Θεσσαλονίκη – Πόλη Γαστρονομίας

Συγγραφέας: Τ.Σ. Τσαγκερά Σοφία

Από την ιδιωτική σφαίρα στο δημόσιο χώρο

Περίληψη

Η ιδέα βασίζεται στην ερευνητική εργασία με τον αυθεντικό τίτλο «Thessalonique_Ville Gastronomique» (μτφ. Θεσσαλονίκη_Γαστρονομική Πόλη), η οποία έγινε στα πλαίσια του PostMaster : Diplôme d’études superieures de l’école Spéciale d’Architecture (DES-ESA 2012-2013).

Εισαγωγή

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, καθένας αναζητά τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν μοναδικό. Σήμερα, o ατομικισμός των πολιτών είναι ένα πραγματικό φαινόμενο, το οποίο γίνεται ιδιαίτερα ορατό στην πόλη. Οι τρόποι ζωής, οι δράσεις, οι καθημερινές συνήθειες και οι ρυθμοί του ανθρώπινου milieu ορίζουν τις χρήσεις του δημόσιου και του κοινωνικού χώρου της πόλης.

Χάρη στα δίκτυα των μεταφορικών μέσων, ο πολίτης έχει πρόσβαση σε κάθε γωνιά της πόλης του. Η προσβασιμότητα αντικατέστησε την εγγύτητα και την πυκνότητα της πόλης. Αυτή η ελευθερία χωρίς προηγούμενο δημιούργησε τον «υπερμοντέρνο άνθρωπο» (Ascher, 2003 ; 2005)

Όμως, ένας τόπος καθορίζει τους ανθρώπους, και το σντίστροφο, σε μια αμφίδρομη σχέση. Δεν αποτελεί μόνο την κοινή μας βάση, αλλά γίνεται ο χώρος που μας ανήκει.

Ένα συγκεκριμένο milieu ορίζεται από τις αλληλεπιδράσεις και τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ Φύσης και Πολιτισμού: «Ένα milieu αποτελείται πάντα από χίλια milieu» (Younès, 2010). Οι πόλεις, από πάντα, ήταν και είναι σε ισχυρό δεσμό με την περιβάλλουσα περιόχη τους. Ο αστικός χώρος έχει την υποχρέωση να οργανώνει το φυσικό του milieu, από την στιγμή που η Φύση είναι η (δια)τροφική πηγή του.

Σήμερα, ο υπερμοντέρνος πολίτης είναι ικανός πολιτισμικά και υλικά να τρέφεται μόνος. Η πρόσβαση σε διαφορετικούς χώρους κατανάλωσης τροφής και σε πιάτα διαφορετικών παραδόσεων μέσα στην ίδια πόλη, δίνει τη δυνατότητα επιλογής γεύματος σύμφωνα με τις γεύσεις και τους προσωπικούς του ρυθμούς του καθενός, με αποτελέσμα από μια στιγμή «μοιρασιάς» να γίνει μοναχική πράξη.

Από την στιγμή που η τροφή δεν θεωρείται μόνο το μέσο για να τραφούμε, αλλά εμπεριέχει πτυχές πολιτισμικές, κοινωνικές, πολιτικές και, φυσικά, υγιεινής, θα μπορούσε να γίνει το κριτήριό μας για να επαναπροσδιορίσουμε την πόλη και τα milieu που την απαρτίζουν.

1 Γαστρονομία & Αστικός Χώρος

Η λέξη Γαστρονομία προέρχεται από τις λέξεις «γαστήρ» και «νόμος», επομένως, είναι ο επιστημονικός όρος του να γεμίζει κάποιος το στομάχι του ή, διαφορετικά, η τέχνη του να προετοιμάζεις ένα νόστιμο γεύμα.

2.1     Τι είναι η γαστρονομία

Πριν φτάσουμε στον όρο Πόλη Γαστρονομίας, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τους όρους τροφή, κουζίνα και γαστρονομία. Τροφή είναι η πράξη που συντελλείται για να τραφεί ένας ζωντανός οργανισμός, η κουζίνα είναι η τελειοποίηση του τροφίμου, ενώ η γαστρονομία αποτελεί την αριστεία της ίδιας της κουζίνας. Σε πρώτη περίπτωση, η λέξη «τελειοποίηση» έχει την έννοια της χρήσης της φωτιάς (επομένως, της τεχνικής) για την βελτίωση της φύσης των τροφίμων, ενώ, στη δεύτερη, η «αριστεία¨της γαστρονομίας» εμπεριέχει την έννοια της ευχαρίστησης, παρόλο που η τροφή είναι μια βιωτική ανάγκη.

Σύμφωνα με την γαλλική εγκυκλοπαίδεια Larousse η γαστρονομία (gastronomie) είναι η «Γνώση όλων των στοιχείων που αναφέρονται στην κουζίνα, στην οργάνωση των γευμάτων, στην τέχνη του να δοκιμάζεις και να εκτιμάς τo σερβίρισμα και τα σερβίτσια», ενώ το αντίστοιχο επίθετο (gastronomique), όταν χρησιμοποείται δίπλα στις λέξεις μπουφές ή μενού, σημαίνει «μια επιλογή παραπάνω από το συνηθισμένο».

Ο πατέρας της γαστρονομίας Anthelme Brillat-Savarin, όμως, είναι αυτός που έδωσε την πραγματική διάσταση της λέξης, όταν όρισε την Γαστρονομία ως «την αιτιολογημένη γνώση του ανθρώπου για να τραφεί». Σε αυτή την πρώτη ερμηνεία, βασίστηκε το κίνημα του Slow Food, δίνοντας το έναυσμα για την απελευθέρωση του όρου και την αποκατάσταση των πολιτισμικών και οικολογικών αξιών της έννοιας.

Η γαστρονομία, λοιπόν, είναι το σύνολο των γνώσεων και των πρακτικών, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ένα συστατικό της κουλτούρας. Αποτελείται από άυλα δεδομένα, όπως γνώση και πρακτικές, κοινωνικούς δεσμούς κτλ, τα οποία αποκτούν υλική υπόσταση χάρη στα εργαλεία και στα προϊόντα που χρησιμοποιούνται, στα σερβίτσια, στα βιβλία συνταγών, στον χώρο ή στον τόπο όπου δημιουργείται ένα πιάτο, τα κουζινικά σκεύη, ακόμα και το ίδιο το τραπέζι.

2.2     Δημόσιος(οι) Χώρος(οι)

Σύμφωνα με τον Habermas, ο δημόσιος χώρος δεν είναι ένας συγκεκριμένος τόπος, αλλά ένα milieu μεταξύ ιδιωτικής ζωής και Κράτους, όπου οι ιδιωτικές απόψεις αποκαλύπτονται δημόσια. Αργότερα, ο Paquot (2009) χρησιμοποίησε τον όρο στον πληθυντικό αριθμό, υποστηρίζοντας ότι οι δημόσιοι χώροι είναι γεωγραφικά ή χωρικά ορισμένοι και αποτελούνται από τους τόπους και τα περάσματα τα οποία επιτρέπουν στους κατοίκους μιας πόλης να κυκλοφορούν, να μετακινούνται, να διασταυρώνται και να αλληλεπιδρούν. Παρόλες τις διαφορές ανάμεσα στις δύο ερμηνείες, το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι οι έννοιες του μοιράσματος, της ανταλλαγής, της κυκλοφορίας. Κι αν ο Habermas υποστήριζε ότι ο δημόσιος χώρος έχει τρεις διαφορετικές μορφές (journal, Salon, café), με το καφέ να είναι ένα σημείο συνάντησης αρχιτεκτονικά ορισμένος, ιδιοκτησίας ενός ατόμου και ανοιχτό σε όλο τον κόσμο.

Για να ορίσουμε, όμως, τις χρήσεις, τις πρακτικές και την χρονικότητα μιας πόλης και των δημόσιων χώρων της, θα πρέπει, πρωτ’άπ’όλα να εξετάσουμε τους τρεις τύπους χώρου του Lefebvre (σχεδιασμένος, βιωμένος, αντιληπτός) από την οπτική του κατοίκου, διότι αυτός κινείται μέσα στην πόλη, καθορίζει τα ωράριά της και δίνει ζωή.

Στο κέντρο του βιωμένου και του αντιληπτού χώρου βρίσκεται η κατοικία μαζί με το δρόμο και τη γειτονιά. Από τη μιά, ο ιδιωτικός χώρος, από την άλλη, αυτός που «μοιράζεται». Ο δρόμος είναι κατεξοχήν ένας χώρος σε κίνηση, ένας δημόσιος χώρος χωρίς συγκεκριμένη ποιότητα, ο οποίος, όμως, προκαλεί την κοινή δέσμευση. Αποτελεί, επίσης, τον τόπο μέσα στον οποίο εκφράζονται οι κοινωνικές δυναμικές που ορίζουν την ταυτότητα μιας γειτονιάς.

2.3     (Δια)τροφική Κοινωνικότητα

Σύμφωνα με τον Lévi-Strauss (1958), η έννοια του κοινωνικού χώρου είναι ο τρόπος με τον οποίο τα φαινόμενα διανέμονται στον χώρο. Αργότερα, ο Κοντομηνάς (1980) δήλωσε ότι ο κοινωνικός χώρος ορίζεται από το σύνολο των συστημάτων των σχέσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν μια ομάδα.  Επομένως, εκεί εκφράζεται η επιθυμία για αυτονομία του κοινωνικού στοιχείου ενώ, ταυτόχρονα, είναι ο χώρος όπου διασταυρώνονται το φυσικό και το πολισμικό, με όλα τα βιολογικά, κλιματολογικά, γεωγραφικά, βιολογικά, γλωσσολογικά, τεχνολογικά, φαντασιακά συνθετικά τους. Η (δια)τροφή, λοιπόν, είναι δείκτης του κοινωνικού χώρου λόγω των κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών διαστάσεών της.

Ο άνθρωπος, από πάντα, επιλέγει την τροφή του με βάση τη διατροφική και την κοινωνική του αξία: ο τρόπος μαγειρέματος, πώς θα φάει, τι προτιμάει ή τι αποφεύγει γευστικά είναι πάνω από όλα κοινωνικές πράξεις.

Όμως, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι διατροφικές συνήθειες κάθε περιοχής συνεχίζουν να είναι συνέπεια του milieu (τόπου); Σήμερα, μέσα σε ένα πλαίσιο λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκο, τα παραδοσιακά πιάτα συνάδουν με τα αγροτικά προϊόντα που μπορούν να καλλιεργηθούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή; Η κουζίνα έχει επηρεαστεί σφόδρα από τη διαθεσιμότητα των προϊόντων άλλων περιοχών, χάρη στα παγκόσμια δίκτυα.

Στην κλίμακα μιας πόλης, ο κοινωνικός διατροφικός χώρος μπορεί να οριστεί από έξι (6) διαφορετικούς δείκτες, οι οποίοι δημιουργούν την ταυτότητα ενός συγκεκριμένου διατροφικού κοινωνικού χώρου: τον χώρο του βρώσιμου, το διατροφικό σύστημα, το μαγειρικό χώρο, των καταναλωτικών συνηθειών, της χρονικότητας των τροφίμων και της κοινωνικής διαφορετικότητας.

2.4     Η πράξη του να τρώμε μαζί

Όπως υπογραμμίζει ο Fischler, η τροφή έχει μέσα της κάτι μαγικό και το γεύμα αποτελεί μια δυνατή συμβολική πράξη. Το μοίρασμα της τροφής ήταν πάντα η απόδειξη και το σύμβολο της ομαδικότητας ή τουλάχιστον μιας συμφωνίας μη επιθετικότητας.

Έαν το τραπέζι είναι μια μεταφορά για τη Ζωή, τότε σε αυτό εκφράζεται άμεσα η ομαδικότητα, αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών μελών της ομάδας. Το να γευματίσουμε μαζί εκφράζει, πάνω απ’όλα την επιθυμία να είμαστε μαζί, η οποία, έπειτα, σημαδεύεται από τα πιάτα και τις γεύσεις.

2.5     Η γαστρονομία ως πολιτισμικός παράγοντας

Στις μέρες μας, η τροφή χάνει την αναγνωριστική της φύση, οπότε η ανίχνευση του γεωγραφικού ή κοινωνικού milieu ενός ανθρώπου από τη διατροφή του είναι δύσκολη.

Πώς να δημιουργηθεί ένας πρωτότυπος μαγειρικός σχεδιασμός; Η απάντηση βρίσκεται στο θέμα, σε ένα προϊόν της περιοχής, σε έναν τύπο προετοιμασίας; Μερικές φορές, ο σχεδιασμός μπορεί να βασιστεί σε μη μαγειρικούς παράγοντες, όπως μια ατμόσφαιρα που δημιουργείται, ή  σε ένα συνδιασμό, όπως έχει γίνει με το κίνημα του Fooding.

Όπως και η ομιλούμενη γλώσσα, το διατροφικό σύστημα εμπεριέχει και μεταφέρει την κουλτούρα αυτών που την (εξ)ασκούν.  Κατά συνέπεια, η κουζίνα αποτελεί ένα μέσο αυτοπροσδιορισμού και πολιτισμικής ανταλλαγής: είναι η ταυτότητα, αλλά, ταυτόχρονα, και ο πρώτος τρόπος επικοινωνίας διαφορετικών πολιτισμών, δεδομένου ότι το να φας την τροφή του άλλου είναι πιο εύκολο από το να αποκωδικοποιήσεις τη γλώσσα του.

Επομένως, η (δια)τροφή ως μέρος της κουλτούρας, έχει και πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αποτελεί, επίσης, μια οικονομική δραστηριότητα κι ένα στοιχείο που καθορίζει τον τρόπο ζωής. Τελικά, ως ευδιάκριτο στοιχείο μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης.

3  Η Θεσσαλονίκη

Στην περίοδο της οικονομικής και διατροφικής κρίσης, οι δεσμοί ανάμεσα στην πόλη και στις κοντινές αγροτικές περιοχές έχουν υποστεί τριγμούς. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της κατάστασης: Ούσα πάντα ένα αστικό κέντρο εξαρτημένο από το φυσικό του milieu, θα πρέπει να επανεξετάσει και να επαναπροσδιορίσει την σχέση της με την γύρω περιοχή, ώστε να ισορροπήσουν και πάλι τα εμπλεκόμενα milieu.

Έαν η πόλη της Θεσσαλονίκης εξεταστεί μέσα από το πρίσμα της γαστρονομικής της κουλτούρας, ένα από τα στοιχεία, αρκετά ανθεκτικό ώστε να ξεχωρίζει στο πέρασμα του χρόνου μέσα στον αστικό ιστό είναι η Κουζίνα της.

3.1     Η Θεσσαλονικώτικη κουζίνα

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οι αγορές στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν ιστορικά έναν παράγοντα της γαστρονομικής της ανάπτυξης. Οι κάτοικοί της (Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι κτλ) είχαν πάντα πρόσβαση σε τοπικά προϊόντα, αλλά και σε αγαθά υψηλής ποιότητας από όλο τον κόσμο.
Γύρω από το Μοδιάνο και το Καπάνι, μικρές ταβέρνες διέθεταν μεζέδες καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Για πολλούς αιώνες, η κάθε οικογένεια μαγείρευε ανάλογα με την καταγωγή και την θρησκεία της. Όμως, η Θεσσαλονικιώτικη κουζίνα είναι ο καρπός των διαφορετικών εθνοτήτων που έζησαν σε αυτή: Εβραϊκή, Χριστιανική, Μουσουλμανική, Ποντιακή, Πολιτίκη ή Αρμένικη. Γεννήθηκε στο δρόμο, στα ουζερί και τα μεζεδοπωλεία, στα τραπέζια δίπλα στις αγορές της.

3.2     Πόλη Γαστρονομίας

Αν ο στόχος ενός πιάτου (με την έννοια του γεύματος) είναι να ερεθίσει τουλάχιστον 4 από τις 5 αισθήσεις (γεύση,όσφρηση, όραση,αφή) προκαλώντας ένα αίσθημα ευχαρίστησης, η Πόλη Γαστρονομίας (ή Γαστρονομική Πόλη) πρέπει να ενσωματώνει αυτήν την πτυχή στο δημόσιο χώρο.

Μια πόλη χαρακτηρίζεται Γαστρονομική όταν επιτρέπει στους κατοίκους της να έχουν άμεση πρόσβαση σε προϊόντα ποιότητας. Θα πρέπει, επίσης, να προσφέρει στον πληθυσμό της την ευκαιρία να (εκ)παιδευτεί και να εκτιμήσει την αξία της παραδοσιακής γνώσης και της τοπικής παραγωγής. Η απόκτηση ένας σύντομου κύκλου διακίνησης πρώτων υλών και προϊόντων ήταν η πρώτη πρόθεση και η ενσωμάτωση των διατροφικών συνηθειών στο δημόσιο χώρο ο τελικός στόχος.

3.3     Αστική Συν(τροφιά)

Η δημιουργία του όρου «Αστική Συντροφιά» βασίστηκε στην ανάγκη να συνδεθεί η ιδέα της Γαστρονομικής Πόλης με μια κοινή δραστηριότητα, η οποία «ενσωματώνεται» στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης, ώστε να οδηγήσει στην επανεργοποίηση και την αποκατάσταση της κοινωνικής συνείδησης των πολιτών της.

3.4     Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης

Αν δεχτούμε ότι η κουζίνα της Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερη εξαιτίας των ιστορικών ζυμώσεων στο πέρασμα των αιώνων αλλά και της σχέσης της με τις γύρω παραγωγικές αγροτικές περιοχές, τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί μια πρακτική, η οποία θα την διαφοροποιεί και θα την αναδεικνύει ανάμεσα σε άλλες πόλεις.

Η στρατηγική βασίζεται στη δημιουργία ενός οργανωμένου δικτύου μεταξύ της πόλης της Θεσσαλονίκης, η οποία αναλαμβάνει έμπρακτα το ρόλο της μητρόπολης στη Βόρεια Ελλάδα. Ο στόχος του είναι η ανάδειξη των αγαθων της γύρω περιοχής και της τεχνογνωσίας που οδήγησε στην παραγωγή αυτών των προϊόντων. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση των κατοίκων της πόλης, όπως και των επισκεπτών της θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας πρακτικής που όλοι λίγο-πολύ εξασκούμε καθημερινά: τη μαγειρική.

Εικόνα 1: Χωροθέτηση προϊόντων χαρακτηρισμένα ως ΠΟΠ, ΠΓΕ & προς εξαγωγή

Η μετατροπή ενός πρώην στρατοπέδου μέσα στον αστικό ιστό και στα όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος σε έναν ανοιχτό χώρο για τη μετάδοση της γνώσης για την καλλιέργεια της γης και την ανάδειξη της αξίας της τοπικής παραγωγής θα αποτελούσε το πρώτο βήμα προς την  Πόλη Γαστρονομίας. Είναι γνωστό άλλωστε ότι, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των αστικών κέντρων εξέφρασε την επιθυμία να εγκατασταθεί σε αγροτικές περιοχές και να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης.

Εικόνα 2: Αγροτικό πάρκο & Λειτουργίες

Εκτός, όμως, από την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ χώρων παραγωγής και χώρων κατανάλωσης, η πρόταση πάει ένα βήμα παραπέρα και περιλαμβάνει την Αστική Συντροφιά. Η ιδέα βασίζεται στην δημιουργία ενός αστικού παιχνιδιού και στο σχεδιασμό αστικού εξοπλισμού και επίπλωσης: Η αστική καντίνα είναι το εργαλείο για τη μαγειρική στο δημόσιο χώρο. Μετακινείται και μεταφέρεται από γειτονιά σε γειτονιά, τοποθετείται στο δημόσιο χώρο και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την προετοιμασία, την παρασκευή και την κατανάλωση γευμάτων στο δημόσιο χώρο.

Εικόνα 3: Πόλη Γαστρονομίας

Έαν δράσεις, όπως το Food Festival δύο φορές τον χρόνο, το «Γεύμα της Άνοιξης» κάθε χρόνο στην Σβώλου, οι ψησταριές που στήνονται κάθε παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στους δρόμους της πόλης είναι ένας τρόπος έκφρασης των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, τότε η Αστική Συντροφιά στην Πόλη Γαστρονομίας δεν είναι πολύ μακριά…

Εικόνα 4: Μια στρατηγική για την Θεσσαλονίκη_Τα αστικά αγροτικά πάρκα συνδέονται άμεσα με τις λαϊκές αγορές

Παραπομπές
ASCHLER F., 2005. Le mangeur hypermoderne, Paris : Odile Jacob.
BRILLAT-SAVARIN J.-A., 1848. La Physiologie du Goût, Paris : Gabriel de Gonet.
BOUDAN C., 2004. Géopolitique du goût, Le guerre culinaire, Paris : PUF.
FISCHLER C., Manger. 10000 ans d’inventions alimentaires, Science et Vie, no 238,
MONTANARI M., 2010. Le manger comme culture, Bruxelles : Editions de l’Université de Bruxelles,.
PETRINI C., août 2006. Militants de la gastronomie, Le Monde Diplomatique
http://www.canalacademie.com/ida3019-Qu-est-ce-que-la-gastronomie.html
BAURET G., FUMEY G., 2006. Est-ce ainsi que les hommes vivent. La terre, Paris : Chêne.
BRUN M., Juin 2012. Europe du Sud : un retour à la terre pour affronter la crise économique ?, Les notes d’alerte de CIHEAM, No 82-11
CORBEAU J.-P., POULAIN J.-P., 2008. Penser l’alimention – entre imaginaire et rationalité, Toulouse : Privat.
EDMONDS B., Chaîne alimentaire et développement durable – Consumption and Sustainable Devel¬opment Article on the site : Les amis de Circée – Education à l’environnement pour un développement durable
FUMAY G., 2012. Géopolitique de l’alimentation, Auxerre : Sciences Humaines.
CONDOMINAS G., 1980. L’espace social à propos de l’Asie du Sud-Est, Paris : Flammarion.
HABERMAS J., 1997. L’espace public : archéologie de la publicité comme dimension constitutive de la société bourgeoise, Paris : Payot.
LEFEBVRE H., 2000. La production de l’espace, Paris : Anthropos.
PAQUOT T., 2009. L’espace public, Paris : Le Découverte.
CHESNEAU I., RONCAYOLO M., 2008. L’ABECEDAIRE DE MARCEL RONCAYOLO, introduction à une lecture de la ville, Infolio
YOUNES C., GOETZ B., 2010. Mille milieux, Revue Le Portique, No25.
LEVI-STRAUSS C., 1958. Anthropologie structurale, Paris : Plon.
POULAIN J.-P., 1985. Anthroposociologie de la cuisine et des manières de table, Université de Paris VII éditée par l’atelier de reproduction des thèses Université de Lille.
POULAIN J.-P., 2005. Sociologies de l’alimentation, Paris : QUADRIGE/PUF.
REGNIER F., LHUISSIER A., GOJARD S., 2006. Sociologie de l’alimentation, Paris : La Découverte.
STEBE J.-M., MARCHAL H., 2011. La sociologie urbaine, Paris, PUF.
DARQUES R., 2000. Salonique au XXe siècle. De la cité ottomane à la métropole grecque, Paris : CNRS.
KARADIMOU GEROLYMBOU A., Chronique du grand incendie, University Studio Press, Thessalonique, 2002
KAYSER B., PECHOUX P.-Y., SIVIGNON M., 1971. Exode urbain et Attraction urbaine en Grèce, Athènes : Centre National de Recherches Sociales.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισήγηση στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο “ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ +”, που διοργανώθηκε από το ΤΕΕ/ΤΚΜ, 28 – 30 Μαρτίου 2019 στη Θεσσαλονίκη.

Comments are closed