Χωρικοί μετασχηματισμοί από παραθεριστικές πρακτικές

 Μ.Στενού

Περίληψη

Συγχρόνως με τη διόγκωση της αστικής ανάπτυξης γεννιέται και η τάση για φυγή από τη μητρόπολη. Στο πλαίσιο της καθιέρωσης του πολιτικού δικαιώματος της άδειας μετ’ αποδοχών, στήνονται μακριά από το αστικό περιβάλλον, ως δορυφόροι του, παραθεριστικοί οικισμοί. Γύρω από το δημόσιο αγαθό της παραλίας, το φυσικό περιβάλλον σκηνοθετήθηκε εκ του μηδενός, ώστε να φιλοξενήσει τις φαντασιακές ανάγκες μιας διαφυγής. Η μεταπολεμική άνθηση ευνόησε την προώθηση καταναλωτικών αναγκών γύρω από την παραθαλάσσια εκτόνωση αλλά και την ενοικίαση ή απόκτηση εξοχικής κατοικίας. Οι παράκτιες περιοχές αστικοποιήθηκαν υπό την υπολογισμένη επιθυμία του ενοικιαστή-αγοραστή Β’ κατοικίας. Η μετατόπιση της σχέσης του παραθεριστή από την δημόσια στην ιδιωτική παραλία, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνική δομή και την αντίστοιχη οικιστική ανάπτυξη της παραλιακής περιοχής.

Επιστημονικός στόχος τίθεται η καταγραφή της μεταπολεμικής παραθεριστικής κατοικίας ως μέσο περιαστικoύ μετασχηματισμού. Αρχική πρόθεση αποτελεί ο προσδιορισμός της νομιμοποίησης των διακοπών, ώστε να τεθεί το θεσμικό πλαίσιο του εγχειρήματος. Εν συνεχεία, διερευνάται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η εξάπλωση της αντίληψης περί καλοκαιρινής μετακίνησης για διακοπές από τον βορρά προς το νότο και τι είδους χωρικές μεταβολές αυτή παρήγαγε. Συγχρόνως, ερευνητικό αντικείμενο αποτελεί η ανάδειξη των διαφορών μεταξύ κρατικής πολιτικής και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Υπό αυτή τη λογική, συγκρίνεται το οικονομικό πρότυπο “διακοπές για όλους” και “διακοπές για λίγους”, καθώς και ο ανάλογος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός.

Το όνειρο της δεύτερης κατοικίας υλοποιημένο είτε για τους λίγους (υπογεγραμμένο από επώνυμο αρχιτέκτονα), είτε για τους πολλούς (μέσα από προνοιακές πολιτικές ή αυθαίρετες κατασκευές), αποτελεί το γενετικό υλικό της εισήγησης. Καταγράφονται τα κοινά χαρακτηριστικά των παραθεριστικών δομών με τα οποία επιτυγχάνεται η διαχωριστική συνθήκη από την αστική ταυτότητα, προκειμένου να λειτουργούν ως “κατασκευασμένες ετεροτοπίες”.

1 Εισαγωγή

Η σχέση των παραθεριστών με την παραλία δεν ήταν ανέκαθεν αυτή που γνωρίζουμε σήμερα. Κατά τον 19ο αιώνα, παρατηρώντας τις φωτογραφίες, μπορεί να εκπλαγεί κανείς βλέποντας γυναίκες στην παραλία με μακριά φορέματα και ομπρέλα ή άνδρες με κοστούμι και καπέλο. Η ιδέα της επαφής με το νερό ήταν αποδεκτή για τα παιδιά, αλλά ελάχιστοι ενήλικες διέπρατταν κάτι τέτοιο. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το συγκεκριμένο ταμπού δεν υπάρχει πια.

Κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, αν και η θάλασσα εκτιμάται ως χώρος αναψυχής, τα πρώτα μπάνια ανήκουν στους αριστοκράτες που περνούν το χρόνο τους στα πολυτελή θέρετρα.

Σταδιακά, το χάσμα μεταξύ δικαιώματος και πρόσβασης στις παραθεριστικές δομές αρχίζει να αμβλύνεται. Η τομή αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα πολιτικών και οικονομικών αλλαγών που οδηγούν στην πρωτόγνωρη εμφάνιση πιο προσιτών καταλυμάτων. Οι διακοπές θεσπίζονται ως πολιτικό δικαίωμα τη δεκαετία του 1930, αλλά μόνο μετά την ανάκαμψη από τις πληγές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι άνθρωποι αρχίζουν να απολαμβάνουν το δικαίωμα στην παραλία.

2 Οι καλοκαιρινές διακοπές ως πολιτικό δικαίωμα

Σημείο καμπής τίθεται η νομοθέτηση της άδειας μετ’ αποδοχών στη Γαλλία το 1936 υπό την διακυβέρνηση του Léon Blum. Ο διάσημος πρωθυπουργός, θεσπίζει τις επί πληρωμή διακοπές ως μέρος ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Η εργατική πολιτική υπαγορεύει 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα και 15 ημέρες διακοπών τον χρόνο. Για πρώτη φορά, οι μισθωτοί σταματούν να εργάζονται για μια συγκεκριμένη περίοδο του έτους. Στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου κράτους πρόνοιας, διασφαλίζεται το δικαίωμα στη θάλασσα, ως δικαίωμα για όλους.

Οι πρώτες διατάξεις για άδεια μετ’ αποδοχών εγκρίθηκαν στην Ελλάδα το 1945 για τον ιδιωτικό τομέα και αντιστοίχως το 1955 για τον δημόσιο τομέα. Ο “Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού” είχε ήδη ιδρυθεί το 1929, αλλά στην αρχή χρηματοδοτούσε μονάχα τουριστικά περίπτερα σε ορισμένους αρχαιολογικούς χώρους. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο τουρισμός στην Ελλάδα ήταν συνώνυμος για τους ντόπιους με τον ιαματικό τουρισμό που προσέφεραν πόλεις όπως το Λουτράκι ή η Αιδηψός, ενώ αντίθετα για τους ξένους ο τουρισμός ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τις κλασσικές αρχαιότητες.

Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο E.Hobsbawm: Το να πάει κανείς στη Μεσόγειο στα μέσα του καλοκαιριού, χωρίς να αναζητά καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά μνημεία, θεωρούταν τρέλα, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι οποίες έφεραν μαζί τους την λατρεία του ήλιου και του μαυρίσματος (Hobsbawm 2000).

3 Οι καλοκαιρινές διακοπές ως αποτέλεσμα ψυχολογικών παραμέτρων και πολιτικών μάρκετινγκ

Η εγκαθίδρυση της σχέσης του λουόμενου με το δημόσιο αγαθό της παραλίας δεν περιορίζεται μονάχα στην πολιτική νομιμοποίηση των διακοπών. Η συμβολή της διαφήμισης και των πολιτικών marketing είναι αδιαμφισβήτητη. Στο φόντο μιας επιτακτικής διαφυγής από την μητρόπολη ο καταναλωτής φαντασιώνεται την προσωπική του παραθεριστική κατοικία και την μετακίνησή του προς τη θάλασσα. Συχνά, η προσέγγιση της παραλίας συνοδεύεται και με την αγορά ενός ιδιωτικού μέσου αφού οι επιταγές της αγοράς καλλιεργούν ότι τόσο οι διακοπές όσο και τα ΙΧ αυτοκίνητα θα μπορούσαν να σημαίνουν μυθική απόδραση, προσωπική αυτονομία και μετατόπιση στο χρόνο και στο χώρο. (Avermaete 2004) Το φυσικό τοπίο καθίσταται η ιδανική τοποθεσία για να δημιουργηθεί ένα δεύτερο σπίτι που παραμένει σε ανοιχτό διάλογο με το διαμέρισμα στην πόλη.

Ταινίες μαζικής κυκλοφορίας αρχίζουν να απεικονίζουν τους κανόνες που διατρέχουν τη σχέση με την παραλία και τις διακοπές κάθε εποχής. Ο πολλαπλασιασμός των πολιτιστικών αναπαραστάσεων των διακοπών μπορεί να βρεθεί, για παράδειγμα, στο “Les Vacances” του Godard, στο “Les Vacances de Monsieur Hulot” του Tati, στο “Et dieu créa la femme” του Vadim.

Στην Ελλάδα, οι πρώτες ταινίες γίνονται με σαφείς αναφορές στα Grand Tours και τους εξερευνητές του 18ου αιώνα, μιας και τοποθετούν στο επίκεντρο την κλασική Ελλάδα και επιχειρούν μια ιστορική συνέχεια με τον αρχαίο πολιτισμό. Στη συνέχεια όμως, από τη στιγμή που ανασυγκροτούνται οι μεγάλες πόλεις και εκσυγχρονίζονται οι παραθεριστικές υποδομές, αρχίζει να προωθείται η ελληνική πλαζ ως η απόλυτη επιτομή του καλοκαιριού. Το δίπολο του μοντερνισμού έναντι της παράδοσης είναι ισχυρό. Παράλληλα με τα ερείπια του παρελθόντος, κατασκευάζονται κτίρια δυτικού τύπου για τουριστικούς σκοπούς. Αυτή η μεταβατική περίοδος καταγράφεται στην φιλμογραφία. Η καθημερινή ζωή στην Ελλάδα αποδίδεται στην οθόνη κάπου ανάμεσα στον μύθο της παράδοσης, το μαζικό τουριστικό κατάλυμα και την ξέγνοιαστη ηλιοθεραπεία. Η αφήγηση των ταινιών αυτής της κατηγορίας…πλαισιώνει μοναδικά το επίμονο αίτημα του εκμοντερνισμού μέσα από το δημοκρατικό δικαίωμα της μεσαίας αστικής τάξης στον ελεύθερο χρόνο και τις διακοπές. (Αλιφραγκής 2014)

Τα πιο διάσημα παραδείγματα της ελληνικής παραθεριστικής εμπειρίας είναι: ο Ζορμπάς (Μ.Κακογιάννης, 1964), το Ποτέ την Κυριακή (J. Dassin, 1960), το Wide, Wide World: Blue Holiday (C.Dudley, 1965), το White City (Γ.Χριστοδούλου, 1968), το Celui qui doit mourir (J.Dassin, 1957), το Στέλλα (Μ.Κακογιάννη, 1955), Κορίτσι στα Μαύρα (Μ.Κακογιάννης, 1956), το Παιδί και το Δελφίνι (J.Negulesco, 1957) και οι πρόσφατες ταινίες Mama Mia! (P.Lloyd, 2008) και Πριν από τα μεσάνυχτα (R.Linklater, 2013).

4 Οι καλοκαιρινές διακοπές ως αρχιτεκτονικό έργο

Το 5ο CIAM είναι, από αρχιτεκτονικής άποψης, το σημείο εκκίνησης, καθώς συμπίπτει χρονικά με τη νομοθέτηση της άδειας μετ’ αποδοχών. Πραγματοποιήθηκε το 1937 στο Παρίσι υπό το σύνθημα «Κατοικία και Αναψυχή». Εκεί η κατοικία εξετάστηκε ως αναπόσπαστο κομμάτι της αναψυχής, ενώ τέθηκε επισήμως ο σχεδιασμός των περιοχών έξω από τη μητρόπολη, των λεγόμενων “περιαστικών”. Στα πρακτικά του 5ου CIAM το “αγροτικό” και το “φυσικό” τοπίο νοούνται ως ιδανικοί τόποι για τη σύγχρονη πρακτική της μαζικής αναψυχής και του τουρισμού. (Avermaete 2004) “Το περίπτερο των σύγχρονων καιρών” του Le Corbusier εκφράζει σαφώς την τάση του συνεδρίου. Μια ελαφριά κατασκευή από καραβόπανο ανεγέρθη το 1937 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Το 1969, η ομάδα Team 10, αποτελούμενη από τους αρχιτέκτονες Candilis-Josic-Woods, ανέλαβε το σχεδιασμό των γαλλικών ακτών κατά μήκος 180 χλμ. Προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, το έργο τους ανατέθηκε από το τότε Υπουργείο Υποδομών. Ενδεικτικό παράδειγμα της τουριστικής ανάπτυξης της εποχής είναι ότι οι αρχιτέκτονες της Team 10 κατά την περίοδο 1956-1970 μελέτησαν 90 έργα μαζικού τουρισμού! Προσπάθησαν να καταλήξουν σε μία πρότυπη εξοχική μονοκατοικία, η οποία ως κύτταρο έπειτα από πολλαπλασιασμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα μαζικό συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών. Αν και η παραλία μεταπολεμικά έγινε αντιληπτή ως tabula rasa, εντούτοις οι αρχιτέκτονες επαναδιατύπωσαν εκεί την αστική συνθήκη.

Μέχρι τις μέρες μας, ένα οργανωμένο θέρετρο στις γαλλικές ακτές της Μεσογείου βρίσκεται ακόμα στο προσκήνιο. Το γνωστό La Grande-Motte, με τα μεγάλα πυραμιδωτά κτίρια, είναι ένα δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο με δύο εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως. Ο αρχιτέκτονας Jean Balladur σχεδίασε την έκταση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αρχικά ως τόπο διακοπών προκειμένου να αναχαιτιστεί η τουριστική διαρροή από τη Γαλλία. Η μεσαία τάξη της Βόρειας Ευρώπης, η οποία εκείνη την περίοδο άρχιζε να επισκέπτεται μαζικά τους ισπανικούς προορισμούς, θα μπορούσε να κάνει πλέον διακοπές επί γαλλικού εδάφους.

Οι αρχιτέκτονες κατάφεραν να σχεδιάσουν μαζικές τουριστικές μονάδες για την πλειοψηφία των παραθεριστών, αλλά ταυτόχρονα κλήθηκαν να πραγματοποιήσουν ιδιωτικά θέρετρα για εξέχοντες πελάτες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη μελέτη της “αρχιτεκτονικής για τους λίγους” είναι το Casa Malaparte στο Κάπρι της Ιταλίας (1938). Εδώ ο αρχιτέκτονας Adalberto Libera έκτισε 32 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας την κατοικία του συγγραφέα Malaparte, κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Μακριά από την πόλη και τους ανθρώπους της, το σπίτι μοιάζει με αντικείμενο καταμεσής του άγριου περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, ο Le Corbusier, ο αρχιτέκτονας που διεκδίκησε μέσω του έργου του να στεγάσει τα όνειρα της μοντέρνας κατοίκησης, σχεδίασε για τον εαυτό του μόνο μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα στην Κυανή Ακτή. Το διάσημο “Cabanon” είναι μια προσπάθεια για επιστροφή στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Αποτελείται από προκατασκευασμένα στοιχεία και ενσωματώνει τα πρότυπα του μινιμαλιστικού τρόπου ζωής που αντιπροσώπευε η αρχιτεκτονική του.

Εξετάζοντας τις αντίστοιχες ελληνικές περιπτώσεις, οι παραθεριστικές κατοικίες διαμορφώθηκαν κυρίως σε ex nihilo περιοχές. Τα άκτιστα ακόμα παραθαλάσσια προάστια της Αθήνας προσέφεραν έναν νέο τρόπο ζωής, όπου οι ελληνικές και οι διεθνείς αστικές ελίτ ανακάλυπταν τα οφέλη του θαλασσινού μεσογειακού αέρα και της ηλιοθεραπείας. Την αυγή της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, ο σχεδιασμός του ελληνικού τουρισμού εξελίχθηκε σταδιακά, αποτελώντας σημαντικό μέρος του Σχεδίου Μάρσαλ. (Βλάχος 2014) Τη δεκαετία του ’50, ο τουρισμός στην Ελλάδα υφίσταται υπό κρατική κηδεμονία. Οι καρποί αυτών των προσπαθειών ανιχνεύονται στην αλυσίδα ξενοδοχείων “Ξενία” της εταιρείας “Αστήρ”. Οι εγκαταστάσεις του Αστέρα, τα Bungalows του Green Coast Sounion που σχεδιάστηκαν από τον Α.Προβελέγγιο, τουριστικά περίπτερα, μοτέλ, οργανωμένες παραλίες και κάμπινγκ του ΕΟΤ συνιστούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα για τους μαζικούς χώρους των καλοκαιρινών διακοπών. Από την άλλη πλευρά, η κατοικία του Ζενέτου στο Καβούρι (1959), η κατοικία στην Ανάβυσσο (1961) του Κωνσταντινίδη και η αντίστοιχη του Βαλσαμάκη θα μπορούσαν να είναι μερικά αρχιτεκτονικά παραδείγματα ιδιωτικών παραθαλάσσιων κατοικιών.

Συγκρίνοντας μεγάλης κλίμακας τουριστικές υποδομές με μικρότερης κλίμακας θέρετρα, πρέπει να δοθεί έμφαση στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την κοινωνική διάκριση.

Η ταξινόμηση δεν είναι προφανής δεδομένου ότι οι αρχιτεκτονικές μορφές ενσωματώνουν συμβολισμούς μέσω των οποίων η ουτοπία ενός περιβάλλοντος ανώτερης κοινωνικής τάξης για βραχύ χρονικό διάστημα είναι εφικτή.

Υπό αυτή τη λογική, ο καθένας προσπαθεί να αποκτήσει ή να νοικιάσει μια εξοχική κατοικία με κάθε δυνατό τρόπο. Στην Ελλάδα, ο κύριος παράγοντας που επιτάχυνε την ανάπτυξη της εξοχικής κατοικίας ήταν η αυθαίρετη δόμηση. Στο όριο της αυτοκατασκευής, οι άνθρωποι συχνά προσπάθησαν να υλοποιήσουν το όνειρο της προσωπικής τους παραθεριστικής κατοικίας με τα ίδια τους τα χέρια. Με την προσδοκία ότι στο μέλλον οι όποιες κατασκευές θα αποτελέσουν μέρος του σχεδίου πόλης, το φαινόμενο της παραθεριστικής στέγασης εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60 και του ’70.

Η φαντασίωση της παραθαλάσσιας κατοίκησης, “είτε για τους λίγους”, είτε “για τους πολλούς”, έχει ως κοινό παρανομαστή την προσέγγιση μιας «κατασκευασμένης ετεροτοπίας».

5 Η παραθεριστική κατοικία ως ετεροτοπία

Η έννοια της ετεροτοπίας είναι γνωστή ως επί το πλείστον από τη διάλεξη του Michel Foucault, η οποία έδωσε στη συνέχεια το φημισμένο κείμενο “Περί αλλοτινών χώρων”. Ο φιλόσοφος σχηματίζει έξι αρχές που χαρακτηρίζουν την ετεροτοπία, δίνοντας τα σχετικά παραδείγματα. Σε αντίθεση με τις ουτοπίες που είναι εξω-πραγματικές, οι ετεροτοπίες εντοπίζονται στον πραγματικό κόσμο. Υπό τη λογική ότι κάθε ετεροτοπία χαρακτηρίζεται από όλες τις αρχές σε κάποιο βαθμό, θα επιχειρηθεί η αναγνώριση του συνόλου των έξι αρχών σ’ ένα παραθεριστικό συγκρότημα ή μία εξοχική κατοικία.

Στην πρώτη αρχή, ο Foucault επισημαίνει ότι…το ξενοδοχείο του γαμήλιου ταξιδιού αποτελούσε ακριβώς τον τόπο αυτού του πουθενά, αυτήν την απροσδιόριστη γεωγραφικά ετεροτοπία. (Foucault 1998). Ομοίως, η ετεροτοπία του παραθεριστικού χωριού αποκόπτεται από το τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι από τη στιγμή που υπέρτατος στόχος τίθεται η δημιουργία μιας εξωτικής ατμόσφαιρας ανεξαρτήτως γεωγραφικών συντεταγμένων. Ο επισκέπτης του μαζικού τουρισμού μπορεί να είναι πλήρως ευχαριστημένος εάν διαμείνει σε κάποιο παραθαλάσσιο θέρετρο ύφους Μαϊάμι Μπιτς, παρόλο που βρίσκεται στις Κυκλάδες. Όπως επισημαίνει ο J.D.Urbain: Το σημερινό παραθαλάσσιο φαντασιακό, στραμμένο σε τεχνητές ή υποκρινόμενες τοποθεσίες, είναι θεμελιωδώς ένα φαντασιακό χωρίς πραγματική κοινωνική ή πολιτιστική ρίζα. (Urbain 2000).

Σύμφωνα με τον Foucault, κατά τη δεύτερη αρχή, οι ετεροτοπίες έχουν διαφορετική κοινωνική λειτουργία κατά την διάρκεια της Ιστορίας. Με αυτή την έννοια, η παραλία έχει φιλοξενήσει διάφορες λειτουργίες: από την αλιεία μέχρι την αναψυχή, η παραλία έχει μετατραπεί από τόπο παραγωγής, σε τόπο κατανάλωσης. Η ερήμωση της ακτής από τους ανθρώπους του μόχθου είναι γεγονός. Τα ναυτικά επαγγέλματα εκβιομηχανίστηκαν και ο παράκτιος κόσμος μετατράπηκε σε φολκ στοιχείο προς κατανάλωση. Οι γειτονιές των ντόπιων μεταλλάσσονται σε αντιπροσωπευτικά καταλύματα του παράκτιου τρόπου ζωής και προσφέρουν στον επισκέπτη μια συμπυκνωμένη εμπειρία, κάτι που ωστόσο σταδιακά οδηγεί στην εξαφάνιση της καθημερινής ζωής των κατοίκων.

Το τρίτο χαρακτηριστικό μιας ετεροτοπίας είναι ότι αντιπαραβάλλει σε ένα περιβάλλον αρκετά ασύμβατα μεταξύ τους χωρικά στοιχεία. Στο ποιητικό σύμπαν του παραμυθιού των παραθεριστών, ο πρωτόγονος τρόπος ζωής και η τεχνολογία μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Σε ένα παραθεριστικό συγκρότημα μπορεί να παρατηρηθεί ταυτόχρονα μια παρθένα παραλία και ένα αυτοκινητάκι του γκολφ που μεταφέρει τους λουόμενους στην άμμο. Ενδύματα που μιμούνται ένα πρωτόγονο ύφος, τύπου «επιστροφή στις ρίζες», και συγχρόνως Wi-Fi και κάμερες ασφαλείας συνυπάρχουν. Ένα ακραίο παράδειγμα αυτού του χαρακτηριστικού είναι η νέα τάση στον τουρισμό το αποκαλούμενο glamping (από τις λέξεις glamourous και κάμπινγκ).

Μία παραθαλάσσια εξοχική κατοικία είναι ένας τόπος “πραγματικός και φανταστικός” την ίδια στιγμή. Πρόκειται για μια χωρική αναστολή μεταξύ της ωμής πραγματικότητας της πόλης και της διαφυγής σε έναν επίγειο παράδεισο. Οι ετεροτοπίες των θέρετρων για διακοπές αντιστρέφουν τις χειμερινές αστικές κατοικίες. Οι παραλίες είναι αυτοτελείς μικρόκοσμοι που λειτουργούν ως ανεστραμμένοι καθρέφτες της αστικής κοινωνίας. Εργολάβοι και αρχιτέκτονες μεταμφιέζουν το παραθαλάσσιο σύμπαν με ένα άρωμα πριμιτιβισμού. Ο σκηνοθετημένος εξωτισμός των τοποθεσιών και των ντόπιων οδηγεί στη φαντασιακή αναπαράσταση της παραλίας.

Η τέταρτη αρχή της περιγραφής του Foucault ορίζει ότι μια ετεροτοπία ενθυλακώνει τη χρονική ασυνέχεια. Η παράκτια διαβίωση αναστέλλει την αστική ζωή αφού βασίζεται στην διακοπή του συμβατικού χρόνου. Ένα παραθεριστικό κατάλυμα είναι ένας παροδικός χώρος που διαχωρίζεται τόσο από τον συμβατικό χώρο της πόλης όσο και από τον χρόνο της εργασίας. Αυτά τα μέρη εναγκαλίζονται τις “χρονικές ασυνέχειες”, καθώς προσφέρουν ένα “πάγωμα του χρόνου”. Τα χωριά διακοπών γεμίζουν μία φορά το χρόνο με τους παραθεριστές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, προσπαθούν να αναπαράγουν τη ζωή μιας πρωτόγονης κουλτούρας ή τουλάχιστον να παρέχουν μια περίοδο ανέμελης ζωής. Υπό αυτή τη λογική, το παραθεριστικό συγκρότημα είναι ο θεατρικός αντίποδας της αστικής κοινωνίας. Είναι η πρόσκαιρη εικόνα της. Ένας προσεκτικά διατεταγμένος μικρόκοσμος που εξασφαλίζει ένα ήσυχο χρονικό διάστημα στους χρήστες.

Στην πέμπτη αρχή του, ο Foucault αναφέρεται στην ηθελημένη μη προσβασιμότητα μιας ετεροτοπίας. Η περιορισμένη πρόσβαση χαρακτηρίζει αυτούς τους χώρους και ο διαχωρισμός από τον έξω κόσμο είναι ξεκάθαρος. Η είσοδος είναι ελεγχόμενη και για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση οφείλει να πληρώσει ένα κόμιστρο. Τα παραθαλάσσια χωριά είναι περίκλειστα και αυτοαναφορικά. Τα συγκροτήματα παραθεριστικών κατοικιών χαρακτηρίζονται από την λογική ανασυγκρότησης ενός ολόκληρου «νέου» κόσμου σε ένα περιφραγμένο περιβάλλον.

Η τελευταία του αρχή δίνει έμφαση στις ετεροτοπίες που μετεωρίζονται ανάμεσα σε δύο αντιδιαμετρικούς πόλους. Τα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας είναι χώροι που παρουσιάζουν μια φαινομενικά εντελώς αντίθετη όψη με τον άλλο πόλο. Από αυτή την άποψη, οι ετεροτοπίες της παραθεριστικής κατοικίας αντιπροσωπεύουν την εξιδανικευμένη εκδοχή της πραγματικότητας από την αστική κοινωνία. Ο ένας πόλος είναι το αστικό τοπίο, ο άλλος είναι η παραλία. Ο χειμώνας σε αντιπαράθεση με το καλοκαίρι, η εργασία απέναντι στις διακοπές, το άγχος σε αντίθεση με την ηρεμία, σχηματίζουν μερικά από τα δίπολα που ενσωματώνονται σε μια παράκτια ετεροτοπία. Η προσωρινή κατοίκηση ενός άρδην διαφορετικού τρόπου ζωής την διατρέχει.

Το παράδειγμα του πλοίου ως η κατ’ εξοχήν ετεροτοπία ολοκληρώνει το κείμενο του Foucault. Στους πολιτισμούς δίχως καράβια τα όνειρα αποστειρώνονται-στεγνώνουν, η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια και η αστυνομία τους πειρατές. (Foucault 1998) Το πλοίο, για εκείνον, είναι μια «δεξαμενή φαντασίας», αλλά για την παρούσα έρευνα είναι επιπλέον ένα πέρασμα προς άλλες νησιωτικές ετεροτοπίες.

6 Συμπεράσματα

Καθώς η στεγαστική κρίση αυξάνεται σε πολλές μητροπόλεις, οι αρχιτέκτονες γίνονται όλο και πιο δημιουργικοί με χώρους που βοηθούν τους κατοίκους να ξεφύγουν από την αστική πραγματικότητα προσεγγίζοντας την παραλία. Υπάρχουν αυξανόμενες ομοιότητες μεταξύ των συμπεριφορών που έχουμε “στο σπίτι” και “μακριά από αυτό”. (Shaw, Agarwal, Bull 2000) Η συγκεκριμένη έρευνα αμφισβητεί την υπόσχεση της ουσιαστικής αναχώρησης από την πόλη, που ένα παραθαλάσσιο θέρετρο παρέχει και υποστηρίζει την ιδέα ότι η θερινή κατοικία προσομοιώνει την αστική παράδοση αφού δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι ριζικά διαφορετικό.

Το παρόν άρθρο προσπάθησε να εκθέσει τις αντιλήψεις της διαφυγής σε μια αναδυόμενη μαζική αστική κοινωνία. Συνολικά, οι καλοκαιρινές διακοπές οι οποίες αναλύθηκαν μέσω διαφορετικών πρισμάτων αποτέλεσαν το δομικό πλαίσιο της έρευνας. Οι παράκτιες πρακτικές παρουσιάζονται στους κατοίκους της πόλης ως απόδραση από την καταπιεστική ρουτίνα, προσφέροντάς τους μια ιδανική εμπειρία μακριά από το αστικό περιβάλλον.

Σε αυτή την λογική, εξετάστηκε το πώς ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός μπορεί να προσεγγίσει αυτού του είδους την φαντασίωση και να υλοποιήσει μια χτισμένη ουτοπία στο φόντο της εξοχικής κατοικίας.

Βιβλιογραφία
Alifragkis, S. 2014. Cinematic Gazes into Greek Tourism, Tourism Landscapes: Remaking Greece. Athens: Domes, pp.256-268.
Avermaete, T. 2004. Travelling Notions of Public and Private: The French Mass Tourism Projects of Candilis-Josic-Woods. OASE, no. 64, p.16-45.
Foucault, M. 2012. Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα. Αθήνα: εκδ.Πλέθρον.
Furlough, E. 1998. Making Mass Vacations: Tourism and Consumer Culture in France, 1930s to 1970s. Comparative Studies in Society and History, Vol.40, No.2, pp. 247-286.
Hobsbawm, E. 2000. The Age of Capital, (1848-1874). Athens: National Bank of Greece Cultural Foundation.
Shaw, G., Agarwal, S. and Bull, P. 2000. Tourism consumption and tourist behavior: A British perspective. Tourism Geographies 2, pp.264-289.
Tauber, E.M. 1972. Why do people shop?. Journal of Marketing, Vol.36, pp.46-59.
Vlachos, A. 2014. Greek Tourism on its First Steps: Places, Landscapes and the National Self, Tourism Landscapes: Remaking Greece, Athens: Domes, pp.22-35.
Urbain, J.-D. 2000. Στην ακροθαλασσιά, Η μεταμόρφωση του ταξιδιώτη σε παραθεριστή. Αθήνα: εκδ.Ποταμός.

Comments are closed