Επιμέλεια: Κυριακή Πετρίδου, αρχιτέκτων μηχανικός, MSc
«Η αποστολή του αρχιτέκτονα είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν πώς να κάνουν τη ζωή πιο όμορφη, τον κόσμο καλύτερο, για να ζήσουν μέσα σε αυτόν και να δώσουν σκοπό, ρυθμό και νόημα στη ζωή.» – Frank Lloyd Wright, 1957
Αν ζητήσει κάποιος από τον μέσο Αμερικανό πολίτη να ονομάσει έναν διάσημο Αμερικανό αρχιτέκτονα η πιθανότερη απάντηση θα είναι ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ (Frank Lloyd Wright). Ο Ράιτ κέρδισε αυτή την ευρεία αποδοχή και αναγνώριση σχεδιάζοντας 1.114 αρχιτεκτονικά έργα όλων των τύπων – από τα οποία 532 πραγματοποιήθηκαν- ενώ δημιούργησε μερικούς από τους πιο καινοτόμους χώρους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μια καριέρα που διήρκεσε επτά δεκαετίες, το οραματικό έργο του Ράιτ εδραίωσε τη θέση του ως τον μεγαλύτερο Αμερικανό αρχιτέκτονα όλων των εποχών. Γεννημένος στις 8 Ιουνίου 1867 στο Γουισκόνσιν (Wisconsin), ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ θεωρείται επίσης, ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα και το έργο του πρόδρομος του μοντερνισμού.
Ο Ράιτ, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στο Σικάγο το 1893, ηγήθηκε της Σχολής Prairie School, ένα κίνημα που καλύπτει τα τέλη του 19ου αιώνα και την αρχή του 20ού, αναπτύχθηκε στο αμερικανικό Midwest και χαρακτηρίζεται από χαμηλές, οριζόντιες γραμμές μικρής κλίσης στέγες και προεξέχουσες μαρκίζες, με αναφορά στο επίπεδο τοπίο της περιοχής. Το έργο του από το 1899 έως το 1910 ανήκει στο «Prairie Style».
Με το «Prairie House» – μια μακριά, χαμηλή, «ανοιχτής κάτοψης» δομή, που απέφυγε το τυπικό ψηλό κτίριο-κουτί για να τονίσει την οριζόντια γραμμή των λιβαδιών – ο Ράιτ καθιέρωσε την πρώτη αληθινά αμερικανική αρχιτεκτονική. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι ελαχιστοποιήθηκαν για να τονίσουν την ανοικτότητα και την κοινότητα. «Η σχέση των κατοίκων της οικίας προς τον εξωτερικό της χώρο έγινε πιο οικεία, το τοπίο και το κτίριο έγιναν ένα, απέκτησαν πιο αρμονική σχέση και αντί για ένα ξεχωριστό πράγμα που δημιουργήθηκε ανεξάρτητα από το τοπίο και τον τόπο, το κτίριο με το τοπίο και τον τόπο έγιναν αναπόφευκτα ένα». Χαρακτηριστικά παραδείγματα έργων του αυτής της εποχής περιλαμβάνουν το Robie House και Emile Bach House στο Σικάγο (1909).
Στα τέλη του 1909 ο Ράιτ ήρθε στην Ευρώπη, για παρατεταμένη παραμονή. Κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού αυτού διαλείμματος, εργάστηκε για την πραγματοποίηση δύο εκδόσεων του έργου του, που κυκλοφόρησαν το 1911, του έφεραν διεθνή αναγνώριση και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό άλλους αρχιτέκτονες.
Μετά από αρκετές περιπέτειες στην οικογενειακή του ζωή, που επηρέασαν και την επαγγελματική του πορεία και με λιγοστές αναθέσεις αρχιτεκτονικών έργων, στράφηκε στο γράψιμο και τη διδασκαλία, που τον έκανε γνωστό σε ένα μεγαλύτερο εθνικό ακροατήριο. Δύο σημαντικές δημοσιεύσεις του πραγματοποιήθηκαν το 1932, «Μια Αυτοβιογραφία» και «Η Εξαφανισμένη Πόλη». Η πρώτη έγινε ευρέως γνωστή και θα συνεχίσει να εμπνέει γενιές νέων αρχιτεκτόνων. Η δεύτερη εισήγαγε το σχέδιο του Ράιτ για την Broadacre City, ένα ουτοπικό όραμα για αποκέντρωση, που θα μετέφερε την πόλη μέσα στην ύπαιθρο. Παρόλο που δεν λήφθηκε πολύ σοβαρά υπόψη την εποχή εκείνη, θα επηρέαζε την ανάπτυξη των κοινοτήτων με απρόβλεπτους τρόπους στις επόμενες δεκαετίες.
Την ίδια περίπου εποχή, ίδρυσε την αρχιτεκτονική σχολή στο Taliesin, το «Taliesin Fellowship», ένα πρόγραμμα μαθητείας που παρείχε ένα ολοκληρωμένο μαθησιακό περιβάλλον, ενσωματώνοντας όχι μόνο την αρχιτεκτονική και την κατασκευή, αλλά και τη γεωργία, την κηπουρική και το μαγείρεμα, τη μελέτη της φύσης, της μουσικής, της τέχνης και του χορού.
Το 1936, κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή με αρκετές σημαντικές αναθέσεις έργων, συμπεριλαμβανομένου του κτιρίου διοίκησης S.C. Johnson & Son Company στο Racine του Γουισκόνσιν και το εμβληματικό Fallingwater House, εξοχικό σπίτι για τον Edgar Kaufmann στην αγροτική Πενσυλβάνια.
Ανταποκρινόμενος στην οικονομική κρίση (1929) και την επακόλουθη Μεγάλη Ύφεση που έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο, ο Ράιτ άρχισε να εργάζεται για το σχεδιασμό οικονομικά προσιτής στέγασης, η οποία εξελίχθηκε στο «Usonian House», μια απλοποιημένη προσέγγιση στην κατασκευή κατοικιών, που αντανακλούσε τόσο την οικονομική πραγματικότητα όσο και τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές τάσεις. Πρόκειται για μια ομάδα περίπου εξήντα, μεσαίων εισοδημάτων, οικογενειακών κατοικιών που σχεδιάστηκαν από τον Ράιτ, αρχίζοντας το 1936 με το Jacobs House.
Τα σπίτια «Usonian» ήταν συνήθως μικρές μονοκατοικίες χωρίς γκαράζ ή μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους. Ήταν συχνά σε σχήμα L με βεράντα στον κήπο, χτισμένα σε ασυνήθιστες και φθηνές τοποθεσίες. Κατασκευασμένα με φυσικά υλικά, επίπεδες στέγες και μεγάλες προεξοχές, για παθητική ηλιακή θέρμανση και φυσική ψύξη, καθώς και φυσικό φωτισμό με παράθυρα με κουπαστή. Μια ισχυρή οπτική σύνδεση μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων είναι σημαντικό χαρακτηριστικό όλων των οικιών «Usonian». Η λέξη «carport» δημιουργήθηκε από τον Ράιτ για να περιγράψει μια προεξοχή για την προστασία ενός παρκαρισμένου οχήματος.
Στις κατοικίες Usonian, προσέφερε ένα απλοποιημένο, αλλά όμορφο περιβάλλον, το οποίο οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά και να απολαύσουν. Ο Ράιτ δημιούργησε το όνομα Usonia ως ένα είδος αρκτικόλεξου (United States of North America), ένα αφιέρωμα στον αμερικανικό τρόπο ζωής και την επιθυμία του να τον ερμηνεύσει για τον σύγχρονο κόσμο. Σχεδίασε μεγάλα όμορφα σπίτια για μερικούς πλούσιους πελάτες, αλλά το πραγματικό του όνειρο ήταν να επιτρέψει στις μεσαίες τάξεις της Αμερικής να έχουν απλά σπίτια με μεγάλη ομορφιά και στιλ ,που θα τους προσφέρουν σύνδεση με τον φυσικό κόσμο στην καθημερινότητα τους. Ο Ράιτ θα συνέχιζε να σχεδιάζει σπίτια Usonian για το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του, με παραλλαγές που αντικατοπτρίζουν τους διαφορετικούς προϋπολογισμούς των πελατών του.
Επιθυμώντας μια πιο μόνιμη χειμερινή κατοικία στην Αριζόνα, απέκτησε μια τραχιά έκταση στους πρόποδες των βουνών του McDowell στο Scottsdale. Εδώ με τη συνδρομή της Σχολής Taliesin Fellowship, ξεκίνησε την κατασκευή του Taliesin West House (1937) ως χειμερινό καταυλισμό, μια τολμηρή νέα προσπάθεια για κατοίκηση στην έρημο, όπου δοκίμασε καινοτόμες σχεδιαστικές ιδέες και δομικές λεπτομέρειες που ανταποκρίθηκαν στο ακραίο περιβάλλον της ερήμου.
Αναγνωρίζοντας την εντυπωσιακή επιστροφή του στο αρχιτεκτονικό προσκήνιο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη διοργάνωσε μια περιεκτική αναδρομική έκθεση το 1940. Το 1943, η βαρόνη Hilla von Rebay του ζήτησε να σχεδιάσει ένα κτίριο για να στεγάσει τη συλλογή έργων τέχνης Solomon R. Guggenheim. Ο Ράιτ ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό μη αντιλαμβανόμενος τότε, τον τεράστιο χρόνο και την ενέργεια που θα κατανάλωνε, έως ότου το διάσημο Μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη ολοκληρωθεί δεκαέξι χρόνια αργότερα (1959).
Ο Ράιτ ξεκίνησε την τελευταία του δεκαετία δουλεύοντας σε μια μεγάλη έκθεση με τίτλο «Φρανκ Λόιντ Ράιτ: εξήντα χρόνια ζωής», η οποία πραγματοποίησε διεθνή περιοδεία στη Φλωρεντία, το Παρίσι, τη Ζυρίχη, το Μόναχο, το Ρότερνταμ και την Πόλη του Μεξικού, πριν επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες για επιπλέον παρουσιάσεις. Εντυπωσιακά ενεργητικός για άνθρωπο που διανύει τη δεκαετία των ογδόντα του, συνέχισε να ταξιδεύει συνεχώς, να διδάσκει ευρέως και να γράφει παραγωγικά. Συμμετείχε ενεργά σε όλες τις πτυχές της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συχνών ταξιδιών στη Νέα Υόρκη, για να επιβλέπει την κατασκευή του Μουσείου Guggenheim, όταν, τον Απρίλιο του 1959, ξαφνικά χτυπήθηκε από μια ασθένεια που τον ανάγκασε να νοσηλευτεί. Πέθανε στις 9 Απριλίου, δύο μήνες πριν συμπληρώσει τα ενενήντα δύο του χρόνια.
«Δεν υπάρχει αρχιτεκτονική χωρίς φιλοσοφία. Δεν υπάρχει καμία τέχνη χωρίς τη δική της φιλοσοφία». – Frank Lloyd Wright, 1959
Ο Ράιτ ανέκαθεν φιλοδοξούσε να προσφέρει στους πελάτες του περιβάλλοντα που δεν θα ήταν μόνο λειτουργικά, αλλά και «εύγλωττα και ανθρώπινα». Ίσως είναι η μοναδική περίπτωση μεταξύ των μεγάλων αρχιτεκτόνων, που αναζητούσε μια αρχιτεκτονική για κάθε άνθρωπο (και όχι το αντίθετο), μέσω της προσεκτικής χρήσης τυποποιημένων λύσεων, για την επίτευξη προσιτών και προσαρμοσμένων επιλογών για τους πελάτες του.
Πιστεύοντας ότι η αρχιτεκτονική θα μπορούσε να είναι γνήσια μετασχηματιστική, αφιέρωσε τη ζωή του στη δημιουργία μιας «ολικής αισθητικής», που θα ενίσχυε την ευημερία της κοινωνίας. «Πάνω από κάθε ακεραιότητα», θα έλεγε: «τα κτίρια όπως οι άνθρωποι πρέπει πρώτα να είναι ειλικρινή, πρέπει να είναι αληθινά». Η αρχιτεκτονική δεν αφορά μόνο στα κτίρια, αλλά και στην ανάπτυξη των ζωών εκείνων που βρίσκονται μέσα τους.
Για τον Ράιτ, ένα πραγματικά οργανικό κτίριο αναπτύσσεται από μέσα προς τα έξω και έτσι βρίσκεται σε αρμονία με τον χρόνο, τον τόπο και τους κατοίκους του. «Στη βιολογική αρχιτεκτονική είναι αδύνατο να θεωρήσουμε το κτίριο ως ένα πράγμα, ένα άλλο πράγμα τα έπιπλα του και το περιβάλλον του ακόμα ένα πράγμα. Το πνεύμα, με το οποίο αυτά τα κτίρια σχεδιάζονται, βλέπει όλα αυτά μαζί ως ένα». Για το σκοπό αυτό, σχεδίαζε έπιπλα, χαλιά, υφάσματα, αντικείμενα τέχνης, σερβίτσια και ασχολούνταν επίσης με το φωτισμό και τις γραφικές τέχνες. Υιοθέτησε νέες τεχνολογίες και τακτικές, επεκτείνοντας συνεχώς τα όρια του πεδίου του. Η επιθυμία του να είναι πρωτοπόρος τον οδήγησε στο να δοκιμάζει τα υλικά του – μερικές φορές ακόμη και στα πρόθυρα της αποτυχίας – σε μια προσπάθεια να επιτύχει αποτελέσματα, που θα μπορούσε να ισχυριστεί ως μοναδικά δικά του.
Ο Ράιτ αφιέρωσε τη ζωή του στην προαγωγή της αρχιτεκτονικής ως «τη μεγάλη μητέρα τέχνη, πίσω από την οποία όλες οι άλλες είναι σίγουρα, ξεκάθαρα και αναπόφευκτα συνδεδεμένες». Επιδιώκοντας μια συνεπή έκφραση ενότητας, άντλησε έμπνευση από την ιαπωνική ιδέα ενός πολιτισμού στον οποίο κάθε αντικείμενο, κάθε άνθρωπος και κάθε ενέργεια ενσωματώνονται, έτσι ώστε να γίνει ολόκληρος ο πολιτισμός ένα έργο τέχνης. Πάνω απ’ όλα, το όραμα του Ράιτ ήταν να υπηρετήσει την ομορφιά. Πίστευε ότι κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί είχε το δικαίωμα να ζήσει μια όμορφη ζωή, σε όμορφες συνθήκες και επιδίωξε να δημιουργήσει μια προσιτή αρχιτεκτονική, που θα εξυπηρετούσε αυτήν την φιλοδοξία.
Πηγές:
http://franklloydwright.org/frank-lloyd-wright
https://www.dezeen.com/2017/05/20/top-events-celebrating-frank-lloyd-wright-150th-birthday/