Δημόσια Τέχνη στην Αθήνα – Δημόσιος Χώρος, Δημόσια Σφαίρα και συλλογικές καλλιτεχνικές πρακτικές

Α. Πινακάς

Περίληψη
Η σύνδεση της τέχνης με τον σχεδιασμό, η συλλογικότητα, η άρνηση του ψευδαισθητικού χώρου της εικόνας και οι ποικίλες δραστηριότητες σωματικής παρουσίας στους χώρους της επιχείρησαν να θέσουν νέες βάσεις στις σχέσεις τεχνών και αρχιτεκτονικής, σε μία προοπτική πολιτικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης.

Σήμερα, σε μία εποχή αστικού κατακερματισμού, ομοιογενοποίησης, αλλά και κρίσης στις σχέσεις τόπου και υποκειμένου, η αρχιτεκτονική και η τέχνη μοιράζονται κοινούς στόχους αναστοχασμού και ανασχεδιασμού της δημόσιας σφαίρας.

Βασικός άξονας της έρευνας είναι η μελέτη ομάδων που έδρασαν ή δρουν, ακόμα, συλλογικά από τη δεκαετία του 90 έως και σήμερα στην Αθήνα. Στόχος είναι η ένταξη των ομάδων στο θεωρητικό υπόβαθρο που τίθεται, καθώς και η συσχέτιση τους με βάση τις δράσεις τους. Ειδικότερα, οι κύριες έννοιες που αναλύονται είναι η δημόσια τέχνη, ο δημόσιος χώρος και η δημόσια σφαίρα, η συμμετοχική τέχνη και το πολιτικό στην τέχνη.

Τέλος, ανιχνεύεται ο ρόλος της Δημόσιας Τέχνης στον ελληνικό αστικό χώρο ως στοιχείο του κοινωνικού, πολιτιστικού και πολιτικού ιστού της πόλης.

1 Εισαγωγή
Η σημερινή στροφή της τέχνης προς το χώρο και τη διαδικασία, γίνεται με όρους σχεδιασμού, παρέμβασης και συμμετοχής. Ποιος είναι ο τόπος μίας παρέμβασης; Είναι ροή, επικοινωνία, διασταύρωση τόπων. Tο πεδίο παρέμβασης δεν ταυτίζεται μόνο με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου, αλλά με το σύνολο των διαδικασιών, θεσμών και ροών πληροφορίας που συσχετίζουν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα.

Αυτή η στροφή από το ιδιωτικό καλλιτεχνικό σύστημα έκφρασης και έκθεσης στην επιφάνεια του Δημόσιου χώρου και στις συλλογικές πρακτικές δημιουργίας επιτρέπει στην τέχνη να παράγει εμπειρία χώρου, να σκηνοθετεί και να υλοποιεί μικρο-περιβάλλοντα, να αλλάζει το νόημα του καθημερινού χώρου, χρησιμοποιώντας πολλά από τα μέσα της αρχιτεκτονικής: το σχεδιασμό, την οργάνωση χρήσεων, την κατασκευή, τη συνεργασία κ.α.

2. Παρεμβάσεις της Τέχνης στο Δημόσιο

Η έννοια του όρου Δημόσια Τέχνη περιλαμβάνει τη γλυπτική, την παραστατική τέχνη (performance), τον ακτιβισμό, την παρέμβαση στο χώρο και ένα εύρος καλλιτεχνικών πρακτικών που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν, έχουν όμως ως κοινό χαρακτηριστικό την ύπαρξη εντός της Δημόσια Σφαίρας, αλλά και την ύπαρξη για αυτή.

2.1 Δημόσιος Χώρος

Συζητώντας για την τέχνη στο Δημόσιο Χώρο, προϋποθέτει κανείς συνήθως μια μορφή χώρου ανέκαθεν υπαρκτή στον οποίο τοποθετούμε έργα τέχνης υπό μορφή αντικειμένων ή τον «σημαδεύουμε» με παρεμβάσεις καλλιτεχνικών πρακτικών.

Στο «παράδειγμα των φυσικών αντικειμένων» είναι σαφές ότι ο Δημόσιος χώρος θεωρείται ως κάτι που υφίσταται ως αστικός χώρος, ανεξάρτητα από τα αντικείμενα που έχουν εγκατασταθεί σε αυτόν. Τα αντικείμενα μπορεί να τον αναδιαρθρώνουν, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ως χώρος, ακόμη κι αν αυτά μετακινηθούν ξανά. Στη κατηγορία των μη αντικειμενοειδών πρακτικών ,από τη μία, είναι απολύτως δυνατό να ξεκινήσει κανείς από την αντίληψη ότι παρεμβαίνει σε κάποιον ήδη υπάρχοντα Δημόσιο χώρο, βασισμένος σε μία άκριτη αποδοχή της πρότερης γνώσης για το τι είναι πραγματικά Δημόσιο. Δηλαδή, μια παρέμβαση σε μια δημόσια πλατεία ή ένα πεζόδρομο θεωρείται αυτόματα ότι πραγματοποιείται στο Δημόσιο Χώρο. Από μια άλλη οπτική, το Δημόσιο δεν είναι δεδομένο εκ των προτέρων. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του Δημοσίου χώρου ως επεξεργασμένη θεωρητική κατηγορία και όχι ως απλή καθημερινή λέξη, θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από το Δημόσιο ως χώρο ή μέσο που υπάρχει από πριν. Γιατί τότε πρόκειται κυρίως για ένα ομοίωμα του Δημοσίου, το Ψευδοδημόσιο. Ο χώρος αυτός υφίσταται όλο και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση, χαρακτηρίζεται από περιορισμένη προσβασιμότητα, αποκτώντας όλο και περισσότερο το χαρακτήρα του Ψευδοδημόσιου, στον οποίο η πολιτική έκφραση παρεμποδίζεται ή απαγορεύεται και καταστέλλεται εξαρχής.

Το Δημόσιο δεν είναι χώρος με τη φυσική, ούτε με τη θεσμική έννοια. Αντιθέτως, αναδύεται μόνο – και πάντα εκ νέου – τη στιγμή της «σύγκρουσης» και της «διαμάχης». Εμφανίζεται μόνο όταν μια «σύγκρουση» αρχίζει να εκφράζεται με επιχειρήματα, και αποτυπώνεται σε αυτή την επιχειρηματολογία, όπου διαφορετικές θέσεις συγκρούονται και έρχονται σε επαφή με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Το Δημόσιο δεν αποτελεί απλά προϊόν αυτής της «σύγκρουσης», αλλά είναι η ίδια η «σύγκρουση» (Marchant 2008).

2.2 Δημόσια Σφαίρα

Η Τέχνη δεν είναι Δημόσια επειδή συμβαίνει στο Δημόσιο Χώρο, αλλά επειδή συμβάλλει στην ενεργοποίηση ή στην κατασκευή Δημόσιας Σφαίρας. Η κατασκευή της δημόσιας σφαίρας έχει διαφορετική έννοια από την παρέμβαση στο Δημόσιο Χώρο. Η παρέμβαση εννοείται ως μία πράξη σχεδιασμού ή εναπόθεσης αντικειμένου στο Δημόσιο Χώρο, ενώ η κατασκευή δημόσιας σφαίρας προϋποθέτει την εγκατάσταση επικοινωνιακών μηχανισμών που δημιουργούν συνθήκες δημόσιου λόγου ή δράσης. Η Δημόσια Τέχνη, υπ’ αυτή την έννοια, δημιουργεί πλαίσια όπου διαμορφώνονται πολιτικές ταυτότητες. Η Δημόσια Σφαίρα που εγκαθιστά η Δημόσια Τέχνη είναι η πολιτική Δημόσια Σφαίρα (Massey 2005).

H μετατόπιση της συζήτησης από το Δημόσιο Χώρο στη Δημόσια Σφαίρα επιτρέπει την αμφισβήτηση της ιδέας μίας συγκεκριμένης και σταθερής χωρικότητας. Δεν ενδιαφέρουν οι μορφές, οι χώροι, αλλά οι διακυμάνσεις της εμπειρίας και της γνώσης γύρω από δίκτυα, ροές, που επιτρέπουν ή διακόπτουν την πρόσβαση, ισχυροποιούν ή συσκοτίζουν την παρουσία θεατών ή δρώντων προσώπων (Massey 2005). Στις παροδικές και αποσπασματικές δημόσιες σφαίρες αναδεικνύονται πρακτικές που παρεμβαίνουν περισσότερο στους τρόπους παρά στους τόπους συνομιλίας. Η Δημόσια Τέχνη εγκαθιστά ένα διαλογικό πλαίσιο. Συνδέεται τόσο με την αισθητική της επικοινωνίας όσο και με ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα ταυτότητας του Άλλου (Κούρος 2008).

Ο διάλογος είναι το αντίθετο του θεάματος υποστηρίζει ο Debord (2010). Με δεδομένη τη γενικευμένη αισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής και την ισχυροποίηση των θεσμών της τέχνης σήμερα αυτό επικυρώνεται περισσότερο. Η επικοινωνιακή δράση είναι για τον Habermas [1989(1962)] μία μορφή πολιτικής δράσης στη Δημόσια Σφαίρα. Σε αντίθεση με τη στρατηγική ή την εργαλειακή δράση, εκκινεί από την ιδέα μίας σταθερής ταυτότητας του υποκειμένου, που με τη λογική συνομιλία (και μόνο) μπορεί να θέσει σε παρένθεση τις κοινωνικές διαφορές, τις προσωπικές φιλοδοξίες, και να δημιουργήσει προϋποθέσεις συλλογικής ταύτισης. Η Δημόσια Σφαίρα ταυτίζεται με τη «μετάβαση στο Δημόσιο» ή με το «να κάνεις κάτι Δημόσια», που γεμίζει συγκεκριμένα σημεία και θέσεις με Δημόσια ζωή. Γι’ αυτό μπορεί να προκύψει σε ιδιωτικούς, εμπορικούς ακόμα και κινητούς χώρους.

Σε αντίθεση με την ιδεαλιστική θεώρηση μίας ενιαίας Δημόσια Σφαίρας, που υπερβαίνει ατομικότητες και αναζητεί συναίνεση, η Δημόσια Σφαίρα συζητείται ως ένα κατακερματισμένο πεδίο που αναδύεται σε διαφορετικούς και υβριδικούς χώρους, και εντός του συγκρούονται διαφορετικές λειτουργίες, επιθυμίες και προγράμματα. Σύμφωνα με τον Κούρο (2008) ορισμένες ιδέες του μοντερνισμού όπως το αυτόνομο ολοκληρωμένο έργο, η σταθερή ταυτότητα της μορφής και του χώρου, ο θεατής που δεν διαφοροποιείται κοινωνικά, δεν επαρκούν για τη συζήτηση της τέχνης στη Δημόσια Σφαίρα, και παραπέμπουν σε μία νοσταλγική επαναφορά ενός υποτιθέμενου ενιαίου Δημόσιου Χώρου.

Ο Rubbins (1993), ονομάζει “Δημόσια Σφαίρα-Φάντασμα” την ψευδαίσθηση σύστασης ενός τέτοιου ενοποιημένου Δημόσιου Χώρου. Η Deutsche (1996) αναγνωρίζει ως βασικό χαρακτηριστικό της Δημόσιας Σφαίρας την ανοικτότητα και την αοριστία. Η Δημόσια Σφαίρα, γράφει, «είναι ζωτική για τη δημοκρατία εξαιτίας και όχι παρά το γεγονός ότι είναι Φάντασμα […] η δημοκρατία και ο Δημόσιος Χώρος επινοούνται όταν εκλείπει η βεβαιότητα για μία απόλυτη βάση κοινωνικής ενότητας και όταν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση των θεμελιακών αναφορών ταυτότητας, γνώσης, εξουσίας. Σε μία Δημόσια Σφαίρα-Φάντασμα εγκαταλείπεται η θεμελίωση της δημοκρατίας σε κοινή βάση: η κοινωνική ταυτότητα είναι αίνιγμα και η καλλιτεχνική ταυτότητα παραμένει σε εκκρεμότητα μέσα στην αδυναμία συγκρότησης της».

2.3 Το Πολιτικό

Το Πολιτικό στην τέχνη οφείλει να αναγνωριστεί ως ουσιώδες γνώρισμα των καλλιτεχνικών πρακτικών. Η τέχνη δεν καθίσταται πολιτική λόγω των μηνυμάτων και των συναισθημάτων τα οποία μεταδίδει για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ούτε εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο αναπαριστά τις κοινωνικές δομές, τις συγκρούσεις ή τις ταυτότητες. Είναι Πολιτική δυνάμει της ίδιας της απόστασης που παίρνει σε σχέση με τις λειτουργίες αυτές και εφόσον οι δικές της πρακτικές πλάθουν μορφές ορατότητας που αναδιαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο πρακτικές, τρόποι ύπαρξης και τρόποι συναίσθησης και ομιλίας διαπλέκονται σε μια κοινή αίσθηση. Αυτό συμβαίνει επειδή η ίδια η πολιτική είναι ο σχηματισμός ενός χώρου ως Πολιτικού, η πλαισίωση μιας ιδιαίτερης σφαίρας της εμπειρίας. Η πολιτική είναι κυρίως η σύγκρουση για την ίδια την ύπαρξη αυτής της σφαίρας. Στο μέτρο που στήνει τέτοιες σκηνές διχογνωμίας, μπορεί να χαρακτηριστεί αισθητική δραστηριότητα, αναδιαμορφώνει το δίκτυο των σχέσεων ανάμεσα σε χώρους και χρόνους, σε υποκείμενα και αντικείμενα, στο κοινό και το άτομο. Το Πολιτικό περικλείει αντικείμενα και πρακτικές, αν και δεν ταυτίζεται με αυτά. Η καλλιτεχνική διάκριση αποδεικνύεται δευτερεύουσα από τη θεμελιώδη σκοπιά της πολιτικής πρακτικής (Ranciere 2008). Πολιτική Τέχνη σημαίνει ανταγωνιστική σύγκρουση. Η Τέχνη είναι Δημόσια αν λαμβάνει χώρα στο Δημόσιο, δηλαδή στο μέσο του ανταγωνισμού. Στην πραγματικότητα Δημόσια τέχνη σημαίνει Πολιτική τέχνη. Δεν υπάρχει Δημόσια Τέχνη που να μην είναι Πολιτική με την έννοια που αναπτύχθηκε παραπάνω. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μάλλον Τέχνη που μιμείται τη Δημόσια (Marchant 2008).

2.4 Συμμετοχική Τέχνη και Ψευδοσυμμετοχή
Η συσχέτιση και η συνεργασία αποτελούν πεδία εικαστικής παρέμβασης. Η μετατόπιση της έμφασης από την μονή στην αμφίδρομη επικοινωνία, από το κλειστό στο ανοικτό έργο, καθώς και η μετατόπιση από την ατομική στη συλλογική πράξη είναι διαδικασίες που συνδέουν την τέχνη με τη Δημόσια Σφαίρα και την πολιτική. Σύμφωνα με τους Cartiere και Zebracki (2016) «η διεύρυνση της εικαστικής δραστηριότητας σε ζητήματα οργάνωσης θέτει ερωτήματα που δεν είναι μόνο αισθητικά αλλά και άμεσα συνδεδεμένα με ερωτήματα δημοκρατίας, αντιπροσώπευσης και εννόησης της Δημόσιας Σφαίρας. Σε πολλές δράσεις, η συνεργασία, ειδικά όταν το κοινό έργο απαιτεί μία μακρόχρονη προσέγγιση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, καταλήγει στη χειραγώγηση του διαφορετικού Άλλου από τον καλλιτέχνη, δια μέσου της αισθητικοποίησης του». Η Bishop (2006) γράφει, «πολλές καλλιτεχνικές δράσεις συσχέτισης τείνουν να παράγουν ένα αρμονικό κοινωνικό μοντέλο συνύπαρξης που δεν δίνει χώρο στη διαφορά, στο απρόβλεπτο και στην ανατροπή. Ο Δημόσιος Χώρος που παράγεται καταλήγει να είναι ένας ομοιότροπος χώρος συμφωνίας και συναίνεσης.» Ωστόσο ο Δημόσιος Χώρος της πόλης εμπεριέχει την πολλαπλότητα, τη διαφορά, και κυρίως τη σύγκρουση διαφορετικών συντελεστών. Αυτή ακριβώς η συνύπαρξη αντικρουόμενων δραστηριοτήτων, γνωμών και αρχιτεκτονικής συνιστά την έννοια του Δημοσίου.

H συμμετοχή μπορεί να εμπέσει στην έννοια της Ψευδοσυμμετοχής. Δεν έχει νόημα να επικαλείται κανείς τη συμμετοχή και τη συνεργασία, όταν δεν προσβλέπει σε μία διαφορετική μέθοδο παραγωγής, που αντιπαραθέτει την πολιτική της διαφοράς στη διατήρηση κλειστών ηγεμονικών σχημάτων. Ορισμένοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τη συμμετοχή και την εργασία κοινωνικών ομάδων, για την αναπαραγωγή της προσωπικής τους ταυτότητας και θέσης στο σύστημα της αγοράς. Αυτοί που προσκαλούνται να συμμετέχουν, περιορίζονται σε προκαθορισμένες, προβλέψιμες επιλογές και ρόλους, επιβεβαιώνοντας τεχνητές ανάγκες και ιεραρχίες (Κούρος 2008).

3. Δημόσια Τέχνη στην Αθήνα

Μελετώντας τις εννοιολογικές προσεγγίσεις των σύγχρονων παγκόσμιων συλλογικών καλλιτεχνικών πρακτικών στο Δημόσιο Χώρο, μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία, και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στο φαινόμενο όπως αυτό παρουσιάζεται στον ελληνικό αστικό χώρο, μέσα από τις μελέτες περίπτωσης, προσπαθήσαμε να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά του, τις συγκυρίες εμφάνισης του και τη διάδραση του με το χώρο και το κοινό.

Μελετήθηκαν περιπτώσεις συλλογικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην Αθήνα τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Στόχος είναι η αναγνώριση του ιδιώματος των δράσεων όσον αφορά την αλληλεπίδραση με το κοινό και το χώρο, τη συγκρότηση Δημόσιας Σφαίρας, την επαναταυτοποίηση του αστικού χώρου και την ενεργοποίηση του Δημόσιου χαρακτήρα του. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στη δομή, τη συγκρότηση και τα στάδια εξέλιξης των ομάδων.

Ειδικότερα επικεντρωθήκαμε στις ομάδες «Αστικό Κενό», «Ομάδα Φιλοπάππου» και «Urban Dig». Οι δύο πρώτες επιλέχθηκαν ως αντιπροσωπευτικότερες και πρωτοπόρες στη διεκδίκηση του Δημόσιου Χώρου μέσω των δράσεων τους, ενώ η τρίτη ως ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα Δημόσιας Τέχνης στην Αθήνα. Ως εργαλείο έρευνας χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε βάθος με μέλη των ομάδων.

«Το Αστικό Κενό είναι μία ανοιχτή ομάδα δράσης που ασχολείται με το χώρο και τα δικαιώματα στην πόλη. Ξεκίνησε το 1998 αποτελούμενη από αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες πραγματοποιώντας συλλογικές δράσεις. Στόχος τους είναι η πρόκληση ενεργούς συμμετοχής των πολιτών σε δράσεις, όπως περπάτημα, ανάγνωση κειμένων, γεύματα και άλλες απλές καθημερινές δραστηριότητες που οργανώνει η ομάδα σε επιλεγμένες τοποθεσίες. Με την παρουσία τους στους τόπους, τα μέλη της ομάδας καλούν τους πολίτες να δραστηριοποιηθούν σε εγκαταλειμμένες περιοχές της πόλης, στα αστικά κενά» (Αστικό Κενό 2007).

«Η Ομάδα Φιλοπάππου είναι μια ανοικτά διαμορφωμένη καλλιτεχνική συλλογικότητα που λειτουργεί από το 2001 μη ιεραρχικά, στη βάση της αυτοοργάνωσης. Οι δράσεις είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου εθελούσιων μη αμοιβόμενων συνεργατικών προσπαθειών, πολυάριθμων αυτοδιευθυνόμενων ανθρώπων, που εργάζονται ισότιμα από κοινού, χωρίς συγκεντρωτική οργάνωση ή ηγεσία, χωρίς επίσημα και σταθερά μέλη, με καθοδήγηση μόνο από την προσωπική συνείδηση, ή από αποφάσεις που λαμβάνονται μέσω ανοικτών συζητήσεων μεταξύ των εκάστοτε συμμετεχόντων»(Ομάδα Φιλοπάππου 2011).

H oμάδα Urban Dig δρα από το 2005, εστιάζει στην αλληλεπίδραση της συλλογικής συμμετοχής και των καινοτόμων πρακτικών αστικής χαρτογράφησης ως θεμέλιο για επιτόπιες παραστάσεις στον αστικό χώρο, στους δρόμους και σε δημόσια κτίρια. Υποστηρίζει τις από τα κάτω δράσεις, προσπαθώντας να μοιραστεί το κοινό ενδιαφέρον για τη γειτονιά, προς μια κατεύθυνση βιώσιμης ανάπτυξης. Η ομάδα στοχεύει στην ευημερία εντός της αστικής ζωής, μέσα από τη συν-δημιουργία πολιτισμικού πλούτου. Πρόκειται για μια συνάντηση της τέχνης και του χώρου, μία ανασκαφή του πολιτισμικού κεφαλαίου της σύγχρονης πόλης. Είναι μια ματιά στην παραγωγή αλλά και στο ρόλο της τέχνης, ως διαρκής ανταπόκριση από το μέτωπο του φαντασιακού, του μή-μετρήσιμου, του ανείπωτου. Είναι μία θέση για την παραγωγή και την αναπαραγωγή του χώρου, ως διαρκής διαδικασία υλοποίησης κοινωνικών σχέσεων.

4. Συμπεράσματα

Οι από τα «επάνω» επεμβάσεις στον αστικό χώρο της Αθήνας το χρονικό διάστημα αυτό, δημιούργησαν το γόνιμο έδαφος για την έκφραση συλλογικών καλλιτεχνικών ομάδων, αρθρώνοντας μέσα από τις δράσεις τους ένα λόγο πολιτικό, ένα μέσο «σύγκρουσης» και «ανταγωνισμού», όπου βιωματικές πρακτικές αποτέλεσαν το έναυσμα δημόσιου διαλόγου για την επαναδιεκδίκηση του «δικαιώματος στην πόλη». Το ενδιαφέρον για κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, οι αστικές μεταβολές που επηρεάζουν τη καθημερινή ζωή, η διεκδίκηση χώρου για καλλιτεχνική έκφραση, αποτέλεσαν αφορμή για τη συγκρότηση συλλογικοτήτων.

Η ανάδυση των συλλογικοτήτων αυτών στην ελληνική πόλη παρουσιάζει αναλογία με αντίστοιχες περιπτώσεις στο δυτικό κόσμο, όπου κοινωνικοπολιτικοί προβληματισμοί που αφορούν τη καθημερινή ζωή και την τέχνη, αποτέλεσαν αφορμή για συλλογικές δράσεις. Προβληματισμοί όπως η εμπορευματοποίηση του χώρου και της τέχνης, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι ανισότητες μέσα στην πόλη. Στόχος των συλλογικοτήτων είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής μέσω της σύγκρουσης και όχι μέσω του συναινετικού λόγου, η επανοικειοποίηση του αστικού χώρου, το άνοιγμα της τέχνης στον πραγματικό χώρο και χρόνο και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Εν τέλει η δημιουργία μιας «αντι-τέχνης».

Οι ομάδες συγκροτούνται ανοικτά ως καλλιτεχνικές συλλογικότητες που λειτουργούν μη ιεραρχικά, στη βάση της αυτοοργάνωσης. Η διαφορετικότητα των μελών και η αλληλεπίδραση με άλλες κοινωνικές ομάδες ή άτομα οδηγούν στην πολυφωνία, στην ανατροφοδότηση, στο στοχασμό, στη δοκιμασία νέων ιδεών μέσω σύγκλισης κοινών εμπειριών. Με εργαλείο τον ανοικτό διάλογο και τη βιωματική εμπειρία, επιχειρούν την ανακατασκευή της δημόσιας σφαίρας.

Κατά τη διαδικασία των δράσεων παρατηρούνται κοινά στοιχεία αλλά και διαφοροποιήσεις. Ο αυτοσχεδιασμός, η επινοητικότητα, το ενδιαφέρον για τη διαδικασία και όχι για το αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας αυτοαναφορικής συζήτησης, αποτελούν κοινό τόπο. Το ενδιαφέρον για τα «κενά» της πόλης, τις αφηγηματικές διαδρομές, τις συνεκφωνήσεις, η έμφαση στη σωματικότητα και τους συμβολισμούς της, οδηγούν στην ενεργοποίηση της μνήμης και του χώρου. Άλλοτε υπάρχει μια σαφέστερη καλλιτεχνική προσέγγιση, με την κατασκευή μικρο-περιβαλλόντων, ομαδικών εκθέσεων, εφήμερων κατοικήσεων και κοινών καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως κατασκήνωση, κοινά γεύματα κτλπ. Σε κάθε περίπτωση τα έργα γίνονται in situ.

Επιχειρείται η επαναταυτοποίηση του ενδιάμεσου χώρου, συνήθως εγκαταλελειμμένου και αφιλόξενου τόπου. Οι δράσεις πραγματοποιούνται σε χώρους που παρουσιάζουν απουσία σαφούς υπόστασης ή πλαισίου. Σκοπός είναι η ανάδειξη ή η υπενθύμιση της αξίας του ελεύθερου Δημοσίου Χώρου ως κοινού αγαθού.

Οι παρεμβάσεις στη Δημόσια Σφαίρα αντιμετωπίζονται διαφορετικά σε κάθε μελέτη περίπτωσης. Όλες τις ομάδες ενδιαφέρει η σύμπραξη, η κοινή εμπειρία, μια νέα Δημόσια ζωή που προκύπτει φτιάχνοντας και κατοικώντας τόπους συνάντησης, καθώς και η διαλογική ενεργοποίηση. Η ομάδα, μερικές φορές στοχεύει στην επικοινωνία με το κοινό, την ανάπτυξη διαλόγου με τους περαστικούς μέσω πρόσκλησης και πρόκλησης, δοκιμάζοντας τις σχέσεις τόπου, πολιτών και αστικής ζωής. Σε άλλη περίπτωση, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη μετάδοση μηνύματων μέσω της καλλιτεχνικής πρακτικής. Τότε η συμμετοχή του κοινού συνήθως περιορίζεται στο ρόλο του θεατή.

Οι ομάδες δράσης που μελετήθηκαν, δρουν συλλογικά και τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολιτικά. Αν και ο λόγος τους δεν είναι καταγγελτικός, υπενθυμίζει το γενικότερο πολιτικό νόημα του δημοσίου χώρου, ή δημιουργεί μια «εναλλακτική σκηνή» για την τέχνη απελευθερωμένη από θεσμούς, επιτρέποντας την επικοινώνηση των μηνυμάτων της στο ευρύ κοινό.

Καλλιτεχνικές συλλογικότητες που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, και πραγματοποιούν δράσεις έως σήμερα, που ο αστικός χώρος συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα, ενώ το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης υποβαθμίζει τον αστικό βίο, τα αιτήματα παραμένουν τα ίδια και επιπρόσθετα γίνεται λόγος για αλληλεγγύη, σπάσιμο του φόβου, βιώσιμη ανάπτυξη της πόλης και λύσεις στα προβλήματα του αστικού χώρου “από τα κάτω προς τα πάνω”. Οι δράσεις εξακολουθούν να εστιάζουν στη σχέση κοινού και τόπου. Χρησιμοποιούνται ως εργαλεία καινοτόμες πρακτικές αστικής χαρτογράφησης, σύγχρονα ψηφιακά μέσα, η τέχνη του αρχείου, η δραματουργία, η δημιουργία επιτόπιας παράστασης. Σε αντίθεση με τις ομάδες των προηγούμενων χρόνων που λειτουργούσαν χωρίς καμία υποστήριξη, σήμερα, σε κάποιες περιπτώσεις οι δράσεις τίθενται υπό την αιγίδα θεσμικών φορέων και υποστηρίζονται με χορηγίες.

Εν κατακλείδι, η Δημόσια Τέχνη στον ελληνικό αστικό χώρο, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει απλώς αισθητικές παρεμβολές, αλλά στοχεύει στην ευαισθητοποίηση των ανθρώπων, στη διατύπωση στάσεων και απόψεων για το Δημόσιο Χώρο και την καθημερινή ζωή και διεκδικεί ρόλο ουσιαστικού στοιχείου του κοινωνικού, πολιτιστικού και πολιτικού γίγνεσθαι της πόλης.

Παραπομπές
Αστικό Κενό. 2007. Δράσεις 1998 – 2006. Αθήνα: Futura.
Bishop, C. 2006. The social turn: collaboration and its discontaints. Artforum, 44(6).
Cartiere, C. and Zebracki, M. 2016. The Everyday Practice of Public Art: Art, Space and Social Inclusion. London and New York: Routledge.
Debord, G. 2000. Κοινωνία του θεάματος. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Deutsche, R. 1996. Evictions: art and spatial politics. Cambridge: MA: MIT Press.
Habermas, J. 1989 (1962). The structural transformation of the public sphere: an inquiry into a category of bourgeois society Cambridge: MA: MIT Press.

Κούρος, Π. 2008. Πράξεις Συνεκφώνησης. Κείμενα για την αρχιτεκτονική της τέχνης. Αθήνα: Futura.

Marchant, O. 2008. « Πολιτική και καλλιτεχνικές Πρακτικές: για την αισθητική της δημόσιας σφαίρας». στο Το Πολιτικό στη Σύγχρονη Τέχνη. Σταυρακάκης, Γ. και Σταφυλλάκης, K. Αθήνα: Εκρεμμές.

Massey, D. 2005. For Space. London: Sage.

Omada Filopappou. 2011. Καταγραφές – traces 01 – 11. Αθήνα: Ευρασία.
Ranciere, J. 2004. The Politics of Aesthetics: The Distribution of the Sensible. London: Continuum.
Rubbins, B. 1993. The Phantom of Public Sphere. Mineapolis and London: University of Minnesota Press.
Σταυρακάκης, Γ. και Σταφυλλάκης, Κ. 2008. Το Πολιτικό στη Σύγχρονη Τέχνη. Αθήνα: Εκρεμμές.
https://www.urbandigproject.org

Comments are closed