Οι ουτοπίες ήταν οι ουτοπίες των πόλεων. Από το ξεκίνημά τους.1
Δημήτρης Μάνιος, Δρ Αρχιτέκτων
Απόσπασμα από το βιβλίο: Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και προηγμένη τεχνουργία, Futura, Αθήνα 2013, σ. 228-231.
Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’50, εν μέσω της αναζωπύρωσης σε παγκόσμια κλίμακα του ενδιαφέροντος για την κατασκευή τεχνικά άρτιων ουτοπικών μοντέλων, ο Τ. Ζενέτος επεξεργάζεται μ’ εξαιρετική συνέπεια τους όρους που θέτουν στην Αρχιτεκτονική οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας. Συστατικά της μοναχικής του πορείας, συγχρόνως απαράβατες αρχές για τη δόμηση της δικής του ουτοπικής πόλης, είναι οι διαφωνίες του με τις διεθνείς τάσεις για φθηνή κατοικία2, με την άμετρη κατανάλωση ενέργειας, φυσικών πόρων και προϊόντων της βιομηχανίας.
Η «ηλεκτρονική πολεοδομία»3, μία στερέωση παράλληλων κατασκευών, όπως τις ονομάζει, είναι μια εύκαμπτη πολεοδομία: ένα σύστημα αναρτημένου τρισδιάστατου ιστού, στον οποίο πλέκεται η πόλη και οι υποδομές της. Μεταλλικοί πυλώνες, με ανοίγματα τα οποία ακολουθούν ένα βασικό κάνναβο και αυξάνουν ανάλογα με τις τεχνικές δυνατότητες (ρυθμιστές της πυκνότητας δόμησης), στηρίζουν ένα δικτύωμα εφελκυόμενων καλωδίων, στο εσωτερικό του οποίου καταστρώματα πλάτους 12 μέτρων από ελαφρό μπετόν ή οπλισμένο πλαστικό αναπτύσσονται σε δεκάδες επίπεδα πάνω από το έδαφος και λειτουργούν ως φορείς όλων των εγκαταστάσεων της πόλης. Η χημική σκλήρυνση του εδάφους γύρω από τις βάσεις των πυλώνων, τα κράματα ελαφρών υλών σε γενική χρήση, μέχρι και τα «άυλα μέσα επαφών για τη διεκπεραίωση της παραγωγής, όπως το φως και ο ήχος»4 διακηρύττουν τον ζωτικό, και υποκείμενο σε συνεχείς επεξεργασίες στο έργο του Τ. Ζενέτου, χαρακτήρα της τεχνολογίας, ορίζουν την πόλη βάσει της τεχνολογίας.
«Πριν από κάθε τι όμως πρέπει να ανακοπεί η μονομερής ανάπτυξη των μεγάλων κέντρων, που υποβοηθείται με τεράστια έργα τεχνητής επιβιώσεώς τους, και να ενισχυθεί η ανάπτυξη δευτερευόντων κέντρων. […] Η επιταχυνόμενη αστικοποίηση του ανθρώπου πρέπει να αντιμετωπισθεί με την αύξηση του αριθμού των μονάδων-κοινωνικών ενοτήτων και όχι με τη συνεχή διόγκωση των υπαρχόντων υπερκέντρων-ερήμων»5, υποστήριζε ο Τ. Ζενέτος. Η πόλη αυτή παραμένει χωρίς συγκεκριμένο όνομα ή τίτλο, χωρίς κάποιο κέντρο αναφοράς έξω από αυτήν. Εν μέσω της ρευστότητας της κατάστασης και της σημασίας των άυλων πόλων της, το «κέντρο» διεκδικείται από τις μονάδες – κοινωνικές ενότητες, «υλοποιείται τη στιγμή και στον τόπο της ενέργειας»6. Ομοίως, τα ελαφρά, διαφανή δικτυώματα, τα διατεταγμένα πάνω από το έδαφος καταστρώματα, τα συστήματα τηλε-ρυθμίσεων, είναι τα νέα μέσα με τα οποία η Αρχιτεκτονική ενισχύει την πλευστότητα των κατασκευών της στον διαταραγμένο, τόσο από τη δική της δυναμική όσο και από τη βαρύτητα, χώρο. Οι καθαρτήριες, φωτεινές γραμμές του σύγχρονου πολιτισμού δεν πηγάζουν από «την ακρίβεια των στροφών της μηχανής, τον σκληρό ήχο της κίνησής της […] τη μετάλλινη λάμψη του υλικού της»7 αλλά από τις σχεδόν άυλες αναλαμπές των δικτυωμάτων, των μέσων τηλεπικοινωνίας, των ενεργοποιούμενων κέντρων8.
[1] «[…] η έννοια της ουτοπίας δεν είναι θεωρητικό αποκύημα της φαντασίας των Ελλήνων, αλλά απόρροια ενός ιστορικού συμβάντος: ότι η πρώτη ουτοπία ήταν η ίδια η πόλη. […] Πολλά από αυτά που περιείχε μια πόλη –σπίτια, ιεροί χώροι, αποθήκες, τάφροι, αρδευτικά έργα– υπήρχαν ήδη σε μικρότερες κοινότητες: παρόλο όμως που αυτά τα έργα κοινής ωφέλειας ήταν αναγκαίοι πρόγονοι της πόλης, η ίδια η πόλη μεταμορφώθηκε ριζικά σε ιδεώδη μορφή –σε αναλαμπή της αιώνιας τάξης, σε ορατό ουρανό πάνω στη γη, σε έδρα μιας πλούσιας ζωής– με άλλα λόγια, σε ουτοπία». Mumford, L., «Oυτοπία, η Πόλη και η Mηχανή», στο O μύθος της μηχανής, σ. 31-32, 44.
2 «Νομίζω ότι η κατοικία πρέπει να είναι το πολυτελέστερο προϊόν της κοινωνίας και όχι τα μνημεία (σήμερα οι Τράπεζες κ.ά., όπως παλαιά οι ναοί και οι πυραμίδες), μια και αποτελεί τα 75% του δομημένου περιβάλλοντος. […] το φτηνό σπίτι είναι ένας νέος παραλογισμός με τις καταστροφικότερες δυνατές συνέπειες για τον άνθρωπο». Ζενέτος, Τ., Τάκης Χ. Ζενέτος 1926-1977, ειδική έκδοση των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, σ. 6, 7.
3 «Η αντίφαση και το αδιέξοδο της σημερινής κοινωνίας με οδήγησαν στην έρευνα για μια “ηλεκτρονική πολεοδομία” που αναφέρεται σε οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς (αλλά όπως κάθε αλλαγή θα πραγματοποιηθεί από την εργατική τάξη)». Ζενέτος, Τ., Τάκης Χ. Ζενέτος 1926-1977, ειδική έκδοση των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, σ. 6.
4 Ζενέτος, Τ., Urbanisme Electronique, ανάτυπο από τα Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχ. 3/1969, σ. 56.
5 Ό.π., σ. 56, 57.
6Ό.π., σ. 61.
7 Mendelsohn, E., «Δυναμική και λειτουργία», στο Μανιφέστα και προγράμματα της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, σ. 65.
8 Αποκαλυπτική είναι η αντιπαραβολή των απόψεων του Τ. Ζενέτου, ως προς τον καίριο χαρακτήρα και την ευστάθειά τους, με αυτές των Ε. Mendelsohn (περί της μηχανικής θεμελίωσης της λειτουργικής δυναμικής)* και J. Derrida (περί της αποκλειστικά μεταφυσικής θεμελίωσης των κέντρων των δομών).
(*) «H μηχανή, μέχρι τώρα ο πιστός δούλος της νεκρής εκμετάλλευσης, γίνεται συστατικό στοιχείο ενός νέου ζωντανού οργανισμού. Την ύπαρξή της δεν τη χρωστάμε στη χαριστική διάθεση ενός αγνώστου ούτε στην ευρηματική τάση μιας κατασκευαστικής ιδιοφυΐας, αλλά δημιουργείται σαν φυσική προσθήκη της εξέλιξης την ίδια στιγμή που την απαιτεί η ανάγκη. […] Από τότε που ανακαλύψαμε τις δυνάμεις της εξουσιάζουμε φαινομενικά τη φύση. Στην πραγματικότητα την υπηρετούμε μόνο με νέα μέσα. Απαλλασσόμαστε φαινομενικά από το νόμο της βαρύτητας. Στην πραγματικότητα εννοούμε τη λογική του με νέες αισθήσεις». Mendelsohn, E., «Δυναμική και λειτουργία», στο Μανιφέστα και προγράμματα της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, σ. 65