Ενδεχομενική πόλη_Κωδικοποιώντας δυνατότητες μεταβολισμού του χώρου

Γ. Πασσιά, Π. Ρούπας

Περίληψη

Ενώ ο χώρος γίνεται γενικά αντιληπτός ως ένα δίκτυο πυκνών αλληλ-επιδράσεων που συμβαίνουν σε ένα εύρος χωρικών και χρονικών κλιμάκων, εντούτοις αδυνατούμε να τον κατανοήσουμε ή να τον περιγράψουμε με αυτούς του όρους. Η έρευνα στοχεύει στη δημιουργία ενός κώδικα για την αρχιτεκτονική και την πόλη ως σύστημα που μοντελοποιεί τον χώρο και παρακολουθεί τον κοινωνικό και υλικό μεταβολισμό του. Στον κώδικα που οργανώνεται, ο χώρος αναπαρίσταται ως μια τετραδιάστατη πολυπτυχότητα, ενώ οι διαστάσεις της χρησιμοποιούνται για να αναπαραστήσουν τις τέσσερις διαδικασίες που τον παράγουν: την εξωτερικότητα, την ενσωμάτωση, την συνεκτικότητα και την διαφοροποίηση. Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή πολυ-πτυχότητα γίνεται ο φασικός χώρος της αρχιτεκτονικής μορφής, ένα μοντέλο των διαδικασιών της που συνδέεται άμεσα με την υλική της πραγματικότητα.

Για τον διαφορικό προσδιορισμό της οργάνωσης του χώρου επιλέγονται τα 253 Σχεδιαστικά Πρότυπα του Ch.Alexander, όπως παρουσιάστηκαν στο βιβλίο του, A Pattern Language: Towns, Buildings, Construction (1977). Για τον διαφορικό προσδιορισμό της δομής του χώρου εισάγονται 100 μη-σημασιοδοτικά σημεία, όπως προκύπτουν διαμέσου δομημένης ευρετικής μεθόδου, ως μηχανισμοί ενδεχομενικότητας της μορφής. Οι μηχανισμοί αφορούν σε υλικές διαμορφώσεις με συγκεκριμένα ποιοτικά και γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Μετά από αυτή τη διαδικασία μοντελοποίησης, έχουμε τέσσερις τροχιές για τις τέσσερις διαδικασίες παραγωγής του χώρου και τη δομή ενός μοντέλου που μπορεί να καταγράψει την  μεταβολή του.

1          Εισαγωγή

Ενώ ο χώρος γίνεται γενικά αντιληπτός ως ένα δίκτυο πυκνών αλληλ-επιδράσεων που συμβαίνουν σε ένα εύρος χωρικών και χρονικών κλιμάκων, εντούτοις αδυνατούμε να τον κατανοήσουμε ή να τον περιγράψουμε με αυτούς του όρους. Σε αυτό το πλαίσιο, η πραγματικότητα συντίθεται από το εν ενεργεία υπαρκτό και από το δυνητικό εξίσου, από τον κόσμο όπως βιώνεται και από τον κόσμο όπως θεωρείται, αντίστοιχα. Καθώς οι δύο περιοχές ενημερώνουν και επαυξάνουν την ταυτότητα τόσο των φυσικών και των τεχνητών αντικειμένων εξίσου, ο όρος “σχεδιασμός” δεν επαρκεί για να περιγράψει την ταυτότητα και παραγωγή της αρχιτεκτονικής μορφής. “Εδώ τίθεται ένα βασικό ερώτημα: με ποιό τρόπο ένας οργανισμός” – εδώ η αρχιτεκτονική μορφή – “που είναι κλειστός και μοναδικός μπορεί να έχει πολλαπλές υλικές δομές που να παραμένουν ανοιχτές ώστε να μπορούν να διακυμανθούν;” (Spuybroek 2008: 189)

Εδώ η αρχιτεκτονική μορφή, εντός της θεωρίας των συναθροίσεων, της πολυπλοκότητας και των δυναμικών συστημάτων, γίνεται αντιληπτή ως το σύμπλεγμα των σχέσεων που αναπτύσσουν τα στοιχεία που την απαρτίζουν. Πρόκειται για συναθροίσεις στοιχείων που οδηγούνται σε υβριδικές καταστάσεις μεταξύ των δυνητικών και των πραγματωμένων περιστάσεών τους, σε διαρκή μεταβολή. Στην προσέγγιση της μορφής με όρους αλληλεπιδρώντων μερών και αναδυόμενων συνόλων, η έρευνα αποδέχεται την επίπεδη οντολογία (flat ontology), αυτή που αρνείται τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ γενικών τύπων και συγκεκριμένων περιπτώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η μορφή κατασκευάζεται αποκλειστικά από μοναδικά, ξεχωριστά άτομα, που διαφέρουν ως προς την χωροχρονική κλίμακα, αλλά όχι ως προς την οντολογική τους κατάσταση. (DeLanda 2002: 47)

Αυτό που αναζητείται είναι μια μεθοδολογία σχεδιασμού για την αρχι-τεκτονική και την πόλη, ένα εννοιολογικό σχήμα για την ανάλυση της μορφής και επίσης μια αφηρημένη βαθιά δομή από την οποία μπορεί να παραχθεί ένας άπειρος αριθμός μορφών. Αυτή η γενεσιουργός διαδικασία περιλαμβάνει κατά τον Lars Spuybroek, μια «συγκλίνουσα φάση επιλογής» και μια «αποκλίνουσα φάση σχεδιασμού» (Spuybroek 2008: 189) και ορίζει τις δύο διαδοχικές φάσεις κατά την σύνταξη του κώδικα της αρχιτεκτονικής μορφής, αντίστοιχα. Κατά την συγκλίνουσα φάση, οργανώνεται ο κώδικας συλλέγοντας πληροφορίες που είναι σχετικές και παρέχοντας την τοπολογική δομή του. Μια κίνηση προς την ποιότητα, την τάξη και την οργάνωση. Κατά την αποκλίνουσα φάση, συντελείται η πραγμοποίηση της μορφής καθώς ο κώδικας βλασταίνει και μετασχηματίζεται σε πραγματικές χωρικές δομές με γεωμετρικές και υλικές ιδιότητες. Μια κίνηση προς την ποσότητα, την ύλη και τη δομή. (Spuybroek 2008: 189)

2          Συγκλίνουσα φάση επιλογής

Κατά την πρώτη φάση, εισαγάγουμε ως βασικές μονάδες του κώδικα τα 253 Σχεδιαστικά Πρότυπα του Christopher Alexander (Alexander et al., 1977). Σύμφωνα με τον CH.Alexander, κάθε Σχεδιαστικό Πρότυπο είναι μία δομή που διαγραμματοποιεί την μορφή μέσω ενός συνόλου κανόνων ή κριτηρίων, εκφράζοντας μια σχέση μεταξύ ενός συγκεκριμένου πλαισίου, ενός συγκεκριμένου συστήματος δυνάμεων που επαναλαμβάνεται στο πλαίσιο, και μιας χωρικής διαμόρφωσης που επιτρέπει στις δυνάμεις να ισορροπήσουν. Η εσωτερική τους δομή, ήδη αρκετά ρευστή και δυναμική, είναι σημαντική ώστε ο κώδικας να μπορεί να επιτελεί διαδικασίες που θεωρούνται οικείες σε κάθε πολύπλοκο σύστημα. Η πρώτη – γνωστή ως αναπαράσταση – αφορά στην συλλογή και αποθήκευση πληροφοριών από το περιβάλλον. Η δεύτερη – γνωστή ως αυτο-οργάνωση – σχετίζεται με την ανάπτυξη  οργανωμένης δομής και την προσαρμoγή της ώστε να ανταπεξέρχεται των αλλαγών του περιβάλλοντος. (Cilliers 1998: 12)

Τα Σχεδιαστικά Πρότυπα εισάγονται ως επικοινωνιακές συναθροίσεις πάνω σε μια επιφάνεια στον χώρο όπου είναι ελεύθερα να συναρμολογούνται και να επανασυναρμολογούνται σε διαφορετικούς χώρους, επίπεδα και κλίμακες, υποδεικνύοντας τρόπους μετάδοσης πληροφορίας (Wilden 2011: 220). Τα μοτίβα της μεταξύ τους επικοινωνίας, οπτικοποιημένα ως δικτυωματικές δομές, εμφανίζονται σε δύο ξεχωριστούς χώρους. Ο πρώτος είναι αυτός όπου τα Σχεδιαστικά Πρότυπα επικοινωνούν με άλλες μονάδες ή με την ιστορία των μονάδων, καθώς και με το περιβάλλον του συστήματος. Ο δεύτερος χώρος σχετίζεται με την εσωτερική δομή κάθε Σχεδιαστικού Προτύπου όπου συντελείται η επικοινωνία μεταξύ των συστατικών μερών και κανόνων που το προσδιορίζουν και το ενεργοποιούν. (Deleuze 1993: 100)

Με στόχο να αποκαλύψουμε τις επικοινωνιακές ομοιότητες και τάσεις τους, υποβάλλουμε τα Σχεδιαστικά Πρότυπα σε μια διπλή διαδικασία ταξινόμησης. Τα δύο μέρη της συμφωνούν με την διάκριση του Bergson μεταξύ της διαφοράς σε είδος και της διαφοράς σε βαθμό (Bergson 2014: 23). Κατά το πρώτο μέρος, τα Σχεδιαστικά Πρότυπα ομοιώνονται ως προς τις στις εντατικές διαδικασίες που τα παρήγαγαν και τα τοποθετεί σε τέσσερις διακριτές περιοχές, υποδεικνύοντάς τες ως τις τέσσερις διαστάσεις της πόλης. Στο δεύτερο μέρος δικτυώνονται σε σχέση με τις εντατικές διαφορές που προκάλεσαν αυτές τις διαδικασίες και προσθέτει τέσσερα κρίσιμα σημεία αλλαγής σε κάθε διάσταση. (Buchanan and Lambert 2005: 81)

2.1       Οι διαστάσεις του χώρου

Μέσα στο αρχικό πλήρες αρχείο, όλα τα Σχεδιαστικά Πρότυπα έχουν την ίδια δομή, με εξαίρεση έξι εξ’αυτών (Σχεδιαστικά Πρότυπα 36, 66, 98, 127, 142, 193). Κάθε ένα από αυτά γίνεται αντιληπτό ως ένα μικροσύστημα. Το διάγραμμά τους είναι μια κλίμακα με συγκεκριμένα βήματα που χαρτογραφεί μια χωρική σχέση και ορίζεται από ένα ζευγάρι πολικών όρων. Αυτά τα έξι Σχεδιαστικά Πρότυπα τεκμηριώνουν τα 4 είδη εντατικών διαφορών που υποκινούν τις διαδικασίες παραγωγής του χώρου και αρχικά οργανώνουν τα Σχεδιαστικά Πρότυπα σε τέσσερις χώρους δυνατοτήτων, τέσσερις σημασιολογικές κατηγορίες.

  • εξωτερικότητα Vs εσωτερικότητα
  • ενσωμάτωση Vs συγκέντρωση
  • συνεκτικότητα Vs ενοποίηση
  • διαφοροποίηση Vs ομοιότητα

Αναδυόμενα μοτίβα επικοινωνίας μεταξύ των Σχεδιαστικών Προτύπων οδηγούν στην ταξινόμηση τους στις 4 διαστάσεις της πόλης. Ένας αρχικός κατάλογος 4 κυρίαρχων ιδιοτήτων των Προτύπων Σχεδίασης – Ιδιωτικότητα, Διασπορά, Ετερογένεια, Χωρικός Διαχωρισμός – οργανώνει τα πρώτα διασυνδεδεμένα δίκτυα επικοινωνίας. Καθώς ο κατάλογος μεγαλώνει για να συμπεριλάβει άλλες 8 βασικές έννοιες που διευρύνουν περαιτέρω το πληροφοριακό υπόστρωμα των διαστάσεων, εμφανίζονται νέες αλληλ-επιδράσεις. (Εικόνα 1) Στο τέλος αυτού του πρώτου μέρους, ο χώρος έχει τέσσερις διαστάσεις και καθεμιά από αυτές κατοικείται από συγκεκριμένα Σχεδιαστικά Πρότυπα.

Εικόνα 1 Χάρτης επικοινωνίας 01_Λίστα 12 κριτηρίων.

2.2       Οι βαθμοί των διαστάσεων του χώρου

Στο δεύτερο μέρος της διαδικασίας ταξινόμησης, εστιάζουμε σε κάθε διαστασιακό χώρο προσπαθώντας να τεκμηριώσουμε την επικοινωνιακή δομή στο εσωτερικό του. (Εικόνα 2) Κάθε διάσταση αποτελείται από δύο αντιθετικούς “δήμους” από Σχεδιαστικά Πρότυπα, από τους οποίους προκύπτουν δύο διακριτά δίκτυα επικοινωνίας, αντίστοιχα. Για να βαθμονομήσουμε κάθε διάσταση υποθέτουμε, ότι υπάρχει μια σημασιο-λογική κλίμακα (Osgood 1975: 24) που ορίζεται από τις πολικές σχέσεις της διάστασης, με τέσσερα βήματα που αντιπροσωπεύουν τους τέσσερις τύπους της. Μετά το δεύτερο μέρος, κάθε χώρος διαστάσεων είναι οργανωμένος σύμφωνα με τέσσερις διαφορετικούς βαθμούς έντασης, όπου τα ίδια Σχεδιαστικά Πρότυπα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή όλων των τύπων εντός κάθε διάστασης της μορφής.

Μετά το τέλος της συγκλίνουσας φάσης επιλογής, έχει οργανωθεί ένα σύστημα από κανόνες και μια διαδικασία για τον κώδικα της μορφής. Έχουν οριστεί οι τέσσερις διαστάσεις της ως τα γένη της εξωτερικότητας, της ενσωμάτωσης, της συνεκτικότητας και της διαφοροποίησης, καθώς και τα εντατικά όρια της εσωτερικής τους διακύμανσης. Σε αυτό το σημείο είναι δυνατόν να εξηγηθεί η ταυτότητα της πόλης σε σχέση με διασυνδεδεμένα μοτίβα επικοινωνίας μεταξύ των βασικών μονάδων της, τα ίδια αποτελούμενα από βαθμούς επικοινωνιακής έντασης.

Εικόνα 2 Χάρτης επικοινωνίας 01_Οι 4 διαστάσεις της πόλης.

Εικόνα 3 Χάρτης επικοινωνίας 03_Βαθμοί διαστάσεων.

3          Αποκλίνουσα φάση σχεδιασμού

Κατά την αποκλίνουσα φάση σχεδιασμού (divergent phase) λαμβάνει χώρα η πραγμοποίηση των μορφών καθώς ο κώδικας παράγει πραγματικές χωρικές δομές με γεωμετρικές, υλικές και ποιοτικές ιδιότητες. Σε αυτή τη φάση, ενώ ο κώδικας διατηρεί πλήρως την τοπολογική του οργάνωση αλλά μεταβάλει την δομή του αντικαθιστώντας τα στοιχεία του ώστε να παράξει υλικές διαμορφώσεις. Ενώ τα Πρότυπα Σχεδιασμού όρισαν την τοπολογική δομή του κώδικα, η διαγραμματική δομή τους δεν οδηγεί σε συγκεκριμένες υλικές διαμορφώσεις. Επιπλέον, δεν αποσαφηνίζονται οι υλικές διαχειρίσεις που θα επιτρέψουν στα σχεδιαστικά αντικείμενα να παραμείνουν “ανοιχτά” έτσι ώστε να δημιουργούν διαρκώς παραλλαγές του εαυτού τους. Για το σκοπό αυτό, προτείνεται εδώ μια στροφή.

Δεδομένου ότι όλες οι συναθροίσεις αποτελούν στοιχεία μεγαλύτερων συναθροίσεων, η ικανότητά τους να συμπλέκονται είναι ενδεχομενική. (Meillassoux 2008:76) Για να αναλύσουμε ή ακόμα και να παράξουμε χωρικές συναθροίσεις αυτού του είδους, στρεφόμαστε στο πιο σταθερό τους χαρακ-τηριστικό: στην ικανότητά τους να επηρεάζουν και να επηρεάζονται. (DeLanda 2006:10) Η αντίληψη μιας χωρικής μορφής εκκινεί από την μετάδοση της επήρειας μέσω της μορφής την οποία στη συνέχεια επεξεργάζονται οι αισθήσεις παράγοντας μοναδικές επήρειες στο υποκείμενο – σκέψεις, συναισ-θήματα, συγκινήσεις και διαθέσεις. Προκειμένου να χαρτογραφήσουμε αυτή τους την ικανότητα, οι χωρικές συναθροίσεις αναλύονται σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας επικεντρώνεται στις σχέσεις που αναπτύσσουν τα υλικά και τα εκφραστικά συστατικά τους ενώ ο δεύτερος άξονας καταγρά-φει τις διαδικα-σίες σταθεροποίησης ή αποσταθεροποίησης της συνάθροι-σης, εγγενείς μη-χανισμοί που είναι γνωστοί ως μη σημασιοδοτικά σημεία. (Guattari 1995:10)

Τα μη σημασιοδοτικά σημεία, εισάγονται ως εντάσεις που μετασχηματίζουν το αντικείμενο πέρα από το νόημα, πέρα από τις σταθερές γνωσιακές διαδικασίες. Ανήκουν σε ένα μοριακό επίπεδο, το οποίο είναι γεμάτο από διαμορφώσεις, κινήσεις, ταχύτητες και ρυθμούς. (Boumeester 2014:75) Καθώς τα μη σημασιοδοτικά σημεία πυροδοτούν αδύναμες διαδικασίες σε ένα χωρικό αντικείμενο ενώ δεν μπορούν να απομονωθούν από την ύλη, εντοπίζουμε τις επήρειες ως το αποτέλεσμα της δράσης των σημείων αυτών. Για να μπορεί ένα αντικείμενο σχεδιασμού να βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση μεταβολής, πρέπει να τεθεί σε λειτουργία μια πληθώρα δυνατοτήτων ή καλύτερα δυνατοτήτων δράσης (affordances). (Gibson 1986: 126) Τα μη σημασιοδοτικά σημεία, που ενυπάρχουν στο αντικείμενο, δύνανται να ενεργοποιήσουν την επιλογή μιας δυνατότητας δράσης μεταξύ πολλών, ενώ η επήρεια φαίνεται να είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της επιλογής.

Η ευρετική διαδικασία που περιγράφεται στη συνέχεια αφορά περίπου 100 μη σημασιοδοτικά σημεία τα οποία συλλέχθηκαν μέσω της ανάλυσης και συγκριτικής παρατήρησης πολλών σύγχρονων χωρικών διαμορφώσεων. (Εικόνα 4) Με άξονα την κατηγοριοποίησή τους συγκροτούνται δύο βάσεις δεδομένων. Η πρώτη συγκεντρώνει μη σημασιοδοτικά σημεία εξαρτημένα από τις συγκεκριμένες τεχνικές που τα ενεργοποιούν. Σε αυτή την περιοχή, συναντούμε μεταξύ άλλων, διαχειρίσεις που αφορούν στην συντακτική σχέση μερών, υλικές ή μορφολογικές διαχειρίσεις. Η λίστα σχηματοποιείται από παρατηρήσεις που θέτουν στο επίκεντρο την συνθήκη της μεταβολής του νοήματος των χωρικών διαμορφώσεων. Η δεύτερη βάση δεδομένων συγκεντρώνει τις επήρειες της μορφής και προκύπτει επίσης ως αποτέλεσμα παρατηρήσεων και συσχετισμών των χωρικών συναθροίσεων. Τα αντικείμενα του αρχείου, συγκεντρώνουν ένα επιπλέον νέφος συσχετισμών υπό αυτή την συνθήκη, αποκαλύπτοντας σχέσεις μεταξύ σημείων, επηρειών και μορφών, σε μια διαρκή διαδικασία αναγνώρισης, καταγραφής και ελέγχου.

Εικόνα 4 Λίστα μη-σημασιοδοτικών σημείων

Για κάθε μη σημασιοδοτικό σημείο παράγεται μια καρτέλα (Εικόνα 5) που περιλαμβάνει τέσσερις κύριες περιοχές: το όνομα του μη σημασιοδοτικού σημείου, τις κύριες χωρικές κατηγορίες που σχετίζεται με το σημείο (μορφή, δομή και χώρος), η λίστα των επηρειών που μπορεί να ενεργοποιήσει, τον αριθμό των χωρικών αντικειμένων όπου έχει εντοπιστεί και τέλος μια ενδεικτική εικόνα ενός έργου που απεικονίζει καλύτερα τον μηχανισμό.

Εικόνα 5 Καρτέλα καταγραφής μη σημασιοδοτικού σημείου.

Δημιουργείται ένα λεξικό μηχανισμών παραγωγής επηρειών, όπου όλα τα μη σημασιοδοτικά σημεία παρατίθενται ως ευρετήριο τεχνικών που θα μπορού-σαν να ενισχύσουν την ικανότητα επήρειας του τελικού σχεδιασμένου αντικει-μένου. (Εικόνα 06) Άρα ένα μη σημασιοδοτικό σημείο μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές επιδράσεις αλλά και ότι η ίδια επήρεια μπορεί να προκληθεί από διαφορετικά μη σημασιοδοτικά σημεία. Αν τα μη σημασιοδο-τικά σημεία συστήνουν τις περιστασιακές διαχειρίσεις της μεταβαλλόμενης μορφής, τότε η επήρεια συγκροτεί το μέγεθος μέτρησης αυτής της μεταβολής, εν μέσω διακυμάνσεων, αναταράξεων και συστροφών του διαφυγόντος νοήματος.

Εικόνα 6 Απόσπασμα από το λεξικό μηχανισμών παραγωγής επήρειας.

Στην βάση της αισθητικής δύναμη των μη σημασιοδοτικών σημείων να επηρεάζουν και να επηρεάζονται, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω των επηρειών, τα σημεία κατηγοριοποιούνται στις γενικές κατηγορίες του χώρου – μορφή/δομή/επιφάνεια – ανάλογα με την περιοχή αποσταθεροποίησης στην οποία στοχεύουν. Ακολούθως τα μη σημασιοδοτικά σημεία  τοποθετούνται στις διαστάσεις της μορφής που περιγράφουν καλύτερα την επήρεια που παράγεται. Μετά το τέλος της αποκλίνουσας φάσης σχεδιασμού έχει οργανωθεί ένας πίνακας όπου κάθε μη σημασιοδοτικό σημείο έχει τοποθετηθεί στην αντίστοιχη διάσταση – εξωτερικότητα, συνεκτικότητα, ενσωμάτωση, διαφοροποίηση. (Εικόνα 7) Διαμέσου του πίνακα, είναι δυνατό να επιλέξουμε μια ομάδα μη σημασιοδοτικών σημείων για να συνθέσουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο εξωτερικό, συνεκτικό, ενσωματωμένο ή διαφοροποιημένο αντικείμενο. Την ίδια στιγμή, οι συγκεκριμένες υλικές διαχειρίσεις που προτείνουν τα μη σημασιοδοτικά σημεία καθοδηγούν την τελική υλική εκφορά του σχεδιαστικού αντικειμένου.

4 Σχολιασμός

Διαμέσου του κώδικά, έχουμε ορίσει έναν αριθμό ατρακτόρων για την πόλη: τις τέσσερις διαστάσεις της ως τα γένη της εξωτερικότητας, της ενσωμάτωσης, της συνεκτικότητας και της διαφοροποίησης, καθώς και τα εντατικά όρια της εσωτερικής τους διακύμανσης. Μέσω των ατρακτόρων, είναι δυνατόν να εξηγηθεί η ταυτότητα του χώρου ως σύστημα ικανό να διαφοροποιείται στο χρόνο και στον χώρο σύμφωνα με ένα σύστημα κανόνων. (Spuybroek 2008: 190) Στόχος της έρευνας για τον κώδικα που έχουμε οργανώσει για την πόλη είναι να μοιάζει με το διάγραμμα ή την αφηρημένη μηχανή του Deleuze: «ένας χάρτης από σχέσεις μεταξύ δυνάμεων, ένας χάρτης του πεπρωμένου ή της έντασης, που επενεργεί μέσω μη εντοπίσιμων πρωτογενών συνδέσεων και περνά συνεχώς από κάθε σημείο ή μάλλον διεισδύει σε κάθε σχέση ενός σημείου με ένα άλλο.» (Deleuze 2016: 36).

Εικόνα 7 Πίνακας μη σημασιοδοτικών σημείων σύμφωνα με τον προτεινόμενο κώδικα

Παραπομπές
Alexander, Christopher, Sara Ishikawa, and Murray Silverstein. 1977.  Pattern Language: Towns, Buildings, Construction. New York: Oxford Univ. Press.
Bergson, Henri, Nancy Margaret Paul, and Mary E Dowson. 2014. Matter And Memory. Kent: Solis Press.
Boumeester, Marc. 2014. Medium Affect Desire: Hybridising Real Virtual and the Actualised through Affective Medium Ecology. Footprint: Volume 8, Number 1
Buchanan, Ian, and Gregg Lambert. 2005. Deleuze And Space. Edinburgh: Edinburgh Univ. Press.
Cilliers, Paul. 1998. Complexity And Postmodernism: Understanding Complex Systems. London: Routledge, UK.
De Landa, Manuel. 2006. A New Philosophy Of Society: Assemblage Theory And Social Complexity. London: Continuum.
De Landa, Manuel. 2013. Intensive Science And Virtual Philosophy. London and New York: Continuum, USA.
Deleuze, Gilles. 1993. The Fold. Leibniz And The Baroque. London: The Athlone Press.
Deleuze, Gilles, and Seán Hand. 2016. Foucault. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Gibson, Jerome, James. 1986. The Ecological Approach to Visual Perception. New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates
Guattari, Félix. 1995. ‘On Machines,’ Journal of Philosophy and the Visual Arts 6
Meillassoux, Quentin. 2008. After Finitude: An Essay On The Necessity Of Contingency. transl. Ray Brassier. London: Continuum.

Osgood, Charles Egerton, George J Suci, and Percy H Tannenbaum. 1975. The Measurement Of Meaning. Urbana-Champaign: University of Illinois Press.

Spuybroek, Lars. 2008. The Architecture Of Continuity. Rotterdam: V2_Publishing.

Wilden, Anthony. 2011. System And Structure: Essays in communication and exchange. London: Routledge.

Comments are closed