Εξοικονόμηση ενέργειας και δημόσια κτίρια: η πρόκληση στο αστικό περιβάλλον

Νικόλαος Μουσιόπουλος
Καθηγητής Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ, Δ/ντής Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, email: moussio@eng.auth.gr

Θεοδώρα Σλίνη
Δρ. Μηχανολόγος Μηχανικός-Μαθηματικός, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ

Χαράλαμπος Τζιώγας
Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης, Εργαστήριο Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ


Θεματικός Άξονας: Δημόσιος Χώρος και Βιωσιμότητα

H συνολική παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια εκτιμάται ότι θα αυξάνεται κατά μέσο όρο 1.4% ετησίως από το 2012 έως το 2040 (ΙΕΑ, 2016). Η αύξηση του πληθυσμού, η έμφαση στη βελτίωση των επιπέδων θερμικής άνεσης, καθώς και η αύξηση του χρόνου παραμονής μέσα στα κτίρια καθιστούν σε ένα βαθμό σίγουρο ότι η ανοδική τάση της ενεργειακής ζήτησης θα συνεχιστεί και στο άμεσο μέλλον (Santamouris, 2016). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο κτιριακός τομέας ευθύνεται για το 40% των Εκπομπών Αεριών του Θερμοκηπίου (ΕΑΘ), καταναλώνοντας κατά μέσο όρο ανάμεσα στο 40% και στο 45% της πρωτογενούς ενέργειας. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με την επίσημη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Climate Strategies and Targets – 2050 low-carbon economy), η μείωση των εκπομπών CO2 κατά 80% και της ενεργειακής κατανάλωσης έως και 50% του κτιριακού τομέα, συνιστούν μονόδρομο στην προσπάθεια απεξάρτησης της ευρωπαϊκής οικονομίας από τον άνθρακα.

Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην ανάλυση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας των δημόσιων κτιρίων στην Ελλάδα για την περίοδο 2012-17. Τα κρατικά κτίρια στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως παλιά, με ξεπερασμένη τεχνολογία και ανεπαρκή συντήρηση, με αποτέλεσμα την πολύ χαμηλή ενεργειακή απόδοση. Καθώς η αναβάθμισή τους κρίνεται επιτακτική διερευνώνται τα διαθέσιμα εργαλεία και οι προτεινόμενες παρεμβάσεις που μπορούν να ενεργοποιήσουν τις κατάλληλες δράσεις και μέτρα για την εξοικονόμηση ενέργειας, τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με την παράλληλη αναβάθμιση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη δυνατότητα αναβάθμισης των κτιρίων που θα οδηγήσει στη μεγιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού τομέα. Χρήσιμο εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν οι εταιρείες παροχής Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ) ή Energy Service Companies (ESCO), οι οποίες διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την παροχή υπηρεσιών και λύσεων, επιτυγχάνοντας σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους και παράλληλη πρόωθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ).

• Εισαγωγή

Ο κτιριακός τομέας αντιπροσωπεύει το 40% της ενεργειακής κατανάλωσης και το 36% των εκπομπών CO2 στην Ευρώπη, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., τα νέα κτίρια καταναλώνουν κατά προσέγγιση τρία έως πέντε λίτρα πετρελαίου θέρμανσης ανά τετραγωνικό μέτρο ετησίως, τη στιγμή που τα παλαιότερα κτίρια απαιτούν περίπου 25 λίτρα. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί από 0,45% έως 4,6% ανά βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας περιβάλλοντος λόγω της κλιματικής αλλαγής (Santamouris et al., 2015; Slini et al., 2018). Η συνολική κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας κατέδειξε φθίνουσα τάση κατά την περίοδο 2006-2016 (ΙΕΑ, 2017) κατά 24% κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης μετά το 2009 (Εικόνα 1). Τα ορυκτά καύσιμα και ο άνθρακας που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν κυρίαρχες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα. Ο άνθρακας αντιπροσωπεύει το 19% της πρωτογενούς ενέργειας κατά το 2016, που ωστόσο μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ κατά την τελευταία δεκαετία, από 8,4 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα (Mtoe) το 2006 σε 4,4 Mtoe το 2016. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα διατηρεί μεγάλη εξάρτηση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με άμεσα αποτελέσματα στην οικονομία.

Κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας ανά πηγή για τα έτη 1971-2015 [OECD, 2017]

2 Θεωρητικό πλαίσιο

Ως μέλος της Ε.Ε., η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για την απανθρακοποίηση της οικονομίας και έχει υιοθετήσει μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, όπως η πρόσφατη οδηγία 2018/844/ΕΕ που αφορά στην τροποποίηση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και της οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση. Σύμφωνα με την Οδηγία, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανακαίνισης των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, που προορίζονται για κατοικίες ή για άλλες χρήσεις, καθώς και τη μετατροπή τους σε υψηλής ενεργειακής απόδοσης κτίρια, απαλλαγμένα από ανθρακούχες εκπομπές έως το 2050, διευκολύνοντας την οικονομικά αποδοτική μετατροπή υφιστάμενων κτιρίων σε κτίρια με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας. Η οδηγία απαιτεί όλα τα νέα κτίρια να είναι σχεδόν μηδενικά έως το τέλος του 2020 και όλα τα νέα δημόσια κτίρια μέχρι τα τέλη του 2018. Σύμφωνα με την οδηγία, τα κτίρια που ανήκουν ή κατέχονται από δημόσιους φορείς και την κεντρική κυβέρνηση θα πρέπει να ανακαινισθούν με ένα ορισμένο ετήσιο ρυθμό (τουλάχιστον 3%) για την αναβάθμιση της ενεργειακής τους απόδοσης και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και να εφαρμόσουν συστήματα ενεργειακής διαχείρισης με βάση το πρότυπο ISO 50001. Επιπλέον, οι εθνικές κυβερνήσεις υποχρεούνται να αγοράζουν κτίρια υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Υπενθυμίζεται ότι από το 2012, τα νέα δημόσια κτίρια και τα υφιστάμενα δημόσια κτίρια θα πρέπει να υπόκεινται σε ριζική ανακαίνιση, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ώστε να διαδραματίζουν υποδειγματικό ρόλο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οδηγίας 2018/2001/ΕΕ.

Σύμφωνα με το 4ο Εθνικό Σχέδιο Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης βάσει της ίδιας οδηγίας για την εφαρμογή των εθνικών στόχων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, υπολογίζεται πως στο πλαίσιο του άξονα «Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε υφιστάμενα δημοτικά κτίρια» έχουν εξοικονομηθεί 1722 ktoe πρωτογενούς ενέργειας με αντίστοιχη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 5,97 ktn, ενώ στο πλαίσιο του άξονα «Αναβάθμιση υπαίθριων αστικών χώρων» έχουν εξοικονομηθεί 746 ktoe πρωτογενούς ενέργειας με αντίστοιχη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 2,69 ktn.

Πιο συγκεκριμένα προβλέπεται η εκπόνηση σχεδίου ενεργειακής απόδοσης, το οποίο περιέχει συγκεκριμένους στόχους και δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, το οποίο θα πρέπει να αναθεωρείται ανά δύο έτη και να υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Στο πλαίσιο του άξονα «Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την εξοικονόμηση ενέργειας στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα» εισάγεται ο θεσμός του ενεργειακού υπευθύνου στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Σημειώνεται ότι ο όρος δημόσια κτίρια αναφέρεται σε μη οικιστικούς χώρους: γραφεία, βιβλιοθήκες, γραφεία εκπαίδευσης και υγείας, χώρους συγκέντρωσης, αίθουσες συνεδρίων, θέατρα, μουσεία, δικαστήρια, κέντρα γυμναστικής. Η κατανομή των μη οικιστικών κτηρίων στην Ελλάδα για το 2016 παρουσιάζεται στην Εικόνα 2.

3 Ενέργεια και δημόσια κτίρια – Μεθοδολογία ανάλυσης

Σε μια προσπάθεια προσδιορισμού της τρέχουσας κατάστασης και των τάσεων της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας σε δημόσια κτίρια (γραφεία, βιβλιοθήκες, γραφεία εκπαίδευσης και υγείας, χώρους συγκέντρωσης, αίθουσες συνεδρίων, θέατρα, μουσεία, δικαστήρια, κέντρα γυμναστικής κ.ά.), στην παρούσα εργασία αναλύονται τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων ενεργειακής απόδοσης του ΥΠΕΝ (ΦΕΚ 1001/21.03.2018). Τα στοιχεία καταμέτρησης της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας για θέρμανση, ψύξη, φωτισμό, ζεστό νερό χρήσης (ZNX) καθώς και η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και συστήματα Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας (ΣΗΘ) αναλύονται για τις Περιφερειακές Ενότητες (Π.Ε.) Αθηνών και Θεσσαλονίκης για την περίοδο 2012-17 (σε 4 ετήσια τρίμηνα). Τα δεδομένα αφορούν σε κτίρια στα οποία έγινε ενεργειακή επιθεώρηση κατά την περίοδο αυτή, ανεξάρτητα από το έτος κατασκευής τους. Οι επιλεγμένες περιοχές, μεγάλα αστικά κέντρα, αντιστοιχούν σε 2 κλιματικές ζώνες, δηλαδή στη ζώνη Β (Αθήνα) και Γ (Θεσσαλονίκη). Για τις ζώνες Α και Δ δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, καθώς πρόκειται για περισσότερο αραιοκατοικημένες περιοχές με περιορισμένο αριθμό δημόσιων κτιρίων (Σλίνη κ.ά., 2018). Οι κλιματικές ζώνες βάσει των βαθμοημερών θέρμανσης περιγράφονται αναλυτικά στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕνΑΚ, ΦΕΚ 407/9.4.2010).

H κατανομή των μη οικιστικών κτιρίων στην Ελλάδα για το 2016

4 Αποτελέσματα

Τα κυριότερα αποτελέσματα της ανάλυσης παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και στις Εικόνες 3-4 όπου δίδονται οι μέσες ετήσιες τιμές κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας ανά χρήση, ανά περιοχή για τα έτη 2012-17. Είναι χαρακτηριστικό πως η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση είναι υψηλότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες χρήσεις στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης (161,44 kWh/m2), ενώ η κατανάλωση ενέργειας για ψύξη και φωτισμό είναι αισθητά υψηλότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες χρήσεις στην Αθήνα, με τιμές 124,61 και 129,28 kWh/m2 αντίστοιχα. Η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση, όπως και η μέση ετήσια κατανάλωση, στα δημόσια κτίρια εμφανίζει μια στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο υπό εξέταση περιφερειών (σύμφωνα με τον έλεγχο Mann-Whitney). Αναφορικά με την κατανάλωση ενέργειας για φωτισμό, για ΖΝΧ και ΑΠΕ/ΣΗΘ παρατηρείται μια παρόμοια συμπεριφορά στα κτίρια Αθηνών και Θεσσαλονίκης χωρίς ιδιαίτερες ή χαρακτηριστικές αποκλίσεις.

Αξίζει να σημειωθεί πως η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση εμφανίζει μια αρνητική στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το έτος μόνο για την Αθήνα, όπως και για την παραγωγή ΖΝΧ για τη Θεσσαλονίκη (με βάση το συντελεστή συσχέτισης Spearman). To γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και των μέτρων που έχουν εφαρμοστεί σε αυτή την κατεύθυνση κυρίως στην περιοχή της Αττικής. Παράλληλα, ο κυριότερος παράγοντας διαμόρφωσης της συνολικής τιμής κατανάλωσης είναι η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση στην Αθήνα, ενώ στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι κλιματολογικές συνθήκες για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

Η γεωγραφική θέση και η κατηγορία του κτιρίου αποδεικνύονται πως συσχετίζονται ισχυρά με την κατανάλωση ενέργειας για κάθε επιμέρους χρήση, αλλά και με τη μέση ετήσια τιμή της (Slini and Moussiopoulos, 2017). Η θερμοκρασία επίσης παρουσιάζει σημαντική συσχέτιση με την κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση, ψύξη, ΖΝΧ και τη συνολική μέση ετήσια τιμή της.

Μέση κατανάλωση ενέργειας (σε kWh/m2) για θέρμανση και ψύξη κατά την περίοδο 20012-17 για τις Π.Ε. Αθηνών και Θεσσαλονίκης

Μέση ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας (σε kWh/m2) για την περίοδο 20012-17 για τις Π.Ε. Αθηνών και Θεσσαλονίκης

Πίνακας 1 Μέση τιμή και τυπική απόκλιση (τ.α.) σε kWh/m2 της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας ανά χρήση στις Π.Ε. Αθήνας και Θεσσαλονίκης για την περίοδο 2012-2017

Δημόσια κτίρια Αθήνα Θεσσαλονίκη
  Μέση τιμή (τ. α.) Μέση τιμή (τ. α.)
Θέρμανση 77,84 (26,73) 161,44 (64,08)
Ψύξη 124,61 (59,13) 103,51 (49,20)
Φωτισμός 129,28 (28,62) 119,50 (32,56)
ΖΝΧ 11,26 (12,92) 18,61 ( 21,35)
ΑΠΕ/ΣΗΘ 0,32 (1,13) 0,40 (1,91)
Συνολική μέση ετήσια 342,65 (88,10) 402,83 (115,58)

 

5 Συζήτηση και συμπεράσματα

Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει φιλόδοξες πολιτικές ενεργειακής απόδοσης βασιζόμενες στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από παλαιότερα παραδείγματα αλλά και τρέχοντα μέτρα και στα αντλήθηκαν από άλλες χώρες. Η παρούσα ανάλυση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω βελτιώσεις πολιτικής οι οποίες αποσκοπούν στην στροφή προς ένα ασφαλέστερο και βιώσιμο ενεργειακό μέλλον.

Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης είναι ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες μιας βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής και αποτελεί βασική συνιστώσας των στρατηγικών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Για το λόγο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας καλούνται να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε επίπεδο αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα-εργαλείο αποτελούν οι εταιρείες παροχής Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ) ή Energy Service Companies (ESCO), οι οποίες διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την παροχή υπηρεσιών και λύσεων, επιτυγχάνοντας σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους και αντιμετωπίζοντας παράλληλα διάφορα εμπόδια που σχετίζονται με την αγορά. Οι μηχανισμοί αυτοί μπορούν να παράσχουν ολοκληρωμένες λύσεις στους τελικούς χρήστες ενέργειας τόσο με την εξοικονόμηση ενέργειας όσο και την προώθηση, το σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση, την εγκατάσταση και παρακολούθηση συστημάτων ΑΠΕ. Η ενίσχυση του οικολογικού και περιβαλλοντικά φιλικού προφίλ και η υποστήριξη της περιβαλλοντικής πολιτικής αποτελούν επίσης βασικούς παράγοντες των φορέων που αποφασίζουν να υιοθετήσουν έργα εξοικονόμησης. Η δυνατότητα λήψης δημόσιων επιδοτήσεων ή άλλων επενδυτικών κινήτρων και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης αποτελούν επίσης κρίσιμους παράγοντες για τη λήψη αποφάσεων. Χαρακτηριστικό των συμβολαίων ενεργειακήε απόδοσης (ΣΕΑ) ή Energy Performance Contracting (EPC) αποτελεί η ανάθεση και εκτέλεση του έργου σε εξωτερικούς συνεργάτες και παρόχους υπηρεσιών. Η αμοιβή των ΕΕΥ πραγματοποιείται βάσει των δικαιωμάτων εκτέλεσης, με υιοθέτηση κατάλληλων μέτρων και εργαλείων εξοικονόμησης που μακροπρόθεσμα εγγυώνται τη μείωση του ενεργειακού κόστους διατηρώντας την ποιότητα του εσωτερικού περιβάλλοντος και την θερμική άνεση των κτιρίων και εγκαταστάσεω, αλλά και τη μεγιστοποίηση χρήσης ΑΠΕ (Frangou et al., 2018).

Το μοντέλο λειτουργίας ΕΕΥ και η αγορά έργων ΣΕΑ ξεκίνησε το 1980-90 στην Ευρώπη και θεωρείται αρκετά ώριμη σε χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Αυστρία. Στην Ελλάδα η αγορά βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Δημόσια και επαγγελματικά κτίρια, ξενοδοχεία, γραφεία, καταστήματα και νοσοκομεία αποτελούν χώρους που κατεξοχήν ευνοούνται από τα έργα εξοικονόμησης ενέργειας (Thrust EPC South, 2017).

Η αξία των ΕΕΥ στην απελευθέρωση του δυναμικού εξοικονόμησης ενέργειας στην αγορά αναγνωρίζεται από ποικίλες οδηγίες, δράσεις και πρωτοβουλίες της Ε.Ε., όπως π.χ. η οδηγία για την ενεργειακή απόδοση (2012/27/ΕΕ), η οποία θέτει ρητές απαιτήσεις για την προώθηση της αγοράς των ενεργειακών υπηρεσιών. Η οδηγία παρέχει ορισμούς για τις συμβάσεις ενεργειακών επιδόσεων, τις ενεργειακές υπηρεσίες και τους παρόχους ενεργειακών υπηρεσιών και παρέχει την πρόσθετη βάση για την περαιτέρω υποστήριξη της ανάπτυξης της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών.

Ο βασικός ρόλος των συμβολαίων ενεργειακών επιδόσεων στην τόνωση των επενδύσεων που στοχεύουν στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης καταγράφεται επίσης στην ευρωπαϊκή δράση «Καθαρή Ενέργεια για Όλους τους Ευρωπαίους». Σύμφωνα με την τελευταία, ο ρόλος των EEY πρέπει να αναβαθμιστεί, ιδίως στον δημόσιο τομέα, δεδομένου ότι προσφέρουν μια ολιστική προσέγγιση για την ανακαίνιση, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης, της εκτέλεσης των έργων και της διαχείρισης της ενέργειας.

Συμπερασματικά, απαιτείται να επιταγχυνθούν οι δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας ως ουσιατικός πυρήνας της βιώσιμης ανάπτυξης και σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που θέτει η Ε.Ε. για σωρευτική εξοικονόμηση ενέργειας στην τελική χρήση για όλη την περίοδο 2021 έως το 2030, που θα ισοδυναμεί με νέα ετήσια εξοικονόμηση ύψους τουλάχιστον 0,8 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας (Οδηγία 2018/2002/ΕΕ). Προς την επίτευξη αυτών των υποχρεώσεων νέα μέτρα πολιτικής και δράσης που θα πρέπει να ενσωματωθούν άμεσα σε στρατηγικές που αφορούν το κτιριακό απόθεμα και το αστικό περιβάλλον. Δημόσια κτίρια γίνεται ήδη προσπάθεια να εφαρμόσουν πιλοτικά έργα εξοικονόμησης, ώστε να αποτελέσουν πρότυπα κτίρια με μακροπρόθεσμο στόχο τη διευκόλυνση της οικονομικά αποδοτικής μετατροπής των υφιστάμενων κτιρίων σε κτίρια μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας.

Παραμπομπές
Σλίνη, Θ., Παπακώστας, K.T. και Μουσιόπουλος, N. 2018. Κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα: Ανάλυση δεδομένων ενεργειακών επιθεωρήσεων, Πρακτικά 11ου Εθνικού Συνεδρίου για τις Ήπιες Μορφές Ενέργειας, 14-16 Μαρτίου 2018, Θεσσαλονίκη, σελ. 743-754.
ΦΕΚ, Τεύχος Β’ 1001/21.03.2018. Αριθμ. ΔΕΠΕΑ/Γ/οικ. 171872, Έγκριση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης (ΕΣΔΕΑ) και της ετήσιας έκθεσης προόδου για την επίτευξη του εθνικού στόχου ενεργειακής απόδοσης, έτους 2017, https://energypress.gr/sites/default/files/media/document_30.pdf
Capelo, C., Dias, J.F. and Pereira, R. 2018. A system dynamics approach to analyse the impact of energy efficiency policy on ESCO ventures in European Union countries: a case study of Portugal. Energy Efficiency 11, 4, pp. 893-925.
Frangou, M., Aryblia, M., Tournaki, S. and Tsoutsos, T. 2018. Renewable energy performance contracting in the tertiary sector Standardization to overcome barriers in Greece. Renewable Energy 125, 829-839.
IEA- International Energy Agency, 2016. Energy Efficiency Market Report 2016, OECD/IEA, Paris.
Santamouris, M. 2016. Innovating to zero the building sector in Europe: Minimising the energy consumption, eradication of the energy poverty and mitigating the local climate change, Solar energy, 128, pp.61–94.
Santamouris, M., Cartalis, C., Synnefa, A. and Kolokotsa, D. 2015. On the impact of urban heat island and global warming on the power demand and electricity consumption of buildings—A review, Energy and Buildings, 98, pp. 119-124.
Slini, T. and Papakostas, K. 2016. 30 Years Air Temperature Data Analysis in Athens and Thessaloniki, Greece, Energy, Transportation and Global Warming, Part of the series Green Energy and Technology, Springer International Publishing, pp. 21-33.
Slini, T. and Moussiopoulos, N.2017. Energy and climate change: the challenge of building resilience, Proceedings of the 5th International Exergy, Life Cycle Assessment, and Sustainability Workshop & Symposium (ELCAS-5), 5th International Exergy, Life Cycle Assessment, and Sustainability Workshop & Symposium (ELCAS-5), 9 – 11 July 2017, Nisyros, Greece.
Trust EPC South, White paper – Green RatingTM Approach for EPC Assessment and Verification, 2017.

Comments are closed