OVRLAP | Πάρκο Μεικτής Πραγματικότητας στο Τορίνο

Α. Τσαμπάζης. Μ. Χατζηκαμπούρη

Περίληψη

Βασική θεματική της εισήγησης αυτής αποτελεί η διαδικασία διαμόρφωσης σχέσης μεταξύ του φυσικού (physical) και του δυνητικού (virtual) χώρου μέσα από τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου, ενός πάρκου, στον οποίο συνυπάρχουν και συγκρούονται οι δύο αυτές πραγματικότητες. Το πρόβλημα προσεγγίζεται μέσα από ένα σχεδιασμό αλληλεξάρτησης, δηλαδή οι δύο πραγματικότητες σχεδιάζονται παράλληλα και “ελλειπτικά”, ούτως ώστε η συνισταμένη τους να είναι αυτή που παράγει τον ολοκληρωμένο νέο χώρο.

Το πάρκο τοποθετείται στο Τορίνο, στο σημείο της πρώην βιομηχανίας Westinghouse dei Freni e Segnali, σήμερα κατεδαφισμένη, με το χώρο να χρησιμοποιείται για στάθμευση οχημάτων. Στη δυνητική πραγματικότητα, λοιπόν, σχεδιάζεται μια τρισδιάστατη αναπαραστατική προσέγγιση του βιομηχανικού συγκροτήματος βασισμένη στα επίσημα σχέδια, προσβάσιμη στον επισκέπτη του πάρκου μέσα από μια virtual reality κάσκα. Στο φυσικό χώρο ο σχεδιασμός πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα, το δυνητικό, το φυσικό και τις χρήσεις, από τα οποία διαμορφώνονται τα κατασκευαστικά στοιχεία του πάρκου. Κύριος άξονας και των τριών επιπέδων σχεδιασμού είναι το ίχνος της βιομηχανίας, το οποίο λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο μεταξύ της φυσικής και της δυνητικής πραγματικότητας.

Το αποτέλεσμα είναι ένας σύνθετος χώρος, ο οποίος μπορεί να γίνει αντιληπτός είτε μονομερώς, εστιάζοντας σε μία από τις δύο πραγματικότητες, είτε συνολικά μέσα από την εμπειρία του ίδιου του περιηγητή. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης της δυνητικής πραγματικότητας με ένα συγκεκριμένο τόπο (site specific) και επαφής του ατόμου με τα νέα ψηφιακά μέσα εικονικής πραγματικότητας μέσω της βιωματικής εμπειρίας.

1 Εισαγωγή

Η εισήγηση αυτή έχει θέμα τη διπλωματική μας εργασία με τίτλο OVRLAP: Πάρκο Μεικτής Πραγματικότητας στο Τορίνο (εικ.1). Στην εργασία αυτή μελετάται η δυνατότητα δημιουργίας σχέσης αλληλεξάρτησης μεταξύ μιας φυσικής και μιας δυνητικής πραγματικότητας, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός νέου μεικτού δημόσιου χώρου, μέσα από το σχεδιασμό ενός πάρκου μεικτής πραγματικότητας. Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύεται το θεωρητικό πλαίσιο, η μεθοδολογία σχεδιασμού και τα αποτελέσματα αυτού του χωρικού πειράματος.

Εικόνα 1 Σχεδιαστική απεικόνιση της συνθετικής πρότασης

2 Θεωρητικό Πλαίσιο

H διπλωματική μας εργασία έρχεται σε συνέχεια ενος προβληματισμού που είχε διαμορφωθεί ήδη από την περίοδο της ερευνητικής μας εργασίας “Ώσμωση και Εφήμερο: Αναζητώντας τον τόπο στα δυνητικά περιβάλλοντα της Char Davies” και αφορά το δυνητικό χώρο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Στη διάρκεια της μελέτης αυτής προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε και να αναλύσουμε το δυνητικό χώρο ως κάτι παραπάνω από απεικονιστικό εργαλείο, αλλά ως μέσο παραγωγής χώρου. Χρησιμοποιώντας ως αντικείμενο παρατήρησης τα εμβυθιστικά περιβάλλοντα της Char Davies και μελετώντας θεωρίες σχετικά με το χώρο και τον τόπο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατό να παραχθεί “δυνητικός τόπος”, δηλαδή είναι δυνατό να προσδωθούν βιωματικά χαρακτηριστικά σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας.

Επόμενο βήμα σε αυτόν τον προβληματισμό αποτέλεσε το πώς ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να εφαρμοστεί σε καθημερινές συνθήκες, κοινωνικές και αρχιτεκτονικές, πώς δηλαδή ένα δυνητικό περιβάλλον μπορεί να ξεπεράσει τα όρια ενός εκθεσιακού μουσειακού χώρου, όπως αυτοί που φιλοξένησαν το έργο της Davies. Μια από τις βασικές παρατηρήσεις μας σχετικά με το δυνητικό χώρο είναι η έλλειψη της απτικότητας, τόσο ως προς την απουσία φυσικού αντικειμένου και υλικότητας όσο και ως προς την αίσθηση παρουσίας στο χώρο, όπως αυτή συνδέεται με το φυσικό έδαφος και την ελεύθερη μετακίνηση πάνω σε αυτό. Το κενό αυτό συχνά υποκαθίσταται με χρήση τηλεχειριστηρίου ή με περίπλοκο ολόσωμο εξοπλισμό. Στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη μιας κυριαρχικής σχέσης με το χώρο, η οποία δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί βίωμα, καθώς η εμπειρία περιοριζεται στις κινήσεις των δακτύλων και όχι σε ολόκληρο το σώμα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιτυγχάνεται ενσώματη εμπειρία, χωρίς όμως τη δυνατότητα ευρύτερης εφαρμογής σε καθημερινό άμεσο πλαίσιο. Στη δική μας περίπτωση αποφασίσαμε να γεμίσουμε αυτό το κενό ταυτίζοντας την εικονική πραγματικότητα με το φυσικό έδαφος. Πιο συγκεκριμένα, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα δυνητικό περιβάλλον το οποίο θα βρίσκεται σε έναν πραγματικό φυσικό χώρο, επεκτείνοντας κατά αυτό τον τρόπο τόσο τις ιδιότητες του δυνητικού όσο και τις ιδιότητες του φυσικού χώρου.

Παράλληλα με το ζήτημα της τοπικότητας εντοπίζεται μια ακόμη έλλειψη στη διαχείριση του δυνητικού χώρου, η οποία αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα δυνητικά περιβάλλοντα είναι προσβάσιμα από τον ιδιωτικό χώρο του υποκειμένου, συνήθως το σπίτι του, ενώ ο ίδιος ο δυνητικός χώρος μπορεί να είναι μοναχικός ή κοινωνικός ανάλογα με την συνύπαρξη άλλων ανθρώπων μέσα σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δημόσιο βιωματικό δυνητικό χώρο, καθώς απουσιάζει το στοιχείο του κοινού τόπου μεταξύ των υποκειμένων.

Μέσα λοιπόν από τη διπλωματική μας εργασία προσπαθήσαμε να σχεδιάσουμε ένα χώρο ο οποίος όχι μόνο θα συνδυάζει το φυσικό με το δυνητικό χώρο, αλλά θα έχει και δημόσιο χαρακτήρα, τόσο στις επιμέρους συνιστώσες του όσο και στον παραγόμενο μεικτό χώρο.

Σημείωση: Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο φυσικός χώρος συνειδητά δεν αποκαλείται πραγματικός χώρος, όπως συνηθίζεται, καθώς στην προκειμένη περίπτωση ο δυνητικός χώρος και ο φυσικός χώρος μαζί συγκροτούν αυτό στο οποίο αναφερόμαστε ως πραγματικότητα ή μεικτή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα αναφερόμενοι στην εικονική πραγματικότητα θα χρησιμοποιούμε τον όρο δυνητικός χώρος ή δυνητική πραγματικότητα.

3 Μεθοδολογία

Οι δύο χώροι που προσπαθούμε να σχεδιάσουμε έχουν ως κοινή συνισταμένη τον φυσικό γεωγραφικό χώρο, στον οποίο θα μπορούν να κινούνται ελεύθερα τα υποκείμενα. Η γεωγραφική αυτή τοποθεσία θα πρέπει να παρουσιάζει στοιχεία διπλής ανάγνωσης τα οποία εμείς στη συνέχεια θα εκφράσουμε σε αυτές τις δύο πραγματικότητες. Το “οικόπεδό” μας λοιπόν βρίσκεται στην πρώην βιομηχανική ζώνη του Τορίνο, σε έναν χώρο που κάποτε φιλοξένησε τη βιομηχανία Compagnia Italiana Westinghouse dei Freni e Segnali και σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης.

Ολόκληρο το συγκρότημα της βιομηχανίας Westinghouse έχει κατεδαφιστεί αφήνοντας ένα αστικό κενό σε μια περιοχή η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει διατηρήσει τον ιστορικό της χαρακτήρα, ενσωματώνοντας νέες κατασκευές μεγάλης κλίμακας όπως το Πολυτεχνείο και τις φοιτητικές εστίες (εικ.2).

Εικόνα 2 Προοπτική Απεικόνιση της ευρύτερης περιοχής μελέτης

Η βιομηχανία αυτή θα αποτελέσει τον πυρήνα της δυνητικής συνιστώσας, θα προσπαθήσουμε δηλαδή να δημιουργήσουμε ένα εμβυθιστικό περιβάλλον όπου το υποκείμενο θα μπορεί να περιπλανηθεί στους χώρους της Westinghouse φορώντας μια κάσκα δυνητικής πραγματικότητας και περπατώντας σε φυσικό έδαφος. Το κέλυφος που έχουμε να διαχειριστούμε αρχίζει να ανοικοδομείται το 1897 και κατεδαφίζεται το 2000, έχοντας περάσει από αρκετές διαφορετικές κτηριακές φάσεις (εικ.3). Επομένως, η πρώτη απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε αφορά την χρονική φάση που επιλέγουμε να αναδημιουργήσουμε. Έχοντας μελετήσει όλα τα διαθέσιμα σχέδια αλλά και την ιστορική εξέλιξη του συγκροτήματος επιλέξαμε την χρονολογία 1928 για την οποία διαθέταμε το περισσότερο υλικό και η οποία μας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα πριν τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (εικ.4).

Εικόνα 4 Αξονομετρική απεικόνιση της βιομηχανίας Westinghouse (1928)

Επόμενο βήμα αποτέλεσε η ψηφιοποίηση των σχεδιαστικών δεδομένων σε δισδιάστατο αλλά και τρισδιάστατο επίπεδο. Στη συνέχεια με την χρήση ενός πρόγραμματος τύπου game engine αρχίσαμε να δουλεύουμε προς ένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα, εισάγοντας τη γεωμετρία, προσθέτοντας τα αντίστοιχα υλικά και τα στοιχεία φωτισμού. Ακολουθούν στιγμιότυπα από το δυνητικό χώρο, από ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία (εικ.5). Ωστόσο, οι εικόνες αυτές δεν μπορούν να αποδώσουν την εμπειρία της δυνητικής πραγματικότητας, δηλαδή τη δυνατότητα βιώματος ενός χώρου στην πραγματική του κλίμακα.

Εικόνα 5 Στιγμιότυπα από το δυνητικό περιβάλλον

Αυτό προϋποθέτει εκτός από τον εξοπλισμό, δηλαδή την κάσκα εικονικής πραγματικότητας, και ένα έδαφος στο φυσικό χώρο το οποίο όχι μόνο θα επιτρέπει αυτήν την εμπειρία, αλλά και θα την ενισχύει. Επομένως, ο φυσικός χώρος που θα παραχθεί δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται και να εξαρτάται από αυτό που υπάρχει στο δυνητικό. Θεωρώντας πως η περιπλάνηση αποτελεί ένα από τα πρώτα στάδια εξοικείωσης του ατόμου με κάποιον χώρο, ο φυσικός χώρος διαμορφώνεται ως πάρκο, ώστε να επιτρέπει μια τέτοια χωρική εμπειρία. Παράλληλα, ο χώρος που δημιουργείται προβλέπεται να είναι ανοιχτός προς όλους και προσπελάσιμος, ενώ ο εξοπλισμός πρόσβασης στο δυνητικό χώρο είναι δωρεάν, καθιστώντας το χώρο του πάρκου δημόσιο σε όλα του τα επίπεδα.

Για να μπορέσει να επιτευχθεί αυτό, προβλέπονται κάποιες λειτουργίες (gift shop, caffe) οι οποίες εξασφαλίζουν την οικονομική βιωσιμότητα του πάρκου, παράλληλα με κάποιες άλλες (info point, χώρος συνάθροισης, wc) τις οποίες αναγνωρίζουμε ως τις ελάχιστες απαραίτητες λειτουργίες για το ίδιο το πάρκο.

Ξεκινώντας από την τελική πρόταση διαμόρφωσης του φυσικού χώρου  αναγνωρίζουμε πολλαπλά επίπεδα και ετερόκλητα στοιχεία τα οποία σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν ως αφετηρία τη Westinghouse και εκφράζονται ως το ίχνος αυτής στο φυσικό χώρο. Η πρόταση αυτή διέπεται από δύο βασικούς άξονες σχεδιασμού.

Ο πρώτος άξονας σχεδιασμού περιλαμβάνει τα οικοδομικά στοιχεία , δηλαδή τις κατασκευές και τα στοιχεία αστικού εξοπλισμού του πάρκου και συντίθεται από επίπεδα τα οποία αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες του (εικ.8).

Εικόνα 8 Επίπεδα διαμόρφωσης πρώτου άξονα σχεδιασμού και τυπολογικός πίνακας

Στο πρώτο επίπεδο κατατάσσονται οι κατασκευές που αφορούν τον περιπλανώμενο του δυνητικού χώρου και οι οποίες εμπλουτίζουν την δυνητική εμπειρία, όπως για παράδειγμα σκάλες στα ίδια σημεία με τις σκάλες της Westinghouse, έτσι ώστε να καθίσταται ικανή η πρόσβαση σε παραπάνω στάθμες από αυτή του ισογείου. Την ίδια στιγμή κατασκευάζονται επιπλέον αναβάσεις καθώς και στεγασμένα σημεία στάσης ώστε το υποκείμενο να μπορεί να μεταβεί σε θέσεις που επιτρέπουν ενδιαφέρουσες θέες.

Στο δεύτερο επίπεδο εντάσσονται οι χρήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε πριν, οι οποίες τοποθετούνται στα “γκρίζα” σημεία της Westinghouse, δηλαδή σε κλειστά δωμάτια του συγκροτήματος, σε σημεία για τα οποία δεν διαθέταμε αρκετές πληροφορίες ή σε χώρους με δευτερεύουσα σημασία. Ως επί το πλείστον οργανώνονται γύρω από το κέντρο του πάρκου έτσι ώστε το υποκείμενο να ενθαρρύνεται να διασχίσει το χώρο, να αναρωτηθεί σχετικά με το τι συμβαίνει γύρω του και να ενημερωθεί για τη λειτουργία του πάρκου.

Στο τρίτο επίπεδο χρησιμοποιούμε οικοδομικά στοιχεία της Westinghouse για να τονίσουμε χαράξεις της πόλης οι οποίες επεκτείνονται στο πάρκο, συρράφοντας την πρότασή μας με τον υπάρχοντα αστικό ιστό.

Μέσα από την αλληλεπίδραση αυτών των επιπέδων προκύπτουν οι κατασκευές, ή αλλιώς πυρήνες (εικ). Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα απλό σύστημα μεταλλικών κατασκευών που αποτελείται από μια μονή σειρά υποστυλωμάτων και τοιχίων, τα οποία τονίζουν είτε τις κινήσεις στο χώρο είτε τις εκάστοτε χρήσεις, καθώς και στέγαστρα τα οποία τοποθετούνται ως πρόβολοι πάνω στα υποστυλώματα. Σε αυτό το σύστημα κατακόρυφων και οριζόντιων στοιχείων προσκολλώνται στα τοιχία οι εκάστοτε χρήσεις ως “εξωτερικοί οργανισμοί”.

O δεύτερος άξονας σχεδιασμού αφορά τη διαμόρφωση του εδάφους.

Ξεκινώντας από κάτω παρατηρούμε δύο επίπεδα χαράξεων που προκύπτουν με τη χρήση διαγραμμάτων Voronoi, ένα γεωμετρικό σύστημα που οπτικοποιεί την επιρροή δεδομένων σημείων στο χώρο. Στη δική μας περίπτωση το σύστημα αυτό εφαρμόζεται δύο φορές, μια για τον δυνητικό και μια για τον φυσικό χώρο. Τα αντίστοιχα κέντρα τοποθετούνται στις πτέρυγες της Westinghouse στο δυνητικό χώρο, ενώ στο φυσικό πάνω στις κατασκευές. Το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει από μια υπέρθεση των δύο αυτών διαγραμμάτων. Η φύτευση τοποθετείται με βάση αυτήν τη χάραξη με δύο τρόπους – τα μεγάλης κλίμακας δέντρα φυτεύονται στα σημεία τομής των δύο διαγραμμάτων ενώ τα μικρότερα στους κόμβους των επιμέρους διαγραμμάτων αλλά και κατά μήκος των ακμών τους. Το ενδιάμεσο επίπεδο αφορά τα ίχνη που διαγράφουν οι δύο χώροι, φυσικός και δυνητικός, στο έδαφος. Από το δυνητικό συναντάμε κυρίως στοιχεία της άνοψης, ενώ από το φυσικό την προβολή του ίχνους των στεγάστρων, ώστε να διαμορφωθεί ένας ημιυπαίθριος χώρος, ο οποίος λειτουργεί ως μετάβαση από τον υπαίθριο χώρο στα κλειστά κελύφη.

Η επιλογή του ίχνους ως βασικού σχεδιαστικού εργαλείου αποσκοπεί στο να εδραιώσει τη σχέση μεταξύ δυνητικού και φυσικού χώρου, αλλά και στο να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα περιήγησης που μπορεί να προκύψουν για το χρήστη του δυνητικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα τα στοιχεία της Westinghouse αντιμετωπίζονται ως μια σειρά από εμπόδια, στις ίδιες θέσεις με τα οποία τοποθετούνται και τα “εμπόδια” του φυσικού χώρου, όλες δηλαδή οι κατασκευές μας. Με αυτόν τον τρόπο η χωρικότητα της δυνητικής εμπειρίας δεν αλλοιώνεται από την περιήγηση στο φυσικό χώρο.

Ωστόσο, η σχέση των δύο χώρων οφείλει να είναι αμφίδρομη. Με τον ίδιο τρόπο που ο δυνητικός χώρος εκφράζεται στο φυσικό μέσω του ίχνους, ο φυσικός χώρος εντυπώνεται στο δυνητικό με ένα παρόμοιο σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, οι κατασκευές του φυσικού περιβάλλοντος απεικονίζονται με αφαιρετικό τρόπο μέσα στο δυνητικό χώρο, δηλαδή με την χρήση ενός διάφανου υλικού ώστε να δημιουργείται μια εντύπωση απουσίας υλικότητας, μια έλλειψη, η οποία συμπληρώνεται από την εμπειρία στο φυσικό χώρο.

3 Αποτέλεσμα | Συμπεράσματα

Το αποτέλεσμα της σύζευξης των δύο χώρων είναι ένα πάρκο μεικτής πραγματικότητας. Από τη μια πλευρά, το υποκείμενο μπορεί να εισέλθει στο χώρο του πάρκου και να πραγματοποιήσει συμβατικές δραστηριότητες οι οποίες αφορούν τη φυσική συνιστώσα. Από την άλλη πλευρά, ο φυσικός χώρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σημείο πρόσβασης στο δυνητικό περιβάλλον και στις δραστηριότητες που εκείνο προσφέρει. Σε κάθε περίπτωση ο τόπος παραμένει κοινός και για τις δύο εμπειρίες, ενώ τα υποκείμενα μπορούν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους χωρίς να χρειάζεται να βρίσκονται στην ίδια χωρική συνιστώσα.

Στην περίπτωση που το υποκείμενο έχει βιώσει και τα δύο περιβάλλοντα, τότε η συνισταμένη εμπειρία που προκύπτει αποτελεί μια μεικτή πραγματικότητα η οποία είναι κατ’ εξοχήν προσωπική, καθώς συντίθεται στο μυαλό του εκάστοτε υποκειμένου. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι τα δύο περιβάλλοντα συνθέτουν ένα δημόσιο χώρο, σημαίνει ότι διαμορφώνεται συλλογική μνήμη, καθώς όλοι οι επισκέπτες του πάρκου δέχονται τα ίδια ερεθίσματα και από τις δύο συνιστώσες του χώρου, ενώ μπορούν να αλληλεπιδρούν ελεύθερα μέσα σε αυτόν, γεγονός που μας επιτρέπει να μιλάμε για τοπικότητα στο πάρκο μεικτής πραγματικότητας. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ο δημόσιος χώρος του πάρκου επαυξάνεται από μια διάσταση ιδιωτικότητας.

Από αυτή τη μελέτη διαμορφώνεται μια μεθοδολογία σχεδιασμού χώρων μεικτής πραγματικότητας, η οποία, με κατάλληλους χειρισμούς, μπορεί να εφαρμοστεί και σε αντίστοιχα περιβάλλοντα όπου παρατηρείται ή επιχειρείται χώρος διπλής ανάγνωσης. Στη δική μας περίπτωση, εντοπίσαμε έναν χώρο διπλής ανάγνωσης ο οποίος βασίζεται στην ιστορία του τόπου και επιλέξαμε με μια δική μας ανακατασκευή αυτού του παρελθόντος να δομήσουμε το δυνητικό μας περιβάλλον, κυρίως γιατί θεωρούμε πως με αυτόν τον τρόπο η υπέρθεση των πραγματικοτήτων θα είναι πιο εύκολα κατανοητή από το υποκείμενο. Ωστόσο, το δυνητικό περιβάλλον θα μπορούσε να έχει λάβει οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητη της ιστορικής διάστασης. Επομένως, αυτού του είδους η διαχείριση έχει ως στόχο να διαμορφώσει ένα χωρικό υπόβαθρο για τις δύο πραγματικότητες, να επιτύχει δηλαδή την αλληλεξάρτηση των δύο, ούτως ώστε σε επόμενο στάδιο να είναι δυνατή η “κατοίκησή” τους.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1. Foucault, M. 1984. Περί αλλοτινών χώρων, Ετεροτοπίες. Architecture/Mouvement/Continuité October no5
2. Lévy, P. 1999, Δυνητική πραγματικότητα : Η φιλοσοφία του πολιτισμού και του κυβερνοχώρου (Realité virtuelle), μτφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα: εκδόσεις Κριτική
3. Casey, E. S. 1997, The Fate of Place: A Philosophical History, USA: University of California Press
4. Deleuze, G. and Guattari F. 2005, A Thousand Plateaus, Minneapolis: University of Minnesota Press
5. McRobert, L. 2007, Char Davies’ Immersive Virtual Art and the Essence of Spatiality, Toronto, Buffalo, London: University of Toronto Press
6. Bachelard G. 2014, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου, Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, Αθήνα: εκδόσεις Χατζηνικολή
7. Norberg-Schulz, C. 2009, Genius Loci: Το Πνεύμα του Τόπου: για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.
8. Debord, G. 1956, Theory of the Dérive, Les Lèvres Nues #9 (November 1956), trans. by Ken Knabb

Comments are closed