπίσουμε τα προηγούμενα ως σχολαστικές ιστορικές επισημάνσεις, αν δεν τις συνδέσουμε με τάσεις απόλυτα επίκαιρες. Με την ‘τοπιακή πολεοδομία’, συνυφασμένη με το πολιτικό εντέλει διακύβευμα της αειφορίας. Επίσης με την τοπολογική και παραμετρική διατύπωση του αστυακού σχεδιασμού, συνυφασμένη με την τοπιακή μεταφορά, ως συνολικό πρότυπο εδαφικού υποβάθρου, κτιριακού παραδείγματος, ηλεκτρονικής προσομοίωσης. Αλλά η προσέγγιση αυτή μπορεί να συσχετιστεί επίσης με την ‘άτυπη-informal’ αστυακή συνθήκη, συνθήκη διαρκούς μεταλλαγής, πιθανότατα ανάλογη με τη διαρκή μεταλλαγή του τοπίου, την οποία οφείλουμε να αποδεχθούμε ως διαδικασία μετασχηματισμού και να προβλέψουμε τις επιπτώσεις της.

  • ‘Eπιστημική’ περιήγηση στο αστυακό τοπίο:

Αναγέννηση και Baroque

Στο πλαίσιο ανάλογων συσχετισμών η Ιταλία του 15ου και 16ου αιώνα, αποδίδει την πρώτη οργανωμένη νεότερη απαίτηση πολιτικής προβολής, με κεντροθετημένες αστυακές και τοπιακές αναπλάσεις. Η αναγεννησιακή Φλωρεντία ανασυγκροτεί το αστυακό της κέντρο, την Piazza del la Signoria και τον παλαιότερο διοικητικό πυρήνα του Palazzo Vecchio έως τη νεότερη Piazza del Duomo, με εμβληματικές κατασκευές γοήτρου, με τον καθεδρικό της Santa Maria del Fiore, το Βαπτιστήριο, το Campanile (Μωραΐτης 2011, 2015). Η γενναιότατη αυτή σύνθεση που πραγματοποιείται σε εύρος χρόνου και ενισχύεται, στη συνέχεια, με προσθήκες και άλλων κτιριακών συγκροτημάτων και διαμορφώσεων, επιμένει να προβάλει τη Φλωρεντία ως υπόδειγμα πολιτιστικής, οικονομικής, πολιτικής εντέλει ισχύος μιας καινοφανούς κοινωνικής τάξης με ταυτότητα αστική. Η αρχιτεκτονική και η ανάπλαση της πόλης επομένως, επιχειρούν να ενισχύσουν τον πολιτικό ‘ιστό’ της αναγεννησιακής κοινωνίας.. Να τον συσχετίσουν, να τον προβάλουν στον δομημένο αστυακό ιστό, επιδεικνύοντας μέσα από την αίγλη του χώρου την αίγλη νέων όρων διακυβέρνησης. Τους νέους αυτούς όρους πολιτικού κεντρικού ελέγχου, θεωρητικοί όπως ο Erwin Panofsky τις συσχετίζουν με συγκεκριμένους τρόπους παράστασης που δεν αποτελούν μόνο γεωμετρική εφαρμογή. Πολύ περισσότερο αποτελούν εκδήλωση μιας συνολικότερης πολιτιστικής θεώρησης που εφαρμόζεται και σε συγκροτήσεις χωρικές. Πρόκειται για την αναγεννησιακή προοπτική που συνιστά γεωμετρικό παράδειγμα παράστασης και ανακατασκευής της χωρικής πραγματικότητας, διαθέτοντας επιπλέον, πέρα από την εργαλειακή χρήση, το σχολιάσαμε ήδη, κύρος συμβολικό (Panofsky 1924), καθώς δηλώνει απαιτήσεις κεντρικού ελέγχου πάνω στον πραγματικό εξωτερικό χώρο και τη δομική του οργάνωση. Ώστε γεωμετρικές επιλογές, όπως και οικονομικές και πολιτικές απαιτήσεις ελέγχου, προβάλονται στο επίπεδο της παράστασης και του χωρικού σχεδιασμού, στο περιαστυακό τοπίο και, κύρια, στο αστυακό τοπίο και τις αστυακές διαμορφώσεις. Εν προκειμένω έχουμε την ευκαιρία να σχολιάσουμε, σε ένα πρώιμο παράδειγμα, την επιστημολογική σημασία της γεωμετρίας του σχεδιασμού και των χωρικών διαμορφώσεων. Αλλά επεκτείναμε ήδη αυτόν τον σχολιασμό, σε εύρος πολιτισμικό ή ‘επιστημικό’. Στο πλαίσιο αυτό η συσχέτιση κοινωνικής συνείδησης και μη συνειδητών παραγόντων, όπως με πηγαίο τρόπο εκδηλώνονται στο αστυακό πεδίο, τείνει να προσεγγίσει νεότερες επιστημολογικές θεωρήσεις που περιγράψαμε προηγούμενα και όρους μεταβολής της γνώσης. Τις ‘επιστημολογικές ρήξεις’ του Gaston Bachelard (1938), τις ‘επιστημολογικές τομές’ του Louis Althusser (1965), τις ‘αλλαγές παραδείγματος’ του Thomas Kuhn (1962) που δεν αναπτύσσονται στο εσωτερικό του ελεγχόμενου επιστημονικού στοχασμού μόνο. Πυροδοτούνται επίσης από γενικότερους πολιτισμικούς συσχετισμούς. Τότε όμως η ακολουθία των αστυακών μετασχηματισμών συνθέτει την αμεσότερη ανοιχτή χωρική βίβλο, την προφανέστατη ίσως παρουσίαση πολιτισμικών μεταβολών στις επιστήμες, όσο και στην καθόλου κοινωνική έκφραση. Διαθέτουν οι πλησιέστερες σε εμάς προτάσεις αστυακού σχεδιασμού και αναπλάσεων αντίστοιχη με την εποχή μας γεωμετρική επιστημονική υποστήριξη, νέους όρους παραγωγής της παράστασης της πόλης που επιμένουν να επιβληθούν στη δομική οργάνωση; Χαρακτηρίζονται από ανάλογη κρισιμότητα κοινωνικού ήθους και πολιτικών αναφορών;

Στο κείμενο Οι Λέξεις και τα Πράγματα, ο συγγραφέας επιλέγει, σχολιάζοντας το συνολικό πεδίο από το οποίο αναδύεται η γνώση κατά την εποχή του Baroque, το παράδειγμα του πίνακα Οι Ακόλουθες, Las Meninas του Velasquez (Foucault 1986: 27–44). Θα ήταν ίσως προτιμότερο να σχολιάσει τις μεγάλες κηποτεχνικές προτάσεις της εποχής, στο Vaux-le-Vicomte ή τις Βερσαλλίες που οι ιστορικοί δίκαια τις θεωρούν χωρικά υποδείγματα καθοριστικά και για τη θεώρηση του αστυακού σχεδιασμού. Χαρακτηρίζονται οι συνθετικές αυτές προσεγγίσεις, όπως και οι προηγούμενες αναγεννησιακές, από την εφαρμογή της προοπτικής γεωμετρίας που χρησιμοποιείται όμως με προθέσεις ψευδαίσθησης, παραμορφώνοντας την πραγματικότητα προς όφελος μιας κυρίαρχης ‘ηγεμονικής’ θέσης, απρόσιτης για τον επισκέπτη του χώρου.

  • Η Ολλανδική πόλη του 17ου αιώνα:

Νέες πολιτικές συνθήκες, νέα χωρική συγκρότηση

Στον αντίποδα της προηγούμενης ψευδαισθησιακής παραμόρφωσης, της anamorphosis, την ίδια ακριβώς περίοδο, μια άλλη κοινωνία διαφορετικής πολιτικής δομής, χρησιμοποιεί τη γεωμετρία όχι ως μέσο συγκάλυψης αλλά τουναντίον, ως αποδεικτικό στοχασμό ικανό να υποδείξει με τρόπο εναργή και αυτήν ακόμη τη συνέπεια ηθικών επιταγών… Ethica ordine geometrico demonstrata (Spinoza 2009, Μωραΐτης 2012β). Με την αναφορά αυτή, στην Ηθική του Baruch Spinoza, μετακινούμαστε στην Ολλανδία του 17ου αιώνα, με πρόθεση να αναφερθούμε σε χωρικές θεωρήσεις που συνδέονται με σειρά αλλαγών. Αλλαγή φιλοσοφικών και επιστημονικών κατευθύνσεων, αλλαγή όρων παράστασης, αλλαγή όρων προσέγγισης του τοπίου και της αστυακής συγκρότησης. Μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κριτικά τον πολιτισμό του 17ου αιώνα, όπως αυτός εκδηλώνεται στην Ολλανδία, με τη σύγχρονή εκδήλωση του γαλλικού Baroque που χαρακτηρίζεται όμως από διαφορετικό οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό πλαίσιο συγκρότησης. Έτσι, στο Amsterdam του 17ου αιώνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά δημόσιο αστυακό πάρκο, το Πάρκο με τα Παγώνια (Μωραΐτης 2012α: 338-339, 2015: 188-189), προορισμένο να εκφράσει την ποιότητα ζωής της νέας ισχυρής αστικής τάξης και την εμφανή ολλανδική τοπιοφιλία.

Επαναλαμβάνουμε επισήμανσεις οι οποίες παρουσιάζονται ίσως ως προφανείς και θεωρητικά αυτονόητες. Ο χαρακτήρας των αστυακών περιοχών, σε κάθε ιστορική περίοδο, του δημόσιου χώρου ιδιαίτερα, συνδέεται με πολλαπλές κοινωνικές τάσεις της περιόδου και αποτελεί πεδίο εκκόλαψης, όπως και πεδίο παρουσίασης συνολικών κατευθύνσεων που συγκροτούν τον πολιτισμό. Με την έννοια αυτή, η ολλανδική πρωτεύουσα του 17ου αιώνα περιγράφει το αυτονόητο. Εμφανίζεται ως συνάρτηση όλων όσων χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίοδο με τρόπο αποκαλυπτικότερο των λεκτικών περιγραφών.

2       Νεωτερικές και σύγχρονες αναφορές

2.1     Εμπορευματική ανάπτυξη και πόλεις των επαναστάσεων

Εξίσου αποκαλυπτική είναι η μεταβολή της δημοσιότητας στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, τον επόμενο αιώνα. Ο Walter Benjamin περιγράφει την εμφάνιση στοών στη γαλλική πρωτεύουσα ήδη πριν την Επανάσταση του 1789, ως συνέπεια της απαίτησης προώθησης βιομηχανικών προϊόντων, σε κτίρια με πρόσβαση δημόσια, διαμορφωμένα ώστε να εξασφαλίζουν καλλίτερη εκμετάλλευση του διατιθέμενου εμβαδού, σε σχέση με μεγαλύτερη έκταση επιφανειών προβολής εμπορευμάτων (Benjamin 1997, Buck-Morrs 1989). Επιπλέον η νέα δημοσιότητα του χώρου της πόλης, έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τη ‘φαντασμαγορία’ της αγοραστικής διαδικασίας και να εξασφαλίζει την άνεση του καταναλωτή-περιπατητή. Άνεση που συνεπικουρήθηκε από τις καινοτομίες των υάλινων και μεταλλικών στεγάσεων και του τεχνητού νυχτερινού φωτισμού. Ο Baudelaire συσχετίζει επιπλέον τη νέα αυτή τη χρήση της πόλης με νέα ήθη αστυακής καθημερινότητας.

…Και η επανάσταση; Πως παρεμβάλλεται η συνθήκη ρήξης στην ομαλή οικοδόμηση του αστυακού πλήρους και του αστυακού πορώδους; Θυμίζουμε πως ο δημόσιος χώρος της πόλης είναι η ‘σκηνή’ συγκρούσεων, επάλληλων συγκρούσεων που διαδέχονται η μια την άλλη, από το αρχικό σημείο ρήξης του 1789 έως την αποτυχημένη, αλλά καθοριστική για τη διαδοχή επόμενων συγκρουσιακών ανατροπών, Παρισινή Κομμούνα του 1871. Στις προηγούμενες συνθήκες σύγκρουσης που αναφέρονται στη γαλλική πρωτεύουσα, ο δημόσιος χώρος μετακινεί το ενδιαφέρον από την εμπορική ‘λάμψη’ στην κοινωνική ‘έκρηξη’. Υποδεικνύει πως οι αναπλάσεις του βαρόνου Hausmann δεν υπήρξαν αρκετές ώστε να περισώσουν την έννομη τάξη, ούτε να κατασιγάσουν τη δυσαρέσκεια των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Άλλωστε στο Λονδίνο επίσης, πρότυπο των παρισινών οσμαννικών αναπλάσεων, η πολιτιστική επιτήδευση αναπτύχθηκε παράλληλα με την απόγνωση των αστέγων, την εγκληματικότητα, τη διόγκωση της πορνείας, των ασθενειών, της θνησιμότητας. Ώστε Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης (Engels 1974) συμβιώνει, στον ίδιο δημόσιο χώρο, με την απαίτηση ανατροπής όπως και την πρόθεση καταστολής… Ο δημόσιος χώρος είναι εντέλει ο διεκδικούμενος χώρος της πολιτικής ταυτότητας, όπως και της συνολικής εκφοράς πολιτισμικών και πολιτιστικών επινοήσεων. Την επαύριον της Ρώσικης Επανάστασης, η αρχιτεκτονική πρωτοπορία απαιτεί την δυναμική, χρονικά ανελισσόμενη αρχιτεκτονική της πόλης και οι επαναστατημένοι avant-garde καλλιτέχνες ζητούν την Proletkult (Bogdanov 1920, πρβλ. Ginzburg 1982: 30), τη σύνδεση τέχνης και δημόσιας ελευθερίας.

2.2     Σύγχρονη πόλη: Τοπιακή ρευστότητα και προσέγγιση της φυσικής και κοινωνικής αστάθειας

Με τρόπο ανάλογο η σύγχρονη περίοδος αναφέρεται στον αστυακό χώρο με προσεγγίσεις χαρακτηριστικές για την επιστημική ιδιαιτερότητά της, συνθέτοντας πολλές από αυτές γύρω από την εννοιολογική βάση του τοπίου. Ώστε οι όροι ‘αστυακό τοπίο’ δεν αποδίδουν μόνο έναν γενικότερο χαρακτηρισμό, αναδρομικά εφαρμόσιμο σε πολλά ιστορικά παραδείγματα, αλλά ειδικότερα μια σημερινή οπτική προορισμένη να συσχετίσει πολλά επίπεδα αναφοράς ταυτόχρονα. Κατ’ αρχάς τη διογκούμενη απαίτηση ‘οργανικής’ συσχέτισης δομημένου και φυσικού, πολιτισμικής εκφοράς και υλικού υποβάθρου η οποία έχει πλέον επιβάλλει την κατεύθυνση της ‘τοπιακής πολεοδομίας – landscape urbanism’, όσο και τον χαρακτηρισμό ‘πολιτισμικό τοπίο – cultural landscape’, με ιδιαίτερη έμφαση εφαρμογής στο αστυακό πολιτισμικό τοπίο.

Αλλά οι προηγούμενοι όροι παραπέμπουν επίσης στην προωθημένη μαθηματική θεωρία, όπως και στην χρήση των υπολογιστών. Έτσι η εποπτεία του τοπίου περιγράφει την τοπολογική πρόσληψη, τη διαρκή μεταβολή επιφανειών σε αναλογία προς το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Ακόμη τη δυνατότητα παράστασης και επεξεργασίας μορφών μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε όλες τις δυνατές κλίμακες, από αυτήν του αναγλύφου της πόλης έως και του αντικειμένου. Ας θυμηθούμε πως ο Bernard Cache παραπέμπει στην πόλη της Λωζάνης, επίσης όμως στην κλίμακα του επίπλου (Cache 1995: 88).

Επιμένοντας στις νέες τεχνολογίες παραγωγής παραστάσεων, παρατηρούμε πως επιτρέπουν τη σχεδιαστική επεξεργασία μορφών, αστυακών μορφών εν προκειμένω, μέσω διαρκών ΄μορφογενέσεων’. Μορφογενέσεων οι οποίες υποκρύπτουν εντούτοις δομική σταθερότητα κανόνων. Η τελευταία διατύπωση φαίνεται να αντιστοιχεί στο επιστημολογικά κομβικό έργο του μαθηματικού René Thom, ‘Stabilité structurelle et morphogenèse – Δομική σταθερότητα και μορφογένεση’ (Thom 1972) και αποδίδει μάλλον μια ευρύτερη επιστημική επιθυμία των κοινωνιών μας. Την πιθανότητα τελικού ελέγχου της αστάθειας, ακόμη και της καταστροφικής αστάθειας. Στη θεωρία των Καταστροφών, ο ίδιος κορυφαίος μαθηματικός, υπόσχεται πως ακόμη και στην περίπτωση καταστροφής των μορφών, μπορούμε να υποδείξουμε επτά μόνο, τελικές νέες μορφές μετά την καταστροφή. Ο Δυτικός Λόγος επανακάμπτει; Υπόσχεται την τελική έστω πρόβλεψη; Η οποία δεν είναι βέβαια κατευναστική για τους οικολογικούς και πολιτικούς μας φόβους… για την αστάθεια των φυσικών οικοσυστημάτων, όπως και για την αστάθεια των κοινωνικών συγκρούσεων που δυστυχώς επιμένουν να εκρήγνυνται στον δημόσιο χώρο της πόλης.

Ώστε η αναφορά μας στη σύγχρονη πόλη, επανακάμπτει στην προσπάθεια να περιγράψουμε μεθοδολογικά την κοινωνική δυναμική της πόλης ως πεδίο ‘επιστημικό’ ή, παραφράζοντας τον Foucault, ως συνολικό ‘επιστημικό τοπίο’, επισημαίνοντας πως εμπλέκεται με πολιτικές, επιστημονικές, εκφραστικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τις εκάστοτε συνθήκες συγκρότησης του πολιτισμού. Ο όρος ‘τοπίο’ δεν αποδίδει μόνο την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών που διαθέτει ήδη χαρακτήρα πολιτικό. Διατρέχει επιπλέον όλο το εύρος των επιστημών ˑ τα τοπολογικά μαθηματικά και η θεωρία των καταστροφών αποτελούν εύγλωττες αναφορές. Συνδέεται ακόμη με τεχνολογικές και εκφραστικές τομές, όπως την ηλεκτρονική προσομοίωση. Τέλος επιτρέπει να συσχετίσουμε την ακαθοριστία των φυσικών στοιχείων, των φυσικών συστατικών του τοπίου, με την κοινωνική ακαθοριστία του αστυακού πολιτισμικού και πολιτικού τοπίου. Με τη διαρκή του μεταβολή, τη διαρκή ανατροπή των τύπων, με την αναγκαστική ‘άτυπη’ ταυτότητά του, με την εκ των πραγμάτων αστυακή μεταβολή της μορφής, την αστυακή ‘informality’ (Moraitis 2017). Υπονοούμε βέβαια πάντα πως η πόλη, το αστυακό τοπίο, αποτελεί κατεξοχήν πεδίο ανάπτυξης συνάψεων ανάμεσα στο υλικό, φυσικό ή ανθρωπογενές υπόβαθρο και τις πολιτισμικές όπως και πολιτικές σχέσεις.

Στο προηγούμενο κείμενο, ο Cache αναφέρεται στον όρο ‘objectivity’, περιγράφοντας την ιδιότητα του αντικειμένου, απέναντι στο οποίο προσπαθώ να τοποθετηθώ με όρους σταθερού ελέγχου. Αυτό το ‘αντικείμενο’, ισχυρίζεται, είτε προκύπτει από μετασχηματισμό επιφανειών είτε από μετασχηματισμό όγκων, δε μπορεί να θεωρηθεί ως σταθερή, παγιωμένη πραγματικότητα. Η ‘αντικειμενικότητα’ επισημαίνει, η ιδιότητα κάτι να συνιστά αντικείμενο, διαβρώνεται από την αναγωγή στον χρόνο. «Objectivity is eroded by time» (Cache 1995: 96). Κινούμαι, οι συνθήκες γύρω μου και γύρω από το υποθετικό ‘αντικείμενο’ μεταβάλλονται διαρκώς, οι όροι παραγωγής παραστάσεων προτρέπουν σε διαρκή κίνηση, η αντίληψή μου για τα πράγματα αλλάζει διαρκώς. Είναι γνωστή η σχέση του προηγούμενου συγγραφέα με τα συστήματα ηλεκτρονικής προσομοίωσης, γεγονός που επιτρέπει να συσχετίσουμε τις απόψεις του με τις σύγχρονες τεχνικές σχεδίασης. Αλλά μπορούμε να αποδώσουμε στην προηγούμενη πρόταση και ερμηνεία δεύτερη. «Δεν υπάρχει αντικειμενική θεώρηση γενικά, αντικειμενική αντίληψη γενικά, πέραν της χρονικής μεταβολής». Καμία επίκληση φυσικής ή κοινωνικής πραγματικότητας δε μπορεί να διεκδικήσει ‘αντικειμενική’ παρουσία, πέρα από τον χρόνο.

Εικόνα 1: Νεοκλασική πρόταση των Κλεάνθη και Schaubert για την Αθήνα.

Εικόνα 2: Ραμαζάνι εμπρός από το κεντρικό κτίριο της νεοκλασικής αθηναϊκής τριλογίας. Πόσο πολυσήμαντο είναι το αστυακό ‘τοπίο’; Πόσο πολλαπλά ‘πορώδες’, επιδεκτικό πολλαπλών πολιτισμικών, πολιτικών, θρησκευτικών, εθνοτικών παρεμβάσεων;

Επιστρέφω στον Δημόσιο Χώρο, στον αστυακό Δημόσιο Χώρο. Αποτελεί, για το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, το κατεξοχήν πεδίο μεταβολής της αντίληψής του για τα πράγματα, της συγκρουσιακής του σχέσης με τα πράγματα. Πεδίο επιβεβλημένων βεβαιοτήτων, προσπαθειών παγίωσης, επίσης χώρο διαρκών αναιρέσεων, ανατροπών. Τι προσπαθώ να αποδείξω; Τη διαρκή σύνδεση της ΄κινούμενης γης – terre meuble’, του μεταβαλλόμενου υλικού υποβάθρου, του μεταβαλλόμενου υλικού τοπίου, φυσικού ή ανθρωπογενούς, με μεταβολές του πολιτισμού, των κοινωνικών ηθών, των πολιτικών επιρροών. Επί δυο αιώνες, η παγκόσμια ‘ευκλείδεια’ βεβαιότητα θίγεται. Μαζί της σταδιακά θίγονται η εκφραστική σταθερότητα, η απαρέγκλιτη ‘συμμετρία’ του σχεδιασμού, η βεβαιότητα του Δυτικού κεντρικού πολιτικού Λόγου. Θίγεται εντέλει η βεβαιότητα πως η ιστορία μπορεί να παγιωθεί σε σχήματα πολιτικά, πολιτιστικά, χωρικά, ικανά να εξασφαλίσουν αδιαμφισβήτητη σταθερότητα, απαλλαγμένη από εσωτερικές ανισότητες και διαφορές. Εγελιανή διαλεκτική, εξέλιξη των ειδών, μεταβολή των κυττάρων, διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, επαναστάσεις και ανατροπές, παγκόσμιοι πόλεμοι, φουτουρισμός, σουπρεματισμός, ρώσικος κονστρουκτιβισμός, De Stijl, κυβισμός, χώρος χρόνος και αρχιτεκτονική, τοπολογικά μαθηματικά, η γη που κινείται, η εκρηκτική σύγχρονη απάντηση των παλαιότερων μεταναστών, η καθημερινή σημερινή προσφυγική ροή προς την πλούσια αποικιοκρατικής καταγωγής Δύση.

Όλα αυτά μαζί; Μπορώ να περιγράψω τον ορυμαγδό τους εξετάζοντας εντέλει όλες εκείνες τις προσλήψεις που στοιχειώνουν και γονιμοποιούν ταυτόχρονα τον δημόσιο αστυακό χώρο, το Δημόσιο Αστυακό Τοπίο;

Παραπομπές
Althusser, L. 1965: Pour Marx. Παρίσι: Éd. F. Maspero.
Bachelard, G. 1938: La Formation de l’esprit scientifique. Contribution à une psychanalyse de la connaissance objective. Παρίσι, Éd. Vrin.
Benjamin, W. 1997: Paris, Capitale du XIX Siècle. Le livre des passages. Paris: Les éditions du Cerf.
Bogdanov, A.A. 1920: “Puti proletarskogo tvorchestva”. Στο Proletarskaia kul’tura, αριθμοί 15-16, σσ. 50-52.
Buck-Morss, S. 1989: The Dialectics of Seeing. Walter Benjamin and the Arcades Project. Cambridge: MIT Press.
Cache, B. 1995: Earth Moves. The furnishing of Territories. Cambridge: MIT Press.
Engels, F. 1974: Η κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. Αθήνα: Εκδ. Μπάυρον.
Foucault, M. 1966: Les Mots et les Choses. Une archéologie des sciences humaines. Παρίσι: Éd. Gallimard.
Ginzburg, M. 1982: Style and Epoch. Cambridge: MIT Press.
Kuhn, T. 1962: The Structure of Scientific Revolutions. Chicago: University of Chicago Press.
Μωραΐτης, Κ. 2012α: Το Τοπίο πολιτιστικός προσδιορισμός του Τόπου. Αθήνα: Διδακτορική διατριβή Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ.
Μωραΐτης, Κ. 2012β: «Πως αποκαλύπτεται χωρικά το ήθος; ‘…Ordine geometrico demonstrato’». Στο Τσουκαλά Κ., κ.ά. (επιμ.): Τομές Ήθους και Χώρου. Θεσσ/κη: Εκδ. Επίκεντρο, σσ. 63-102.
Μωραΐτης, Κ. 2015: Η Τέχνη του Τοπίου: Πολιτιστική επισκόπηση των νεωτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων. Αθήνα: Ηλεκτρ. Εκδόσεις Κάλλιπος.
Moraitis, K. 2017: «Τυπικές σκέψεις με θέμα την ‘άτυπη’ αστική συνθήκη – Formal reasoning on the informal urban condition». Στο συλλογικό [In]formal Urbanism. Oberhausen, Verlag publishing company, σσ. 22-35.
Πολυχρονόπουλος, Α. 2017: «Το πλήθος ως παραγωγός, συστατικό στοιχείο και προϊόν του αστυακού τοπίου. Μια μελέτη της αστυκοποίησης μέσα από το Σχέδιο για τις Στοές του W. Benjamin». Αθήνα: Διπλωμ. Εργασία ΔΠΜΣ Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αρχιτεκτονική Σχεδιασμός του Χώρου.
Panofsky, E. 1924: Die Perspective als “Symbolische Form”. Warburg: Vorträge des Bibliothek.
Spinoza, B. 2009: Ηθική. Αθήνα: Εκδ. Εκκρεμές.
Thom, R. 1972: Stabilité structurelle et morphogenèse. Παρίσι: Inter-Éditions.

Comments are closed