Α. Δημητρακόπουλος

City of Culture preliminary design scheme, Medieval street plan as index
Περίληψη
Ο πρωταρχικός ρόλος της αρχιτεκτονικής στη νεωτερικότητα δεν ήταν ποτέ απλώς τεκτονικός, αλλά παρέμενε κυρίως οργανωσιακός. Η διαλεκτική περί του εικονικού (virtual), αφενός, και περί δεδομένων (data), αφετέρου, αναγγέλλει μια αναπόφευκτη νέα φάση της ίδιας, επίμονης νεωτερικότητας.
Αν το Μοντέρνο απέτυχε ακριβώς επειδή προέβαλλε επιμόνως ζητήματα υλικής οργάνωσης του σύγχρονου βίου (λειτουργικότητας) και επιμελητείας (logistics), κατέρρευσε εν τέλει από την αδυναμία διαχείρισης επακριβώς των συνιστωσών αυτών. Η διαλεκτική περί του εικονικού, ως άυλο συνέκδοχο του απελθόντος Μοντέρνου, εκφράζει ένα καινοφανή, αινιγματικό και στρεβλό εναγκαλισμό του ίδιου μεταφυσικού άλγους που αναγνωρίζουμε στη νεωτερικότητα. Στη σφαίρα του εικονικού γεννάται επακριβώς η αυταπάτη πως ζητήματα επιμελητείας εξαϋλώνονται και καταργούνται.
Στο πλαίσιο αυτό, το κείμενο διερευνά τον κομβικό ρόλο των απόξενων information architects, αφορμώμενων εκ των πεδίων της πληροφορικής, ως ένδειξη αναπροσδιορισμού μιας κυριολεκτικά εξαϋλωμένης αρχιτεκτονικής. Καθώς ο δημοφιλής όρος content architecture διαφαίνεται να αφορά μια νοόσφαιρα αλλότρια, τον τομέα της ηλεκτρονικής, οι θεμελιακές έννοιες του περιεχομένου (content) και του νοήματος, που, αναπόφευκτα, ήταν ήδη κεντρικές στα πεδία της θεωρίας του σχεδιασμού, επανέρχονται εδώ ως διαφυγόντα πλέον χαρακτηριστικά μιας άλλης πραγματικότητας, της εικονικής, η οποία εθελουσίως ανατρέχει στην αρχιτεκτονική – ή εξαναγκαστικά την επιστρατεύει εκ νέου – ως μέσο σύστασης και προσδιορισμού της δομής της. Στο πνεύμα αυτό, η εισήγηση αποπειράται να διαρθρώσει εργαλεία κριτικής αποτίμησης του νέου αυτού καθεστώτος «εκμοντερνισμού». Διατυπώνει κριτική προς τις έννοιες του πληροφορικού (informatic) και του ευρετηριακού (indexical) ως μέσα ανεπαρκή κατά τις απόπειρες προσδιορισμού νέων πολιτισμικών πλαισίων εντός των πεδίων του εικονικού. Δημοφιλείς χίμαιρες μας κατακλύζουν, προκρίνοντας άφατες πόλεις δεδομένων (cities of data) αλλά εξετάζονται εδώ ως μηχανισμοί απο-αστικοποίησης, καθώς αποδίδουν πρωτοκαθεδρία σε επιφάσεις πολιτικής ορθότητας, επιμένοντας έτσι στον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση καίριων πολιτισμικών γνωρισμάτων.
Τέτοιες απολιτικές τάσεις πλέον κάμπτονται – τουλάχιστον μερικώς – μέσω τάσεων αυτο-οργάνωσης που παρατηρούνται ήδη στη σφαίρα των αποκαλούμενων κοινωνικών δικτύων ή συναφών συλλογικών πρωτοκόλλων επικοινωνίας. Οι εκδοχές αυτές αυτο-οργάνωσης συναρτώνται με κάποιες μορφές αυθόρμητης εξομολόγησης ή «αυτόματης» εξωτερίκευσης εμπειριών και συλλογισμών, προκρίνοντας την αυτοβιογραφία ως κομβικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας.
Σημείωση
Ο όρος virtual μεταφράζεται ως «εικονικό» εδώ, αναλύοντας συνοπτικά, νοείται ως συνώνυμο του ηλεκτρονικού πρωτίστως αλλά και του δυνητικού, αν και το εύρος των εννοιών που καλύπτει είναι αρκετά ευρύτερο: αφενός εκφράζει το φαντασιακό και το επίπλαστο, αφετέρου ενέχει τις αντίστροφες έννοιες του πραγματικού ή ουσιαστικού, ενώ ετυμολογικά ο όρος συνδέεται με τις έννοιες της αρετής, της αριστείας και της αλήθειας.
Ως indexing στην ελληνική μπορούμε να αναφέρουμε αφενός την κατάδειξη και αφετέρου την ευρετηρίαση, ήτοι τον εντοπισμό, την οργάνωση και ταξινόμηση.
1 Αναδρομή περί περιεχομένου
Η έννοια του «περιεχομένου» αποτελούσε ανέκαθεν επίκεντρο αρχιτεκτονικού προβληματισμού κυριαρχώντας αναπόφευκτα στην κριτική σκέψη. Μετενσαρκώσεις του περιεχομένου μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε μια γενικευτική και αποσπασματική αλλά συγχρόνως αντιπροσωπευτική χρονολογική ακολουθία που αποκρυσταλλώνει τις προτεραιότητες του δυτικού πολιτισμού από τον μεσαίωνα: την κυρίαρχη μετάβαση από το «θείο» στο «ανθρώπινο» και την πίστη στη λογική, μετέπειτα στην «ολοκληρωμένη» επιστήμη και τελικά σε κάποια αλληλουχία «υπο-παραγώγων» αυτών. Η εξέλιξη από το θεϊκό έως το τεχνητό, στο μηχανικό και ολοένα περισσότερο στο αυτοματοποιημένο, εκδηλώνει μια κρίση αρχών που ερμηνεύεται ενδεχομένως ως επιμονή του ανθρώπου να αναδειχθεί υπεράνθρωπος, αν όχι «θείος», να επιβληθεί στις γυμνές του πραγματικότητες, να ελέγξει τις αβεβαιότητες και τους φόβους του.
2 Ανιχνεύοντας ‘περιεχόμενα’
Υπό το πρίσμα αυτό, η αρχιτεκτονική σκέψη κινείται αενάως και μετακυλίεται προς ολοένα διαφοροποιημένους τομείς θεώρησης, βυθιζόμενη σε περαιτέρω διαδικασίες «θυσιαστικού» αυτοπειραματισμού. Αυτές, στη συνέχεια, μεθερμηνεύονται νοητικά, στοιχειοθετώντας σχεδιαστικά «αξιώματα» τα οποία με τη σειρά τους ανάγονται σε «συντακτικά» μορφοπλασίας. Σε πάμπολλες περιπτώσεις οι θεωρητικές αναζητήσεις ορίζονται ακόμη πιο ρητά ως νέα δόγματα, εκκινώντας τελικά νέες συστοιχίες υλικοτεχνικών αναστολών, συνεπειών και επιπλοκών που πηγάζουν επακριβώς από τις υιοθετημένες – και υποθετικά απελευθερωτικές – στρατηγικές. Δυσθεώρητες νέες ακολουθίες περιορισμών επανεμφανίζονται λοιπόν και αναδύονται μέσα από τις απρόβλεπτες «φύσεις» κάθε νέου πειραματισμού, ακυρώνοντας τους επιδιωκόμενους οραματισμούς, επιβάλλοντας καινοφανείς φραγμούς και απρόσμενες περιπλοκές.
Τα κινήματα του φονξιοναλισμού και μοντερνισμού λειτούργησαν ως προφανείς δοκιμαστικές κλίνες τέτοιων τάσεων αυτοπεριορισμού. Η νεωτερικότητα καθαυτή αρχικά διαφημίστηκε μέσω στομφωδώς προκλητικών και, φαινομενικά, αποδεσμευτικών συνθημάτων. Οι κρύφιες παράμετροι ή έμμεσες συνέπειες που προέκυψαν από τις εξεζητημένες διακηρύξεις απεδείχθησαν σε πολλές περιπτώσεις εξαιρετικά επαχθέστερες, αναγγέλλοντας έτσι ένα ευρύτερο σχίσμα μεταξύ αιτίας, πρόθεσης, διεργασίας και αιτιατού. Αυτή η ρήξη μπορεί να ονομασθεί ως «χάσμα ενδείξεων» ή indexical fault καθώς η έννοια του indexing, τουλάχιστον στην κριτική της τέχνης και την αρχιτεκτονική θεωρία, αντιπροσωπεύει κατά προτεραιότητα την ευθύτητα μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος – αν και γλωσσολογικά ο όρος εκφέρει εξίσου τη νοηματική δυϊκότητα των λέξεων, ήτοι μια εγγενή γλωσσική αντιφατικότητα.
Ακριβώς τα ζητήματα επιμελητείας και εφοδιασμού μπορεί να θεωρηθούν ως απόλυτα «κατορθώματα» της νεωτερικότητας, υπερφαλαγγίζοντας τα φερόμενα ως επιτεύγματα που έχουν καταγραφεί είτε ως «απελευθερωτικά» ή ως απλώς «έξυπνα». Τα logistics, ως συνώνυμα υλικοτεχνικών και διεκπεραιωτικών περιπλοκών, εν τέλει σηματοδοτούν την απορριμματοποίηση πόρων, ενέργειας και χώρου. Πράγματι, ο σύγχρονος κόσμος βουλιάζει στα logistics: το εντροπικό παραπροϊόν του εκσυγχρονισμού αποδεικνύεται πολύ ογκωδέστερο από ό,τι τα πραγματικά αξιοποιήσιμα – αλλά σαφώς πιο εφήμερης λειτουργίας – στοιχεία του. Φαντάζει σχεδόν αυτονόητο, ότι αίτια του φαινομένου σχετίζονται με την εκλογίκευση, καθώς η λογική βρίσκεται και ετυμολογικά στη ρίζα των logistics.
3 Serviced, Servant… Server
Σε αυτό το μέτωπο, μια θεμελιώδης περίπτωση είναι η διάκριση μεταξύ serviced space – εξυπηρετούμενου ή κυρίως χώρου – και βοηθητικού χώρου ή servant space, ως αρχιτεκτονική και χωρική εκδοχή του διαχωρισμού μεταξύ προϊόντος και συσκευασίας, εν τέλει μεταξύ αναλώσιμης ουσίας και απορρίμματος. Ο ίδιος όρος, ως ουσιαστικό, server, αποτελεί κομβικό μέσο της ηλεκτρονικής εποχής. Εάν όμως τα κτίσματα του ωφελιμισμού έχουν αναλάβει τον ρόλο κάποιου τύπου συσκευασίας, δεν έχει τότε μετατραπεί η αρχιτεκτονική σε τίποτα περισσότερο από υπερμέγεθες σκουπίδι;
Κατά τη νεωτερικότητα οι «χώροι υπηρεσίας» ή servant space αναγνωρίστηκαν ως μέσο ιεράρχησης και ισχυρό χωροπλαστικό στοιχείο που τροφοδότησε τη σχεδιαστική πρωτοπορία• αντιμετωπίστηκαν ως κομβικό εργαλείο σχεδιασμού, ως υποτιθέμενα πραγματιστικές παράμετροι. Καθώς ωστόσο τα logistics ανάχθηκαν σε αρχιτεκτονικό θέμα, καταδικάστηκαν αναπόφευκτα να διογκούνται στο διηνεκές, τελικά να αποσυντίθενται ως υπόσταση και ως έννοια. Υπέρμετρος σχεδιαστικός έλεγχος προέκυψε ειρωνικά ως απόρροια μιας υπεράσπισης της όποιας απουσίας ελέγχου, ήτοι της περίφημης ευελιξίας ή flexibility. Η αρχιτεκτονική πρόθεση για προγραμματική ουδετερότητα οδήγησε στη χωρική εξουδετέρωση και στην απαξίωση κάθε λειτουργίας. Ο κάθε λογής σκουπιδοχώρος, ή Junkspace (κατά Koolhaas, 2001), ανάγεται ως το απώτατο παράγωγο της νεωτερικότητας, είτε εμπρόθετα μέσα στα πεδία της αποκαλούμενης ως υψηλής αρχιτεκτονικής, είτε αναπόφευκτα μέσω της σύγχρονης καταναλωτικής κουλτούρας. Η μονόδρομη απώλεια πόρων, ως παρενέργεια ενός οργιώδους υλισμού, ως άμεση και απτή εκδήλωση της κρίσης ενός εφήμερου υπερ-ηδονισμού, περικλείει εν πολλοίς την επίνοια του νεωτερισμού ενσωματώνει το αφύσικο καθαυτό. Αναδιατυπώνοντας, η ευμάρεια και η έννοια της χρονικά συμπιεσμένης ευφορίας, αναπροσδιορισμένη ως κατανάλωση δια της ιδιοποίησης και του εγωκεντρισμού, συνεπάγεται την κένωση της ύλης από την εγγενή δυνατότητα αυτορρύθμισης – που ειδάλλως αναγνωρίζεται στη φύση. Υπό αυτή την έννοια, η αυτό-οργάνωση αναδεικνύεται ως στοιχειώδης αρχή που αντιστέκεται στις «επικράτειες ελέγχου» της νεωτερικότητας.
3 Μοντέρνο E-scape
Στις καταληκτήριες σκηνές της «υλικής» εκδοχής της νεωτερικότητας, η επικράτηση του σκουπιδοχώρου γίνεται αποδεκτή απλώς ως φυσιολογικό καθεστώς, ως αναπόφευκτο κατεστημένο που όμως δύναται να αναστραφεί μέσω της ψηφιοποίησης, της αποϋλοποίησης υπηρεσιών ή και προϊόντων. Οι συνέπειες της επιβολής του πλέον αδιανόητου φαινομένου, της προοδευτικής απορριμματοποίησης και συνεπαγόμενα της εξάντλησης φυσικών πόρων, επιδεινώθηκαν περαιτέρω με την καταγραφή παράλληλων κοινωνικών φαινομένων περιθωριοποίησης και διαχωρισμού που αναγνωρίστηκαν, σε πρωτοφανή κλίμακα, ως οι άυλες παρενέργειες των ίδιων απόξενων μηχανισμών ελέγχου. Οι διαπιστώσεις αυτές κήρυξαν τελικά το «ναυάγιο» της νεωτερικότητας στη φυσική διάσταση, εξού και η αξίωση για τον προσδιορισμό μιας ακόμη επικράτειας ιδεολογικής «διαφυγής».
Μεταξύ της αποτυχίας των logistics και της έμμεσης αποκήρυξης της επινοητικότητας, το έρεισμα της «απόδρασης» του εκμοντερνισμού έχει πρόσφατα μεταμοσχευθεί ως e-scape στους αναδυόμενους τομείς του ηλεκτρονικού. Η tabula rasa του εικονικού ως νέο στόχευμα της νεωτερικότητας αποτελεί μια εμμέσως μεταφυσική – ή ουσιαστικά απλώς άυλη – εκδοχή της περίφημης μηχανοποίησης. Το εικονικό γεννάται ως νεοσυσταθέν και αενάως διευρυνόμενο σύμπαν όπου υπάρχουν sites αλλά το ‘estate’ δεν είναι ‘real’ και δεν κοστίζει – σε σύγκριση με το φυσικό συνέκδοχο της ακίνητης περιουσίας, όπου χαρτί δεν αναλίσκεται, οι ταχυδρομήσεις είναι άμεσες και οι αποστολές ελεύθερες, ενώ τα πρακτικά ζητήματα συντονίζονται φαινομενικά με μηδενικές υλικοτεχνικές προϋποθέσεις και χωρίς τον εξαναγκασμό φυσικής παρουσίας. Η νοόσφαιρα των δεδομένων (data) είναι η νεωτερικότητα υποκριτικά «ενδεδυμένη» ως υποκατάστατο μεταφυσικής, αποτελεί μια αναπόφευκτη επανάληψη του εκμοντερνισμού, υπό καινή περιβολή.
Ωστόσο, το «εικονικό» απαιτεί επίσης πολύπλοκους διοικητικούς μηχανισμούς για τη συντήρηση και την ανάπτυξή του. Απαιτεί παράλληλα σημαντικότατους υλικούς πόρους, που διαβαθμίζονται από διαρκώς ανανεούμενο φορητό εξοπλισμό και μικροσυσκευές, υπολογιστές ή και ατέρμονες καλωδιώσεις, έως συνεχώς διευρυνόμενες τηλεπικοινωνιακές υποδομές και τεράστιας κλίμακας μονάδες αποθήκευσης, κέντρα δεδομένων, «φάρμες» διακομιστών και κέντρα διανομής (data centers, server farms, open compute server racks, colocation centers) απαιτώντας παράλληλα τη διαχείριση προβληματικών διεργασιών όπως server sprawls και συστημικών σφαλμάτωv (Geng, 2014). Δεδομένου ότι η λειτουργία του εικονικού βασίζεται αποκλειστικά σε τεχνητές υποδομές και πραγματικά δεν υφίστανται αυτορυθμιζόμενα συστήματα υλικοτεχνικής υποστήριξής του, η σφαίρα του εικονικού, ανεξάρτητα από το αν συχνά θεωρείται δυνητικά ως πεδίο συλλογικότητας, παραμένει συνδεδεμένη με συγκεντρωτικές ιεραρχίες, υποκείμενες στην επενέργεια των αγορών και μιας αδιαφιλονίκητα ακραίας εμπορευματοποίησης.
Σε έναν ενθουσιασμό που θυματοποιείται σε μεγάλο βαθμό από εντυπωσιασμούς, οιεσδήποτε έννοιες μονιμότητας μέσα στο εικονικό τοπίο εκλαμβάνονται όχι ως ωριμότητα ή σταθερότητα αλλά ως αδράνεια ή έλλειψη δυναμισμού. Νευρωτικές αυταπάτες νεωτερισμού επιβάλλουν αδιακόπως επιταχυνόμενους ρυθμούς απροσδιόριστης «ανανέωσης», παράγοντας νέα είδη ηλεκτρονικών σκουπιδιών: data junk. Η πραγματικότητα αποδίδεται ως bullet points, η ζωή απομειώνεται σε λίστες επιλογών – menu. Αντίστοιχα με μια τεχνητή πισίνα που επαφίεται στη συνεχή μηχανική άντληση και το διαρκές φιλτράρισμα προκειμένου να μην μετατραπεί σε αποκρουστικό βάλτο, το εικονικό δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί. Η υποτιθέμενη αυτονομία του, εννοιολογική είτε πραγματική, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη – έστω και αν αποτελεί όραμα.
4 Ψηφιακό Μοντέρνο: Content Architectures
Το τεράστιο άλμα από τον αρχιτέκτονα «ήρωα του μοντέρνου» στον “information architect” ως καινοφανή μοντέρνο ήρωα, καταδεικνύει επακριβώς ότι η προβληματική της νεωτερικότητας έχει πλέον μεταπηδήσει στην εικονική διάσταση μαζί με την πλήρη συμπτωματολογία της και όλες τις υλικοτεχνικές συνέπειες, αυτή τη φορά ενός τοπίου πληροφορικής – που επιβλήθηκε πάλι, βάσει της ίδιας ελεγκτικής διάθεσης και των εργαλείων της: αντανακλώντας την αδελφή έννοια του «προσήκοντος ελέγχου» ή due diligence.
Η εγγενής δυσκολία κατανόησης των πληροφοριών και αναμετάδοσής τους, οι προκλήσεις της βελτιστοποίησης του ψηφιακού περιεχομένου ή της διαδικτυακής πλοήγησης, σε συνδυασμό με τα γενικά ζητήματα οργάνωσης και αναπαραστατικής απόδοσης ενός εικονικού ιδρύματος, έχουν γεννήσει νεοπαγείς ειδικότητες που εστιάζουν στην ταξινόμηση και επανεκπομπή ηλεκτρονικού υλικού. Η «αρχιτεκτονική περιεχομένου» είναι το ψηφιακό ισοδύναμο της «απτής» αρχιτεκτονικής για το διαδικτυακό σύμπαν, επιδεικνύοντας παράλληλες ατζέντες με το «ένσαρκο» συνέκδοχό της. Η αυξανόμενη ζήτηση για content architecture αναδεικνύει ακριβώς βαθύτερους και λιγότερο αναγνωρισμένους ρόλους του αρχιτέκτονα ως διοργανωτή αμιγώς, παρά ως οικοδόμου.
Κατ’ αντιστοιχία με την κατανόηση και επικοινωνιακή διάρθρωση ζητημάτων της αστικής πραγματικότητας, ένας content strategist προσπαθεί να αστικοποιήσει και να «διοικήσει εκτάσεις δεδομένων». Κατά συνέπεια η έννοια του τόπου ανακύπτει αυτομάτως – βλέπε στον προφανή όρο web site. Ωστόσο, η κρίση του περιεχομένου που γεννά την ανάγκη αυτή για «αρχιτεκτονική», παρουσιάζει εκ νέου ρήξεις μεταξύ δεδομένων και πραγματικού «νοήματος» μέσα στην ψηφιακή νοόσφαιρα. Αυτή είναι η εικονική εκδοχή του indexical fault που αναφέρθηκε προηγουμένως ως προς τον (απτή) αρχιτεκτονική νεωτερικότητα. Βεβαίως οι ad-hoc ορολογίες της αγοράς ανταποκρίνονται σε αυτές τις πραγματικότητες: η «εύρεση» (findability) και «ταξινόμηση» (taxonomy) αναδύονται ως βασικοί όροι που περιγράφουν την κύρια επιζήτηση «δομής» είτε στη μικρο-κλίμακα ή στη μακρο-κλίμακα.
5 Ταξινόμηση ως ηλεκτρονική αυτονόμηση;
Η απουσία συγκειμένων (context) αναδύεται ως κρίσιμη ιδιότητα του εικονικού: η ανυπαρξία δεσμεύσεων όπως η τοπικότητα, γραμμικότητα ή συνέχεια αποτελούν αίτια για βαθιές παρανοήσεις των εισρεουσών πληροφοριών (data). Τις εδραιωμένες αντιλήψεις περί «συλλογικής κουλτούρας» διαδέχεται έτσι προοδευτικά μια μαζική «υστερία δεδομένων» (data hysteria) που προκύπτει από την ευρύτερη έλλειψη μηχανισμών επεξεργασίας, αφομοίωσης και ωρίμανσης της πληροφορίας. Η επέλαση «δεδομένων» που έχουν αποκοπεί από τα περιβάλλοντα γένεσής τους και η διάλυση κοινωνικών ή άλλων ιεραρχικών δομών καταλήγει σε σχιζοειδείς καταστάσεις, όπου πληθωρικοί συνδετικοί μηχανισμοί και υπερφίαλα δίκτυα πληροφόρησης αγωνιούν να αναπληρώσουν πολιτισμικά κενά και να υποκαταστήσουν δομές συλλογικότητας μα καταλήγουν σε πλήρη αδυναμία να χειριστούν, να οργανώσουν και να συνδέσουν τα δεδομένα με πραγματικότητες, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τις βαθιές ρήξεις κοινωνικών και διαπροσωπικών δομών.
Πεποιθήσεις πως τα «δεδομένα» μπορεί να αποτελέσουν την πηγή ή ρίζα στρατηγικής σκέψης καταρρέουν εξετάζοντας την ίδια την έννοια της πληροφορίας (information) ως απόλυτη αξία βασισμένη στην έννοια του αντικειμενισμού• ως πραγματολογική εξέταση καταστάσεων ή συνθηκών με βάση τον ορθολογισμό και τη λογική – έννοιες προερχόμενες προφανώς από την πορεία σκέψης του Διαφωτισμού. Η αμφισβήτηση τότε της έννοιας των δεδομένων δεν θα ήταν απλώς ισοδύναμη με την εισαγωγή μιας υποθετικής «θεωρίας της σχετικότητας» σε μια εξίσωση καρτεσιανής ή νευτώνειας φύσης• θα ήταν όμως ζήτημα σύλληψης μιας άλλης φιλοσοφικής κατάστασης, μιας αλληλεπίδρασης ολιστικής αντί μιας αυστηρής ανάλυσης ή κατακερματισμού σε «διαλυμένα» συστατικά που, λόγω εντροπίας, δεν υποκαθιστούν το σύνολο.
Η απογυμνωμένη πληροφορία, έστω και αν ενδεχομένως παραπέμπει σε δόκιμους συσχετισμούς ή επιλογές, αποτυγχάνει ουσιαστικά να δημιουργήσει σε συλλογικό επίπεδο μια δυναμική προδιάθεση ικανή να υποστηρίξει πολιτισμικές τάσεις. Αντιθέτως, καταγράφονται φαινόμενα πολιτισμικής κατάπτωσης, που αποτυπώνονται ως απώλεια κοινωνικών δεσμών• μέσω της συναισθηματικής αποσυσχέτισης των ψηφιακά επικοινωνούντων μερών και αυξημένης δυσπιστίας. Εν τέλει οι απώλειες είναι πιθανώς μεγαλύτερες από την όποια, επιμερισμένη, πρακτική ωφέλεια.
6 Index vs Context
Αν η διαχείριση πληροφοριών περιγράφεται ως ευρετηριακή διαδικασία (indexical), όπου η ταξινόμηση και η αρχειοθέτηση καθίστανται στοιχεία πιο ισχυρά από τη διαμόρφωση μιας συνολικής αντίληψης ή πλαισίου λειτουργίας, τότε ως contextuality μπορεί να θεωρηθεί μια αντίρροπη, ωσμωτική προσέγγιση συμψηφισμού. Ενώ λοιπόν ως ‘contextuality’ μπορεί απλουστευτικά να θεωρηθεί το αντίστροφο του ‘indexicality’ σε μια αναλογία που ανατρέχει σε προφανή δίπολα όπως εσωστρέφεια έναντι εξωστρέφειας, η κατάσταση ανατρέπεται για τους όρους εντός της θεωρίας της τέχνης, καθώς ανέκυψε μια σειρά διαφοροποιημένων ερμηνειών της «ευρετηρίασης» ανά τις δεκαετίες. Στα δύο σύντομα άρθρα της που σηματοδότησαν μια πρωτογενή επεξεργασία της έννοιας του index, η κριτικός Rosalind Krauss (1977) – ενώ παράλληλα εντάσσει αναφορές σε έργα τέχνης, κυρίως από τον ντανταϊσμό και τους υπερρεαλιστές, συγκεκριμένα των Man Ray και Marcel Duchamp – με το αντιπροσωπευτικό έργο Μηχανή Optique του 1920 – γράφει:
“Ως δείκτη (index) εννοώ αυτόν τον τύπο του σημείου που αναδύεται ως αισθητικά αντιληπτή εκδήλωση ενός αιτίου, του οποίου παραδείγματα είναι τα ίχνη, οι αποτυπώσεις και οι νύξεις.”
Αυτό ακριβώς επαναφέρει την προηγούμενη αναφορά στο λεγόμενο «χάσμα ενδείξεων». Εντός liberal arts πλαισίων (ελευθέριες, θεωρητικές σπουδές), μεμονωμένα έργα μπορούν να καταχωρηθούν ως δείκτες, αλλά αποστολή τους είναι σαφώς να μην λειτουργούν ως άλλοι κρίκοι σε αλυσιδωτά φαινόμενα. Τέτοια έργα εννοούνται ως μεμονωμένα θραύσματα, ως απομονωμένες στιγμές• αντιπροσωπεύουν συνεπώς την αποσπασματικότητα του όρου in-formation και όχι την ολότητα που εκφέρει ο όρος πληρο-φορία. Η προσέγγισή τους είναι συχνά αποκλίνουσα και επόμενα εγγενώς αντίρροπη της ιδέας της αστικότητας. Το ίχνος του ενδεικτικού στην τέχνη δεν αποσκοπεί απαραίτητα στο να λειτουργήσει ως «διορθωτικό» ή «πρέπον», αποτελεί μόνο αρχειακή καταγραφή, «μνημόνιο» τοιουτοτρόπως• εντύπωση που στερείται περαιτέρω στοχεύσεων.
Ωστόσο, ο κριτικός Richard Scherr, πριν από δεκαετίες, έβλεπε το index ως διδακτικό παράδειγμα, ως φορέα αμεσότητας, μεταφέροντάς το στην – εγγενώς πιο πολύπλοκη – αρχιτεκτονική. Γράφει (Scherr, 1991):
«Εάν ένα κτίριο-ενδείκτης (index) μπορεί να ερμηνευτεί ως υλική απόδοση ενός αιτίου, η αρχιτεκτονική μπορεί να γίνει κατανοητή ως απόκριση και σωματοποίηση τέτοιων αιτίων. […] το νόημα στην αρχιτεκτονική ορίζεται από την ικανότητά αυτής να εξαρτάται, και να ρυθμίζεται από ορισμένους παράγοντες που ελέγχουν, υπαγορεύουν και καθοδηγούν ακριβέστατα την εξαγωγή της μορφής της.»
Εδώ το αρχιτεκτονικά indexical του Scherr είναι συνώνυμο με το contextual: αντιτίθεται στις αντιλήψεις της απλής αναπαραστατικής, η οποία εκπροσωπεί τακτικές απλοϊκές, στην υπηρεσία κάποιου φορμαλισμού που υπαγορεύει, ως άλλη συνταγογράφηση, την τυφλή αναπαραγωγή παραδοσιακών ή κλασικιστικών μορφών αδιάφορων για τον εκάστοτε περίγυρό τους. Ο αρχιτεκτονικός ενδείκτης δεν έχει σκοπό να ομοιάζει με κάτι ήδη αναγνωρίσιμο, αλλά προσπαθεί να ανταποκριθεί και να ενημερωθεί, να μορφοποιηθεί και να πλαστεί από παραμέτρους δυναμικές. Ο σχεδιασμός π.χ. ενός μνημείου δεν θα εκπληρώνονταν με την αντιγραφή ενός Γεωργιανού ή Βικτωριανού ρυθμού καθαυτού, αλλά θα έπρεπε να αναπτύσσει κάποια ειδική διαδικασία, εξετάζοντας παραμέτρους χωρίς προκαταλήψεις, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα στοιχεία του περιβάλλοντος, για αρχεία, ίχνη ή υπολείμματα εννοιών, συμβόλων, κομβικών αρχέτυπων ή αναφορών, σχετικών είτε με το πρόγραμμα, τον τόπο, το οικόπεδο, τους ενοίκους, τους συμμετέχοντες ή τους δημιουργούς. Ωστόσο, αυτή η θετή αμεσότητα μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος επαφίεται απλώς στην υποκειμενική ερμηνεία των εξωτερικών φαινομένων (Eisenman, 2004).
Για τον R. Scherr, το ευρετηριακό (indexical) προέκυψε ως απάντηση στην φερόμενη ανεπάρκεια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής «για την επικοινωνία συγκεκριμένου περιεχομένου συναρτώμενου με το χρόνο και τον τόπο» (Scherr, 1991) όπως αναγνώρισαν και άλλοι της γενιάς του. Ωστόσο, αυτό αποτελεί ήδη εγγενές πρόβλημα της ίδιας του της στρατηγικής, καθώς και μια εξέχουσα πρόκληση για το «εικονικό», ως προς τους δεσμούς και περικείμενους συσχετισμούς του περιεχομένου. Αναπάντεχα, η γραφή του σχεδόν αναδιατυπώνει πρώην διακηρύξεις του φονξιοναλισμού επακριβώς παραπέμπει στις δογματικές περιγραφές του Le Corbusier για την «νέα» αρχιτεκτονική και τον πουρισμό, οπότε σχεδόν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιτίθεται: τη Μοντέρνα αρχιτεκτονική. Συνολικά, η αποτυχία της απόδοσης περιεχομένου (content) εντός πλαισίου (context) παραμένει σε όλες αυτές τις επιδιώξεις και μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ως εγγενές πρόβλημα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
7 Επίλογος
Εάν αυτοβιογραφία είναι η συλλογή και σύνταξη εμπειριών σε συνεκτικά αρχεία, τότε οι τακτικές της ιχνογραφούν ένα προσωποποιημένο είδος ιστοριογραφίας που αποτολμάται από το άτομο καθαυτό. Το νεοσύστατο όραμα της εικονικής αυτοβιογραφίας που επιδιώκεται μέσω των κοινωνικών μέσων θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως άλλο συλλογικό εγχείρημα προσωπικής ολοκλήρωσης. Πρόκειται για τόλμημα ανασυγκρότησης μιας επικοινωνιακής ολότητας, προσωρινή αντιστροφή της απολεσθείσας ταυτότητας, του χαμένου «εαυτού», της εικονικής διάλυσης και απώλειας της τοπικότητας, αποκρυσταλλώνοντας την καταγεγραμμένη «σχιζοφρένεια» του μεταμοντέρνου. Αυτό ακριβώς επιστρέφει ξανά στην αντιδιαστολή του όρου πληροφορία – ως το ολοκληρωμένο – έναντι του in-formation – ως το ατελεύτητο. Μέσω της ηγεμονίας κεντρικά ελεγχόμενων και μάλιστα φρασεολογικά επιτηρούμενων «κοινωνικών» μέσων (social media) γινόμαστε μάρτυρες ενός διαδεδομένου είδους συλλογικά επιτελούμενου καπιταλισμού. Το ερώτημα παραμένει: αποτελούν τέτοιες δελεαστικές ερμηνείες του «είδους» της αυτοβιογραφίας κάποιας μορφής αντίσταση προς την αδράνειά μας, μέσα σε ένα Zeitgeist ερήμωσης του συλλογικού και διεστραμμένων προσλήψεων της έννοιας της αυτονομίας;