Δημόσιοι Χώροι για παιχνίδι μέσα από εργαστήρια συμμετοχικού σχεδιασμού

                                                                               Ε. Διαμαντούλη, Α. Φουστέρη

Παραδείγματα από τη Λάρισα και το Λουξεμβούργο

Περίληψη

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να προσεγγίσει το μεθοδολογικό ζήτημα του συμμετοχικού σχεδιασμού μέσα από δύο παραδείγματα (case studies) που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα (Λάρισα) και στο Λουξεμβούργο και το καθένα κατόρθωσε να φτάσει σε διαφορετικό στάδιο υλοποίησης. Ωστόσο, διατηρούν μια κοινή γραμμή στα στάδια προετοιμασίας και εφαρμογής τους. Κυρίαρχο στοιχείο, αποτέλεσε η πρόθεση της μελετητικής-ερευνητικής ομάδας να συμπεριλάβει τους χρήστες τόσο στο σχεδιασμό όσο και στη χρήση του χώρου σε όλες τις φάσεις: από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την υλοποίηση. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάδειξη του δικαιώματος των παιδιών σαν χρήστες του σύγχρονου αστικού χώρου.

Η πρώτη περίπτωση αφορά στην πόλη της Λάρισας και αντιμετωπίζει τις τρέχουσες συνθήκες στο σχεδιασμό των παιδικών χαρών στην ελληνική περιφέρεια. Το έργο ξεκίνησε ως αφορμή από τη διπλωματική εργασία με τίτλο «Μια Π.Χ. από συμμετοχή: χώροι παιχνιδιού στην πόλη της Λάρισας» που εκπονήθηκε στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επεκτάθηκε και εξελίχθηκε πέραν αυτής,  αναπτύσσοντας μια σχέση συνεργασίας με το Δήμο Λαρισαίων.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην πόλη του Λουξεμβούργου και το έργο «Out of the box». Πρόκειται για ένα έργο συμμετοχικού σχεδιασμού που ανακηρύχθηκε ως μια από τις δυο νικητήριες ιδέες του διαγωνισμού Festival des Cabanes 2017, το οποίο διοργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το φορέα Fonds de Kirchberg. Αντικείμενο μελέτης ήταν ένα κενό οικόπεδο, το οποίο ήδη οι κάτοικοι είχαν αρχίσει αυθόρμητα να διεκδικούν και να διαμορφώνουν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Συμπερασματικά, μέσα από την πρωτότυπη συγκριτική μελέτη των δυο παραδειγμάτων αναδεικνύονται οι διαφορετικοί τρόποι για τη συμμετοχή των πολιτών, και ιδιαίτερα των παιδιών, στη λήψη των αποφάσεων μέσα από τη συνεργασία με δημόσιους, αλλά και ιδιωτικούς φορείς. Οριοθετείται το επίπεδο συμμετοχής στο σχεδιασμό και την παραγωγή του δημόσιου χώρου  μέσα απο διαφορετικές συμμετοχικές πρακτικές. Ακόμη, σημειώνονται οι καλές πρακτικές που υιοθετήθηκαν και αξιολογήθηκαν ως τέτοιες μέσα από τα αποτελέσματά που απέφεραν στο επίπεδο εφαρμογής τους.

1       Εισαγωγή

Τα δυο παραδείγματα επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν στην εν προκειμένω εργασία λόγω της ιδίας εμπλοκής μας στο καθένα απο αυτά. Μελετώντας συγκριτικά την εμπειρία μας, εντοπίστηκαν ομοιότητες αλλά και διαφορές στο σχεδιασμό, τη μεθοδολογία και το επίπεδο συμμετοχής που αποτυπώνεται στο καθένα. Επιγραμματικά, θα αναφερθούμε σε μια σύντομη περιγραφή των πόλεων και του πλαισίου στο οποίο διενεργήθηκαν οι δράσεις που θα αναλυθούν στη συνέχεια.

Η Λάρισα είναι μια αγροτική πόλη της Θεσσαλίας με πληθυσμό 150.000 κατοίκων[1]. Ο ποταμός Πηνείος, που διασχίζει το βόρειο τμήμα της, είναι μια υδάτινη αρτηρία ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους αλλά και για τους επισκέπτες της. Σε καθημερινή βάση, μικρά παιδιά μέχρι και ηλικιωμένοι επισκέπτονται τους χώρους πρασίνου εκατέρωθεν της κοίτης του ποταμού για δραστηριότητες αθλητισμού (τρέξιμο, περπάτημα, ιππασία) αλλά και αναψυχής ή για χαλάρωση . Το στοιχείο αυτό αποτέλεσε κριτήριο στην απόφαση μας να διοργανώσουμε μια σειρά απο εργαστήρια δημιουργικών κατασκευών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Πηνειού, τον Ιούνιο του 2016. Τα εργαστήρια είχαν τον τίτλο «Παίζω στο Τοπίο» και αποτέλεσαν βασική πηγή συλλογής δεδομένων για τη σχεδιαστική πρόταση που θα αναφερθεί στη συνέχεια.

Το Λουξεμβούργο είναι μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης, ένας μεταναστευτικός κόμβος, με πληθυσμό 114.000 κατοίκων[2]. Τα τελευταία 30 χρόνια έχει αναπτυχθεί η περιοχή του Kirchberg, στην οποία «χτυπά» η καρδιά του οικονομικού κέντρου της χώρας. Στη συγκεκριμένη περιοχή εδρεύουν κτίρια γραφείων ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και τα γραφεία της Ευρωπαικής Ένωσης, δομές ψυχαγωγίας, εμπορικό κέντρο, δομές υγειονομικού ενδιαφέροντος και συγκροτήματα κατοικιών. Πρόσφατα,  στη συνοικία Grünewald του Kirchberg, η ύπαρξη κοινωνικών κατοικιών εμπλούτισε το προφίλ των κατοίκων και αναδιαμόρφωσε το συνολικό χαρακτήρα της περιοχής. Αφορμή για το δεύτερο παράδειγμα που θα αναφερθεί, αποτέλεσε η ανοιχτή πρόσκληση για συμμετοχή σε διαγωνισμό ιδέας και κατασκευής.

2       Θεωρητικό Πλαίσιο

2.1     Συμμετοχικός Σχεδιασμός

Το είδος συμμετοχής του χρήστη σε κάποιο έργο μπορεί να διαχωριστεί σε τρείς κατηγορίες: στην αυθόρμητη, τη διεκδικητική και τη θεσμοποιημένη συμμετοχή. Η αυθόρμητη συμμετοχή ξεκινάει απο μια ομάδα ανθρώπων με κοινό όραμα και στόχο για τη δημιουργία κάτι νέου. Η διεκδικητική συμμετοχή αφορά σε μια δράση ή ένα κίνημα πολιτών-χρηστών  που διεκδικεί τη συμμετοχή του στις αποφάσεις για το δημόσιο χώρο (bottomup decision) και συνήθως αντιτίθεται σε μια από τα ‘πάνω προς τα κάτω’ λογική (topdown decision). Η θεσμοποιημένη συμμετοχή συνδέεται με κάποιο φορέα, οργάνωση ή θεσμό, κρατικό ή ιδιωτικό συνήθως μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και στις διαδικασίες εμπλέκονται και ειδικοί, συχνά ως συντονιστές (Βρυχέα, 1993).

Ο βαθμός συμμετοχής του χρήστη σε ένα έργο, από το στάδιο του σχεδιασμού μέχρι το στάδιο λήψης τελικών αποφάσεων και κατασκευής, μελετήθηκε κυρίως από την Arnstein και τον Hart. Συγκεκριμένα, η κύρια συμβολή τους εντοπίζεται στη βαθμονόμηση που έκαναν αναλύοντας το είδος της συμμετοχής. Η Arnstein μιλά για τη ‘Σκάλα της Συμμετοχής των Πολιτών’ (Arnstein, 1969) και αργότερα, ο Hart για τη ‘Σκάλα της Συμμετοχής των Παιδιών’ (Hart, 1992). Σε αυτές τις ‘Σκάλες Συμμετοχής’ (ladder of participation) αναφέρουν και αναλύουν όλα τα στάδια συμμετοχής των πολιτών -και των παιδιών αντίστοιχα- και τα ταξινομούν σε βαθμίδες από τη μη συμμετοχή μέχρι και την πλήρη συμμετοχή. Η ταξινόμηση γίνεται σε οκτώ σκαλιά, ξεκινώντας από τον ελάχιστο και καταλήγοντας στο μέγιστο βαθμό εμπλοκής.

2.2     Τα παιδιά στις συμμετοχικές διαδικασίες

Διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο καθώς και διεθνείς οργανισμοί, όπως η UNICEF,  εχουν επιχειρήσει συστηματικά να αναδείξουν την αξία της συμμετοχής των παιδιών σε ζητήματα που αφορούν το δομημένο περιβάλλον (Francis & Lorenzo, 2002; UNICEF Innocenti Research Centre, 2004). O Ολλανδός αρχιτέκτονας Aldo Van Eyck θεωρείται από αρκετούς ερευνητές, μεταξύ των οποίων και τη Liane Lefaivre ως το φωτεινό παράδειγμα ενός αρχιτέκτονα που έλαβε υπόψη του τα παιδιά στον αρχιτεκτονικό και αστικό σχεδιασμό (Döll & Lefaivre, 2007).  Παράλληλα, ήδη από τις αρχές του 1990, η συμβολή ερευνητών, ιδιαίτερα του Hart, στο ίδιο θέμα υπογραμμίζει τη σημασία αυτών των προσπαθειών σε ενα ευρύτερο επίπεδο και πλαισιώνει θεωρητικά τα υλοποιημένα παραδείγματα. Οι περιπτώσεις που συμπεριλαμβάνουν τα παιδιά στη διαδικασία του σχεδιασμού και αναφέρονται στη βιβλιογραφία, αφορούν σε διάφορες τυπολογίες χώρων, είτε σε τμήματα δημόσιου χώρου που παραδοσιακά απευθύνονται σε παιδιά, όπως οι παιδικές χαρές και τα σχολεία, είτε αφορούν εξίσου και σε κάποιους άλλους χώρους, όπως πάρκα για skate, άδεια οικόπεδα, αλλά και αστικές διαδρομές (Francis & Lorenzo, 2002).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος διαχείρισης των διαφορετικών αντιλήψεων για το χώρο, οι οποίες είναι πολύ συχνά αντικρουόμενες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γονείς να θεωρούν στοιχείο ύψιστης σημασίας την ασφάλεια και την δυνατότητα επιτήρησης, ενώ τα παιδια να αναζητούν πρωτίστως το στοιχεία της διαμόρφωσης του χώρου και των υλικών του (Francis, 1988). Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, εύλογο είναι το ερώτημα που διατυπώνεται σχετικά με τη στάση που αναμένεται να ακολουθήσει ο σχεδιαστής και τον τρόπο με τον οποίο θα αποδώσει προταιρεότητες. Θα λέγαμε πως οι συνθήκες διαμορφώνονται με τρόπο τέτοιο που ο αρχιτέκτονας καλείται να δράσει ως «διαμεσολαβητής» ανάμεσα στις απόψεις που διεκδικούν ισοδύναμα, διαφορετικές αξίες για το χώρο.

2.3     Χώροι Παιχνιδιού

Οι χώροι παιχνιδιού στην πόλη αδιαμφισβήτητα κρίνονται ως σημαντικοί στη ζωή των παιδιών, αποσκοπώντας στην ολόπλευρη ανάπτυξή τους. Οι παιδικές χαρες αποτελούν πλέον τα ελάχιστα κομμάτια πολεοδομικού ιστού σε μια πόλη τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για δραστηριότητες παιχνιδιού και εξοπλίζονται γι’ αυτό το σκοπό. Ένα υπαίθριο περιβάλλον κατάλληλα διαμορφωμένο για διασκέδαση, άσκηση, ξεκούραση, παιχνίδι και κοινωνικοποίηση των παιδιών και κατ’επέκταση των συνοδών τους.

Στη χώρα μας, η πρόσφατα αλλαγή της νομοθεσίας και η ανάγκη για συμμόρφωση με τα νέα πρότυπα, έφερε στο προσκήνιο αυτή την τυπολογία δημόσιων χώρων. Οι αρμόδιοι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης διενεργούν εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης έτσι ώστε να πληρούνται οι νέες προδιαγραφές ασφαλείας, εστιάζοντας κυρίως σε θέματα αντικατάστασης του παλιού και πιθανά φθαρμένου εξοπλισμού. Ο έλεγχος και η αξιολόγηση της καταλληλότητας λειτουργίας των παιδικών χαρών, αφορά μόνο σε κριτήρια που σχετίζονται με την ασφάλεια, τη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές των προτύπων και σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να λαμβάνεται έμπρακτα υπόψη με κάποιον τρόπο η σχέση αυτών των χώρων με τα παιδιά αλλά ούτε και με τους ενήλικες επισκέπτες τους.

Σε γενικές γραμμές, ούτε οι γονείς ούτε και τα παιδιά εμπλέκονται με κάποιο τρόπο στο σχεδιασμό των χώρων για παιχνίδι (Jansson & Persson, 2010). Ακόμη, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο οι προκατασκευασμένες και τυποποιημένες μορφές των παιχνιδοκατασκευών ανταποκρίνονται πραγματικά στις ανάγκες και προτιμήσεις των χρηστών, καθώς οι παιδικές χαρές σήμερα φαίνεται να έχουν μια όψη τυποποιημένη, που δεν προκαλεί ούτε προσκαλεί τα παιδιά να δοκιμάσουν και να πειραματιστούν (Deveraux 1991; Nebelong 2004). Στο ίδιο πνεύμα, η άποψη των Döll και Lefaivre είναι πώς οι συνεχώς αυξανόμενοι περιορισμοί στο σχεδιασμό δίνουν μονομερώς έμφαση στην ασφάλεια, αγνοώντας και παραμερίζοντας κάθε στιγμή αυθορμητισμού και ανακάλυψης (Döll & Lefaivre, 2007). Οι χώροι παιχνιδιού στην πόλη αποτελούν τις πιο ζωτικές χωρικές εκφράσεις του πνεύματος του homo ludens, του ανθρώπου που αποδέχεται και εξυμνεί τη φύση του να παίζει. Και, όπως επεσήμανε ο Aldo van Eyck, αυτή η φύση δεν αφορά μονάχα τα παιδιά, αλλά κάθε άτομο ανεξαρτήτα απο την ηλικία του (Van Lingen and Kollarova, 2016).

Οι παιδικές χαρές παρά το αναλογικά μικρό τους μέγεθος σε σχέση με άλλα τμήματα δημόσιου χώρου, αποτελούν ακόμη και σήμερα έναν κοινό τόπο για τη γειτονιά, μπορούν να λειτουργήσουν σαν πυκνωτές συναντήσεων και κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι αναφορές σε έργα στην Ελλάδα, που έλαβαν υπόψη τους τα παιδιά στην αστική κλίμακα, με εξαίρεση παραδείγματα, όπως ο παιδικός κήπος της Φιλοθέης και η ευαισθησία με την οποία αντιμετώπισε τα παιδιά ο Δημήτρης Πικιώνης (Κατσαβουνίδου, 2015).

3       Ανάλυση

3.1     Το παράδειγμα της Λάρισας

Το τετραήμερο εργαστήριο «ΠαίΖω στο τοπίο» διοργανώθηκε κατόπιν δικής μας πρωτοβουλίας και πρότασης και υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού, Νεολαίας και Επιστημών του Δήμου Λαρισαίων στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Πηνειού, τον Ιούνιο του 2016. Στόχος ήταν να σκιαγραφήσει τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων για το παιχνίδι στην πόλη της Λάρισας και να λειτουργήσει σαν ένα placemaking event. Ακολουθώντας τη φιλοσοφία των παιχνιδότοπων περιπέτειας (‘adventure playgrounds), τα παιδιά συμμετείχαν ενεργά κατασκευάζοντας και χρησιμοποιώντας όσα έφτιαχναν.

Παράλληλα με τη δράση, συλλέγονταν ερευνητικά δεδομένα με ερωτηματολόγια, έτσι ώστε να αφουγκραστούμε πιο εμπεριστατωμένα την τοπική κουλτούρα σχετικά με το παιχνίδι ή αλλιώς ‘local play culture’ (Döll & Lefaivre, 2007). Το εργαλείο με το οποίο συλλέχθηκαν τα δεδομένα ήταν ερωτηματολόγια, για ενήλικες και παιδιά, τα οποία μοιράστηκαν σε δημοτικά σχολεία της Λάρισας (κατόπιν επικοινωνίας με τους εκπαιδευτικούς) και κατά τη διάρκεια του τετραήμερου εργαστηρίου. Η επεξεργασία των δεδομένων απο τα ερωτηματολόγια ανέδειξε, μεταξύ άλλων, δυο πολύτιμα στοιχεία σχετικά με την αντίληψη των ερωτηθέντων για την αξιόλογηση της ποιότητας των παιδικών χαρών και για την αιτιολόγηση της επιλογής της παιδικής χαράς ή κάποιου άλλου χώρου για παιχνίδι στην πόλη.

Το σύνολο των δραστηριοτήτων που συντονίσαμε εκείνες τις μέρες δημιούργησε στην κοίτη του Πηνειού, ένα εφήμερο τοπίο παιχνιδιού. Τα παιδιά δουλεύοντας σε μικρές ομάδες, έπαιρναν πρωτοβουλίες και αποφάσεις, χρησιμοποιούσαν εργαλεία και υλικά με δημιουργικό τρόπο διαμορφώνοντας το περιβάλλον τους σύμφωνα με τις ανάγκες του παιχνιδιού. Η κάθε κατασκευή προέκυπτε απο τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιούσαν τα διαθέσιμα υλικά σε συνάρτηση με ένα ενεργητικό ρήμα-έμπνευση που τους δινόταν μαζί σαν περιορισμός στη σύνθεσή τους. Τα ρήματα ήταν ένα απο τα εξής: περιστρέφομαι, κρεμιέμαι, γλιστράω, ισορροπώ, αιωρούμαι, σκαρφαλώνω και ακούω.

Μετά το πέρας όλων των δράσεων και της έρευνας, προχωρήσαμε σε μια σχεδιαστική πρόταση η οποία και παρουσιάστηκε στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου. Πρόθεσή μας δεν ήταν να προτείνουμε μια μοναδική λύση για κάθε οικόπεδο, αλλά να σχεδιάσουμε μια εργαλειοθήκη χρησιμοποιώντας την εκφραστική γλώσσα της μακέτας, στην οποία μπορούν κάθε φορά οι μέτοχοι (stakeholders) να καταφεύγουν. Με τη φυσική μακέτα του οικοπέδου και τα στοιχεία της διαμόρφωσης να είναι στο κέντρο μιας στρογγυλής τράπεζας οι εκπρόσωποι του Δήμου, των Πολιτών και των παιδιών, οι μηχανικοί-μελετητές και όλοι όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία ωθούνται να συζητήσουν με τρόπο δημοκρατικό και να συναποφασίσουν για την τελική μορφή του έργου.

Συνοψίζοντας, το παράδειγμα που αναλύθηκε πρόκειται για μια ημι-θεσμοποιημένη συμμετοχή, καθώς υπάρχει συνεργασία με τον πολιτιστικό φορέα του δήμου. Παρόλ’ αυτά, η εξέλιξη του έργου σε μία σχεδιαστική πρόταση ενός χώρου παιχνιδιού με την εμπλοκή των κατοίκων αναγνωρίζεται ως καθαρά θεσμοποιημένη, καθώς μεσολαβεί η αναγνώριση της σημαντικότητας της συμμετοχικής διαδικασίας και η δημοκρατική της φύση από τον ίδιο το δημόσιο φορέα.

3.2     Το παράδειγμα του Λουξεμβούργου

Το έργο “Out of the box” αποτέλεσε τη νικητήρια πρόταση στο διαγωνισμό “Festival des Cabanes” που διοργανώθηκε από το φορέα Fonds de Kirchberg το 2017. Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η  αξιοποίηση ενός κενού οικοπέδου στην περιοχή Grünewald, Kirchberg. Βασική προϋπόθεση ήταν η ανάδειξη των αρχών της κυκλικής οικονομίας, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα της επανάχρησης όλων των υψηλού κόστους υλικών της κατασκευής, μετά το πέρας μίας δεκαετίας.

Ο χώρος που μελετήθηκε ήταν ένα οικόπεδο με εμβαδό 760 m2 ανάμεσα σε κτίρια γραφείων και κοινωνικές κατοικίες. Πριν τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, ο χώρος είχε παραχωρηθεί, προσωρινά, από το φορέα διαχείρισης στους κατοίκους για τη διαμόφωση φυτεύσεων, χώρων για τη διεξαγωγή αθλημάτων boccia, αμμοδόχο για τα παιδιά, ενώ  τοποθετήθηκαν τραπεζοκαθίσματα και ψησταριές για κοινωνικές εκδηλώσεις. Η ομάδα μελέτης[3] αναγνώρισε δυο τυπολογίες κατοίκων: το χρήστη-κάτοικο, που διαμένει μόνιμα στη γειτονιά και το χρήστη-επισκέπτη, ο οποίος εργάζεται στην περιοχή. Η προτεινόμενη συνθετική ιδέα βασίστηκε στη δημιουργία υποδομών που να μπορούν, από τη μια, να φιλοξενήσουν ποικιλία χρήσεων και, από την άλλη, να ικανοποιούν τις ανάγκες των διαφορετικών χρηστών.

Κεντρικό στοιχείο της όλης σύνθεσης αποτέλεσε η επανάληψη μίας κατακόρυφης μεταλλικής κολώνας, διατομής Η σε ύψη 2,4m, 4m και 6m με τρύπες ανα 0,50m. Οι κολώνες τοποθετήθηκαν σε κάνναβο 4x4m, αποτελώντας τα κατακόρυφα δομικά στοιχεία μίας «καλύβας» (σημ. μετάφραση του cabane απο τον τίτλο του διαγωνισμού). Βασική ιδέα είναι ότι η «καλύβα» διασπάται και διασκορπάται στον ανοιχτό χώρο και καλείται να παραλλάβει στοιχεία που θα μπορεί να μετατρέψει το χώρο με νέες χρήσεις. Αξιοποιήθηκε ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στις μεταλλικές κολώνες και η αγκύρωση στοιχείων (φιλέ για βόλεϋ, μπασκέτα, αιώρες, υφάσματα, σχοινί ισορροπίας, κ.ά) στις τρύπες, έδωσε τη δυνατότητα για διαφορετικά σενάρια χρήσης υπακούοντας τη φαντασία και τις ανάγκες των χρηστών.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού και την ανάδειξη της πρότασης ως νικητήρια, πραγματοποιήθηκαν τρεις συναντήσεις εργαστηριακού χαρακτήρα με τους κατοίκους της περιοχής. Ο στόχος των συναντήσεων ήταν να ενημερώσει για τη σχεδιαστική πρόθεση του έργου, να σφιγμομετρήσει το ενδιαφέρον των κατοίκων, καθώς και να συζητηθούν ιδέες και επιπλέον δυνατότητες της κατασκευής. Τα εργαστήρια απευθύνονταν σε εκπροσώπους-κατοίκους της συνοικίας που δραστηριοποιούνται μέσω του φορά Quartier Stuff (2015-σήμερα), ένα θεσμοποιημένο πιλοτικό πρόγραμμα του Fonds de Kirchbeg, με σκοπό τη διάδραση και τη συμμετοχή των πολιτών σε αποφάσεις του δημόσιου χώρου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου, ο σχεδιασμός αυτός προάγει την ηθελημένη συμμετοχική παρέμβαση, ώστε να μπορεί ο χρήστης να παρέμβει στη διαμόρφωση μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής. Η σχεδίαση παραμένει απλή και ανοιχτή για πολλαπλές προσθήκες, με τη δυνατότητα της ευέλικτης αναδιαμόρφωσης του χώρου, ενισχύοντας το αυθόρμητο πνεύμα ενός κατοίκου που παίζει με το χώρο και τα υλικά του.

Το παραπάνω παράδειγμα πρόκειται για μία μορφή θεσμοποιημένης συμμετοχής, καθώς η  πρωτοβουλία των κατοίκων να διεκδικήσουν τη διοργάνωση ενός τέτοιου διαγωνισμού, οδήγησε εν κατακλείδι στην πραγματοποίηση αυτού με τις απαραιτητές τυπικές διαδικασίες. Παρόλ’ αυτά, η ανάμειξη των κατοίκων στις σχεδιαστικές αποφάσεις δεν ήταν προϋπόθεση του διαγωνισμού και στην περίπτωση του Out of the box” η συμμετοχή των κατοίκων στο σχεδιασμό και τη χρήση αποτυπώνει έμπρακτα τη σημασία που αποδίδεται σε αυτές τις πρακτικές.

4       Συμπεράσματα

Κοινό στοιχείο και στα δυο παραδείγματα είναι ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του αρχιτέκτονα  στη σύγχρονη συνθήκη, καθώς κληθήκαμε να δράσουμε διαμεσολαβητικά ανάμεσα στην πολιτεία, τα παιδιά, τους πολίτες και τους εμπλεκόμενους φορείς, ερμηνεύοντας τα στοιχεία απο όλες τις πλευρές σε αρχιτεκτονική πρακτική. Ακόμη, κοινό στοιχείο αποτέλεσε η επιλογή της εμπλοκής του χρήστη τόσο στα πρώτα στάδια σχεδιασμού όσο και αργότερα, παρέχοντας την ευελεξία της μετατροπής του χώρου.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες διαφορές ως προς τη φύση των δυο παραδειγμάτων. Απο τη μια, το εργαστήριο «Παίζω στο τοπίο» λειτούργησε σαν μία δράση δημιουργίας ενός εφήμερου τοπίου παιχνιδιού, προκαλώντας τους συμμετέχοντες (ενήλικες και παιδιά) να αναστοχαστούν με βιωματικό τρόπο πάνω στην έννοια του παιχνιδιού. Το τοπίο της κοίτης του Πηνειού με όλες τις ιδιαίτερες χωρικές του ποιότητες (έντονες κλίσεις, ψηλά δέντρα, βλάστηση), την οικειότητα που έχουν οι κάτοικοι με την περιοχή, καθώς και η δομή της δράσης αποτέλεσαν  ιδανική συνθήκη για την ενεργοποίηση των συμμετεχόντων. Το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε και οι σχέσεις συνεργασίας αποτέλεσαν εφαλτήριο για την εξέλιξη του έργου σε επόμενο στάδιο. Από την άλλη, το Out of the box λειτουργεί σαν ένα στοιχείο-προσθήκη στον ανοιχτό δημόσιο χώρο. Είναι ένα γλυπτό, ενα αντικείμενο για παιχνίδι που επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει το δημόσιο ρόλο του χώρου γύρω του, καλεί τους κατοίκους να πειραματιστούν παρεμβαίνοντας στη διαμόρφωση του.

[1]  Απογραφή Πληθυσμού Κατοίκων 2011. διανεμήθηκε από την Ελληνική Στατική Υπηρεσία. http://www.statistics.gr/2011-census-pop-hous. (τελευταία επίσκεψη 7 Νοεμβρίου 2018).

[2] Luxembourg City Population. 2018. http://luxembourg.public.lu/en/actualites/2017/01/30-population-vdl/index.html. distributed by The Official Portal of Grand Duchy of Luxembourg. (accessed November 7, 2018).

[3] Diamantouli E., Demydova D., Fietz D., Peršurić S., Seivert C.

Παραπομπές
Arnstein, S. E. 1969. A Ladder of participation. Journal of the American Institute of Planners. Vol. 35. No. 4. pp. 216-224.
Deveraux, K. 1991. Children of nature. UC Davis Magazine. 9, 20-23.
Nebelong, Η. 2004. Nature’s playground. Green Places, May, 28-31.
Lefaivre, L. and Döll. 2007. Ground-up City: Play as a design tool. Rotterdam: 010 Publishers. pp. 23, 28, 105.
Francis, M. 1988. Negotiating between children and adult design values in open space projects. Design Studies, 9(2), 67–75.
Francis, M., and Lorenzo, R. 2002. Seven realms of children’s participation. Journal of Environmental Psychology, 22(1–2), 157–169.
Hart, R. 1992. Children’s participation: From tokenism to citizenship. UNICEF.
Jansson, M., and Persson, B. 2010. Playground planning and management: An evaluation of standard-influenced provision through user needs. Urban Forestry and Urban Greening, 9(1), 33-42.
Κατσαβουνίδου, Γ. 2015. «Πού είναι τα παιδιά;» Δημόσιοι χώροι για παιχνίδι στην πόλη του μοντέρνου στο Do.co.mo.mo. 05 τα τετράδια του μοντέρνου: Η ελληνική πόλη και η πολεοδομία του μοντέρνου, επιμ. Βατοπούλου, Α., Καραδήμου-Γερόλυμπου, Α., Τουρνικιώτης, Π., 117-130. Αθήνα: futura.
UNICEF Innocenti Research Centre. 2004. Building Child Friendly Cities: A Framework for Action. Innocenti Publications, 24.
Van Lingen, A. and Kollarova, D. 2016. 17 playgrounds. Netherlands: Lecturis.
Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κλ. 1993. Συμμετοχικός Σχεδιασμός: θεωρητικές διερευνήσεις, Ιστορία των ιδεών και των πρακτικών, Μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις ΕΜΠ.

Comments are closed