Καθημερινές Πρακτικές στα Καστρόπληκτα Θεσσαλονίκης

Περίληψη

Η εισήγηση αφορά στην περιγραφή ενός σεναρίου κατοίκησης στον πρώην προσφυγικό οικισμό των Καστροπλήκτων, δηλαδή πληγέντων από τα κάστρα, στη νότια πλευρά του βόρειου τμήματος των τειχών της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια μιας διπλωματικής εργασίας στη σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

Από την πλευρά του κυρίαρχου σχεδιασμού, παρά τις συντονισμένες ενέργειες και τις αντιδράσεις των κατοίκων, πραγματοποιούνται μαζικές κατεδαφίσεις προσφυγικών σπιτιών με σκοπό την ανάδειξη του μόνου μνημείου που αναγνωρίζεται η ιστορική και πολιτιστική του σημασία, δηλαδή των βυζαντινών τειχών της πόλης. Αυτό σε συνδυασμό με την εξαναγκασμένη εγκατάλειψη μεγάλου τμήματος των κατοικιών, συνθέτει μια εικόνα γειτονιάς στην οποία κυριαρχεί το κενό κτιριακό απόθεμα και ο ανεκμετάλλευτος δημόσιος χώρος που έχει προκύψει. Από πλευράς μας, διαμορφώνεται ένα σενάριο κατοίκησης που καλεί νέους κατοίκους να έρθουν στη γειτονιά, δίνοντάς τους παράλληλα την ευκαιρία να εργαστούν στις δημόσιες χρήσεις που προτείνονται. Γίνεται μια προσπάθεια σύνθεσης των καθημερινών πρακτικών με το μνημείο, έτσι ώστε να μην έχει έναν αποστειρωμένο μουσειακό χαρακτήρα, αλλά να είναι κομμάτι της γειτονιάς και της ζωής σε αυτή. Πιο συγκεκριμένα, κυρίαρχος είναι ο υπαίθριος δημόσιος χώρος στον οποίο έρχονται να ακουμπήσουν οι υπόλοιπες δημόσιες χρήσεις, όπως ένα στέκι, ένα μικρό ιατρείο, μια βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο και ένα κτήριο εργαστηρίων. Στόχος της προσέγγισης μας και του σχεδιασμού που την υλοποιεί, είναι η επανεκκίνηση ενός διαλόγου με την ιστορία και η ζωογόνος συνεχής χρήση του δημόσιου χώρου και των κτηρίων που προτείνονται. Επιδιώκεται για αυτό το λόγο, η δημιουργία των ελάχιστων δυνατών, ενιαίων χώρων, με ευελιξία στην κάτοψη, αλλά και η δυνατότητα επέκτασης της πρότασης, αν αυτό είναι αναγκαίο, με χρήσεις που θα διαμορφωθούν από τους ίδιους τους κατοίκους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν μέσα από ένα τέτοιο σχεδιασμό μπορεί να συντεθεί η υπάρχουσα κοινωνική δυναμική με νέες απόπειρες και με φόντο το δημόσιο χώρο.

1        Ο στόχος της εισήγησης και η περιοχή μελέτης

Σαν το έτερο κομμάτι αυτής της διαλεκτικής σχέσης της διδασκαλίας, και με άξονα τη διπλωματική μας εργασία στη σχολή αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π., που είχε παρουσιαστεί το Φεβρουάριο του 2018, υπό την καθοδήγηση του κ. Μωραΐτη Κωνσταντίνου, της κα. Μίχα Ειρήνης και του κ. Βασιλάτου Παναγιώτη, θα κάνουμε μια προσπάθεια να καταπιαστούμε με κάποια από τα ερωτήματα που τέθηκαν. Πιο συγκεκριμένα με το αν μέσα από τον αρχιτεκτονικό, τοπιακό και αστικό σχεδιασμό, και χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το δημόσιο χώρο, μπορεί να ανασυγκροτηθεί η κοινωνική δυναμική μέσα σε μια γειτονιά. Πεδίο μελέτης για την απόπειρα αυτή αποτελεί ο πρώην προσφυγικός οικισμός των Καστρόπληκτων, δηλαδή των πληγέντων από τα κάστρα,  στη νότια πλευρά του βόρειου τμήματος των τειχών, στην  Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης.

1.1     Οι αιτίες υποτίμησης του προσφυγικού οικισμού των Καστρoπλήκτων

Ο κυρίαρχος σχεδιασμός έχει ως κέντρο την ανάδειξη των βυζαντινών τειχών της Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα, από το 1975 και έπειτα, η νεότερη ιστορία της γειτονιάς που μελετάμε να χαρακτηρίζεται από την υποτίμηση του κτιριακού αποθέματος. Η υποτίμηση αυτή πραγματώνεται, θα μπορούσαμε σχηματικά να πούμε, με δύο τρόπους. Ο ένας συνδέεται με την απόφαση αναστολής κάθε οικοδομικής δραστηριότητας, για τα σπίτια που συνορεύουν με το τείχος. Αυτή η απόφαση, συνοδευμένη από παράγοντες όπως οι ασαφείς τίτλοι ιδιοκτησίας ή το μικρό μέγεθος των κατοικιών, οδηγεί στην εγκατάλειψη των κτηρίων, και εν τέλει, σε αρκετές περιπτώσεις, στην κατάρρευση τους. Ο άλλος αφορά την απαλλοτρίωση και την πραγματοποίηση μαζικών κατεδαφίσεων από το δήμο, με σκοπό τη δημιουργία ζώνης πρασίνου κατά μήκος των τειχών. Η τελευταία κατεδάφιση επί της Επταπυργίου, το 2015, αφήνει ένα μεγάλο αστικό κενό απέναντι από τη Μονή Βλατάδων, το οποίο, παρά τις δυνατότητες, λόγω της θέσης του μέσα στον αστικό ιστό και του μεγέθους του, να λειτουργήσει ως δημόσιος χώρος εκτόνωσης και συσπείρωσης της γειτονιάς, έχει παραμείνει ανεκμετάλλευτο και χρησιμοποιείται άτυπα ως χώρος στάθμευσης.

Το μεγάλο αστικό κενό επί της Επταπυργίου

1.2     Η δημιουργία και η δράση του Συλλόγου Κατοίκων Άνω Πόλης

Καστρόπληκτοι ονομάζονται οι κάτοικοι της περιοχής, καθώς πλήττεται η καθημερινότητά τους από την σχέση του κάστρου με το σπίτι τους. Το 1997, οι αποφάσεις αυτές και ο τρόπος επιβολής τους, αποτελούν ικανή συνθήκη για την συγκρότηση μιας αστικής συλλογικότητας, από μέρος των κατοίκων της Άνω Πόλης, του Συλλόγου Κατοίκων Άνω Πόλης.1 Είναι γεγονός βέβαια ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που συνιστούν αυτή τη συλλογικότητα, αφού αυτό που πλήττεται κυρίαρχα είναι η κατοικία, συσπειρώνεται στα πλαίσια της ατομικής ιδιοκτησίας. Πέρα από την ιδιωτική σφαίρα, η συζήτηση και τα αιτήματα, καταλήγουν να αφορούν και το δημόσιο χώρο και την καθημερινή ζωή μέσα στη γειτονιά.

Στο σήμερα, με δεδομένο ότι έχουν περάσει κάποια χρόνια και ο Δήμος Θεσσαλονίκης, εξασφαλίζοντας πιστώσεις από την πολιτιστική πρωτεύουσα, έχει αρχίσει να υλοποιεί το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο , η συλλογικότητα αυτή είναι ανενεργή, οι κάτοικοι είναι πιο μουδιασμένοι και έχουν αποδεχτεί την εξέλιξη των πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από κουβέντες μαζί τους, φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμα οι παρακαταθήκες των παλαιότερων αντιδράσεων και η διάθεση στη γειτονιά για επανοικειοποίηση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου.

2        Ο δημόσιος χώρος ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός σεναρίου κατοίκησης

Σε αυτή την περιοχή λοιπόν, προτείνουμε ένα σενάριο κατοίκησης και κάνουμε μια προσπάθεια σύνθεσης των καθημερινών πρακτικών με το μνημείο, δηλαδή το τείχος και την ζώνη γύρω από αυτό.

2.1     Η έννοια του μνημείου και η σχέση του με το δημόσιο χώρο

Τα θέματα που τίθενται σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι κατά κύριο λόγο δυο. Το πρώτο θέμα, συγκεκριμένα στην περιοχή μελέτης μας, αφορά την αναγνώριση από τα πάνω του βυζαντινού τείχους ως μνημείο, παράλληλα με την επιλεκτική διατήρηση λίγων προσφυγικών κτισμάτων και την απόφαση για κατεδάφιση των υπολοίπων. Όπως σημειώνει ο Άγις Αναστασιάδης η Άνω Πόλη είναι ίσως η τελευταία περιοχή της Θεσσαλονίκης που διατηρεί πολλά αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Πιο συγκεκριμένα, τονίζει ότι για τον πρώην προσφυγικό οικισμό η αρχιτεκτονική σημασία του δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε κτίσματα που δειγματοληπτικά διατηρούνται, και άρα στα μορφολογικά χαρακτηριστικά μιας κατοικίας, ή στα υλικά της άτυπης παραδοσιακής, προσφυγικής αρχιτεκτονικής, αλλά στο σύνολο του.2 Αφετηρία της πρότασής μας είναι η θεώρηση ότι αναστέλλονται τα σχέδια και αναγνωρίζεται η πολιτιστική σημασία όλων των ιστορικών περιόδων. Η συντήρηση των κτηρίων που δεν έχουν κατεδαφιστεί ιεραρχείται ως προτεραιότητα, με την πλήρωση εκ νέου με τη χρήση της κατοικίας. Περιγράφεται η δυνατότητα αποκατάστασής τους σε συνεργασία ακόμα και με τους ίδιους τους κατοίκους.

Για το δεύτερο θέμα, που μάλλον σχετίζεται στενότερα με τις διαλεκτικές αυτού του συνεδρίου, μας απασχολεί έντονα η σχέση ενός μνημείου με το δημόσιο χώρο γύρω του καθώς και ο ρόλος του μέσα σε μία γειτονιά, όντας παράλληλα και μάλλον αναπόφευκτα μαγνήτης για τον τουρισμό στην περιοχή. Από αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που πήραμε καθώς και από το βίντεο που θα δείτε,3 προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε τη σχέση των κατοίκων με το τείχος. Από τους διαλόγους των γυναικών με τον δημοσιογράφο καθίσταται σαφής η άρνησή τους να αφήσουν τη γειτονιά τους καθώς και η οικειότητα που έχουν κατακτήσει με το μνημείο. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, και δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο θαυμασμού. Οι κάτοικοι μας μεταφέρουν ότι παρά το μέγεθος του, το τείχος δεν αποτελεί όριο. Αντιλαμβάνονται τις δύο γειτονιές, Συκιές και Θεσσαλονίκη, ως μία συνέχεια και μας τονίζουν ότι το όριο είναι μόνο στα χαρτιά. Η χάραξη άτυπων μονοπατιών στα σημεία που το τείχος δεν υπάρχει πια, χαράξεις που ενθαρρύνουμε και εμείς με την πρότασή μας στη συνέχεια, έρχονται μάλλον να επιβεβαιώσουν αυτή τη σχέση. Μια σχέση, ριζικά διαφορετική από αυτή που έχουμε στο μυαλό μας για τον δημόσιο χώρο και τους ανοιχτούς αρχαιολογικούς χώρους μέσα στον αστικό ιστό.

Στόχος της εργασίας μας είναι η ζωογόνος, συνεχής χρήση του δημόσιου χώρου, δίπλα στο τείχος. Ο σχεδιασμός ενός δημόσιου χώρου ικανού να παραλαμβάνει διάφορες και διαφορετικές χρήσεις. Το μνημείο, με αυτό τον τρόπο, δεν θα έχει αποστειρωμένο, μουσειακό χαρακτήρα αλλά θα είναι κομμάτι της γειτονιάς και της ζωής σε αυτή.

2.2     Η ανάγκη εκμετάλλευσης του κενού κτιριακού αποθέματος στην περιοχή μελέτης

Βασική πρόθεση της πρότασής μας είναι η εκμετάλλευση του κενού κτιριακού αποθέματος. Η πλήρωση των κατοικιών όχι μόνο ικανοποιεί το βασικό πρόβλημα της κατοικίας αλλά συνιστά ένα άρρηκτο πλαίσιο με το δημόσιο χώρο που περιγράψαμε προηγουμένως. Αναφερόμαστε σε ένα μεγάλο ποσοστό των κατοικιών, οι οποίες βρίσκονται σε αποδεκτή, προς κατοίκηση, κατάσταση αλλά παρ’ όλα αυτά, κυρίως λόγω των νομικών συνθηκών που υπάρχουν στην περιοχή, συνεχίζουν να παραμένουν κενές.  Στο πλαίσιο, λοιπόν, της επανακατοίκησης της γειτονιάς, στο δικό μας σενάριο, οι κενές κατοικίες, που έχουν καταγραφεί, ενοικιάζονται κατά βάση σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, με προστατευμένα συμβόλαια μίσθωσης και άρα προστατευόμενο, κοινωνικό ενοίκιο. Όπως αναφέρει στη διάλεξη της η Δήμητρα Σιατίτσα για την κατοικία στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης, πρακτικές και εργαλεία αξιοποίησης του κενού κτιριακού αποθέματος μπορεί να είναι είτε με συναίνεση των ιδιοκτητών είτε με πιο παρεμβατικούς τρόπους.4 Στην περίπτωσή μας, από τη στιγμή που το μεγαλύτερο κομμάτι των κενών κατοικιών έχει εγκαταλειφθεί με πρωτοβουλία των ίδιων των ιδιοκτητών θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε την πρώτη οδό.

Άλλωστε, λόγω των απαλλοτριώσεων, μεγάλο ποσοστό των κενών κατοικιών πλέον αποτελούν ιδιοκτησία του δήμου, γεγονός που καθιστά αρκετά πιο δυνατά και εύκολα τα συμβόλαια του τύπου αυτού. Αντίστοιχες προσπάθειες έχουν λειτουργήσει σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Ιταλία και την Καταλονία, με τη συμβολή των αντίστοιχων υπηρεσιών. Παράλληλα, κομμάτι της πρότασής μας είναι η εξασφάλιση σε μια σημαντική μερίδα της νέας σύνθεσης των κατοίκων της περιοχής, εργασίας στα πλαίσια των λειτουργιών που προτείνουμε. Μέσα από το δίπτυχο κατοικίας και εργασίας γίνεται μια προσπάθεια ενίσχυσης  των δεσμών των κατοίκων με τη γειτονιά σε ένα πιο μακροχρόνιο πλαίσιο.

2.3     Ο τρόπος διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου

Η πρόταση μας συνολικά αναφέρεται σε ένα δημόσιο χώρο στο κενό που έχει δημιουργηθεί από τις κατεδαφίσεις, γύρω από, και μέσα στον οποίο συσπειρώνονται διάφορες χρήσεις. Συγκεκριμένα, ένα στέκι το οποίο θα αποτελεί σημείο συνάντησης των κατοίκων, ένα μικρό ιατρείο το οποίο έρχεται να απαντήσει κυρίως σε μια ανάγκη των ηλικιωμένων της περιοχής, μια βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, με αίθουσες διδασκαλίας και χώρο δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, ένα κτήριο εργαστηρίων στο οποίο θα δίνεται έμφαση στην μεταποίηση και την παραγωγή αναλώσιμων προϊόντων. Στην υπαίθρια διαμόρφωση μπορεί να φιλοξενηθεί μια λαϊκή αγορά, ένα παζάρι αλλά και πιο μόνιμα μαγαζιά στα οποία να πωλούνται κυρίως τα προϊόντα των εργαστηρίων. Πέρα από το εμπόριο, στην υπαίθρια αυτή διαμόρφωση, μέσα από διαφορετικές χωρικές ποιότητες, φιλοξενούνται και άλλες χρήσεις. Μερικές μόνο από αυτές που μπορούμε εμείς να φανταστούμε, είναι μια πλατεία, ένα αμφιθέατρο για μικρές παραστάσεις, ένας χώρος ξεκούρασης, ένα προστατευμένο αίθριο για παιδικό παιχνίδι. Με αντίστοιχη λογική, όσον αφορά στις χωρικές ποιότητες, μια συστάδα δέντρων μπορεί να λειτουργήσει στο δημόσιο χώρο ως ένα χαλαρό όριο ή να παραλάβει κινήσεις από το δρόμο και να τις διοχετεύσει στην εσωτερική διαδρομή. Ένα στέγαστρο μπορεί να δημιουργήσει το χώρο για μια συνάντηση ή μια εμπορική συναλλαγή ή να διευκολύνει τον περίπατο μιας βροχερής ημέρας. Λειτουργεί με τον τρόπο αυτό, ο δημόσιος χώρος, ως σημείο αναφοράς στην καθημερινότητα των κατοίκων της γειτονιάς. Ένας περισσότερο τοπικός και λιγότερο υπερτοπικός χαρακτήρας, μπορεί να συμβάλει και να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων της γειτονιάς.

Η προσπάθειά μας για μετασχηματισμό των χρήσεων που μπορεί να φέρει ο δημόσιος αυτός χώρος δημιουργεί την προϋπόθεση για την αναφορά σε αυτόν με ένα σταθερό ρυθμό κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η σταθερότητα αυτή, ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τις διαπροσωπικές αυτές σχέσεις. Συζητάμε έτσι, ίσως με μια σταγόνα υπερβολής, για τη δυνατότητα ενός δημόσιου χώρου, κοινωνικού πυκνωτή, πυρήνα γειτονιάς.

Κάτοψη κλίμακας 1:200 της πρότασης

Υλοποιημένο παράδειγμα αναφοράς για την πρότασή μας με αρκετά ολοκληρωμένη προσέγγιση ήταν οι αστικοί βελονισμοί που έγιναν στον προσφυγικό συνοικισμό της Θήβας. Αναφερόμαστε στη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης για την αναβάθμιση του συνοικισμού με την ουσιαστική συμμετοχή των κατοίκων. Σε μια προσπάθεια της ομάδας να αναμετρηθεί με την αρχιτεκτονική της καθημερινής ζωής, όπως αναφέρει η Άννη Βρυχέα, το πρόγραμμα ξεκινά από το ζήτημα της κατοικίας και οργανώνει γύρω του, ή με αφορμή αυτό, τα υπόλοιπα προβλήματα (οικονομικά, εκπαίδευση, κ.λπ.).5 Το, κοινό με εμάς, ερώτημα, είναι πώς μέσα από αυτά τα προβλήματα θα δοθούν δυναμικές απαντήσεις για όλους τους κατοίκους του συνοικισμού, και τους νέους στην περίπτωσή μας, σε συνεχή διάλογο μαζί τους. Κεντρικοί στόχοι αυτής της διαδικασίας είναι η διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας και η συνολική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής τους.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο της διπλωματικής μας εργασίας δεν ήταν δυνατή πράγματι η διαμόρφωση του χώρου μέσω συμμετοχικού σχεδιασμού. Έτσι η προσπάθειά μας περιορίστηκε στο να αφουγκραστούμε μέσα από συζητήσεις με τους κατοίκους και παρατηρήσεις πεδίου τις πιθανές ανάγκες αυτής της γειτονιάς.

Οι σχεδιαστικές μας επιλογές έχουν γίνει με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτρέπουν την παρέμβαση των ίδιων των κατοίκων στην μορφοποίηση του δημόσιου χώρου και των δημόσιων κτηρίων τόσο σε επίπεδο χρήσης όσο και σε επίπεδο χώρου, βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα. Οι δύο βασικές αρχές λοιπόν, που θεωρούμε ότι εξυπηρετούν και ενισχύουν την συμμετοχή και επιτρέπουν την οικειοποίηση ενός χώρου από τους χρήστες τους είναι αυτές τις μεταβλητότητας και της επεκτασιμότητας. Όσον αφορά στη μεταβλητότητα, υποστηρίζουμε τη δημιουργία των ελάχιστων δυνατών, αλλά ενιαίων χώρων, με ευελιξία στην κάτοψη, ώστε να επιτυγχάνεται η συνεχής χρήση τους, με διαφορετικές δραστηριότητες, ανάλογα με τις ανάγκες της γειτονιάς. Όσον αφορά στην επεκτασιμότητα, σε περίπτωση ανάγκης επιπλέον χώρου, προχωράμε σε επέκταση σε επίπεδο κτιριακών όγκων μέσα από την πλήρωση ενός υπαίθριου χώρου, οικοπέδου, μέσα από τη δημιουργία νέου κτηρίου ή την επανάχρηση υπάρχοντος και σε μεγαλύτερη κλίμακα, μέσα από τη διεύρυνση της πρότασης σε γειτονικό αστικό κενό, που λειτουργεί προς το παρόν ως χώρος πρασίνου.

Καμβά του δημόσιου χώρου της πρότασης αποτελεί ένα μωσαϊκό που προσπαθεί να επανεγγράψει, στο επίπεδο του εδάφους, τα κατεδαφισμένα καστρόπληκτα. Η εναλλαγή υλικών του μωσαϊκού συμβολίζει και την εναλλαγή των σφαιρών της ιδιωτικότητας. Χρησιμοποιούνται διαφορετικά υλικά στα σημεία που υπήρχαν οι κλειστοί κτιριακοί όγκοι των κατοικιών και σε αυτά που αναπτύσσονταν οι ιδιωτικές αυλές. Ο χειρισμός αυτός είναι ένα παράδειγμα για το πώς μέσα από μια σχεδιαστική επιλογή γίνεται προσπάθεια διαλόγου με την ιστορία, προσπάθεια συνύπαρξης του νέου, δημόσιου χαρακτήρα, με αναφορές από το παρελθόν. Ο καθαρά πια δημόσιος χώρος, δεν αντιμετωπίζεται ως λευκό χαρτί. Τα ίχνη της ιστορίας ακολουθούν τον χρήστη στην περιπλάνησή του μέσα στο χώρο.

3        Συμπεράσματα

Συνολικά, στις υποδοχές που δημιουργούνται στο δημόσιο χώρο, οι κάτοικοι είναι αυτοί που πραγματικά θα καθορίσουν κάθε χρήση, θα μεταβάλλουν το χώρο, θα τον οικειοποιηθούν και θα ζήσουν σε αυτόν. Η πρόταση μας θα θέλαμε να αποτελέσει, λοιπόν, ένα υπόβαθρο στο οποίο θα διοχετευθεί και θα εξαπλωθεί κατά βούληση η άτυπη και γοητευτική αρχιτεκτονική των χρηστών.

Πρόπλασμα κλίμακας 1:100 της πρότασης διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου στην περιοχή μελέτης

Παραπομπές
  1. Καλογήρου, Ν. & Χαστάογλου, Β. 1992. Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης: Προθέσεις και αποτελέσματα μίας πολεοδομικής επέμβασης. Θέματα Χώρου + Τεχνών (23). σελ. 51-56
  2. Αναστασιάδης, Α. 1982. “Πάνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Μελέτη ενός παραδοσιακού οικισμού ενταγμένου σε αστικό κέντρο”. Αρχιτεκτονικά Θέματα (16). σελ. 98-107
  3. Κάστρα Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, από https://www.youtube.com/watch?v=kOKH95Rbb-8
  4. Σιατίτσα, Δ. 2017. Κατοικία στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης: Το κενό οικιστικό απόθεμα ως κοινωνικός πόρος
  5. Βρυχέα, Α. 1992. Συμμετοχικός σχεδιασμός στον προσφυγικό συνοικισμό στη Θήβα. Θήβα: Δήμος Θηβαίων

 

Comments are closed