Εκφάνσεις του δημόσιου χώρου στην περιαστική ζώνη των ελληνικών πόλεων

Χάρις Χριστοδούλου

Περίληψη

H εισήγηση διερευνά τις εκφάνσεις του δημόσιου χώρου στην περιαστική ζώνη των ελληνικών πόλεων όπου η δημόσια ζωή συγκροτείται με πλήθος από ιδιαίτερους ρυθμούς, όρια, μορφές, κανόνες, και πρακτικές. Ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται χωρικά, κοινωνικά και θεσμικά, άλλοτε πρόδηλος άλλοτε απροσδιόριστος. Αναπτύσσεται ως ένα δυσανάγνωστο πλέγμα γραμμών, σημείων και πεδίων συλλογικής αναφοράς στη μάκρο-, μέσο, και μίκρο- κλίμακα πέρα από οποιοδήποτε αισθητικό ή περιβαλλοντικά βιώσιμο προσανατολισμό.

Στόχος της εισήγησης είναι να αναδείξει τις αλληλένδετες κοινωνικές, θεσμικές και υλικές ιδιαιτερότητες του μη-πολεοδομημένου δημόσιου χώρου μεταξύ αστικού και εξωαστικού χώρου, στις περιαστικές διατεμνόμενες (peri-urban transect) ζώνες. Η εισήγηση αντλεί παραδείγματα από εμπειρική έρευνα, ενώ η έμφαση στην ερμηνεία δίνεται στις διαδικασίες παραγωγής του δημόσιου χώρου και στις μεταλλαγές του με όρους θεσμικής συγκρότησης, νοηματοδότησης και υλικής διαμόρφωσης. Έτσι, στοιχειοθετούνται τετριμμένες αλλά και απροσδόκητες χωρικές συνθήκες και τίθενται ζητήματα για την αρχιτεκτονική και πολεοδομική επιδιόρθωση των αποτελεσμάτων της αστικής διάχυσης.

1       Εισαγωγή

Ο δημόσιος χώρος στην περιαστική ζώνη των ελληνικών πόλεων αποτελεί ένα πλέγμα από ζώνες κινήσεων που δίνουν πρόσβαση και οπτικές σε σημεία και πεδία συλλογικής αναφοράς. Διαμέσου αυτού του πλέγματος γίνεται κατανοητή η ένταξη και η δυναμική των πόλεων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο. Πρόκειται για δημόσιο χώρο αλλού πρόδηλο και αλλού απροσδιόριστο. Αποτελεί έκφραση γενικών θεσμικών ρυθμίσεων και αποσπασματικών αυτοτελών αποφάσεων στο χώρο, που παράγουν ένα πλήθος μεταλλασσόμενων εικόνων και αμέτρητων βιωμένων τοπίων. Μόνο κατά περίσταση απασχολεί τους δημόσιους φορείς στην πράξη του σχεδιασμού και της διαχείρισης του, τους πολίτες στην εξατομικευμένη διευθέτησή τους, ενώ δεν διερευνάται αναλυτικά στην ελληνική βιβλιογραφία, παρά τις πολυάριθμες φαινομενολογικές και εικαστικές αναγνώσεις του.

Στην εργασία αυτή αναδεικνύονται εκφάνσεις του δημόσιου χώρου όπως επανα-προσδιορίζονται μεταλλασσόμενες κοινωνικο-περιβαλλοντικά. Στόχος είναι να τεθεί κατ’ αρχήν εμφατικά το ζήτημα,  και να αναδειχθούν οι αλληλένδετες κοινωνικές, θεσμικές και υλικές ιδιαιτερότητες του δημόσιου  χώρου στις περιαστικές διατεμνόμενες (peri-urban transect) ζώνες, αναλυτικά μέσα από την εικόνα τους αλλά και πέρα από αυτήν. (Εικ.1)

Τυπικός περιαστικός διατεμνόμενος δημόσιος χώρος, Ν.Μουδανιά 2017 (φωτογραφία: Ε.Μεντεσίδου, επεξεργασία: Χ.Χριστοδούλου)

2        Ο δημόσιος χώρος στις σύγχρονες περιαστικές περιοχές

Στη διεθνή βιβλιογραφία η συζήτηση του δημόσιου χώρου στις περιαστικές περιοχές εμπίπτει στις γεωγραφικές θεωρήσεις της πολύ-κεντρικής ανάπτυξης με διάσπαρτες αστικές δομές και προαστιοποίηση (suburbanism), των ακραιο-αστικών αναπτύξεων (edge-cities) και της αστικής διάχυσης (sprawl) στις παγκόσμιοποιημένες και τοπικές (αμερικανικές, ευρωπαϊκές) εκδοχές τους (Sieverts 2003, Bruegmann 2005, Couch et al eds 2007). Οι ιδιαιτερότητες χωρικής έκφρασης της σύγχρονης αστικοποίησης ως πλαισίου καθορισμού των μετασχηματισμών του δημόσιου χώρου στις περιαστικές περιοχές, εδράζονται σε παραμέτρους εθνικά ή/και τοπικά προσδιορισμένες όπως το καθεστώς ιδιοκτησίας και χρήσης της γης, η αγορά γης και κατοικίας, και το πλαίσιο δυνατοτήτων επενδύσεων, οι παραδόσεις, οι πολιτικές, τα πρότυπα και οι κανονισμοί χωροταξικού – πολεοδομικού σχεδιασμού, ο βαθμός ανάπτυξης των δικτύων, τα προβλήματα στο εσωτερικό των πόλεων κ.λπ. (Gillham 2002:8 -17, ΕΕΑ 2006:17). Στην Ευρώπη, η περιαστικοποίηση είναι πλέον κυρίαρχη (Piorr et al 2011), αφού οι περιαστικές περιοχές αυξάνονται με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ’ ότι οι συνεκτικές περιοχές των πόλεων (European Commission 2011) εμφανίζοντας ιδιαίτερες διατεμνόμενες περιαστικές αστικο-αγροτικές συγκροτήσεις.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν προσεγγίσεις που διατρέχουν τις διαφορετικές χωρικές κλίμακες της οργάνωσης και της εικόνας του δημόσιου χώρου και του ευρύτερου τοπίου. Οι προσεγγίσεις αυτές, άλλοτε φαινομενολογικές άλλοτε εμπειρικές αναλυτικές, αναδεικνύουν τα όρια, τις μορφές, τις ρήξεις και τα ίχνη των διαφορετικών ρυθμών και πρακτικών της καθημερινότητας στους τόπους όπως εξυπηρετούνται από τα σύγχρονα τεχνολογικά δίκτυα μεταφορών, των τεχνολογιών επικοινωνίας και περιβαλλοντικών υποδομών (Μανωλίδης 2003, Varnelis 2009), όπως και τις τοπικές διαφοροποιήσεις της προαστιακής κατοίκησης (Keil ed 2013). Διακρίνονται προσεγγίσεις που επιχειρούν κατευθύνσεις σχεδιασμού, αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής επιδιόρθωσης του δημόσιου χώρου στο πλαίσιο επανίδρυσης συνεκτικών οικιστικών περιοχών (Tachieva 2010, Dunham-Jones, Williamson, 2011, Buntin, Pirie 2013, Talen ed 2015) ή της διατήρησης και σχεδιασμού του τοπίου ως δημόσιου πλαισίου ζωής (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο 2000).

Η έννοια του δημόσιου χώρου στις περιαστικές περιοχές επαναπροσδιορίζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης του τοπίου αφενός ως συλλογικού αγαθού, αφετέρου ως «βιωμένου οικο-τοπίου», το οποίο μεταβάλλεται διαρκώς στην οικιστική και οικολογική δομή του, αλλά και προσλαμβάνεται με πολλαπλές νοηματοδοτήσεις μέσα από διυποκειμενικές δυναμικές και καθημερινές μετακινήσεις (Πετροπούλου, Ραμαντιέ, 2016: 23-63, 106-107). Ο δημόσιος χώρος στις περιαστικές όπως και στις αστικές περιοχές, βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το φυσικό περιβάλλον και τις κοινωνικές πρακτικές στον χώρο, σε όλο τους το φάσμα, από την οργάνωση της καθημερινής ζωής μέχρι τη θέσπιση και υπέρβαση ρυθμίσεων.

Η αναγνώριση της πολύ-διάστατης και μεταλασσόμενης υπόστασης του αποτελεί προϋπόθεση σε κάθε προσέγγισή του. Η πολλαπλότητα και η μεταβλητότητα των τοπίων στο πλαίσιο των ευρύτερων αστικών μεταβολών προϋποθέτει παράλληλες διερευνήσεις στη μάκρο-, μέσο, και μίκρο-κλίμακα με διαφορετικά εργαλεία (βλ. Christodoulou, Oikonomou  2018).  Κατ΄αυτόν τον τρόπο, τα τοπία και ο δημόσιος χώρος, οι μετατοπίσεις ή οι μεταστροφές τους, στοιχειοθετούνται ώστε να καταστεί δυνατό να αναλυθούν σε  «μικρο-τοπία» και «μικρο-τυπολογίες δημόσιου χώρου», με εκλέπτυνση των χαρακτηριστικών συγκρότησής τους σε κάθε κλίμακα, ως προς τις  φυσικές ή σχεδιασμένες τους διαστάσεις, τις κοινωνικές προσλήψεις και νοηματοδοτήσεις, τους κανόνες από τους οποίους προκύπτουν κ.λπ. που υπερβαίνουν τις συνήθεις γεωγραφικές αναλύσεις, τεχνικές θεωρήσεις ή εικαστικές αναγνώσεις.

Ακολουθώντας τις τάσεις περιαστικοποίησης στο τέλος του 20ου αιώνα οι μεγάλες, οι μεσαίες οι μικρότερες ελληνικές πόλεις απέκτησαν νέα χαρακτηριστικά αστικοποίησης κατά τη δεκαετία 2000 τα οποία εγγράφηκαν ως ευανάγνωστη και διακριτή φάση στις ιστορικές ιδιαιτερότητες συγκρότησης τους (βλ. πρώτες αναγνώσεις στο Μανωλίδης επιμ. 2003, Χριστοδούλου 2015, Christodoulou, Oikonomou 2018). Στο πλαίσιο αυτό στην παρούσα εργασία ο δημόσιος χώρος στις περιαστικές zώνες των ελληνικών πόλεων προσεγγίζεται στο επίπεδο των ιδιαιτεροτήτων θεσμικής συγκρότησης, των νοηματοδοτήσεων, και της υλικής συγκρότησής του. Η εισήγηση αντλεί παραδείγματα από εμπειρική έρευνα τα οποία τεκμηριώνει με συνδυασμένη χαρτογράφηση και εικονογράφηση διατρέχοντας τις κλίμακες θεώρησης και θέτοντας ένα μεθοδολογικό πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθεί στην παρούσα εργασία.

1.1  Θεσμική συγκρότηση και προοπτικές αναρρύθμισης

Η θεσμική θεώρηση του περιαστικού χώρου ως «εκτός σχεδίου» που τον προσδιορίζει έμμεσα ως ομοιογενή «ζώνη» (Διάταγμα 1923) βρίσκεται αγκυρωμένη στην άλλοτε ευδιάκριτη και σαφή διάκριση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο χώρα, η οποία στην πράξη δεν μπόρεσε να ανατραπεί με τις νεότερες εγγραφές εργαλείων στο χωρικό σχεδιασμό («εκτός σχεδίου» παρεκκλίσεις, Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου του Ν.1337/83, ζώνες σε ΣΧΟΟΑΠ του Ν.2508/97 και Γενικά Χωρικά Σχέδια του Ν.4447/16). Αυτό το μονοπάτι πολιτικής για τη χωρική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει όλη τη μεταπολεμική περίοδο έχει σαφή αποτυπώματα στον κατοικημένο χώρο και τα ευρύτερα τοπία, ενώ οι εξελίξεις είναι συχνά ολέθριες και ραγδαίες.

Νέα πραγματικότητα αποτελεί η σωρεία πλέον, των υλοποιημένων αποσπασματικών χωροθετήσεων κάθε λογής χρήσης και χώρων δημόσιου ενδιαφέροντος, στις περιαστικές περιοχές και τη «ζώνη» των μικρότερων οικισμών (πολεοδόμηση με τοπικά ρυμοτομικά, κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις ως τροπολογίες σε διάφορους αλλότριους προς τον σχεδιασμό νόμους, όπως και έργα τομεακών πολιτικών λ.χ. για τις μεταφορές, την ενέργεια ή τον τουρισμό). Έχει συγκροτηθεί έτσι, ένα συνολικά προβληματικό και δυσανάγνωστο ανθρωπογενές περιβάλλον το οποίο κυριαρχείται από τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς και εξελίσσεται ενεξέλεγκτα, πέρα από οποιοδήποτε περιβαλλοντικά βιώσιμο προσανατολισμό, και το οποίο απαιτεί ειδική χωροταξική και πολεοδομική αντιμετώπιση. Σήμερα τα εμπειρικά και ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο εξωαστικός χώρος είναι εξαιρετικά ποικίλος και ετερογενής, τόσο ως προς τα χωρο-κοινωνικά, όσο και ως προς τα οικολογικά του χαρακτηριστικά (Πετροπούλου, Πάνγκας 2006, Χριστοδούλου 2015).

Στις ελληνικές πόλεις ο δημόσιος χώρος αναφέρεται τυπικά στον πολεοδομημένο δημόσιο χώρο (κοινόχρηστο, κοινωφελή) (Χριστοδούλου 2018). Στις «εκτός σχεδίου» περιοχές αναφέρεται σε αταξινόμητο χώρο που προγραμματίζεται και διαφυλάσσεται τμηματικά. Συγκροτείται θεσμικά σε διαφορετικές κλίμακες σχεδιασμού και ρύθμισης ή διαχείρισης. Στη χωροταξική κλίμακα, πρόκειται για μερικώς προγραμματισμένο χώρο, μόνο στο επίπεδο των δικτύων (μεταφορών, τεχνολογικών, κοινής ωφέλειας), των (ειδικών) υποδοχέων ανάπτυξης και των περιοχών περιβαλλοντικής προστασίας, αφού ένα μικρό μόνο μέρος της επικράτειας καλύπτεται από θεσμοθετημένα σχέδια. Εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στην ελεύθερη πρόσβαση και χρήση των συνταγματικά κατοχυρωμένων στην χώρα μας «κοινών», αδιαμφισβήτητων μεν, ασαφών δε δημόσιων γαιών, όπως το δάσος και ο αιγιαλός. Πέραν αυτών, και των αρχαιολογικών χώρων, είναι θεσμικά σχεδόν εξολοκλήρου αχαρακτήριστος ως προς τον προορισμό του και μη-πολεοδομημένος, ακόμη κι όταν εντοπίζεται εντός προσδιορισμένων με σχέδια ζωνών οικιστικού ελέγχου, ανάπτυξης ή προστασίας. Εξαίρεση αποτελούν οι εντοπισμένες μικρής έκτασης πολεοδομημένοι θύλακες που προϋποθέτουν ρυμοτόμηση, άρα και οργάνωση αστικού σχεδιασμού ή/και αρχιτεκτονικών διαμορφώσεων, και οι σημειακές παρεμβάσεις λειτουργικής βελτίωσης σε καίρια σημεία (λ.χ. σημεία στάσεων ΜΜΜ, σημεία θέασης). Ωστόσο, συνήθως παραμένει ασύνδετος και μετέωρος, εν μέσω μονολειτουργικών περιοχών χωρίς αστικότητα και χωρίς θεσμική πρόβλεψη για την οργάνωση της μεσο-κλίμακας (συνδέσεις, κόμβοι, δικτύωση δημόσιων χώρων).

Με οδηγό τις αλληλοκαλυπτόμενες, συχνά σε σύγκρουση για το δημόσιο όφελος, αρμοδιότητες σχεδιασμού και διαχείρισης δημόσιων φορέων προκύπτει θεσμικά η συγκρότηση της υλικής διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου, ως ανεξέλεγκτο άθροισμα κανονιστικών διατάξεων, υποχρεωτικών τεχνικών οδηγιών, άτυπων πρακτικών συντήρησης (ΚΟΚ, ΤΟΤΕΕ, ΟΜΟΕ Δημοτικός Κώδικας, κ.ά.). Από πλευράς θεσμοθετημένων κατηγοριών χρήσεων γης, ο δημόσιος χώρος διαφεύγει της προσοχής ως δεδομένος. Σύμφωνα με  τις νέες διατάξεις (ΠΔ 59/2018) εγγράφεται πέρα από τις προφανείς συσχετίσεις με τις κοινωφελείς λειτουργίες και τους ελεύθερους χώρους – περιαστικού πρασίνου, στις κατηγορίες των εγκαταστάσεων αστικών υποδομών κοινής ωφέλειας και ειδικών χρήσεων οι οποίοι κατεξοχήν χωροθετούνται στις περιαστικές περιοχές (λ.χ. μεγάλες αθλητικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, κ.ά.).

Καθώς το παγκοσμιοποιημένο μοντέλο αστικής ανάπτυξης ελεύθερων χωροθετήσεων των επενδύσεων ενισχύεται στη χώρα μας (Χριστοδούλου 2018), προωθούνται Ειδικά Χωρικά Σχέδια (Ν.4447/16) για τον καθορισμό εντοπισμένων έργων και προγραμμάτων που υπερβαίνουν διοικητικές διαιρέσεις του χώρου. Τα ΕΧΣ αναφέρονται στη μέσο-κλίμακα του χώρου. Ενώ όμως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανά εργαλεία για τον ανασχεδιασμό και την πολεοδομική και αρχιτεκτονική επιδιόρθωση της αποσπασματικότητας, προορίζονται για να λειτουργήσουν ως υποδοχείς επενδύσεων και όχι για την αναδιοργάνωση του χώρου και την εκ νέου επινόηση των τοπίων. Απουσία αναλυτικών προδιαγραφών, κινούνται κυρίως στην κατεύθυνση της πύκνωσης της δόμησης, και όχι της διασφάλισης, διατήρησης ή της ενίσχυσης του ρόλου του δημόσιου χώρου.

1.2  Νοηματοδοτήσεις

Ο δημόσιος χώρος αναδύεται στο περιαστικό τοπίο ως πλέγμα αξόνων, ορίων, σημείων και πεδίων δημόσιας αναφοράς σε διαφορετικούς βαθμούς αναγνωρισιμότητας και κοινής νοηματοδότησης. Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος στις περιαστικές περιοχές είναι αναμφισβήτητα οι άξονες κίνησης. Η αντίληψη του δρόμου ως δημόσιου χώρου (βλ. «δημοσιά») είναι κοινή και εκδηλώνεται με κάθε λογής δράσεις πρόσβασης και παραμονής, κίνησης και συγκέντρωσης των πολιτών: ελεύθερες καθημερινές μετακινήσεις, εκδήλωση πολιτικών διαμαρτυριών πολιτών και μπλοκαρίσματα οδών (βλ. κινήσεις για την ελεύθερη διέλευση ή τη μετακίνηση, διαμαρτυρίες για τις ασκούμενες πολιτικές στον αγροτικό χώρο), συναθροίσεις πολιτών καθημερινού και εορταστικού σκοπού (βλ. ελεύθερη χρήση τους ως χώρων στάθμευσης σε κάθε ευκαιρία, εμπορική χρήση τους σε τοπικές γιορτές) και παραλειπόμενες αφανείς ενέργειες (λ.χ. σύνοδοι Ρομά).

Οι δράσεις αυτές μαρτυρούν ρυθμούς, προγραμματισμένες και άτυπες πρακτικές της δημόσιας ζωής. Αποτελούν πολιτισμικές διεργασίες μέσα από τις οποίες κυρίαρχα κοινά νοήματα εγκαθίστανται, ενώ συνοδά νοήματα κατασκευάζονται, διαπραγματεύονται και βιώνονται, πέρα από παγιωμένες αντιλήψεις (Jackson 1989: 180). Μεταξύ αυτών η θεσμική ρύθμιση της δόμησης στις περιαστικές περιοχές δεν μπορεί να αποκοπεί από τις κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις που αφορούν στην κτηματαγορά και την κερδοσκοπία από την περιαστική γη. Ο δρόμος είναι δημόσιος και φέρει συγκεκριμένα δικαιώματα δόμησης, με συχνή την άτοπη από πολίτες διεκδίκηση δικαιωμάτων δόμησης ακόμη και σε ιδιωτικούς δρόμους.

Το σύνολο των περιαστικών πεδίων νοούνται στην κυρίαρχη νοηματοδότηση ως αξιοποιήσιμα, ανεξάρτητα από το περιβαλλοντική βλάβη που μπορεί η εκμετάλλευση να προκαλέσει, αφού η κυρίαρχη (κοινωνική και πολιτική) νοοτροπία δεν συνάδει με τη θεσμική και επιστημονική θεώρηση ρύθμισης της ανάπτυξης του περιαστικού χώρου (Πορτοκαλίδης, Ζυγούρη 2011). Η τυπική μονοκεντρική δομή και ακτινοκεντρική ανάπτυξη των περισσότερων ελληνικών πόλεων, δεδομένων της ανεξέλεγκτης εκτός σχεδίου δόμησης κάθε χρήσης, και των νέων περιφερειακών οδών, αποτελεί πλέον αναχρονιστική κατανόηση του τρόπου που αυτές αναπτύσσονται στο χώρο. Η έξοδος από την πόλη, από το κέντρο προς την περιφέρεια, δεν είναι η μόνη οδός προς τις περιαστικές περιοχές. Ο περιαστικός χώρος κατοικείται και βιώνεται συχνά ανεξάρτητα από το κέντρο, ακόμη και των μεσαίων πόλεων. Οι πολίτες κινούνται καθημερινά, μεταξύ οικισμών, σημείων και πεδίων συλλογικής αναφοράς, ιδιωτικών και δημόσιων, και σε μεγάλες αποστάσεις.

Η εικόνα της περιαστικής διάχυτης πόλης νοηματοδοτείται μέσα από ένα συνονθύλευμα ασύντακτης δόμησης κτιρίων και περιφράξεων, εταιρικών σημάτων, οδικών πινακίδων, διαφημίσεων, αλλά και εμπειριών σε απομονωμένα και συχνά αθέατα πεδία συλλογικής ζωής ή ελεύθερης πρόσβασης (λ.χ. περιοχές απόλαυσης της φύσης, τόποι αναψυχής ή περιήγησης, σημεία φορτισμένης συλλογικής μνήμης ή συγκέντρωσης του κοινού, ιστορικοί τόποι, σύγχρονοι αστικοί λειτουργικοί προορισμοί, κ.ά.). Ο δημόσιος χώρος διευρύνεται μέσα από χαρακτηριστικά φυσικά και ανθρωπογενή τοπόσημα και σειρές σημείων θέασης του τοπίου ως κατεξοχήν συλλογικού πλαισίου ζωής. Η διευρυμένη αντίληψη του δημόσιου χώρου στην κλίμακα του τοπίου περιλαμβάνει πέρα από τον άμεσα και ελεύθερα προσβάσιμο χώρο, τις μακρινές οπτικές προς ευρύτερο γεωγραφικό πεδίο, φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Το ευρύτερο πολιτισμικό τοπίο, ο διευρυμένος αυτός δημόσιος χώρος εξελίσσεται διαρκώς όπως και ο αστικός, όμως αλλοιώνεται, μεταβάλλεται και συχνά χάνεται, ερήμην οποιουδήποτε σχεδιασμού ή έκφρασης γνώμης των πολιτών για τη σημασία του.

1.3   Υλική συγκρότηση και ανασχεδιασμός

Καθώς οι θεσμικοί χειρισμοί και διαδικασίες νοηματοδότησης έχουν αθροιστικό αποτέλεσμα στην παραγωγή του δημόσιου χώρου στις περιαστικές διατεμνόμενες ζώνες, αυτός πέρα από τον υπολειμματικό του χαρακτήρα αποκτά συγκεκριμένη υλική συγκρότηση και διαμόρφωση που καθορίζεται σε μεγάλο βάθος χρόνου εξέλιξης. Η υλικότητα του δημόσιου χώρου στοιχειοθετείται από επαναλαμβανόμενους αυτοτελείς χειρισμούς διευθέτησης του, στη μέσο- και μίκρο- κλίμακα. Κατασκευασμένα όρια και επιφάνειες δημόσιων έργων, οριοθετήσεις ιδιωτικών εκτάσεων, σειρές, σύνολα και διασπορές από «αρχιτεκτονημένους χώρους» κτιριακών εγκαταστάσεων, εμφανείς γραμμές και υποστηρίγματα κοινωφελών δικτύων, αλλά και διάσπαρτη τοποθέτηση αστικού εξοπλισμού, αναπτύσσονται άναρχα και απρόβλεπτα εν μέσω των αδόμητων εκτάσεων, απουσία αναγνωρίσιμου με υλικούς όρους δημόσιου ανοικτού χώρου.

Στη μεσο-κλίμακα ο δημόσιος χώρος διαστέλλεται και συστέλλεται με υλικούς όρους σε ένα αδιάρθρωτο πλέγμα. Όπως και στους αστικούς ιστούς, στον ευρύτερο ανθρωπογενή χώρο οι δρόμοι είναι τα περισσότερο διαχρονικά υλικά στοιχεία. Η χάραξη και η υλική συγκρότηση τους εκφράζουν τον πολιτισμό κάθε εποχής όπως προσδιορίζεται σε σχέση με πραγματικές τεχνολογικές δυνάμεις και κοινωνικο-περιβαλλοντικές σχέσεις που αυτές οι δυνάμεις προκαλούν. Κατά μήκος των περιαστικών οδών και στο βάθος του ορίζοντα, στις εναλλασσόμενες θέες, αναγνωρίζονται κατασκευασμένα μικρο-τοπία, εδαφικές και κτιριακές μικρο-τυπολογίες, πρόσφατης αλλά και παλαιότερης συγκρότησης. Νέα πεδία προκύπτουν τυχαία στις άκρες δημοσίων έργων. Οι σημειακές και ταινιακές αναπτύξεις, η διάσπαρτη δόμηση χαμηλής πυκνότητας και μικρής ανάμειξης χρήσεων, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται και οριοθετείται ασαφώς ο δημόσιος χώρος είναι μόνο μερικές από αυτές (αδιέξοδοι οδοί, σημεία θέας, σημεία στάσης, εξοπλισμός υγιεινής, κ.ά.). «Σκληρά» αστικά πρότυπα προσδίδουν αισθητική και υλικότητα αποτμήσεων απτού αστικού περιβάλλοντος. Πρόκειται για διαδικασίες καθορισμού του τόπου οι οποίες έχουν συγκεκριμένη υλικότητα και διαφεύγουν τελικά όλες τις κλίμακες σχεδιασμού, χωρίς να θεραπεύουν τις ρήξεις με το τοπίο.

Συμπεράσματα

Ο περιαστικός χώρος αποτελεί πρόκληση για τον σχεδιασμό σε όλες τις κλίμακες. Η απουσία συνολικού πλαισίου κατανόησης, στρατηγικού και ρυθμιστικού πολεοδομικού σχεδιασμού, είναι καθοριστική στο ότι τελικά ο δημόσιος χώρος αντιμετωπίζεται στην πράξη και καθημερινά ως αδιάφορος ή αναλώσιμος, ενώ συχνά η αρχιτεκτονική πράξη βασίζεται σε αποσπασματικές θεωρήσεις αφηγηματικού χαρακτήρα οι οποίες σύντομα ανατρέπονται, αφού αυτό το ίδιο το τοπίο στο οποίο αναφέρονται, αλλοιώνεται άρδην.

Στον περιαστικό χώρο είναι απαραίτητη η διεύρυνση της κατανόησης της έννοιας του δημόσιου χώρου. Πέρα από την κοινή αντίληψή του όπως στην παραδοσιακή συνεκτική μορφή της πόλης, συμπεριλαμβάνει την έννοια του τοπίου ως συλλογικού αγαθού και πεδίου ζωής. Έτσι, γίνεται επιτακτικό πλέον να προσεγγιστεί αναλυτικά και στρατηγικά, να αναρρυθμιστεί και να ανασχεδιαστεί σε επάλληλες κλίμακες. Ταυτόχρονα επιβάλλεται να αναγνωριστούν οι αλληλένδετες σχέσεις μεταξύ του θεσμικού, νοηματοδοτούμενου και του υλικού χώρου, και  να στοιχειοθετηθούν επιδιωκόμενες χωρικές συνθήκες στην κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής επιδιόρθωσης των αποτελεσμάτων της αστικής διάχυσης στο πλαίσιο της βιώσιμης πόλης.

Παραπομπές
Bruegmann, R. 2005. Sprawl: A Compact History. Chicago: The University of Chicago Press.
Buntin, S.B., K.Pirie 2013. Unsprawl: Remixing Spaces as Places. USA: Planetizen Press.
Christodoulou, C., Oikonomou, M. 2018. Urban sprawl typologies in medium-sized Greek cities. Α qualitative morphological analysis in the peri-urban landscape. Paper presented at the CYNUM 2018 Conference, Nicosia, Cyprus.
Couch, C., Petschel-Held, G., Leontidou, L. (eds.) 2007. Urban Sprawl in Europe: Landscape, Land-Use Change & Policy, Oxford, Blackwell Publishing.
Dunham-Jones, E., J.Williamson 2011. Retrofitting Suburbia: Urban Design Solutions for Redesigning Suburbs. New Jersey: Wiley.
EEA 2006. Urban Sprawl in Europe: The Ignored Challenge, EEA Report n.10, European Commission/Joint Research Centre, Copenhagen: European Environment Agency.
European Commission (ed.) 2011. Cities of Tomorrow: Challenges, Visions, Ways Forward. Luxembourg: European Union – Regional Policy. Publ. Office of the European Office
Gillham, O. 2002. The Limitless City: A Primer on the Urban Sprawl Debate. Washington: Island Press.
Jackson, P. 1989. Maps of Meanings. London: Routledge.
Keil, R. (ed.) 2013. Suburban Constellations: Governance, Land and Infrastructure in the 21st Century. Berlin: Jovis.
Piorr, A., Ravetz, J., Tosics, I. 2011. Peri-urbanisation in Europe: Towards a European Policy to Sustain Urban-Rural Futures – Synthesis Report, University of Copenhagen: Academic Books Life Sciences.
Sieverts, T. 2003. Cities without Cities. An Interpretation of Zwischenstadt. London & NY: Spon Press.
Tachieva, G. 2010. Sprawl Repair Manual. Washington DC: Island Press.
Talen, E. (ed.) 2015. Retrofitting Sprawl. Athens & London: University of Georgia Press.
Varnelis, K. (ed.) 2009. The Infrastructural City: Networked Ecologies in Los Angeles, Bercelona / New York: Actar.
Μανωλίδης, K. (επιμ.) 2003. «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!» αναγνώσεις και προοπτικές του τοπίου στην Ελλάδα. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σκόπελος: Νησίδες.
Μανωλίδης, K. 2003. Προς την ενδοχώρα: σε αναζήτηση μιας συνείδησης του τοπίου. Στο Μανωλίδης (επιμ.), σελ. 35-48.
Πετροπούλου, Κ., Ν.Πάνγκας (2007) Χωροταξική προσέγγιση του περιαστικού χώρου με βάση την τοπιο-οικοσυστημική θεώρηση: Μια πρόταση τυπολογίας αστικών και περιαστικών οικο-τοπίων για τις μεγάλες ελληνικές πόλεις, Γεωγραφίες, τ. 12, σελ. 71-87.
Πετροπούλου, Κ., Τ. Ραμαντιέ (επιμ.) 2016. Αστικές Γεωγραφίες: Τοπία και Καθημερινές διαδρομές, Αθήνα: Εκδ.Καπόν.
Πορτοκαλίδης,Κ., Ζυγούρη, Φ. 2011. Η ιδιότυπη “Συμπαγής Διάχυση” των Ελληνικών πόλεων. Πρακτικά 9ου Εθνικού Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Περιφερειακής (ERSA-GR) με θέμα: «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Οικονομική Κρίση: Διεθνής Εμπειρία και Ελλάδα», Αθήνα.
Χριστοδούλου, Χ. 2015. Τοπία Αστικής Διάχυσης. Αστικοποίηση και Πολεοδομικός Σχεδιασμός. Η Περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Χριστοδούλου, Χ. 2018. Η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου στη σύγχρονη ρευστότητα των διαδικασιών του πολεοδομικού σχεδιασμού και της αστικής ανάπτυξης. Γεωγραφίες, τ.32, σελ.26-41.

Comments are closed